Η σιωπή μακρινή προσευχή.
Πρόσωπα σφιγμένα κι ο καιρός ένα αίνιγμα.
Το φως λαβωμένο σπαρταρά.
Μετέωρος ο χρόνος και οι χορευτές με τη δύναμη του ορίζοντα
πατούν πάνω στις μοίρες και καταργούν τα σύνορα της απεραντοσύνης.
Λιθάρια στοιβαγμένα πάνω στις ανοιχτές πληγές της νύχτας
ματώνουν απ’ τη θλίψη.
Χωρίς όψη κραυγάζουν τ’ άψυχα σώματα
Μια μικρή πυγολαμπίδα ψάχνει τον μίτο της ματαιότητας.
Δωρεάν χαρίζονται τ’ αγάλματα με τις σπασμένες καρδιές,
Άοπλος ο πόνος και οι ράγες εκτροχιασμένες της αμαξοστοιχίας
με τα νεκρά πλατάνια και τις αθάνατες προτομές.
Η μικρή τριανταφυλλιά μαράθηκε.
Φάνηκε το στήθος της γης σαν στήθος γυναίκας
που αρνιέται το ριζικό και θηλάζει απελπισμένα τις μέρες.
Το χρυσόμαλλο δέρας σαν κατάρα έρχεται στα όνειρα.
Τρέχουν αλαφιασμένοι οι άγιοι
με τον σταυρό του ορίζοντα μαχαίρι στην καρδιά.
Γυρνά ο χρόνος πλανόδιος κι άστεγος.
Σφαίρες καρφωμένες στις κλειστές πόρτες του μέλλοντος.
Ο ουρανός χαμηλώνει και ακούγεται ο θόρυβος ο πολύς ενός πλήθους
που προχωρά σιωπηλό.
Βαρύς ο ύπνος των νεκρών και λυπημένη η καρδιά τους.
Η βροχή μια αιώνια απουσία.
Χωρίζεται η ψυχή απ’ τον εαυτό της.
Συμφωνία άκυρη τα λόγια με τις μεγάλες σιωπές
καρφωμένες στην καρδιά τους.
Πληθαίνουν οι άγνωστες πόλεις με το ανύπαρκτο όνομα.
Τα τρένα σαν τρελά πέφτουν πάνω στους φάρους
και σκοτώνουν τους φαροφύλακες,
Θρηνεί η ομίχλη για τις θλιμμένες χώρες
με τα δακρυσμένα πρόσωπα και τους άγνωστους ωκεανούς.
Ιωάννα Αθανασιάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου