Άλλαζε το χρώμα τ' ουρανού,
καθώς ο ήλιος κρύβονταν
πίσω από τα όρη.
Από τις χρυσές τις ηλιαχτίδες,
στη βαθιά πορφύρα
κι ένα δειλινό μενεξεδί,
με το τελευταίο φως της μέρας
στη θάλασσα να πέφτει απαλά
κι ο ήχος των κυμάτων συντροφιά,
καθώς αγκάλιαζαν τα βράχια.
Κάτω απ' τη σκιά του Ψηλορείτη,
υπό του φάρου τ' άγρυπνο το βλέμμα,
η νύχτα έπεφτε στην Πόλη των Γραμμάτων.
Μια αύρα αλλιώτικη
πλανιόταν στον αέρα,
ανάμεσα στα πέτρινα στενά δρομάκια,
καθώς ξεδιπλώνονταν
πέρα απ' το ενετικό λιμάνι.
Περιδιάβαιναν οι άνθρωποι,
φωνές που δυνάμωναν κι απομακρύνονταν,
ένας αχνός απόηχος στα πέτρινα σοκάκια,
αναμειγνύονταν, ώσπου γινόταν ένα,
εκεί που έσμιξε ο μύθος με την ιστορία,
η επιστήμη με την τέχνη,
σ' ένα ψηφιδωτό σκέψεων, γραμμάτων, ιδεών.
Απ' τ' ανοιχτά παράθυρα
στο σπίτι της Κορνάρου
απαλό το φως φαινόταν
πίσω απ' τις κουρτίνες.
Κι ακούγονταν, θαρρείς,
οι γνώριμες φωνές εκείνες,
της παλιάς παρέας φοιτητών
κι ο νεότερος εαυτός μου
απ' το παράθυρο μού έγνεφε
μ' ένα αμυδρό χαμόγελο,
σαν να ήξερε πως,
θα έφτανε η μέρα εκείνη,
που τα βήματά μου θα διέσχιζαν
τους ίδιους πάλι δρόμους
και το βλέμμα μου θ' αντίκριζε
το ίδιο σκηνικό,
ίδιο κι αλλαγμένο συνάμα,
μ' ένα κομμάτι μας
να παραμένει πάντα εκεί,
ανέγγιχτο απ' τον χρόνο,
σαν να ξεδίψασε, θαρρείς,
από της κρήνης το νερό,
να αγναντεύει πλάι στον φάρο
τα μενεξεδένια δειλινά,
καθώς αλλάζει το χρώμα του ουρανού
κι ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα όρη.
Ρέθυμνο, 27/07/2025
Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με ΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου