Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΠΑΣΗΜΑΚΗ "Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ" Διηγήματα

 


Ελευθερία Παπασημάκη - O Ήχος της Βροχής
Εκδόσεις - Ιωλκός
Έτος Έκδοσης - 2023
Διαστάσεις - 14 × 21 cm
Αριθμός Σελίδων - 144
ISBN - 978-960-640-177-0


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Δεκαοκτώ ιστορίες δεμένες με μεταξωτά νήματα μεταξύ τους, που οι άκρες τους αγγίζουν άλλοτε τις μνήμες, άλλοτε τα όνειρα, άλλοτε την καθημερινότητα κι άλλοτε έναν φαντιστικό κόσμο που εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε ή και που μπορεί να υπάρχει γύρω μας. Γιατί μονο μεταξωτά μπορούν να είναι αυτά τα νήματα – απαλά αλλά και γερά. Όπως είναι η ίδια η ζωή. Γεμάτη αντιθέσεις μέσα στην υπέροχα μοναδική ομορφιά της. Και που όσο είμαστε ακόμα νέοι, αυτή την ομορφιά δεν μπορούμε να την δούμε τρέχοντας να προλάβουμε να ζήσουμε, όμως όσο μεγαλώνουμε, ανακαλύπτουμε την τελειότητά της στα πιο απλά πράγαμτα. Έναν καφέ σε μια στοά περιμένοντας τον πλατωνικό μας έρωτα, μια βόλτα στα παλιά στέκια της πόλης, συνομιλίες με τους ανθρώπους μας που έχουν πια φύγει, μια φανταστική γνωριμία κάτω από τη βροή γιατί έτσι θέλουμε, μια επικοινωνία ανάμεσα στα αστικά δρώμενα. Και είτε υπάρξει κάποιο τέλος, είτε όχι, αυτό που μαθαίνουμε από τη διαδρομή μας είναι ότι τίποτα δεν τελειώνει.


ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

ΔΕΡΙΓΝΥ

«Άσπρο – μαύρο – κίτρινο. Φώτα. Αυλαία. Μπαμ!»

Θυμάσαι; Πιτσιρίκι εσύ κι εγώ ένα κορίτσι με γαλάζια μάτια. Κάπου στα 18 μας. Οι βιτρίνες περνούσαν από το πλάι των ματιών μας κι εμείς χαζεύαμε στις αντανακλάσεις των κρυστάλλων τους τις μουσούδες που κάναμε. Και παίζαμε: «Άσπρο – μαύρο – κίτρινο. Φώτα. Αυλαία. Μπαμ!». Και κοπανάγαμε εναλλάξ ο ένας την παλάμη του άλλου και γελάγαμε και τρέχαμε να προλάβουμε το λεωφορείο.

Κανείς άλλος δεν ήξερε αυτό το παιχνίδι. Ήταν δικό μας, με βούλα και πατέντα. Ούτε κι εμείς γνωρίζαμε πως το βρήκαμε. Μας έκατσε τρελά μια μέρα βγαίνοντας από το Μινιόν, που ειχαμε πάει ν΄αγοράσουμε μπουφάν, και έμεινε. Κάτι σαν εκείνα τα αλλόκοτα παιχνίδια των παιδιών που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά εκείνα γελάνε ασταμάτητα, με μια τρομακτική διάθεση να πονέσουν τους μεγάλους για την άγνοιά τους.

Τώρα στη θέση του Μινιόν διάφορα. Μικρά και ψεύτικα. Αλλοδαπά και εντόπια. Και πάμφηνα. Κλειστά μέσα στη νύχτα. Χωρίς ζωή. Χωρίς φωνή. Χωρίς να φαίνεται η αποκοτιά της φωτιάς που το κατάπιε. Ξεχασμένες μνήμες, περασμένες στον λαιμό της αδηφάγας πόλης μας.

Κλεινόμασταν στο σπίτι της οδού Μακεδονίας, λίγο πριν από την Πλατεία Βικτωρίας. Βάζαμε τον ανεμιστήρα τα καλοκαίρια να γουργουρίζει, εγώ ντρεπόμουνα, εσύ γέλαγες. Τους χειμώνες ζέσταινε τον χώρο το καλοριφές 9 με 10 κάθε βράδυ.

Σε πέρασα μετά με κόμπο δεσίματος μαργαριταριού στον λαιμό μου και προχώρησα. Μόνο κάθε φορά που περνάω από τσαγκαράδικα σε θυμάμαι. Κάτω στα στενά της Αθηνάς, το δέρμα μοσχομυρίζει και μου ξυπνάει την ανάγκη να βρω εκείνο το μπρελόκ που μου είχες φτιάξει. Ένα μπρελόκ πεδιλάκι. Κόκκινο. Κάπου το έχω χωμένο, δεν άντεχα να το βλέπω.

Οδηγώ βιαστικά στην 3ης Σεπτεμβρίου. Βάζω στοίχημα να περάσω όσο περισσότερα φανάρια προλαβαίνω. Το ξέρεις ότι έχουν έναν απίστευτο συγχρονισμό; Έτσι κι ξεκινήσεις από την αρχή της – εκεί κοντά στην Ομόνοια – με πράσινο, σε πάνε μέχρι τη μέση. Με πιάνει κόκκινο σε κείνο το μικρό φανάρι της πλατείας. Ανάβει το πράσινο. Κορνάρουν οι από πίσω. Ανοίγω το χέρι σε μούντζα ανάποδη και ξεκινάω. Στρίβω αριστερά μετά την παλτεία. Παρκάρω.

Περπατάω προς την πλατεία. Ο ένας έρωτας άφησε τον χώρο του για τον επόμενο. Στην ίδια πλατεία. Λίγο πριν από τη σχολή χορού και το παλαιοβιβλιοπωλείο από κάτω. Σταματάω και χαζεύω τη βιτρίνα του. Όλα ανάκατα και μαγικά. Το θέλω αυτό το μαγαζί, κάποτε θα το κάνω δικό μου. Απέναντι το κτίριο του ΟΤΕ. Περπατάω λίγο. Πέφτω με φόρα πάνω στην πλατεία. Στέκομαι. Λέω να μην φοβηθώ.

«Ο φόβος έχει να κάνει με το θάνατο ή με το διαφορετικό» μονολογώ για ξόρκι.

Κρατάω όμως σφιχτά την τσάντα μου, λοξά περασμένη στον ώμο μου.

Προχωρώ λίγο ακόμα και κάθομαι σε ένα παγκάκι. Άνθρωποι ξένοι με κοιτάνε. Φοβάμαι λίγο τελικά. Στην τσάντα μου έχω πάντα και πακέτο και καπνό. Το πακέτο για το αυτοκίνητο, τον καπνό για το σπίτι και τα τραπεζάκια των μαγαζιών που απλώνονται στα πεζοδρόμια και τις πλατείες. Αλλόκοτα μου φαντάζουν όλα γύρω μου.

Από τη μια μεριά, η καφετέρια που χτυπάγαμε το nescafe με μανία στις σχολικές μας κοπάνες. Από την άλλη, η πιτσαρία που τα βράδια πίναμε τις μπύρες μας. Και δέντρα και παιδιά και πολύς κόσμος. Και τα ραντεβού μου, όλα εδώ. Περιμένοντας κάποιον άλλον έρωτα, τον μεγάλο. Άργησε να έρθει. Ήρθε όμως και τα ρήμαξε όλα τα όνειρα. Χρόνια αργότερα. Μετά από γέννες και διάφορα άλλο οικογενειακά, δεν άντεξε το βάρος τους και έφτυσε ξαφνκά όλη τη μαγεία του.

Σηκώνομαι. Ανεβαίνω προς Πατησίων. Στέκομαι μπροστά στο μαγαζί με τα ρούχα που λαμπυρίζει. Εκεί ήταν το κοτοπουλάδικο. Σερβίριζε μόνο πανέ κοτόπουλο και πάντα ζήταγα μια μερίδα με φτερούγα. Καθόμουνα στα ψηλά σκαμπό στον πάγκο, δεν είχε άλλωστε τραπέζια. Παράταγα το στήθος, αφού είχα τραγανίσει το παναρισμένο του κομμάτι και απολάμβανα ηδονικά τη φτερούγα.

Πηγαίναμε κι ερχόμασταν σε διαφορετικές ώρες και μέρες. Ο καθένας μόνος του. Στο τέλος, καθαρίζαμε τη λίγδα από τα δάχτυλά μας με τα υγρά μαντηλάκια που δίνανε μαζί με το πιάτο. Παραδώσαμε αναμεταξύ μας τις μνήμες μας, τις δέσαμε γερά και καλά. «Για δες», λέγαμε, «δεν μπορεί να είναι απλή σύμπτωση αυτή, αναζητούσαμε πάντα ο ένας τον άλον». Έτσι λέγαμε. Μετά βαλθήκαμε να καθαρίζουμε τη λίγδα από την ψυχή μας με μανία και χωρίς υγρά μαντηλάκια. Κάποια φορά πήγαμε μαζί να φάμε λίγο κατόπουλο πανέ, αλλά το μαγαζί είχε γίνει ρουχάδικο ετοιματζίδικων που λαμπύριζε. Δεν υπήρχε κανένα άλλο κοτοπουλάδικο σε όλη την πόλη. Ίσως και να μην ψάξαμε κι εμείς να βρούμε άλλο. Σαν να έκλεισε οριστικά ο κύκλος των πανέ κοτόπουλων στην Αθήνα. Μαζί μ΄αυτόν και ο δικός μας.

Ανάβω τσιγάρο. Ρουφάω βαθιά. Παίρνω ανάσα και προχωράω.

Κατεβαίνω ασθμαίνοντας.

«Πρέπι να το κόψω» σκέρτομαι, «καπνίζω πολλά χρονια, αλλά εντάξει όχι ακόμα» παρηγορώ τον εαυτό μου.

Δίνω παράταση, χωρίς να γνωρίζω σε ποια ζωή.

Καθαρίζω λίγο το υγρό μου βλέμμα τινάζοντας το κεφάλι και προχωρώ προς το αυτοκίνητο. Σταματάω ανάμεσα 3ης Σεπτεμβρίου και Αριστοτέλους. Στη μέση της Κοδριγκτώνος. Έχω ξεχάσει που έχω παρκάρει. Πανικός. Πηγαίνω πίσω βαδίζοντας μπροστά προς την πλατεία. Μετά παίρνω τον δρόμο ανάποδα. Το βρίσκω στη μέση της Δεριγνύ. Κάθομαι στη θέση του οδηγού και κλαίω με ανακούφιση.

«Ευτυχώς σήμερα βρήκα και κάτι δικό μου» σκέφτομαι.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 


Η Ελευθερία Παπασημάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα με την οικογένειά της. 
Ξεκίνησε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία ποιήματα και μικρά αφηγήματα. 
Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
 Ο Ήχος της Βροχής είναι το πρώτο της βιβλίο.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου