Φωτογραφία - Angela Bacon Kidwell |
Κάθε πρωί
ξυπνάει στην έρημη ακτή.
Βλέπει τη θάλασσα του βουρκωμένη
από το θρήνο χιλιάδων ναυαγίων
φέρνοντας με κάθε της δακρυσμένο κύμα
την απώλεια.
Στα χαλάσματα μιας εκκλησίας στα σπλάχνα του
γονατίζει στη τέφρα, στη σωρό της φλόγας…
Απ’ τα χέρια του σκορπίζεται η στάχτη
στο ανεπίδοτο νόημα της.
Στο όνειρο που είδε
η τάξη αντιστράφηκε.
Τύλιξε με τα βλέφαρα την Μιλένα του
-σπόρο, βαθιά μέσα στα μάτια-
κι ονειρευόταν ηλιόλουστος, ολόκληρη τη νύχτα.
Έγινε κοίτη το κορμί του.
Κελάρυζε τρεχούμενο το φως.
Η νύμφη γύμνωσε το σώμα
για να πλυθεί μες στη πηγή των λάμψεων.
Αναρριγούσε του ποταμού του η αλήθεια
καθώς τα πέλματα της αργοσαλεύανε στο στήθος του.
Αφέθηκε μέσα του
μοιράζοντας τον σε καμπάνες
που αντιλαλούσαν εισακουσμένες προσευχές
απ’ τα γλωσσίδια των χεριών της
ίσαμε τις άκρες του κόσμου
όπου πετάξανε οι μελωδισμοί
μαθαίνοντας την απεραντοσύνη.
Ξύπνησε ανθισμένος
γεμάτος πασχαλιές στ’ ακροδάχτυλα.
Στο θαύμα της
γλωσσολαλία του είχε χαριστεί
να ειπωθεί σε όλες τις γλώσσες του ονείρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου