"Η νυχτερίδα που μου χάρισε ο Κυρ Θανάσης, όπως τη φωτογράφισα" Φ. Φίλιας |
Τον κυρ Θανάση, έναν απροσδιορίστου βαθμού, μακρινό συγγενή μας, τον συνάντησα όλες κι όλες τέσσερις φορές στη ζωή μου, που ωστόσο της προκάλεσαν ισάριθμες ουλές, σημαδεύοντάς την παντοτινά. Δεν θα κουράσω με λεπτομερείς περιγραφές του ανδρός. Θα πω απλώς ότι ήταν πιστό αντίγραφο εκείνων των καμπουριασμένων, πελιδνών, κοκαλιάρηδων φερετροποιών, με τη γρυπή μύτη και το ανάποδο μικρό ύψιλον στη θέση του στόματος, που έπαιρναν μέτρα στον Λούκι Λουκ άμα τη αφίξει του σε κάποια φονική πόλη της Άγριας Δύσης. Όλα τα χαρακτηριστικά του απέπνεαν πένθος και ματαιότητα, προϊδεάζοντάς σε για τη χειρότερη δυνατή έκβαση των πραγμάτων – μόνο το όρνεο στον ώμο του έλειπε. Ζούσε έρημος σ’ ένα χωριό κοντά στην Τρίπολη, καθώς η γυναίκα του είχε πεθάνει στον τοκετό, ενώ η μοναχοκόρη του είχε μεταναστεύσει προ πολλού στην υπερατλαντική Βοστώνη. Το ίδιο θα έκανα κι εγώ αν ο μπαμπάς μου ήταν ταριχευτής ζώων, πουλιών και ερπετών, επάγγελμα που ασκούσε, και μάλιστα λίαν επικερδώς, ο κυρ Θανάσης. Αιχμαλώτιζε τα ζωντανά σε δόκανα που έστηνε στην αρκαδική ύπαιθρο, τα έπνιγε σε μια σκάφη με νερό, ή τα στραγγάλιζε μ’ έναν βρόχο (για να διατηρήσει άθικτο το τρίχωμα, το φτέρωμα ή τις φολίδες τους), τους αφαιρούσε επιδέξια με μια χειρουργική τομή τα εντόσθια και τη σάρκα, ύστερα τα παραγέμιζε με σύρματα, στουπιά και πολυστερίνη, και αφού αντικαθιστούσε τα μάτια τους με γυάλινα και έδινε στα κουφάρια ολοζώντανες στάσεις –εκεί αναγνώριζες τη μαστοριά του–, τα μοσχοπουλούσε σε ιδιόρρυθμους φιλότεχνους, που αναμφίβολα έλκονταν απ’ τις αυθεντικές νεκρές φύσεις.
Πρωτογνώρισα τον κυρ Θανάση όταν ήμουν ακόμα παιδάκι. Είχε επισκεφθεί την οικογένειά μου παρέα με μια βαλσαμωμένη κουκουβάγια, που σήμερα θα θύμιζε φυσιογνωμικά τη δημαρίτισσα συνάδελφο του Θουκυδίδη, την ιστορικό Μαρία Ρεπούση. Θαυμαστά διορατικός, μας πρόσφερε εγκαίρως ένα αναπληρωματικό κατοικίδιο πουλί, γιατί μερικές ώρες αργότερα ψόφησε από ηλεκτροπληξία το Μπιζουδάκι, το αγαπημένο μας καλλικέλαδο καναρίνι. Χρόνια φτερούγιζε ελεύθερο μέσα στο σπίτι και κάθε βράδυ κούρνιαζε στον κρεμαστό λαμπτήρα της κρεβατοκάμαράς μου, επί του οποίου έκανε και κούνια για να γλαρώσει. Εκείνη τη νύχτα μ’ έπιασε κοκίτης, έβηχα σαν χτικιασμένος καπνεργάτης του μεσοπολέμου, η μητέρα μου θορυβημένη άναψε το φως για να ποτίσει με μια κουταλιά σιρόπι το ανισόρροπο βλαστάρι της και τότε ξάφνου είδαμε το Μπιζουδάκι να πέφτει τέζα στο μαξιλάρι μου. Του κάκου έσκουζα να το ξυπνήσω, κοιμόταν τον αξύπνητο. Ματαίως επίσης έψαχνα την κακιά μάγισσα που το είχε μεταμορφώσει από κίτρινο ωδικό πτηνό σε απαίσιο αχνιστό αχινό, τη δουλειά την είχε κάνει λίγο φθαρμένο καλώδιο. (Ειλικρινά απορώ πώς εξακολουθούν να υπάρχουν χελιδόνια, με το υφιστάμενο εναέριο δίκτυο της ΔΕΗ.) Μπορείτε να φανταστείτε την κατάπληξή μου. Η οποία έγινε συγκλονισμός όταν η μαμά μού αποκάλυψε το τρομερό μυστικό, πως ο Ύπνος έχει έναν απαράλλακτο δίδυμο αδελφούλη, πιο επίμονο όμως, τον Θάνατο. Στο εξής θα απέφευγα ασυνείδητα τον πρώτο φοβούμενος μήπως τον μπερδέψω με τον δεύτερο – θα παιδευόμουν από αϋπνίες. Όσο για την απώλεια του καναρινιού μου, τη θρηνούσα απαρηγόρητος, και είχε μαλλιάσει η γλώσσα του παππού και της γιαγιάς μου, που μου ορκίζονταν ότι το Μπιζουδάκι τιτίβιζε πλέον χαρούμενα πάνω σε μια πελώρια μηλιά που βρίσκεται στον ουρανό και ονομάζεται Παράδεισος. Τουλάχιστον η κουκουβάγια, ως νυχτόβια, δεν κινδύνευε απ’ τον ηλεκτρισμό. Αυτή μάλλον θα πήγαινε απ’ τα πολλά ποτά και τα ξενύχτια. Ή από συνωστισμό στη Σμύρνη.
Έπειτα από περίπου πέντε έτη, ημέρα Σάββατο, ο κυρ Θανάσης διάβηκε πάλι το κατώφλι μας, κρατώντας μια κουλουριαστή οχιά, εννοείται ταριχευμένη, που έμοιαζε κάπως με λάστιχο ποτίσματος. Πιθανόν επειδή ο παππούς μου ήταν γιατρός, μας έφερε το έμβλημα του Ασκληπιού. Την τοποθετήσαμε δίπλα στην κουκουβάγια, στη σερβάντα του σαλονιού μας, όπως ακριβώς ο πεισματάρης αδελφός του Ύπνου τοποθέτησε τον παππού πλάι στο Μπιζουδάκι, στην επουράνια μηλιά όπου κελαηδούσε ασταμάτητα. Διότι το απόγευμα της Κυριακής ο καρδιολόγος εξέπνευσε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς, έξαλλος με τους πάντες και βλαστημώντας τους Αγίους Πάντες, στο γήπεδο της τοπικής Παναχαϊκής, την ώρα που η τελευταία δεχόταν γκολ στις καθυστερήσεις από τον προνοητικά μαυροντυμένο ΟΦΗ. Ο καημένος ο παππούς! Διέτρεξε όλη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, επέζησε δύο βαλκανικών και παγκοσμίων πολέμων, για να τον τερματίσει τελικά ένα τέρμα, που επιπλέον ήταν κι εξόφθαλμο οφσάιντ. «Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει», αποφάνθηκε μοιρολατρικά η γιαγιά μου στο νεκρόδειπνο που ακολούθησε της ταφής. Ενδομύχως ήταν περισσότερο πικαρισμένη παρά τεθλιμμένη, επειδή ο άντρας της είχε πεθάνει για ένα αθλητικό σωματείο και όχι για την ίδια – αιώνιες γυναίκες! Ο ΟΦΗ αποδείχτηκε κατηραμένος, όχεντρα φαρμακερή. Υποθέτω ότι μαντέψατε ποιο κακορίζικο αγόρι συνόδευε τον παππού στο γήπεδο εκείνη την από κάθε άποψη συννεφιασμένη Κυριακή. Αντί να με κανακεύει στα γόνατά του, ξεψύχησε πάνω στα δικά μου, καθιστώντας με αλλόκοτη, αρσενική Πιετά των κερκίδων. Υπέστην τέτοιο διαχρονικό σοκ, ώστε ούτε που διανοήθηκα να ξαναπατήσω σε ποδοσφαιρικό αγώνα, αφήνοντας έτσι αβοήθητη την Παναχαϊκούλα, που ήταν ομάδα μοντέλο, να κατρακυλήσει στα τάρταρα της βαθμολογίας, για να καταλήξει μοιραία στα χέρια του γνωστού μοντελοπνίχτη Αλέξη Κούγια και να την αποτελειώσει.
Αλίμονο, τρία χρόνια μετά την εκδημία του παππού το πένθος τρίτωσε. Όλοι μας μαγκωθήκαμε και αλληλοκοιταζόμασταν ερωτηματικά αντικρίζοντας για τρίτη φορά τον κυρ Θανάση στην κατοικία μας. Τώρα μας δώρισε μια φουντωτή νυφίτσα, αληθινό τεχνούργημα, που εντούτοις πετάξαμε αμέσως (η Ρεπούση είχε ήδη αποτεφρωθεί σε φωτιά σμυρναίικη, μαζί με το φιδίσιο λάστιχο, που απέτυχε να την κατασβήσει). Μόλις ξεκουμπίστηκε, η γιαγιά μου λιβάνισε ώς και την τουαλέτα του σπιτιού και, διά παν ενδεχόμενο, σιδέρωσε τη δική της, ένα μαύρο βελούδινο ταγιέρ. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν το φόρεσε ποτέ μόνη της, αλλά της το φορέσαμε εμείς ύστερα από δύο μέρες, όταν διερράγη ένα ύπουλο ανεύρυσμα που έφερε στον εγκέφαλο, με συνέπεια τον ακαριαίο όσο και αδόκητο θάνατό της. Χαρές που θα ‘καναν πάνω στη μηλιά ο παππούς και το Μπιζουδάκι! Και πού νομίζετε δρεπάνισε τη γιαγιά ο μέγας Θεριστής; Μέσα στον ναό της Αναλήψεως, καθώς επέδιδε στον εφημέριο ένα πρόσφορο για να συγχωρηθούν οι βλασφημίες του χούλιγκαν συζύγου της. Εντέλει συγχωρέθηκε αυτή. Πιθανολογώ ότι ξαναμαντέψατε ποιος δύσμοιρος έφηβος υποβάσταζε τη γηραιά ανύποπτη ετοιμοθάνατη εκείνο το Ψυχοσάββατο που δικαίωνε πανηγυρικά τους Black Sabbath. Έγινα καινούρια σπαρακτική Πιετά, σε καταλληλότερο περιβάλλον. Έκτοτε θλίβομαι και δυσφορώ στις εκκλησίες, και προτιμώ να λειτουργούμαι τηλεοπτικώς από την ΕΡΤ, την οποία κατήργησαν αυτά τα τέρατα που μας κυβερνούν, κακό ψόφο να ‘χουν, καταδικάζοντάς με εκτός από φυσικό και σε μεταφυσικό πλέον επίπεδο (τη νεοσύστατη ΔΤ αρνούμαι να την παρακολουθήσω καθότι μου θυμίζει το ΔΝΤ, και τότε κολάζομαι πολλαπλασίως). Αξίζει τέλος να σημειωθεί πως συνηθίζαμε ν’ αποκαλούμε τη μακαρίτισσα «νυφίτσα», αφενός γιατί ήταν τετραπέρατη και αφετέρου επειδή αναζητούσε μανιωδώς νύφη να με παντρέψει, σε μιαν ηλικία μάλιστα όπου η μόνη γυμνή γυναίκα που είχα δει ήταν κάποια ξαδέλφη μου, κι αυτήν στα βαφτίσια της.
Παραφράζοντας τους υπαρξιστές φιλοσόφους, διατείνομαι ότι κανείς δεν γεννιέται προληπτικός αλλά γίνεται καθ’ οδόν και εκ παθημάτων. Η μυστηριώδης επαναληπτικότητα ορισμένων δυσάρεστων καταστάσεων σε υποχρεώνει να τις συσχετίσεις με λογικά ασύνδετους παράγοντες, που όμως συμβαίνει να προηγούνται πάντοτε της καταστροφής και οι οποίοι, όλως τυχαίως, είναι κάθε φορά οι ίδιοι. Για να εκφραστώ πιο απλά, ήμασταν πλέον υπερβέβαιοι πως ο κυρ Θανάσης, με δυο-τρεις βίζιτες ακόμα, θα μας ξεκλήριζε οικογενειακώς. Έτσι, ευθύς μετά τον ενταφιασμό της «νυφίτσας», στο νέο επικήδειο δείπνο, που έμοιαζε περισσότερο μ’ έκτακτο πολεμικό συμβούλιο των Ντάλτον, αποφασίσαμε ομόφωνα να αποξενωθούμε απ’ τον θανατηφόρο ταριχευτή, σιγουρεμένοι έστω και καθυστερημένα πως αυτός ήταν ο πραγματικός διώκτης μας και όχι ο Λούκι Λουκ, δηλαδή η Γ’ Εφορία Πατρών. Για κάμποσο καιρό, λοιπόν, δεν ανταμώσαμε. Η αλήθεια είναι πως ούτε κι αυτός θέλησε να μας ξαναεπισκεφθεί, γεγονός που ίσως σημαίνει ότι κι ο Χάρος διαθέτει λίγο φιλότιμο. Ωστόσο επέπρωτο να τον επισκεφθώ εγώ, αυτοβούλως παρακαλώ. Ήταν η εποχή όπου, ως νεοσύλλεκτος σμηνίτης, βρέθηκα τσουβαλιασμένος και απεγνωσμένος στην 124 Πτέρυγα Βασικής Εκπαίδευσης, δύο χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Τρίπολης, στους πρόποδες του όρους Μαινάλου, στο οποίο θα με σταύρωναν νυχθημερόν Ρωμιοί εκατατόνταρχοι και πτέραρχοι. Αφού δεν κατάφερα ν’ απαλλαγώ από τη στράτευση, παρ’ όλες τις παλαβομάρες και τους εξωφρενισμούς που καμώθηκα, σκεφτόμουν ν’ απαλλαγώ απ’ τη ζωή και να ξεμπερδεύω οριστικά και με τις δύο ανεπιθύμητες θητείες. Κοντολογίς, η ψυχολογία μου ήταν χειρότερη κι απ’ την Παναχαϊκή. Και επειδή δεν έτρεφα καμία εμπιστοσύνη στο μουσειακό τυφέκιο G3 που μου είχαν χρεώσει για να εξολοθρεύω τους εχθρούς της πατρίδας, όπως απάνθρωπα χαρακτηρίζουν τους αλλοεθνείς ανταγωνιστές του όποιου Λάτση, θεώρησα σκόπιμο να συναντήσω τον κυρ Θανάση, με τα εγγυημένα αποτελέσματα. Εξάλλου ήμασταν πια γείτονες – το χωριό του απείχε ελάχιστα απ’ το στρατόπεδο.
Κόντευε να σουρουπώσει και αστραπές ράγιζαν τους γρανιτένιους ουρανούς της Αρκαδίας καθώς έψαχνα, τη μέρα της πρώτης μου εξόδου, το σπίτι του ανθρώπου που παραλίγο να κλείσει το δικό μου. Ήταν μια ετοιμόρροπη παλαιική αγροικία, στην άκρη του χωριού, την οποία ξεχώρισα εύκολα απ’ τα κοράκια που έκρωζαν στα χαλάσματα και από μια δυσοίωνη μηλιά που δέσποζε στην αυλή. Ο κυρ Θανάσης αρχικά με υποδέχτηκε αιφνιδιασμένος κι αμήχανος, πιστεύοντας προφανώς ότι είχε την αποκλειστικότητα στις επισκέψεις. Στη συνέχεια όμως με οδήγησε φιλόξενα στο αναμμένο τζάκι, με βόλεψε πάνω σ’ έναν βαλσαμωμένο μολοσσό που είχε μετατρέψει σε σκαμπό και ο οποίος σίγουρα υπήρξε κάποτε ο σκύλος των Μπάσκερβιλ, και με κέρασε μια μηλόπιτα πιο αναγουλιαστική κι απ’ το σιρόπι για τον κοκίτη. Θα πρέπει να τον βάραινε πίκρα ασήκωτη και να μην έβρισκε κανέναν ακροατή να ελαφρώσει γιατί, έπειτα από τα τυπικά και μερικά ποτήρια τσίπουρο, άρχισε κλαψουρίζοντας να μου αφηγείται μια σειρά από κακοθανατιές, χασούρες, στραπάτσα και αποχωρισμούς, που συνέθεταν την κατάμαυρη βίβλο της ζωής του, ενώ ο τόπος σειόταν απ’ την πρωτοφανή καταιγίδα που μόλις είχε ξεσπάσει. Ακούγοντας τις απανωτές τραγωδίες του ανάμικτες με κεραυνούς, η ήδη πεισιθάνατη διάθεσή μου δέχτηκε τη χαριστική βολή και στο μυαλό μου στριφογύριζαν εναλλάξ πότε η αριστουργηματική πραγματεία του Ρόμπερτ Μπέρτον «Η ανατομία της μελαγχολίας», που εντούτοις δεν θα τη συνιστούσα ούτε στον φανατικότερο εχθρό μου, πότε το «Νησί με τα τριάντα φέρετρα» του Μωρίς Λεμπλάν, που θα το πρότεινα με θέρμη σε κάθε φανατικό φίλο της λογοτεχνίας τρόμου. Καβάλα στο πτώμα ενός ζώου και μπουκωμένος με μηλόπιτα, είχα αποσβολωθεί με τα κατορθώματα του κυρ Θανάτου, τα οποία μόνο η Μαρία Ρεπούση ίσως κατόρθωνε να εξωραΐσει. Μα πιο πολύ μ’ εντυπωσίασε η ιστορία της ξενιτεμένης κόρης του. Σαν ηρωίδα των αδελφών Μπροντέ, εκ γενετής ορφανή από μητέρα, δίχως αδέλφια ή φιλενάδες, μεγάλωσε τριγυρνώντας κατάμονη, ατίθαση και ευπαθής σ’ εκείνα τα ανεμοδαρμένα υψίπεδα και παρατηρώντας ολημερίς τα ζώα και τα πουλιά, κυρίως τους κύκνους, που τους αγαπούσε παθολογικά. Απεχθανόταν τον πατέρα της λόγω του επαγγέλματός του και όταν αποφοίτησε απ’ την κτηνιατρική σχολή, μετέβη με υποτροφία στη Βοστώνη να ειδικευτεί στην ορνιθολογία και δεν επέστρεψε ποτέ. Αυτός ήταν και ο μεγαλύτερος καημός του.
Φαινομενικά ο κυρ Θανάσης έπασχε από το σύνδρομο του Μίδα, αλλά στη μίζερη εκδοχή του. Ό,τι άγγιζε γινόταν θρύψαλα κι αποκαΐδια. Άπαντες οι προσφιλείς του είτε αφανίζονταν είτε εξαφανίζονταν. Ακόμα και το μοναχοπαίδι του τον απαρνήθηκε, και είχε να το συναντήσει κοντά δεκάξι χρόνια. Έτσι, απέμεινε έρμος σαν τον κούκο να βαλσαμώνει κούκους κι άλλα ζωντανά της αρκαδικής πανίδας. Εξαιρούσε αυστηρά τους κύκνους, που τους τάιζε κιόλας, επειδή τους είχε ταυτίσει με την άφαντη θυγατέρα του. Και όχι άδικα. Όταν περίεργος του ζήτησα κάποια φωτογραφία της, σηκώθηκε πρόθυμος από το παραγώνι και μου ‘φερε μία απ’ τις δεκάδες κορνιζαρισμένες που κάλυπταν ολόκληρη την επιφάνεια μιας μακρόστενης σκαλιστής κασέλας, στο βάθος του δωματίου. Καθώς η καταιγίδα, που στο μεταξύ κόπασε, είχε προκαλέσει διακοπή ρεύματος, έστρεψα το κάδρο προς την πυρά του τζακιού. Το θέαμα με τύφλωσε: Ανάμεσα απ’ τις σγουρές φλόγες που κατοπτρίζονταν στο τζάμι, ξεπρόβαλε η όψη ενός κυκνόμορφου, μυθικού πλάσματος, για το οποίο θα στοιχημάτιζες πως ήταν η κόρη του Δία και της Λήδας, η Ωραία Ελένη. Περί τέτοιας επικής καλλονής επρόκειτο. Ιδιαίτερα οι ραψωδίες των γαλανών ματιών της σε καλούσαν να πάρεις λύρα επτάχορδη, ιωνική, και να τα τραγουδήσεις. Με κόπο συγκρατήθηκα και δεν ρώτησα τον κυρ Θανάση αν είχε κάνει εξέταση πατρότητας, αφού φάνταζε αδιανόητο εκείνη η εικοσάχρονη Μις Υφήλιος να ήταν γέννημα του αρκάδα Πάνα. Αυτός πάλι, ορθός στο πλάι μου και αντιλαμβανόμενος την έκστασή μου, έλαμπε από καμάρι, και ήταν η μόνη στιγμή που είδα το ανάποδο μικρό ύψιλον του στόματός του να αντιστρέφεται σε υπέροχο χαμόγελο. Η ώρα στη χελώνα-ρολόι του τοίχου έτρεχε σαν λαγός, η τέταρτη και τελευταία επαφή μου με τον ταριχευτή έφτανε στο τέλος της, σε λίγο η πύλη του στρατοπέδου θα έκλεινε. Αποχαιρετώντας τον, διστακτικά έβαλε κάτι στην τσέπη του πανωφοριού μου. Αντί απλώς για το κοκαλάκι της, ήταν μια ακέραια, αποξηραμένη νυχτεριδούλα, σύμβολο ευεξίας και καλοτυχιάς, όπως με διαβεβαίωσε ο αλλοτινός κομιστής της Ρεπούση, του όφεως και της νυφίτσας. Αυτό το φυλακτό περίμενα! Τώρα επιτέλους θα μπορούσα να παραδοθώ στον Ύπνο ήσυχος, αναμένοντας μετά βεβαιότητος τον δίδυμο αδελφό του.
΄
Η Ειμαρμένη αναμφισβήτητα είναι είρων και φιλοπαίγμων. Για να ξεκαρδιστεί με την αποκαρδίωσή μας, σχεδόν πάντα μας επιφυλάσσει το αντίθετο απ’ αυτό που προσδοκούμε. Κι όταν αποζητάς με κάθε τίμημα τον θάνατο, όπως τότε εγώ, αυτή σου προσφέρει δωρεάν τη μακροζωία, για να μην πω την αθανασία. Από τη μέρα που επισκέφθηκα τον κούκο στη φωλιά του, όχι μόνο δεν σκαρφάλωσα στην επουράνια μηλιά, αλλά θα πίστευε κανείς πως κάποιο αθέατο χέρι την είχε τραντάξει, γιατί δεν προλάβαινα να μαζεύω τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων που έπεφταν ουρανοκατέβατα στην αγκαλιά μου. Η τύχη μου άνοιξε σε τέτοιον προκλητικό βαθμό, ώστε αν εξέτρεφα κοκόρια θα είχα οπωσδήποτε θησαυρίσει πουλώντας τα δίκροκα αβγά τους. Η πρώτη χαρμόσυνη είδηση κατέφθασε κιόλας την επομένη. Μετά τη δίμηνη βασική μου εκπαίδευση στην Τρίπολη, θα εξέτια την υπόλοιπη θητεία μου στην 116 Πτέρυγα Μάχης, στον Άραξο Αχαΐας, μόλις μισή ώρα οδικώς από το σπίτι μου. Δεν θ’ αντισταθώ στο εύκολο λογοπαίγνιο: Στον Άραξο, παρότι αεροδρόμιο, άραξα σαν κρουαζιερόπλοιο πολυτελείας, απολαμβάνοντας τους δεκαοκτώ πιο ανέμελους κι εποικοδομητικούς μήνες της ζωής μου, και πλέον αναπολώ τον Στρατό με τόση νοσταλγία όση και ο Σφακιανάκης, ασφαλώς όμως για διαφορετικούς λόγους. Έως και βομβαρδιστικά αεροσκάφη τύπου Α-7 Corsair έμαθα να πιλοτάρω, ας είναι καλά μερικοί παράτολμοι, ροδομάγουλοι ιπτάμενοι φίλοι μου, οι οποίοι πάντως τη νύχτα των Ιμίων έδειχναν πιο κίτρινοι κι απ’ το Μπιζουδάκι. Μα το αναστάσιμο άγγελμα το έλαβα τη μεθεπομένη. Μιμούμενος ακούσια τον Ιησού, είχα θανατώσει τον ίδιο τον Θάνατο! Ενδεχομένως υπερβάλλω, όμως πώς αλλιώς θα μπορούσα να ερμηνεύσω το υπερβατικό γεγονός ότι ο κυρ Θανάσης είχε γκρεμοτσακιστεί σε μια χαράδρα, προσπαθώντας να παγιδέψει έναν γυπαετό, λίγες μονάχα ώρες αφότου τον συνάντησα; Η νυχτερίδα ισοδυναμούσε με όλη την τίμια ξυλεία του όρους Μαινάλου, του Γολγοθά της Αρκαδίας, κι έγινε εφεξής αχώριστη συντρόφισσά μου.
Χωρίς να είμαι καθόλου μνησίκακος, ο χαμός του ταριχευτή με πλημμύρισε, Νοέμβρη μήνα, πασχαλινή αγαλλίαση. Όπως και να το κάνουμε, αυτός ο κατσικοπόδαρος Πάνας, έστω άθελά του, μου είχε προξενήσει τραύματα ανεπούλωτα. Μου αποστέρησε το πουλί μου, δύο λατρευτά πρόσωπα καθώς και τα μείζονα ηρεμιστικά μου: τον ύπνο, το γήπεδο και την εκκλησία. Μετέβαλε τη μακάρια παιδική ηλικία μου σε μακάβριο νεκροτομείο, τις σορούς του οποίου είχα δει να σωριάζονται μπρος στα μάτια μου, μία φορά στον ξύπνο μου και αμέτρητες άλλες στους εφιάλτες μου. Μονολεκτικά, με σημάδεψε, όπως την Παναχαϊκή ο Κούγιας και αυτόν η Εύη Βατίδου με το Prada τακούνι της. Επομένως δίκαια άναβα βεγγαλικά και ακόμα δικαιότερα ο υπαίτιος των δεινών μου υπέφερε τώρα πάνω σ’ εκείνη τη μηλιά, αφού ήταν βέβαιο πως το Μπιζουδάκι θα τον τρέλαινε στα τσιμπήματα, η γιαγιά θα τον γέμιζε καρούμπαλα με το Tefal τηγάνι της, ενώ ο γιατρός παππούς θα του έξυνε την πληγή επιστημονικά και με το γάντι ρωτώντας τον διηνεκώς, τον γκρεμισμένο, για την πτωτική πορεία της Παναχαϊκής. Μολονότι το σκορ ήταν 3-1 υπέρ του, θεωρούσα πως είχα πληρώσει τον κυρ Θανάση με το ίδιο νεκρικό νόμισμα – «χαρώνειο» το αποκαλούσαν οι Αρχαίοι και σου το ‘χωναν στο στόμα, για να περάσεις τα διόδια του Άδη. Έμπλεος έπαρσης, ανυψωμένος από ανέμους αθανασίας, όμοιος με τον Λούκι Λουκ που πυροβολούσε ταχύτερα κι από τη σκιά του, φυσούσα θριαμβικά τις κάννες των δύο περιστρόφων μου που κάπνιζαν, έχοντας προλάβει να ξεκάνω τη δική μου. Και η σκιά κάθε ανθρώπου είναι μία και λέγεται Θάνατος ή κυρ Θανάσης.
Ωστόσο μια τρίτη είδηση, εξίσου αναπάντεχη με τις προηγούμενες, με προσγείωσε στις θνητές διαστάσεις μου, κι ας μην είχα απολυθεί ακόμα απ’ την αεροπορία. Και αισθάνθηκα ειλικρινή, αναδρομική συμπάθεια και λύπηση για τον κυρ Θανάση, κι έφτασα μέχρι του ακρότατου σημείου, όχι απλώς να συγχωρήσω, αλλά να συμμεριστώ, να συμπονέσω, να σπλαχνιστώ τον κυρ Θάνατο συνειδητοποιώντας ότι είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, κάποιος ασήμαντος υπαλληλίσκος, ένας φουκαρατζής που εκτελεί στανικά ειλημμένες αποφάσεις, ο ταπεινός κλητήρας του Χρόνου και της Μοίρας, ο πιο φαρμακωμένος, βαρυπενθής και ρημαγμένος όλων μας όντας διαρκές χαροκαμένο θύμα του εαυτού του, κι ένιωσα το αίμα μου να κρυσταλλώνει και την καρδιά μου να τη δαγκώνει ο σκύλος των Μπάσκερβιλ όταν πληροφορήθηκα πως στην ερειπωμένη αγροικία του ταριχευτή είχε βρεθεί, κοντά στο τζάκι, μέσα σε μια μακρόστενη σκαλιστή κασέλα-λάρνακα, η μούμια κάποιας εικοσάχρονης κοπέλας, ντυμένης με νυφικό από πούπουλα κύκνων, η οποία δεν ήταν άλλη απ’ το μοναχικό, ατίθασο και ευπαθές κορίτσι που όργωνε ολημερίς εκείνα τα πνιγηρά υψίπεδα, κάτω από τον αδυσώπητο, γρανιτένιο ουρανό της Αρκαδίας – Θεέ μου! άλλη δεν ήταν απ’ την ταριχευμένη κτηνίατρο με τα ομορφότερα γαλάζια μάτια του κόσμου, τη Μις Υφήλιο, την Ωραία Ελένη, αυτήν που υποτίθετο ότι περιέθαλπε τους πληγωμένους κύκνους της Βοστώνης.
Φίλιππος Φίλιας
Μπορεί να φανεί άσχετο,αλλά ο πόνος του θανάτου-Θανάση είναι αρκετά ελαφρύτερος για τους διαμένοντες εν υπαίθρω.Κι αυτό γιατί ίσως από μικρά και ξυπόλητα εξοικειωνόμαστε με το καθετί που φυσιολογικά σαπίζει και μαραίνεται γύρω μας.Πολλοί ευτυχισμένοι γέροντες παραδίδουν το πνεύμα κατάκοποι από τη δούλεψη της γης με την ευλογία και την ανακούφιση του ύπνου εν είδει θανάτου.Και τα δάκρυα περιττά καθώς η άνυδρη σάρκα των ηλικιωμένων συγγενών δεν έχει τη χρεία υγρασίας.Όσο για τα χωριατόπαιδα,παίζουν και γελούν γύρω απ'τα νεκροκρέβατα μην μπορώντας να αντιληφθούν τον σπαραγμό της δυτικής σκέψης και κουλτούρας.Γιατί βλέπουν το δρεπάνι ως κυριολεξία και δε νιώθουν πόνο στην απώλεια.Η ανατολή προσδοκά την ανάσταση-στις πόλεις δυσκολεύονται.Είναι θέμα ορατότητας.
ΑπάντησηΔιαγραφή