Είμαι φτηνός, πολύ φτηνός, είμαι φτηνός
για λίγα ψίχουλα μπορώ να γίνω δούλος καθενός.
Είμαι φριχτός, πολύ φριχτός, είμαι φριχτός
την καταδίκη σας αξίζω να υπομένω διαρκώς.
Είμαι φτωχός, πολύ φτωχός, είμαι φτωχός
για την αρρώστια μου αυτή δε θα βρεθεί ποτέ γιατρός.
Θεέ μου που μας ορίζεις κι όλους μας βλέπεις ένα
δεν είναι όπως νομίζεις
δεν είναι όλα όπως νομίζεις εδώ κάτω μοιρασμένα
δεν είναι όλα, δεν είναι όλα, δεν είναι όλα μοιρασμένα.
Μα εσύ που μας φροντίζεις σαν πρόβατα σφαγμένα
στείλε μου αν θέλεις λίγη
μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα.
Είμαι μικρός, πολύ μικρός, είμαι μικρός
και μες στα μάτια σου φαντάζω κάθε μέρα πιο μικρός.
Είμαι νεκρός, σχεδόν νεκρός, είμαι νεκρός
τη θεραπεία σας αντέχω να υπομένω διαρκώς.
Είμαι ζεστός, πολύ ζεστός, είμαι ζεστός
μέσα απ τα στήθια μου φυσάει ένας άνεμος καυτός.
Θεέ μου που μας ορίζεις κι όλους μας βλέπεις ένα
δεν είναι όπως νομίζεις
δεν είναι όλα όπως νομίζεις εδώ κάτω μοιρασμένα
δεν είναι όλα, δεν είναι όλα, δεν είναι όλα μοιρασμένα.
Μα εσύ που μας φροντίζεις σαν πρόβατα σφαγμένα
στείλε μου αν θέλεις λίγη
μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα…
(«Στο βάθος κήπος»). Γραφικές οι παραστάσεις:
«Μόχθους, βάσανα και πόνους μάστιγας, σφαγάς και φόνους»
ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ
«Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι,
αλλ’ όχι νικημένοι. Η φλόγα μένει
κατάκορφα σε στήθια και σε νου,
στα πέρατα της γης και τ’ ουρανού.
Άχαρα νιάτα, αγέλαστα· και γέρα
σ’ ατέλειωτη σκλαβιά χωρίς αγέρα!
Στον τοίχο αλυσωμένοι το σκεβρό
τρέχουν οι σκλάβοι πριν απ’ τον καιρό.
Μαχαίρι στο λαό, φωτιά, κρεμάλα
ή περασμένοι αραδαριά με μπάλα!
Τα θύματα βουνό και στην κορφή,
ξένοι, ντόπιοι φονιάδες αδερφοί!
Και πάλι σκοτωμένοι στον αγώνα—
για λευτεριά και δίκιο στον αιώνα!
Απ’ τη λάσπη του αιμάτου νά! Παλεύει
ο Γήλιος στα μεσούρανα ν’ ανέβει.»
(Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος)
…Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λεφτεριά η δικιά του θα ναι λεφτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα χεις κανενός Θεού.»
μ το δίκιο τοῦ πολέμουε
θα το βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί….»
…Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.»
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
στον αιθέρα στέκει να και στη θάλασσα μόνη της!
Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός και δικού της μήτε αγάπη μια
μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο!
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό
τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα!
Μα ’χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί
και στον έναν ο άλλος μπαίνουν εναντίον οι άνεμοι!
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου….»
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ
το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό
Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ’ ορκίζεται
Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.
Ανέστης Ευαγγέλου - ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ
Το δικαίωμα να μιλήσω πάλι μου ’δωσε
απόθεμα βαρύ και πλούσιο του θανάτου.
Θηρία αρπακτικά καραδοκούνε το χαμό μου,
διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου,
ζητάνε πάνω απ’ όλα τη φωνή μου.
Όμως εγώ είμ’ εδώ και κάνω πόλεμο
παίζω διαρκώς κορόνα γράμματα τη ζωή μου
πολλές φορές τ’ άκουσα μες στ’ αυτιά μου τα ουρλιαχτά
είδα τα δόντια και με ζέσταναν τα χνότα τους
όμως την τελευταία στιγμή
έρχεται πάντα η ομιλία και με σώζει.
Ανέστης Ευαγγέλου, Μέθοδος αναπνοής (1966)
E. E. Cummings, [Ακόμη κι αν είναι Κυριακή ας έχω άδικο]
Ας είναι η καρδιά μου πάντα ανοιχτή στα μικρά
πουλιά που’ ναι τα μυστικά της ζωής
ό,τι κι αν τραγουδούν είναι καλύτερο απ’το να γνωρίζεις
κι αν οι άνθρωποι δεν θέλουν να τ’ακούσουν οι άνθρωποι
είναι γέροι
Ας περιδιαβαίνει το μυαλό μου πεινασμένο
κι άφοβο και διψασμένο κι εύπλαστο
ακόμη κι αν είναι Κυριακή ας έχω άδικο
γιατί όποτε οι άνθρωποι έχουν δίκιο δεν είναι νέοι
Κι ας μην κάνω εγώ τίποτα χρήσιμο
κι ας αγαπώ εσένα περισσότερο κι από αληθινά
δεν έχει υπάρξει ποτέ κάποιος τόσο ανόητος που
να μην μπορεί να
τραβήξει όλον τον ουρανό πάνω του μ’ ένα χαμόγελο
E. E. Cummings, μετ. Χάρης Βλαβιανός
Ν. Καρούζος
-«…Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.
Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.
Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρύσω.
Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
— πρώτη φορά — σε τέσσερων τον ώμο.
Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.
ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ
«Δεν έχεις το δικαίωμα, φώναζα, το κρίμα το δικό μου
να σηκώνεις
Κι εσύ ανένδοτα σιωπούσες
Γιατί δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη
-ποιός αδικεί ποιός αδικείται
τί μας βαραίνει πιο πολύ
το κρίμα ή η αθωότητα
Η αγάπη δε μας δίνεται, μας παίρνει
κι όσοι αγαπούν αλύπητα αγαπούν
ρημάζουν και ρημάζονται
Κι όλα τα πήρες πάνω σου
το φταίξιμο την ενοχή και την ποινή μου
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη
Εντάξει, εσύ αναστήθηκες.
Εγώ όμως με σχεδία το σταυρό μου
θαλασσοδέρνομαι σε μαύρους ουρανούς»
JILLA MOSSAED - ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Η ζωή
παίρνει ένα παράξενο χρώμα
μια μικρή καρδιά
αρχίζει να χτυπά
ο κόσμος είναι παγωμένος
το αγόρι
φωνάζει
τ’ όνομα των χαμένων του προγόνων
σηκώνει
το χέρι
που πρέπει να κοπεί απ’ τον καρπό
για κλοπή
ένα ουράνιο τόξο από φρίκη
καλύπτει τον ουρανό
το αγόρι σκέφτεται τους αδελφούς του
που ονειρεύονται ακόμη ένα κομμάτι ψωμί
μα έχουν τα χέρια τους άθικτα
καταρρέει έπειτα αναίσθητο στη γη
κάτω από το φριχτό χτύπημα της δικαιοσύνης.
μτφρ. από τα περσικά: Μπαμπάκ Σαντέγκ Χαντζάνι
«Κάποιος που καλλιεργεί τον κήπο του όπως θα ήθελε ο Βολταίρος.
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί στον κόσμο υπάρχει η μουσική.
Αυτός που ανακαλύπτει με χαρά μια ετυμολογία.
Δύο πελάτες που σε κάποιο καφενείο παίζουν το σιωπηλό τους σκάκι.
Ο πηλοπλάστης που προκαθορίζει ένα σχήμα ή ένα χρώμα.
Ο στοιχειοθέτης που στήνει όμορφα τούτο το κείμενο και που ίσως δεν τ’ αρέσει.
Μια γυναίκα κι ένας άντρας που διαβάζουν μαζί τις τελευταίες στροφές ενός ποιήματος.
Κάποιος χαϊδεύοντας ένα ζωάκι που κοιμάται.
Κείνος που συγχωρεί ή θέλει να συγχωρέσει το κακό που του ’γινε.
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο έζησε ο Στήβενσον.
Κάποιος που προτιμά να ’χουν δίκιο οι άλλοι.
Οι άνθρωποι αυτοί, που μεταξύ τους δεν γνωρίζονται, έχουν σώσει τον κόσμο.»
(http://frear.gr/?p=10069)
Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα.
Οι γονείς μου κολάρο
μου φόρεσαν, μ’ έμαθαν
υπηρέτες να ‘χω και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές. Όταν
μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρά μου κοίταξα,
δε μ’ άρεσαν οι άνθρωποι της τάξης μου,
ούτε να διατάζω και να μ’ υπηρετούν.
Τότε, την τάξη μου απαρνήθηκα και για συντρόφους πήρα
τους ταπεινούς ανθρώπους.
Έτσι
οι γονείς μου έναν προδότη ανάστησαν, του μάθανε
όλα τους τα κόλπα, κι αυτός
τα μαρτυράει στους εχθρούς τους.
Ναι, κάνω βούκινο τα μυστικά τους. Στέκομαι
στον απλό λαόν ανάμεσα, και του εξηγώ
πως τονε κοροϊδεύουν. Και προμαντεύω τι θα γίνει, γιατί
ξέρω καλά τα σχέδιά τους
(χαμένη δεν πήγε δα η εκπαίδευσή μου)
Τα Λατινικά του πουλημένου τους παπαδαριού
τα μεταφράζω λέξη – λέξη στην απλή τη γλώσσα, και
τότε βλέπεις μονομιάς τι κουραφέξαλα είναι. Κατεβάζω
τη ζυγαριά της Δικαιοσύνης τους και δείχνω
πως είναι κάλπικα τα ζύγια της. Και οι χαφιέδες τους τρέχουνε
και τους λένε
πως κάθομαι μαζί με τους κατατρεγμένους
που ετοιμάζουν επανάσταση.
Να φρονιμέψω, μου μήνυσαν. Και μου πήραν
ό,τι με τη δουλειά μου είχα κερδίσει. Κι επειδή μυαλό δεν έβαλα,
με κυνήγησαν, ψάξανε το σπίτι μου, αλλά
δε βρήκανε
παρά χαρτιά, που ξεσκέπαζαν
τις συνωμοσίες τους ενάντια στο λαό. Τότε
ξαμόλυσαν εντάλματα
κατηγορώντας με πως έχω ιδέες χυδαίες, με άλλα λόγια:
τις ιδέες του «χυδαίου όχλου».
Όπου κι αν πάω, στιγματισμένος είμαι
στων δυνατών τα μάτια. Μα οι αδύναμοι
διαβάζουν τα εντάλματα και
άσυλο μου δίνουν λέγοντας:
«Εσένα, σε κυνηγάνε
για δίκαιο σκοπό».
(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη)
για πρώτη κι έσχατη φορά
θα απονεμηθεί δικαιοσύνη
στον ουρανό θα σβήσουν τα μεγάλα φώτα
στα μάτια μας θα σβήσει η λάμψη
στα στήθη ο πόνος
τα γράμματα θα εξατμιστούν
και οι σελίδες θα επανακτήσουν τη λευκότητά τους
στην αρχική αθωότητα
το άγιο σκοτάδι θα μας εξισώσει
όλα θα ξαναγίνουν χώμα
όλα θα παραμείνουν ανεξιχνίαστα
και θ’ απλωθεί μπροστά μας το μεγάλο τίποτα
και η απόλυτη ελευθερία
Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,-
τρεις ομοιόμορφοι, ήσυχοι ανθρωπάκοι
κι ο εισαγγελέας, με Φαίρμπανξ μουστακάκι!
Ένας εργάτης κάθεται στον μπάγκο,
από ένα σπάγγο κρέμεται ο Χριστός
κι απ’ το Χριστό κρεμιέται, δίχως σπάγγο,
το Καθεστώς!
«Εσύ ήσουν αρχηγός στην απεργία;»
«Αυτό για μένα θα ήτανε τιμή».
«Και τι σας φταίει το Κράτος κι η Θρησκεία»;
«Βοηθούν όσους μας κλέβουν το ψωμί»!
Ο πρόεδρος είναι μάνα στη δουλειά του
κι είναι αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους,
κοιτάει το νόμο μέσα απ’ τα γιαλιά του
και μέσα από το νόμο τους ανθρώπους.
«Δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία»!
Και τον ακούει ο εργάτης καθιστός,
κλαίει μια γριούλα με ήμερη πικρία,
μειδιά κάτου απ’ τη σκόνη του ο Χριστός,
Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
δικάζουνε τον κλέφτη, τον αλήτη
κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.
Ὁ Ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡσάν ἀράχνη, μ’ ἐδίπλωνε
μέ φῶς καί μέ θάνατον,
ἀκαταπαύστως.
Κάλβος
Ὅ,τι κι ἄν σοῦ ζητήσουμε
Θεέ μου, ἀπ’ τή ζωή,
ὅ,τι κι ἄν σοῦ ζητήσουμε,
νά μᾶς τό δώσεις∙
ἔχουμε τό δικαίωμα.
Τό ἔχουμε ἀκριβά,
προκαταβολικά, πληρώσει
μέ τό θάνατο.
Ψίθυροι, Άπαντα Α’ τομ.
Τίτος Πατρίκιος -Οι δικαστές
“Κι αντίκρυ μου κάθισαν οι δικαστές.
Ο ένας πόρνος, μπεκρής και τετραπέρατος
κρυφά χλευάζοντας και φανερά δοξολογώντας
μιαν εξουσία που τον ξέρει και τον χρειάζεται.
Ο άλλος αδιάφορος για ό, τι δεν ήτανε δικό του
προσυπογράφοντας το καθετί που του ζητούσαν
φτάνει ν’ ακούει επαίνους για τις επιδόσεις του.
Ο άλλος στοχαστικός και λάγνος, πάντα υποταγμένος
στα όσα βαθιά ως τα σπλάχνα του μισούσε
με αντάλλαγμα το ελεύθερο της δίψας του.
Ο άλλος πονετικός χωριάτης, γκαρδιακός παραμυθάς
έτοιμος πάντα να ξεπλύνει το παλιό του κρίμα
προσκυνώντας τους νέους κάθε φορά ηγεμόνες.
Ο άλλος αδιάλλακτος, στάσιμος, μαραζωμένος
θρηνώντας σιωπηρά τα χαμένα χρόνια του
μισώντας όσους τον αφήναν πίσω…
Ο κατηγορούμενος σώπασε,
Τα μάτια του δάκρυσαν.
Ήξερε πως έφταιγε
και δίκαια τα έργα του κατέκριναν.
Δεν μπορούσε να ξεφύγει
από της δικαιοσύνης την κρίση.
Μα πάνω από όλα
από τη δική του τη συνείδηση.
Εκείνα που στο σκοτάδι έθαβε
θα ερχόντουσαν στο φως.
Και στην κρίση θα υπαγόντουσαν
όλα τα μυστικά που με επιμέλεια έκρυβε.
Και αν δε βρισκόταν σήμερα
σε δίκη για απόδοση ποινής,
θα τον είχε δικάσει η συνείδηση
ο μεγαλύτερος όλων δικαστής.
Σε αίθουσα βρισκόταν
της υπόθεσής του η δίκη.
Τα μάτια δεν εσήκωνε
-λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη.
Σε μία στιγμή βούρκωσε,
τα μάτια δάκρυσαν.
Θυμήθηκε τη νιότη του –
πόσα όνειρα διαφορετικά έκανε!
Πού να σαι νιότη μου! σκεφτόταν,
να με ξεγελάσεις το κατάφερες.
Άλλα μου υποσχόσουν πως θα γίνω
και κοίτα τελικά πού με έφερες!
Η δίκη τελείωσε,
η απόφαση διαβάστηκε.
Και εκείνος, με δάκρυα στα μάτια
με τη δικαιοσύνη πια συμβιβάστηκε…
«Δεν φυλακίζονται οι σκέψεις
Δραπετεύουν διαρκώς από το ερημητήριό τους
Άλλοτε σκωπτικά επισκέπτονται όσους ταλανίζουν εγωιστικά την ύπαρξή τους
Και άλλες με στωικότητα ενδυναμώνουν λιγόψυχες και ακέραιες συνειδήσεις
Όλες επιστρέφουν τροπαιοφόρες
Οι μεν για την τόνωση της ματαιοδοξίας και της έπαρσης
Οι δε για την θαυματουργική επενέργεια της αυτοταπείνωσης σε ζωντανή σύνδεση με την
εξέχουσα ηθική
Οργουελικά πρότυπα κυοφορούν
κλώνους διάβρωσης της ατομικότητας, των κοινωνικών μας αξιών και της πατρογονικής μας
κληρονομιάς
Και η «ισορροπία του τρόμου» καλά κρατεί…»
(http://fractalart.gr/dikaio-tis-pygmis/)
Χριστόφορος Τριάντης - Δικαιοσύνη
Σκληρές είναι οι νύχτες στις πολιτείες
των ποιμένων
Αργεί η δικαιοσύνη
να περάσει τις στέγες των σπιτιών
Μα είναι πεπρωμένο του ουρανού
να γίνει η βασίλισσα της γης
Να! Στις ζωγραφιές των λαών
τη θέση της βρήκε
Μοιάζει με των αγίων τα πρόσωπα
στους πίνακες του Μπος
Σαν άνεμος από τον Βόσπορο
είναι τα πόδια της
Σαν φλόγα της Ανάστασης
η ματιά της
Η καρδιά της σαν σφυρί
σμιλεύει το παρόν
Τα χέρια της σαν δρεπάνια
τον κόσμο αγκαλιάζουν
Τα λόγια της τους ήρωες
ανασταίνουν
Η αλήθειά της
τους ποιητές ματώνει
Ποτάμι κόκκινο γίνεται
Και φως γεμίζει το άπειρο
μαζί με τον Ήλιο…»
(http://fractalart.gr/xristoforos-triantis-4/)
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΙΛΟΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα,
μήτε να ψιθυρίσω τ’ όνομά σου
στα σύννεφα του δειλινού,
μήτε στα όνειρά μου να σ’ αγγίξω.
Μόνο που σε ταξίδεψα κρυφά,
σου στόλισα τα μαλλιά
και σε ζωγράφισα λευκή στη νύχτα.
Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα
μήτε το γέλιο σου να χαρώ,
μήτε το δάκρυ του φεγγαριού σου
να σκουπίσω.
Μόνο που σε τραγούδησα
με νότες κωδικές,
με ήχους σιωπής.
Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα.
(Όλοι φεύγουν. Η σκηνή αδειάζει. Βγαίνουν ο Δίκαιος κι ο Άδικος Λόγος μαλώνοντας)..
ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ (Δ. Λ.): Άντε πρόβαλε και δείξε την αξία σου στο κοινό
μ’ όλην την ξετσιπωσιά σου.
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (Α. Λ.): Όσο μεγαλύτερο το πλήθος τόσο κι ευκολότερα
θα σε κοπανήσω.
Δ. Λ.: Εσύ; Και ποιος είσαι;
Α. Λ.: Λόγος είμαι.
Δ. Λ.: Λόγος Άδικος.
Α. Λ.: Κι ωστόσο σε νικώ το Δίκαιο εσένα.
Δ. Λ.: Με ποια τέχνη, ποια σοφία;
Α. Λ.: Βρίσκω πάντα νέες ιδέες.
Δ. Λ.: Όλα αυτά περνούν και πιάνουν σήμερα σε τέτοιους βλάκες.
Α. Λ.: Ποιος το είπε; Είναι σοφοί.
Δ. Λ.: Θα σε καταστρέψω.
Α. Λ.: Πως;
Δ. Λ.: Μιλώντας δίκαια και σωστά.
Α. Λ.: Ό,τι λες θα το μπαντάρω με έξυπνες αντιλογίες.
Δεν υπάρχει Δικαιοσύνη.
Δ. Λ.: Δεν υπάρχει;
Α. Λ: Δείξε μου την.
Δ. Λ.: Στους θεούς ψηλά!
Α. Λ.: Τι κουβέντα! Αν υπήρχε εκεί, πως μένει ατιμώρητος ο Δίας,
που έχει δέσει τον μπαμπά του!
Δ. Λ.: Με έπιασε αναγούλα! Δεν κρατιέμαι! Τη λεκάνη!
Α. Λ.: Παλαβέ, γεροξεκούτη…
Δ. Λ.: Ξεσκισμένε, σκυλομούρη!
Α. Λ.: Με τριαντάφυλλα με ραίνεις!
Δ. Λ.: Βλάστημε και θεομπαίχτη!
Α. Λ.: Κρινοστέφανα μου βάζεις.
Δ. Λ.: Δέρνεις τον πατέρα σου!
Α. Λ.: Μάθε, πως με πασπαλίζεις με μαλαματόσκονη.
Δ. Λ.: Ως τα τώρα με λυωμένο σε ζεμάτιζα μολύβι.
Α. Λ.: Όλα τώρα είναι τιμή μου.
Δ. Λ.: Θρασύτατος είσαι!
Α. Λ.: Κι εσύ είσαι πολύ παλιός!
Δ. Λ.: Εξ αιτίας σου δεν πατάει κανένας νέος στο σχολείο μου. Μα θα
έρθει καιρός να νιώσουν οι Αθηναίοι τι δασκαλεύεις τους ανόητους.
Α. Λ.: Μυρίζεις πολύ άσχημα!
Δ. Λ.: Τώρα κάνεις τον καμπόσο μα πρωτύτερα πεινούσες
και σακκί ζητιάνου κράταγες και παράσταινες τον κακομοίρη
τον Τήλεφο τον ξεπεσμένο το βασιλιά της Μυσίας.
Κι έτρωγες απ’ το σακκί σου ξερό ψωμί,
κάνοντας ατιμίες σαν αυτές του Πανδέλετου.
Α. Λ.: Τι σοφία!
Δ. Λ.: Μα και τι τρέλλα.
Α. Λ.: Τρέλα ποιανού;
Δ. Λ.: Η δική σου και της δόλιας της πολιτείας
που σε τρέφει και χαλάς τα καημένα τα παιδάκια.
Α. Λ.: (δείχνοντας το Φειδιππίδη) Μαθητής σου δεν θα γίνει
αυτός εδώ, επειδή είσαι παλιός.
Δ. Λ.: Ναι, αν θέλει να σωθεί
κι όχι μονάχα τη γλώσσα του να ακονίσει για να κόβει.
Α. Λ.: (στο Φειδιππίδη) Άστονε κι έλα σε μένα.
Δ. Λ.: Θα σε δείρω, αν τον αγγίξεις.
ΧΟΡΟΣ: (μπαίνοντας στη μέση για να μην αρπαχτούν)
Πάψτε τους καυγάδες πια πάψτε τις βρισιές!
(στο Δίκαιο Λόγο)
Κι άντε δείξε πρώτα εσύ τους παλιούς τι τους μάθαινες.
(στον Άδικο Λόγο)
Και συ δείξε την καινούργια τέχνη σου,
για να μπορέσει να διαλέξει από τους δυο σας όποιον θέλει ο νεαρός.
Δ. Λ.: Αυτό θέλω.
Α. Λ.: Κι εγώ το ίδιο.
ΧΟΡΟΣ: Ποιος θα κάνει την αρχή;
Α. Λ.: Του παραχωρώ τη θέση.
Κι όταν θα έχει τελειώσει με μικρές έξυπνες φρασούλες
και με στοχασμούς καινούριους θα τον κατασαγιτέψω.
Κι αν τολμήσει γρυ να κάνει θα του πρήξω μούτρα, μάτια
με της γνώμης μου τις σφήκες τις φαρμακερές.
ΧΟΡΟΣ: Άντε δείξτε μας οι δυο σας πόσο είστε επιδέξιοι
και στη σκέψη και σε λόγια και σε έξυπνα γνωμικά,
ποιος είναι από σας το καλύτερο παλικάρι.
Της σοφίας το βραβείο ποιος από τους δυο σας θα πάρει!
Είναι μεγάλος ο κίνδυνος και δύσκολη η μάχη.
(Στο Δίκαιο Λόγο)
Εσύ που στεφάνωσες με πλήθος αρετών την παλιά γενιά
μίλα μας δυνατά, όσο θέλεις, να μας μάθεις το ποιος είσαι.
Δ. Λ.: Να πως μορφώνονταν οι παλιότεροι Αθηναίοι,
όταν εγώ ήμουν δάσκαλος επιτυχημένος
το δίκαιο και η αρετή βασίλευε παντού στην πολιτεία αυτή.
Μικρό παιδί δεν άκουγες να μιλάει.
Στο δρόμο όλα τα παιδιά της γειτονιάς πηγαίνανε με τάξη
στο σπίτι του κιθαριστή γυμνά ακόμα και με χιόνια.
Και τους μάθαινε πρώτα, αφού αυτά κάθονταν κάτω,
τα ονομαστά τραγούδια.
«Γεια σου Παλλάδα φοβερή και καστροπολεμίστρα»
ή «λύρα, βγάλε τη φωνή σου τη δυνατή και τη γλυκειά»
κι αυτά με την παλιά εκείνη προγονική αρμονία.
Κι άμα κανένας έπαιζε κάποιο πρόστυχο τραγούδι
ή αν έκανε τσακίσματα σαν του Φρύνη,
επειδή ατίμαζε τις Μούσες, έτρωγε μπόλικο ξύλο.
Κάθονταν σεμνά στου γυμναστή
για να μη βλέπουν τίποτα το πονηρό απ’ έξω.
Και μόλις σηκωνόνταν απ’ την άμμο, την έφτιαχναν,
να μην φαίνονται εκεί σημάδια από την ήβη.
Κανείς δεν αλειφότανε λάδι κάτω από τον αφαλό του
κι έτσι στα σακουλάκια τους επάνω ανθοβολούσε
δροσιά και χνούδι, όπως πάνω στα φρέσκα κυδώνια.
Με λιγωμένη τη φωνή και κλείνοντας το μάτι
κανένας δεν εζύγωνε τον αγαπητικό του
σαν να ρουφιάνευε μονάχος τον εαυτό του.
Ποτέ κανείς δεν άρπαζε ραπανάκια στο δείπνο
ούτε άνηθο και σέλινο, μπροστά στους μεγάλους.
Λίγο έτρωγε, δεν χαχάνιζε σαν τσίχλα και δε σταύρωνε
τα πόδια το ένα πάνω στο άλλο.
Α. Λ.: Παλιές συνήθειες απ’ τον καιρό που χτίστηκε ο κόσμος
κι οι Αθηναίοι φορούσανε τζιτζίκια στα μαλλιά τους!
Δ. Λ.: Κι όμως με αυτά ανάθρεψα τους Μαραθωνομάχους.
Μα τώρα εσύ τα νέα παιδιά πολύ βαριά τα ντύνεις,
που σαν τα κοιτώ στα Παναθήναια, πνίγομαι,
καθώς βαστάνε την ασπίδα εμπρός τους
χορεύοντας οκνά αντί να οράνε στον ενόπλιο χορό της Τριτογένειας.
(Στο Φειδιππίδη)
Και τώρα, παλικάρι, δάσκαλο εμένα, το Δίκαιο Λόγο πάρε –
Δεν θα συχνάζεις στα λουτρά, στην αγορά καθόλου,
θα έχεις σεβασμό, να ντρέπεσαι, αλλά όταν σε πειράξουν
φωτιά θα παίρνεις. Κι όταν πλησιάζουν γέροι, θα σηκώνεσαι
απ’ το σκαμνί που κάθεσαι μ’ ευγένεια
και θα τιμάς τους γονιούς σου, και δεν θα κάνεις τίποτα
που να λερώνει την εικόνα της Αιδώς εντός σου.
Δεν θα πηγαίνεις να χαζεύεις με ανοιχτό το στόμα
εκεί που κουνιούνται οι χορεύτριες
για να μη σου ρίξει καμία μικρούλα κανένα κυδώνι αγάπης
και άσχημα μπλέξεις και χάσεις την υπόληψή σου.
Και δεν θα αντιμιλάς ποτέ στο γέρο σου πατέρα,
δεν θα τον λες Ιαπετό, δεν θα τον συγχύζεις
αυτόν που σε ανάστησε από μικρό παιδάκι.
Α. Λ.: (στο Φειδιππίδη)
Αν πας, παλληκαράκι μου, μ’ αυτόν, μα τον Βάκχο,
θα μοιάσεις με τα ανόητα τ’ αγόρια του Ιπποκράτη
και θα σε φωνάζουν παντού κόπανο και χαζό.
Δ. Λ.: Αλειμμένος λάδι το κορμί, με ροδοκόκκινη όψη
θα συχνάζεις στα γυμναστήρια και όχι στο παζάρι
όπως κάνουν οι τωρινοί νεαροί, που όλοι σαχλαμαρίζουνε.
Ποτέ για ψύλλου πήδημα
δεν θ’ αρχινάς συζήτηση μικρή και ασήμαντη.
Θα τρέχεις στης Ακαδημίας τα ελαιόδεντρα από κάτω
με άλλα φρόνιμα παιδιά στεφανομένος άσπρα καλαμόφυλλα
και θα ευωδιάζεις λεύκα και πράσινο βάτο και ξεγνοιασιά.
Θα χαίρεσαι τα καλοκαίρια, όταν σιγά θροούνε στον άνεμο αντικρυστά
οι κλώνοι του πλάτανου και της φτελιας.
(Σε τόνο ζωηρότερο)
Όσα εγώ σου λέω αν τα κάνεις και καλά τα βάλεις στο μυαλό σου
θα έχεις ατσαλένιο στήθος και τριανταφυλλένιο πρόσωπο.
Θα έχεις πλάτες δυνατές γλώσσα τόσο δα μικρή.
Κι άμα κάνεις ό,τι τώρα κάνουν όλοι οι νέοι στη χώρα
θα χεις πρόσωπο ωχρό και στήθος μικρό και στενό
γλώσσα μια πιθαμή. Το μυαλό σου θα νομίζει
την τιμή πράγμα κακό και καλό τη ρουφιανιά.
Και στο τέλος θα σου κολλήσει
ο άσχημος χαρακτήρας του Αντιμάχου η αισχρότητα.
ΧΟΡΟΣ: Μες στα λόγια σου, ω δάσκαλε της υψηλής σοφίας
τι γλυκά της φρονιμάδας το άνθος μοσχοβόλησε!
Τι ευτυχισμένα, αλήθεια, ζούσαν οι παλιοί προγόνοι!
(στον Άδικο Λόγο)
Τώρα εσύ μεγάλε τεχνίτη της γλώσσας
πες μας κάτι καινούργιο. Μια χαρά ο αντίπαλός σου
τα κατάφερε και πρέπει με μεγάλα πια εφευρήματα
του μυαλού να τον τουμπάρεις δίχως να γίνεις ρεζίλι.
Α. Λ.: Πλακώθηκαν τα στήθια μου, δεν κρατιόμουν
απ’ το να συνταράξω τα λόγια του με αντίλογα.
Μ’ έχουνε πει κατώτερο λόγο οι φιλόσοφοι,
γιατί εγώ πρώτος τόλμησα να βγω παλικαρίσια
να αρνηθώ τη δικαιοσύνη, να αντιλέξω τους νόμους.
Και τούτη η αξία μου κάνει χιλιάδες τάλαντα
να υποστηρίζω δηλαδή το άδικο και να νικάω στο τέλος.
(Στο Φειδιππίδη)
Για κοίτα εγώ πως θα ξετινάξω την παλιά ανατροφή
που τόσο την παίνεσε ο αντίπαλος.
Σκέψου, πως θα σου απαγορεύσει τα ζεστά λουτρά.
(Στο Δίκαιο Λόγο)
Δεν μας λες να μάθουμε κι εμείς, γιατί τ’ απαγορεύεις;
Δ. Λ.: Είναι βλαβερό συνήθειο, κάνει δειλό τον άντρα.
Α. Λ.: Στάσου, σε άρπαξα απ’ τη μέση και δε θα μου ξεφύγεις.
Για πες μου, απ’ όλα τα παιδιά του Δία, ποιος έχει
πιο γενναία ψυχή και άντεξε στους πιο μεγάλους κόπους;
Δ. Λ.: Ποιος άλλος από τον Ηρακλή; Κανείς δεν τον περνάει.
Α. Λ.: Είδες ποτέ τα λουτρά του Ηρακλή να ‘ναι κρύα;
Κι όμως η αντρεία του ήταν η πρώτη σ’ όλο τον κόσμο.
Δ. Λ.: Εγώ μιλάω για εκείνα, που πάνε τα παιδιά
και όλη τη μέρα σαχλολογούν και έτσι γεμίζουν
της πόλης τα λουτρά, και αδειάζουν οι παλαίστρες.
Α. Λ.: Εσύ κατηγορείς, μα εγώ παινεύω την αγορά. Αν ήταν
κακό πράγμα, δεν θα μιλούσε για «αγορητάδες» ο Όμηρος
όπως δηλαδή για το Νέστορα και τόσους άλλους ήρωες.
Λες ακόμα ότι δεν πρέπει να γυμνάζουνε τη γλώσσα οι νέοι.
Κι εγώ σου λέω, πως πρέπει και μάλιστα πολύ.
Κι ακόμα τους συστήνεις να είναι πάντοτε φρόνιμοι –
άλλο κακό κι αυτό. Είδες κανένα φρόνιμο ποτέ σου να προκόψει;
Λέγε μου λοιπόν, αν μπορείς, βγάλε με ψεύτη.
Δ. Λ.: Να λοιπόν! Για τη φρονιμάδα του, του χάρισαν του Πηλέα
μαχαίρι οι θεοί να πολεμάει με τα θηρία του δάσους.
Α. Λ.: Μαχαίρι; Αστείο κέρδος είχε για πληρωμή
της αρετής του ο κακομοίρης!
Ενώ για δες ο Υπέρβολος εξαιτίας της πονηριάς του
έβγαλε απ’ τα λυχνάρια πολλά τάλαντα
ανακατεύοντας με τέχνη χαλκό και μολύβι.
Αυτό είναι κέρδος, όχι εκείνο το γελοίο μαχαίρι!
Δ. Λ.: Μα επειδή ήταν φρόνιμος, παντρεύτηκε τη Θέτιδα.
Α. Λ.: Και εκείνη τον παράτησε, γιατί δεν ήταν υβριστής
ούτε καλός στο κρεβάτι τα βράδια.
Γιατί η γυναίκα τα θέλει αυτά. Μ’ ακούς παλιάλογο;
(Στο Φειδιππίδη)
Και τώρα, παλικάρι,
για σκέψου πόσα έχει μέσα της κακά η φρονιμάδα
και πόσες ηδονές πρόκειται να στερηθείς γι’ αυτήν.
Χωρίς αυτά είναι μαύρη η ζωή, ποιος θέλει να τη ζήσει!
Ας πάμε τώρα σε άλλο ζήτημα: στις ανάγκες τις φύσης μας.
Αμάρτησες, ερωτεύτηκες, μοίχευσες, πιάστηκες.
Χάθηκες αν δεν μπορεί να κόβει η γλώσσα σου.
Ενώ μαζί μου, μπορείς να χορταίνεις την κάθε σου επιθυμία
χόρευε, γέλα, γράψε την ντροπή στα παλιά τα παπούτσια σου.
Κι αν σε πιάσουνε με άλλου γυναίκα
θα λες: «Δεν φταίω εγώ, πιάστε το Δία και βγάλτε του τα μάτια.
Γιατί κι εκείνος ξεμυαλίζεται απ’ τις όμορφες γυναίκες.
Εγώ ο θνητός θα γίνω ανώτερος απ’ τους θεούς;»
Δ. Λ.: Κι άμα τον πιάσουν και τον ραφανιδώσουν,
κι αν τον καψαλίσουν με χόβολη; Θ’ αρνιέται το αμάρτημά του, τι λες;
Α. Λ.: Και τι θα πάθει τάχα κι αν το αρνηθεί κι αν όχι;
Δ. Λ.: Υπάρχει μεγαλύτερο κακό και ρεζιλίκι;
Α. Λ.: Και τι θα πεις αν σου αποδείξω πως δεν έχεις δίκιο;
Δ. Λ.: Θα καταπιώ τη γλώσσα μου.
Α. Λ.: Θα σε ρωτάω και απάντα μου: Ποιοι γίνονται συνήγοροι;
Δ. Λ.: Οι ξεσκισμένοι.
Α. Λ.: Πολύ σωστά. Και τραγωδίες ποιοι γράφουνε;
Δ. Λ.: Οι ξεσκισμένοι.
Α. Λ.: Πολύ καλά. Και ποιοι δημηγορούν;
Δ. Λ.: Οι ξεσκισμένοι.
Α. Λ.: Τώρα, το κατάλαβες, ότι δεν ξέρεις τι μας λες;
Για κοίτα γύρω σου το κοινό και πες μας ποιοι περισσεύουν.
Δ. Λ.: Να! Κοιτάζω!
Α. Λ.: Και τι βλέπεις;
Δ. Λ.: Πως είναι περισσότεροι οι ξεσκισμένοι.
(Δείχνει με το δάχτυλο μερικούς από τους θεατές)
Να τος εκείνος, να κι αυτός
κι ο τριχωτός, από εκεί! (προς το κοινό)
Ω, εσείς, την πατήσαμε! Και τώρα, να με δεχθείτε
πετάω τα ιμάτιά μου και τρέχω να μπω ανάμεσά σας.
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Έχει η αγάπη τον καημό, η ξενιτειά το δρόμο, ο στρατιώτης τ΄ όπλο του ω ω ω ω κι ο δικαστής κι ο δικαστής το νόμο. Μα εγώ είμαι ξένος που περνά γι΄ αυτούς που με ξεχάσανε κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ω πίνουν το αίμα μου ξανά, κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ω πίνουν το αίμα μου ξανά. Όπου έχει μαύρη την ψυχή έχει και το μαχαίρι κι όπου το φίδι καρτερεί ω ω ω ω εκεί είναι πε εκεί είναι περιστέρι. Μα εγώ είμαι ξένος που περνά γι΄ αυτούς που με ξεχάσανε κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ω πίνουν το αίμα μου ξανά, κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ω πίνουν το αίμα μου ξανά.
"Το δίκιο μου",
στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου,
μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
http://www.musicheaven.gr/
https://el.wikipedia.org/https://fineartamerica.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου