Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.
Τάσος Λειβαδίτης

The allegory of Justice, by Raphael.

Γιάννης Αγγελάκας - Δικαιοσύνη – 2013 

Είμαι φτηνός, πολύ φτηνός, είμαι φτηνός
για λίγα ψίχουλα μπορώ να γίνω δούλος καθενός.
Είμαι φριχτός, πολύ φριχτός, είμαι φριχτός
την καταδίκη σας αξίζω να υπομένω διαρκώς.
Είμαι φτωχός, πολύ φτωχός, είμαι φτωχός
για την αρρώστια μου αυτή δε θα βρεθεί ποτέ γιατρός.

Θεέ μου που μας ορίζεις κι όλους μας βλέπεις ένα
δεν είναι όπως νομίζεις
δεν είναι όλα όπως νομίζεις εδώ κάτω μοιρασμένα
δεν είναι όλα, δεν είναι όλα, δεν είναι όλα μοιρασμένα.

Μα εσύ που μας φροντίζεις σαν πρόβατα σφαγμένα
στείλε μου αν θέλεις λίγη
μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα.

Είμαι μικρός, πολύ μικρός, είμαι μικρός
και μες στα μάτια σου φαντάζω κάθε μέρα πιο μικρός.
Είμαι νεκρός, σχεδόν νεκρός, είμαι νεκρός
τη θεραπεία σας αντέχω να υπομένω διαρκώς.
Είμαι ζεστός, πολύ ζεστός, είμαι ζεστός
μέσα απ τα στήθια μου φυσάει ένας άνεμος καυτός.

Θεέ μου που μας ορίζεις κι όλους μας βλέπεις ένα
δεν είναι όπως νομίζεις
δεν είναι όλα όπως νομίζεις εδώ κάτω μοιρασμένα
δεν είναι όλα, δεν είναι όλα, δεν είναι όλα μοιρασμένα.

Μα εσύ που μας φροντίζεις σαν πρόβατα σφαγμένα
στείλε μου αν θέλεις λίγη
μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα…



 Themis. Marble, c. 300 BC. Found in Rhamnonte, at the temple of Nemesis. Dedicated to Themis by Megacles. National Archaeological Museum of Athens.

Μανόλης Αναγνωστάκης -Το Δείπνο

(«Στο βάθος κήπος»). 
Γραφικές οι παραστάσεις:
Εδώ ο Σιληνός κι οι Φαύνοι. Εκεί η Δικαιοσύνη
Με το σπαθί ή τη ζυγαριά· οι Θεοί του Ολύμπου.
Κόπηκε το ψωμί και το κρασί μοιράστηκε στις κούπες
Κι όπως κανείς δεν έλειπε, οι συνδαιτυμόνες
Στης οικειότητας τη ζεστασιά πράα δοσμένοι
Μέσα στα γέλια και στις σοβαρές κουβέντες, όπως πάντα,
Στ’ αστεία πειράγματα και στα λαφριά τραγούδια.
Όμως οι ώρες βάραιναν κι όταν χτυπήσαν ρυθμικά
Οι δώδεκα, όλοι χαμήλωσαν τα μάτια να μην κοιταχτούνε
—Έφτασε η ώρα και δεν είχε ακόμα η προδοσία γίνει—
Μοιράστηκε πάλι ψωμί και τα μαχαίρια περιμέναν
Κρυφά στις φούχτες έτοιμα, σαν όρθια λέξη, σα φιλί.
Μιλούσαν ήρεμα σαν πρώτα, στη φωνή
Κανένα τρέμουλο, όχι λιποψύχισμα ή δειλία.
Ίσως κι απόψε η στιγμή δεν έφτασε —μα παραμόνευε
Το Τέλος, ώριμο, αδυσώπητο, μέσα στο βάρος τόσων τύψεων
.(Στην πράξη του άλλου μια λύτρωση αυτό που τόσο
εκλιπαρούμε στον σύνοικο που ευλογούμε την τόλμη του
που μας προσφέρει τη σάρκα του να καθαρίσουμε
το ματωμένο μαχαίρι μας με τη χαρά της ανακούφισης
στον τολμηρό που φτύνει τη δειλία μας και ξεριζώνει
τον κακοήθη όγκο απ’ την καρδιά πέφτοντας κάτω
απ’ τα χτυπήματά μας πριν προλάβει καν ν’ ακούσει
το βογκητό που λευτερώνεται απ’ τα στέρνα μας.
Εμείς δίκαιοι κι απρόσβλητοι, γενναίοι κι αθώοι).
Πάλι μοιράστηκε ψωμί. Πέρασαν οι ώρες.
(Φαύνοι και Σιληνοί· η Δικαιοσύνη
Με το σπαθί ή τη ζυγαριά, οι Θεοί του Ολύμπου)
Ίσως δεν έφτασε η στιγμή. Και τώρα ξημερώνει
Και στ’ ανοιγμένα μάτια της ημέρας οι περαστικοί
Ανίδεοι, τίποτα δεν έπρεπε να καταλάβουν
Σα θα μας χαιρετούσαν ήρεμοι, με καλοσύνη, πρωινοί,
Βέβαιοι για μια καινούρια μέρα, για μια καλή γυναίκα και ζεστό φαΐ.

Study for 'Justice, Peace, and Truth' (Sant'Agnese in Agone, Rome) by Giovanni Battista Gaulli

Κ. Βάρναλης -Για λευτεριά και δίκιο

«Μόχθους, βάσανα και πόνους μάστιγας, σφαγάς και φόνους»
ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

«Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι,
αλλ’ όχι νικημένοι. Η φλόγα μένει
κατάκορφα σε στήθια και σε νου,
στα πέρατα της γης και τ’ ουρανού.

Άχαρα νιάτα, αγέλαστα· και γέρα
σ’ ατέλειωτη σκλαβιά χωρίς αγέρα!
Στον τοίχο αλυσωμένοι το σκεβρό
τρέχουν οι σκλάβοι πριν απ’ τον καιρό.

Μαχαίρι στο λαό, φωτιά, κρεμάλα
ή περασμένοι αραδαριά με μπάλα!
Τα θύματα βουνό και στην κορφή,
ξένοι, ντόπιοι φονιάδες αδερφοί!

Και πάλι σκοτωμένοι στον αγώνα—
για λευτεριά και δίκιο στον αιώνα!
Απ’ τη λάσπη του αιμάτου νά! Παλεύει
ο Γήλιος στα μεσούρανα ν’ ανέβει.»

(Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος)

Pierre Paul Prud'hon - Justice and Divine Vengeance Pursuing Crime

Κ. Βάρναλης -ΣΤΥΛΙΤΗΣ

…Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.

Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λεφτεριά η δικιά του θα ναι λεφτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα χεις κανενός Θεού.»

"Justice I," by Francisca Vogel


Κ. Βάρναλης από την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου»

-«…Ἂν το δίκιο θές, καλέ μου,
μ το δίκιο τοῦ πολέμουε
θα το βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί….»

Justice by Pierre Subleyras

Οδυσσέας Ελύτης - Ήλιος ο πρώτος

…Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.»

The Sword and Scales of Justice  by Geraldine Arata

Οδυσσέας Ελύτης - Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
στον αιθέρα στέκει να και στη θάλασσα μόνη της!

Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός και δικού της μήτε αγάπη μια
μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο!

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό
τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα!

Μα ’χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί
και στον έναν ο άλλος μπαίνουν εναντίον οι άνεμοι!

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!


Allegory Of Justice  by Bernardino Mei


Ο. Ελύτης - Ωδή στη Σαντορίνη

Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου….»

Justice By Eddie Calz


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ
το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ
βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ’ ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός
κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

Lady Justice - Maria Ortiz

Ανέστης Ευαγγέλου - ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ

Το δικαίωμα να μιλήσω πάλι μου ’δωσε
απόθεμα βαρύ και πλούσιο του θανάτου.
Θηρία αρπακτικά καραδοκούνε το χαμό μου,
διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου,
ζητάνε πάνω απ’ όλα τη φωνή μου.

Όμως εγώ είμ’ εδώ και κάνω πόλεμο
παίζω διαρκώς κορόνα γράμματα τη ζωή μου
πολλές φορές τ’ άκουσα μες στ’ αυτιά μου τα ουρλιαχτά
είδα τα δόντια και με ζέσταναν τα χνότα τους
όμως την τελευταία στιγμή
έρχεται πάντα η ομιλία και με σώζει.


Ανέστης Ευαγγέλου, Μέθοδος αναπνοής (1966)

lady justice Painting by Johnny Oliveira

E. E. Cummings, [Ακόμη κι αν είναι Κυριακή ας έχω άδικο]

Ας είναι η καρδιά μου πάντα ανοιχτή στα μικρά
πουλιά που’ ναι τα μυστικά της ζωής
ό,τι κι αν τραγουδούν είναι καλύτερο απ’το να γνωρίζεις
κι αν οι άνθρωποι δεν θέλουν να τ’ακούσουν οι άνθρωποι
είναι γέροι

Ας περιδιαβαίνει το μυαλό μου πεινασμένο
κι άφοβο και διψασμένο κι εύπλαστο
ακόμη κι αν είναι Κυριακή ας έχω άδικο
γιατί όποτε οι άνθρωποι έχουν δίκιο δεν είναι νέοι

Κι ας μην κάνω εγώ τίποτα χρήσιμο
κι ας αγαπώ εσένα περισσότερο κι από αληθινά
δεν έχει υπάρξει ποτέ κάποιος τόσο ανόητος που
να μην μπορεί να
τραβήξει όλον τον ουρανό πάνω του μ’ ένα χαμόγελο

E. E. Cummings, μετ. Χάρης Βλαβιανός

Lady Justice Awakens Painting by Odin

Ν. Καρούζος

-«…Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Giaquinto, Corrado - Allegory of Peace and Justice


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρύσω.

Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
— πρώτη φορά — σε τέσσερων τον ώμο.

Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.

Pollaiolo, giustizia


ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ 

«Δεν έχεις το δικαίωμα, φώναζα, το κρίμα το δικό μου
να σηκώνεις
Κι εσύ ανένδοτα σιωπούσες
Γιατί δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη
-ποιός αδικεί ποιός αδικείται
τί μας βαραίνει πιο πολύ
το κρίμα ή η αθωότητα

Η αγάπη δε μας δίνεται, μας παίρνει
κι όσοι αγαπούν αλύπητα αγαπούν
ρημάζουν και ρημάζονται

Κι όλα τα πήρες πάνω σου
το φταίξιμο την ενοχή και την ποινή μου
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη

Εντάξει, εσύ αναστήθηκες.
Εγώ όμως με σχεδία το σταυρό μου
θαλασσοδέρνομαι σε μαύρους ουρανούς»

Allegory of Justice Luca Giordano


JILLA MOSSAED - ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Η ζωή
παίρνει ένα παράξενο χρώμα
μια μικρή καρδιά
αρχίζει να χτυπά
ο κόσμος είναι παγωμένος
το αγόρι
φωνάζει
τ’ όνομα των χαμένων του προγόνων
σηκώνει

το χέρι
που πρέπει να κοπεί απ’ τον καρπό
για κλοπή
ένα ουράνιο τόξο από φρίκη
καλύπτει τον ουρανό
το αγόρι σκέφτεται τους αδελφούς του
που ονειρεύονται ακόμη ένα κομμάτι ψωμί
μα έχουν τα χέρια τους άθικτα
καταρρέει έπειτα αναίσθητο στη γη
κάτω από το φριχτό χτύπημα της δικαιοσύνης.

μτφρ. από τα περσικά: Μπαμπάκ Σαντέγκ Χαντζάνι


Justice by Raphael 

Χ. Λ. Μπόρχες - Οι δίκαιοι 

«Κάποιος που καλλιεργεί τον κήπο του όπως θα ήθελε ο Βολταίρος.
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί στον κόσμο υπάρχει η μουσική.
Αυτός που ανακαλύπτει με χαρά μια ετυμολογία.
Δύο πελάτες που σε κάποιο καφενείο παίζουν το σιωπηλό τους σκάκι.
Ο πηλοπλάστης που προκαθορίζει ένα σχήμα ή ένα χρώμα.
Ο στοιχειοθέτης που στήνει όμορφα τούτο το κείμενο και που ίσως δεν τ’ αρέσει.
Μια γυναίκα κι ένας άντρας που διαβάζουν μαζί τις τελευταίες στροφές ενός ποιήματος.
Κάποιος χαϊδεύοντας ένα ζωάκι που κοιμάται.
Κείνος που συγχωρεί ή θέλει να συγχωρέσει το κακό που του ’γινε.
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο έζησε ο Στήβενσον.
Κάποιος που προτιμά να ’χουν δίκιο οι άλλοι.
Οι άνθρωποι αυτοί, που μεταξύ τους δεν γνωρίζονται, έχουν σώσει τον κόσμο.»
(http://frear.gr/?p=10069)

Gabriel Metsu The Triumph Of Justice

Μπέρτολτ Μπρεχτ - Δίκαια κυνηγημένος

Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα.
Οι γονείς μου κολάρο
μου φόρεσαν, μ’ έμαθαν
υπηρέτες να ‘χω και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές. Όταν
μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρά μου κοίταξα,
δε μ’ άρεσαν οι άνθρωποι της τάξης μου,
ούτε να διατάζω και να μ’ υπηρετούν.
Τότε, την τάξη μου απαρνήθηκα και για συντρόφους πήρα
τους ταπεινούς ανθρώπους.

Έτσι
οι γονείς μου έναν προδότη ανάστησαν, του μάθανε
όλα τους τα κόλπα, κι αυτός
τα μαρτυράει στους εχθρούς τους.

Ναι, κάνω βούκινο τα μυστικά τους. Στέκομαι
στον απλό λαόν ανάμεσα, και του εξηγώ
πως τονε κοροϊδεύουν. Και προμαντεύω τι θα γίνει, γιατί
ξέρω καλά τα σχέδιά τους
(χαμένη δεν πήγε δα η εκπαίδευσή μου)
Τα Λατινικά του πουλημένου τους παπαδαριού
τα μεταφράζω λέξη – λέξη στην απλή τη γλώσσα, και
τότε βλέπεις μονομιάς τι κουραφέξαλα είναι. Κατεβάζω
τη ζυγαριά της Δικαιοσύνης τους και δείχνω
πως είναι κάλπικα τα ζύγια της. Και οι χαφιέδες τους τρέχουνε
και τους λένε
πως κάθομαι μαζί με τους κατατρεγμένους
που ετοιμάζουν επανάσταση.

Να φρονιμέψω, μου μήνυσαν. Και μου πήραν
ό,τι με τη δουλειά μου είχα κερδίσει. Κι επειδή μυαλό δεν έβαλα,
με κυνήγησαν, ψάξανε το σπίτι μου, αλλά
δε βρήκανε
παρά χαρτιά, που ξεσκέπαζαν
τις συνωμοσίες τους ενάντια στο λαό. Τότε
ξαμόλυσαν εντάλματα
κατηγορώντας με πως έχω ιδέες χυδαίες, με άλλα λόγια:
τις ιδέες του «χυδαίου όχλου».

Όπου κι αν πάω, στιγματισμένος είμαι
στων δυνατών τα μάτια. Μα οι αδύναμοι
διαβάζουν τα εντάλματα και
άσυλο μου δίνουν λέγοντας:
«Εσένα, σε κυνηγάνε
για δίκαιο σκοπό».

(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη)

 Δικαιοσύνη - Lucas Cranach el Viejo, 1537

Τόλης Νικηφόρου - δικαιοσύνη

για πρώτη κι έσχατη φορά
θα απονεμηθεί δικαιοσύνη

στον ουρανό θα σβήσουν τα μεγάλα φώτα
στα μάτια μας θα σβήσει η λάμψη
στα στήθη ο πόνος
τα γράμματα θα εξατμιστούν
και οι σελίδες θα επανακτήσουν τη λευκότητά τους
στην αρχική αθωότητα
το άγιο σκοτάδι θα μας εξισώσει

όλα θα ξαναγίνουν χώμα
όλα θα παραμείνουν ανεξιχνίαστα
και θ’ απλωθεί μπροστά μας το μεγάλο τίποτα
και η απόλυτη ελευθερία

Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται

Luca Giordano, Palazzo Medici Riccardi en Florencia, 1684–1686


Ασημάκης Πανσέληνος - Τριμελές Πλημμελειοδικείον

Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,-
τρεις ομοιόμορφοι, ήσυχοι ανθρωπάκοι
κι ο εισαγγελέας, με Φαίρμπανξ μουστακάκι!

Ένας εργάτης κάθεται στον μπάγκο,
από ένα σπάγγο κρέμεται ο Χριστός
κι απ’ το Χριστό κρεμιέται, δίχως σπάγγο,
το Καθεστώς!

«Εσύ ήσουν αρχηγός στην απεργία;»
«Αυτό για μένα θα ήτανε τιμή».
«Και τι σας φταίει το Κράτος κι η Θρησκεία»;
«Βοηθούν όσους μας κλέβουν το ψωμί»!

Ο πρόεδρος είναι μάνα στη δουλειά του
κι είναι αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους,
κοιτάει το νόμο μέσα απ’ τα γιαλιά του
και μέσα από το νόμο τους ανθρώπους.

«Δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία»!
Και τον ακούει ο εργάτης καθιστός,
κλαίει μια γριούλα με ήμερη πικρία,
μειδιά κάτου απ’ τη σκόνη του ο Χριστός,

Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
δικάζουνε τον κλέφτη, τον αλήτη
κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.

Statue of Lady Justice on the Well of Justice in Bern, Switzerland. Sculptor: Hans Gieng, 1543.

Λένα Παππά - ΔΙΚΑΙΩΜΑ

Ὁ Ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡσάν ἀράχνη, μ’ ἐδίπλωνε
μέ φῶς καί μέ θάνατον,
ἀκαταπαύστως.
Κάλβος


Ὅ,τι κι ἄν σοῦ ζητήσουμε
Θεέ μου, ἀπ’ τή ζωή,
ὅ,τι κι ἄν σοῦ ζητήσουμε,
νά μᾶς τό δώσεις∙
ἔχουμε τό δικαίωμα.

Τό ἔχουμε ἀκριβά,
προκαταβολικά, πληρώσει
μέ τό θάνατο.


Ψίθυροι, Άπαντα Α’ τομ.

Escultura "A Justiça" em frente ao STF, Praça dos Três Poderes, Brasilia, DF, Brasil.

Τίτος Πατρίκιος -Οι δικαστές


“Κι αντίκρυ μου κάθισαν οι δικαστές.
Ο ένας πόρνος, μπεκρής και τετραπέρατος
κρυφά χλευάζοντας και φανερά δοξολογώντας
μιαν εξουσία που τον ξέρει και τον χρειάζεται.

Ο άλλος αδιάφορος για ό, τι δεν ήτανε δικό του
προσυπογράφοντας το καθετί που του ζητούσαν
φτάνει ν’ ακούει επαίνους για τις επιδόσεις του.

Ο άλλος στοχαστικός και λάγνος, πάντα υποταγμένος
στα όσα βαθιά ως τα σπλάχνα του μισούσε
με αντάλλαγμα το ελεύθερο της δίψας του.

Ο άλλος πονετικός χωριάτης, γκαρδιακός παραμυθάς
έτοιμος πάντα να ξεπλύνει το παλιό του κρίμα
προσκυνώντας τους νέους κάθε φορά ηγεμόνες.

Ο άλλος αδιάλλακτος, στάσιμος, μαραζωμένος
θρηνώντας σιωπηρά τα χαμένα χρόνια του
μισώντας όσους τον αφήναν πίσω…

Statue of Justicia (Justice), by Walter Seymour Allward

Μαρία Σκαμπαρδώνη - Άτιτλο

Ο κατηγορούμενος σώπασε,
Τα μάτια του δάκρυσαν.
Ήξερε πως έφταιγε
και δίκαια τα έργα του κατέκριναν.

Δεν μπορούσε να ξεφύγει
από της δικαιοσύνης την κρίση.
Μα πάνω από όλα
από τη δική του τη συνείδηση.

Εκείνα που στο σκοτάδι έθαβε
θα ερχόντουσαν στο φως.
Και στην κρίση θα υπαγόντουσαν
όλα τα μυστικά που με επιμέλεια έκρυβε.

Και αν δε βρισκόταν σήμερα
σε δίκη για απόδοση ποινής,
θα τον είχε δικάσει η συνείδηση
ο μεγαλύτερος όλων δικαστής.

Σε αίθουσα βρισκόταν
της υπόθεσής του η δίκη.
Τα μάτια δεν εσήκωνε
-λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη.

Σε μία στιγμή βούρκωσε,
τα μάτια δάκρυσαν.
Θυμήθηκε τη νιότη του –
πόσα όνειρα διαφορετικά έκανε!

Πού να σαι νιότη μου! σκεφτόταν,
να με ξεγελάσεις το κατάφερες.
Άλλα μου υποσχόσουν πως θα γίνω
και κοίτα τελικά πού με έφερες!

Η δίκη τελείωσε,
η απόφαση διαβάστηκε.
Και εκείνος, με δάκρυα στα μάτια
με τη δικαιοσύνη πια συμβιβάστηκε…

Temis, Itojyuku, Shibuya-ku, Japón

Σοφία Σκλείδα - Δίκαιο της πυγμής

«Δεν φυλακίζονται οι σκέψεις
Δραπετεύουν διαρκώς από το ερημητήριό τους
Άλλοτε σκωπτικά επισκέπτονται όσους ταλανίζουν εγωιστικά την ύπαρξή τους
Και άλλες με στωικότητα ενδυναμώνουν λιγόψυχες και ακέραιες συνειδήσεις
Όλες επιστρέφουν τροπαιοφόρες
Οι μεν για την τόνωση της ματαιοδοξίας και της έπαρσης
Οι δε για την θαυματουργική επενέργεια της αυτοταπείνωσης σε ζωντανή σύνδεση με την
εξέχουσα ηθική
Οργουελικά πρότυπα κυοφορούν
κλώνους διάβρωσης της ατομικότητας, των κοινωνικών μας αξιών και της πατρογονικής μας
κληρονομιάς
Και η «ισορροπία του τρόμου» καλά κρατεί…»
(http://fractalart.gr/dikaio-tis-pygmis/)

Lady Justice - allegory of Justice - statue at court building in at třída Svobody street Olomouc (Czech Republic). According to information at http://phoenix.inf.upol.cz/webtour/court_of_justice.html.en the statue was made by sculptor J. L. Urban.

Χριστόφορος Τριάντης - Δικαιοσύνη

Σκληρές είναι οι νύχτες στις πολιτείες
των ποιμένων
Αργεί η δικαιοσύνη
να περάσει τις στέγες των σπιτιών
Μα είναι πεπρωμένο του ουρανού
να γίνει η βασίλισσα της γης
Να! Στις ζωγραφιές των λαών
τη θέση της βρήκε
Μοιάζει με των αγίων τα πρόσωπα
στους πίνακες του Μπος
Σαν άνεμος από τον Βόσπορο
είναι τα πόδια της
Σαν φλόγα της Ανάστασης
η ματιά της
Η καρδιά της σαν σφυρί
σμιλεύει το παρόν
Τα χέρια της σαν δρεπάνια
τον κόσμο αγκαλιάζουν

Τα λόγια της τους ήρωες
ανασταίνουν
Η αλήθειά της
τους ποιητές ματώνει
Ποτάμι κόκκινο γίνεται
Και φως γεμίζει το άπειρο
μαζί με τον Ήλιο…»
(http://fractalart.gr/xristoforos-triantis-4/)


Temis, Universidad de Chūō, Tama-shi, Japón

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΙΛΟΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ

Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα,
μήτε να ψιθυρίσω τ’ όνομά σου
στα σύννεφα του δειλινού,
μήτε στα όνειρά μου να σ’ αγγίξω.
Μόνο που σε ταξίδεψα κρυφά,
σου στόλισα τα μαλλιά
και σε ζωγράφισα λευκή στη νύχτα.

Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα
μήτε το γέλιο σου να χαρώ,
μήτε το δάκρυ του φεγγαριού σου
να σκουπίσω.
Μόνο που σε τραγούδησα
με νότες κωδικές,
με ήχους σιωπής.

Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα.


The Law by Jean-Jacques Feuchère. Marble, 1852. Place du Palais-Bourbon, 7th arrondissement of Paris.

Χριστόφορος Μηλιώνης - Δικαιοσύνη

Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
«Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά
με χαμηλωμένα μάτια»
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Εδώ αρχίζει η Τρεμπεσίνα με μιαν αθώα πλαγιά, λευκή σαν από γύψο, με τον κουλέ του Αλήμπεη —λίγο πιο ερειπωμένο— να κρέμεται πάνω από το δρόμο· συνέχεια μπαίνει η άλλη φωτογραφία της Τρεμπεσίνας, ένας τεράστιος μακρύς ελέφαντας· αριστερά, τρίτη φωτογραφία, αντίκρυ στα χαλάσματα του Αλήμπεη, οι τελευταίες κορυφές της Νεμέρτσικας με τις απότομες πλαγιές πάνω από τον Αώο· ανάμεσά τους η Κλεισούρα κι εγώ πάνω στο ίδιο ανάχωμα, όπου το ιταλικό τανκς — τέσσερις φωτογραφίες που τράβηξα ο ίδιος πέρυσι, στο δεύτερο ταξίδι μου. Κι όπως τις ενώνω μου δίνουν ακριβώς αυτή την παλιά ιστορική φωτογραφία του '40 με τη λεζάντα: «Η Κλεισούρα ύστερα από τις φοβερές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού με ένα από τα ιταλικά άρματα που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων». Τις ενώνω, τις συγκρίνω, τις κοιτάζω μονάχος μου. Δεν τολμώ να τις δείξω σε άλλον άνθρωπο, ούτε στους πιο δικούς μου. Είναι αρκετό κιόλας που δυο χρονιές συνέχεια έκανα το ίδιο ταξίδι, βρίσκοντας κάθε φορά και άλλη αφορμή: Τη μια επικαλούμενος λόγους περιεργείας για το ιδιότυπο καθεστώς της γείτονος, «να ιδώ πώς ζούνε» —αυτό συνήθως είναι το πιο κατανοητό, όπως έχω προσέξει—, και την άλλη λόγους υπηρεσιακούς — συνοδεύοντας μάλιστα τη φωνή μου μ' ένα διάστημα σιωπής, που άφηνε περιθώρια στη φαντασία. Αλλά βέβαια, ούτε το καθεστώς ήταν ιδιαίτερα αισθητό σ' εκείνα τα φαράγγια της Ερσέκας και του Λεσκοβικιού, ούτε οι υπηρεσιακοί μου λόγοι είχαν να κάνουν με την Κλεισούρα και την Τρεμπεσίνα.

Ακόμα κι οι συνοδοί μου, όταν τους ρώτησα πού πέφτει το χάνι του Μπαλαμπάνη, γύρισαν και με κοίταξαν ξαφνιασμένοι και λίγο καχύποπτα: «Πού το ξέρεις εσύ το χάνι τον Μπαλαμπάνη;»

Γι' αυτό κι εγώ δεν μιλώ σε κανένα, απλώς μονολογώ.

Τέτοιες μέρες, τέλη Οκτωβρίου, όταν ο καιρός ψυχραίνει, όταν το χώμα στην πατρίδα μου μουσκεύει από τις πρώτες βροχές, και τα φύλλα στα πυκνά δάση με τις βελανιδιές αλλάζουν χρώματα, είναι αδύνατο να μην τους θυμηθώ και να μην ακούσω εκείνο το τραγούδι τους που μου έχει γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα και μου φέρνει μελαγχολία.

Και βέβαια το ξέρω πως με τον καιρό όλα ξεχνιούνται. Μα το χειρότερο είναι που κι όσα θέλουμε —υποτίθεται— να τα θυμούμαστε, γιατί, όπως λέμε, έτσι πρέπει, ξεφτίζουν τόσο πολύ με τις ρητορείες, που θα ήταν ίσως προτιμότερη η λησμονιά. Και πώς είναι δυνατό πια να μιλήσεις, χωρίς να γίνεις καταγέλαστος, για κείνες τις φιγούρες, που τέτοιες μέρες τους βλέπεις μέσα στις πρώτες αναμνήσεις σου να φεύγουν κατά το μέρος όπου βασίλευε ο ήλιος και ο ουρανός ήταν κόκκινος σαν αίμα, ατέλειωτες φάλαγγες, με τα ψηλά κανιά τους τυλιγμένα στις γκέτες, καμπουριασμένοι απ' τις βρεγμένες χλαίνες τους; Και πίσω τους ν' αφήνουν τον απόηχο του τραγουδιού τους που τους ακολουθούσε φεύγοντας απ' την Αθήνα.

Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι
να σε ξυπνήσω

και να τραβούν για την Αλβανία.

Πρόπερσι που ανοίξανε τα σύνορα και ταξίδεψα για πρώτη φορά σ' εκείνα τα μέρη, περνώντας από το Τεπελένι —αυτό ήταν λοιπόν; ένα αλλόκοτο χωριό με θλιβερές λαϊκές πολυκατοικίες—, είπα στους συνοδούς μου να σταματήσουμε. Προχώρησα μονάχος στο πλάτωμα, πάνω από τον Aώο, που ήταν φουσκωμένος, άκρη σ' άκρη, και τα θολά νερά του βουίζανε. Βαθιά στην Κλεισούρα είχε ξεσπάσει άγρια μπόρα — μαυρίλα και αστραπές. Ε λοιπόν, ακόμα και τότε, μες στο άγριο βουητό του ποταμού και της μπόρας που πλησίαζε, το παραπονεμένο τους τραγούδι κλωθογύριζε στις χαράδρες. Τα κόκκαλά τους βέβαια, σπαρμένα σ' εκείνα τα φαράγγια, σ' εκείνες τις άγριες πλαγιές, θα 'χαν ξασπρίσει και θα 'χαν γίνει βράχια, τίποτε δεν τα ξυπνούσε.

Έχω προσέξει πως όσοι γυρίσανε πίσω και ζουν ακόμα ανάμεσά μας σπάνια μιλούν, κι όταν το φέρνει η κουβέντα το κάνουν μ' έναν τρόπο απλό κι αόριστο, σαν να θέλουν ν' αλλάξουν θέμα το γρηγορότερο. Άσε που κι αυτοί ένας ένας μας αφήνουν και φεύγουν.

Τις προάλλες μας έφυγε ο ξάδερφός μου ο Ηλίας, που ήταν λοχίας στο χάνι του Μπαλαμπάνη και τραυματίστηκε στο δεξί του πόδι, λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο κι ήρθε στο χωριό με αναρρωτική —ο πόλεμος ακόμα βαστούσε—, θυμάμαι που μας έδειχνε το τραύμα του που ήταν φρέσκο κι έλεγε:

«Είδαμε» έλεγε, «μια φάλαγγα που ερχόταν στο δημόσιο δρόμο, κάτω από το λόφο που τον κρατούσαμε η ομάδα μου. Στήσαμε τα πολυβόλα να ρίχνουν χιαστί και να συγκλίνουν προς το κέντρο, κάναμε το σταυρό μας, κι αρχίσαμε τις θεριστικές βολές, ριπή κατά ριπή. Όσοι γλίτωσαν από τις πρώτες ριπές ακροβολίστηκαν κι αρχίνησαν κι εκείνοι να βάζουν. Τότε παθαίνει εμπλοκή το ένα πολυβόλο. Ο πολυβολητής, ένας κερατάς απ' τα Ζαγόρια, έχασε το ηθικό του και δεν μπορούσε να λύσει την κάνη. — Κερατά, του λέω. Τώρα θα σε μάθω; Κι όπως γονάτισα με το αριστερό πόδι, την έφαγα στο δεξί». Με τον καιρό έπαψε να μιλάει. Όμως εγώ είχα μάθει τα λόγια του απέξω και κάθε φορά που τον έβλεπα, ως προχτές ακόμα που τον συνάντησα στο ΙΚΑ Περιστερίου —περνούσα με το αυτοκίνητο και σταμάτησα, πήγαινε να του θεωρήσουν κάτι φάρμακα— πάθαινα κάτι σαν διπλωπία: πίσω από το κεφάλι του, που έμοιαζε λίγο με μαδημένο κεφάλι γερακιού, έβλεπα μια δεύτερη φιγούρα, λίγο θαμπή, με χακί δίκωχο. Μα όταν δοκίμαζα να του τα θυμίσω, καμιά φορά που περνούσα από το σπίτι του στην Ανθούπολη και σταματούσα να πιούμε καφέ στο τσιμέντο της αυλής του, ανάμεσα σε δυο τενεκέδες με γαρδένιες που τις φρόντιζε μόνος του —συνταξιούχος πια του ΙΚΑ, σαράντα χρόνια αρτεργάτης— ο Ηλίας κουνούσε αόριστα το χέρι του κι έλεγε: «Πάνε αυτά». Ύστερα σώπαινε για λίγο και πρόσθετε: «Τότε ήταν άλλος καιρός. Ήμασταν κι εμείς παιδιά, πάνω στην τρέλα μας» — κι άλλαζε κουβέντα.

Πάνε λοιπόν αυτά, έγιναν εμβατήρια για τα ραδιόφωνα και πατριωτικές εκπομπές στην τηλεόραση, κάθε 28 Οκτωβρίου, σχεδόν σαν αγγαρεία. Οι πιο πολλοί, κυρίως οι νέοι, γυρίζουν αλλού το κουμπί. Οι άλλοι, της ηλικίας μου και πάνω — πού να ξέρεις; Πριν από μερικά χρόνια με καλέσανε κι εμένα σε μια εκπομπή, να πω ό,τι θυμάμαι, επειδή είμαι από κείνα τα μέρη κι ανήμερα στις 28, κατά το μεσημέρι, είχαμε κιόλας τους Ιταλούς στο χωριό μας.

Φαντάζομαι ότι παράξενες συμπτώσεις συμβαίνουν σε όλους του ανθρώπους, αλλά οι πιο πολλοί, παραδομένοι στα καθημερινά τους, χωρίς αίσθημα και χωρίς φαντασία, δεν τις προσέχουν. Λίγοι είναι εκείνοι —ίσιος ένας στους χίλιους— που όταν τους συμβεί μια τέτοια σύμπτωση, τρομάζουν ως τα κατάβαθα της ψυχής τους, γιατί άκουσαν τη μυστική δύναμη και νιώθουν στα χέρια της σαν παιχνιδάκια. Δούλευα τότε στ' Άσπρα Σπίτια της Βοιωτίας και καθώς ζούσα μόνος και περίμενα το Σαββατοκύριακο, για να κατέβω στην Αθήνα, όσο ακόμα ο καιρός ήταν καλός, έπαιρνα τ' απογεύματα το αυτοκίνητο κι έκανα μικρές εκδρομές στα πέριξ. Προσπαθούσα μ' αυτόν τον τρόπο να ξεφύγω λίγες ώρες από τον κλειστό κόλπο, που τον μπούκωνε μια μυρουδιά αιθέρα από το εργοστάσιο αλουμίνας, της Πεσινέ, και μου 'φερνε ναυτία, μόλις έπαιρνε να βραδιάζει και φυσούσε εκείνο το λεπτό θαλασσινό αεράκι, ο μπάτης που το λέγανε άλλοτε. Προσπαθούσα πιο πολύ ν' απαλλαγώ από το αίσθημα της ασφυξίας που μου προκαλούσε η ιδέα πως ήμουν εγκλωβισμένος, υποχρεωμένος να περνώ τις μέρες μου σε μια γαλλική αποικία μες στην καρδιά της Ρούμελης, ιδέα που δεν ήταν της φαντασίας μου —για να εξηγούμαστε—, αλλά καθημερινή πραγματικότητα που τη ζούσα κάθε λεπτό, σε κάθε βήμα: στα σπίτια και στα καταστήματα που ήταν όλα της Πεσινέ, και πιο πολύ στους ανθρώπους, που ήταν κι αυτοί της Πεσινέ, εργάτες με κοιλιές τουμπανιασμένες απ' το φθόριο —οι πρώην βοσκοί του Παρνασσού και του Ελικώνα— ή γραφιάδες, κάτι Αθηναίοι τέλεια αλλοτριωμένοι, που κατοικούσαν σε ειδικές κατοικίες στην άκρη του οικισμού.

Ένα απόγευμα ανέβηκα στη Δεσφίνα. Αυτό το χωριό, απομονωμένο καθώς ήταν, με την παλαιική του όψη, με την πλατεία στη μέση και τα μεγάλα πλατάνια που τη σκιάζανε, μου φάνηκε πως διατηρούσε μια λεβεντιά ρουμελιώτικη, ας πούμε, καθώς ήξερα κιόλας ότι εκεί κοντά ήταν κι η εκκλησία του Αϊ-Γιάννη, όπου ο Μακρυγιάννης είχε κάνει τις συμφωνίες με τον άγιο, όταν δοκίμασε να ρίξει το ντουφέκι του πατριώτη του κι εκείνο ετσακίστηκε.

Κάθισα λοιπόν σ' ένα από τα σιδερένια τραπεζάκια της πλατείας, ήρθε το γκαρσόνι και παράγγειλα τσίπουρο, που πολύ μου αρέσει. Μάλιστα αυτός ήταν στο βάθος και ο λόγος που είχα προτιμήσει τη Δεσφίνα εκείνο το απόγευμα. Αλλά το γκαρσόνι μου είπε πως δεν υπάρχει τσίπουρο. — «Ούζο σκέτο ή με κρακεράκια», βιάστηκε να με πληροφορήσει, προφανώς για να με αποτρέψει και από αυτό και να με οδηγήσει όπου εκείνος ήθελε.

— «Άλλο;» — «Καμπάρι. Και νεσκαφέ φραπέ».

Πρόσεξα πως μιλούσε χωρίς να με κοιτάζει. Πείσμωσα. — «Ούζο» είπα. «Ούζο σκέτο».

Κοίταξα γύρω μου μια δυο συντροφιές νεαρούς που ρουφούσαν μακάρια το νεσκαφέ τους με το καλαμάκι, με τ' ακριβά μπλουτζίν, που τα ξεβάφουν για να φαίνονται παλιά, με τα χοντρά σπορτέξ παπούτσια τους απαριασμένα πάνω στις καρέκλες. Άρχισα να βράζω. «Καημένε Μακρυγιάννη», είπα κι εγώ με τη σειρά μου, «για ποιους το τσάκισες το χέρι σου»*. Ήμουν άδικος βέβαια, αλλά το σκέτο ούζο και το γκαρσόνι μού είχαν χαλάσει τη διάθεση. Πάντως θα ήταν μάταιο να τους ρωτήσω για την εκκλησία του Αϊ-Γιάννη.

Εκεί λοιπόν που χάζευα γύρω και προσπαθούσα να συμβιβαστώ με όλα αυτά, βλέπω και περνάει δίπλα μου ένας παπάς. Ψηλός, γεμάτος, με μεγάλη γενειάδα. Θεωρία δεσποτική. Ίσως επειδή τον κοίταζα επίμονα, ίσως επειδή με είδε ξένο, με καλησπέρισε.

«Κάθισε, παπά μου» του λέω. «Κάθισε να πιεις κι εσύ ένα ούζο και να μου κάνεις παρέα».

Κάθισε κι αρχίσαμε τις πρώτες δοκιμαστικές ερωτήσεις που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις.

«Κι από πού είσαι;» μου λέει.

«Από την Ήπειρο» του λέω.

«Από ποιο μέρος;»

«Δεν θα το ξέρεις» του λέω. «Κοντά στην Κακαβιά, αν έχεις ακούσει, στ' αλβανικά σύνορα».

Πρόσεξα που έμεινε για λίγο σκεφτικός.

«Πώς δεν το ξέρω;» μου λέει. «Ήμουν φαντάρος εκεί, το '40, στο φυλάκιο. Εμείς ανατινάξαμε τη γέφυρα, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Εγώ με άλλους δύο».

Πραγματικά ζαλίστηκα καθώς ένιωσα ξάφνου ένα δυνατό χέρι να μ' αρπάζει και να με πετάει σαράντα τόσα χρόνια πίσω. Βρέθηκα ανακαθισμένος στο κρεβάτι μου, τρομαγμένος από τη δυνατή έκρηξη που ταρακούνησε το πατρικό μου σπίτι και με ξύπνησε μες στα χαράματα, μόλις που άρχιζε να φωτίζει. Θυμήθηκα που βγήκαμε ύστερα στους δρόμους και δεν ξέραμε τι να κάνουμε, κι άλλος έλεγε να φύγουμε στα Γιάννενα, άλλος να πάρουμε τα λόγγα να κρυφτούμε. Τότε ήρθανε τρεις στρατιώτες, που οπισθοχωρούσαν από τα σύνορα.

Οι δυο ήταν ξένοι, ο τρίτος κοντοχωριανός μας, τον ξέρανε όλοι. Αυτός σερνόταν. Οι άλλοι δυο του είχαν πάρει το όπλο και το γυλιό και τον κρατούσαν από τις μασχάλες, για να μη σωριαστεί. Ήταν χλομός και κάθε τόσο μουρμούριζε: «Το σπαθί μου, ο μαύρος! Το είδα δυο κομμάτια». Φωνάξανε τον Παπαχριστοδούλου, μακαρίτη τώρα, που είχε κάμει ένα φεγγάρι νοσοκόμος, και του 'κανε μια ένεση κάμφορας, της καρδιάς. Κι εν τω μεταξύ τους φέρανε ένα μπουκάλι με ρακί, κι εκείνοι λέγανε πως είχαν διαταγή ν' ανατινάξουνε τη γέφυρα της Κακαβιάς και να φύγουν για το Καλπάκι, αλλά οι Ιταλοί την είχαν επισημάνει και τους ρίχνανε με τους όλμους. Εκεί πετάχτηκε ένα βλήμα και χτύπησε το στρατιώτη στο μπούτι, αλλά βρήκε στην ξιφολόγχη και γλίτωσε το πόδι. Μόνο το σπαθί του τσακίστηκε. Ήρθε ο Παπαχριστοδούλου, έκανε την ένεση και φύγανε.

«Καλά τα θυμάσαι» είπε ο παπάς και σώπασε.

Ύστερα από την πρώτη έκπληξη το πρόσωπό του είχε ημερέψει πάλι. Για λίγο αφαιρέθηκα κι εγώ. Εκεί που βασίλευε ο ήλιος έβλεπα τις μακριές σειρές κι άκουγα το τραγούδι τους:

Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι
να σε ξυπνήσω

Πίσω από το κεφάλι του παπά, η φιγούρα με το δίκωχο. Άρχιζε η διπλωπία.

«Να 'ρχεσαι» μου λέει στο τέλος ο παπα-Νικόλας, όταν σηκώθηκα να τον χαιρετήσω. «Τώρα που βρεθήκαμε γνωστοί...». Και χαμογέλασε.

Ξαναβρεθήκαμε στη Δεσφίνα ακόμα μια φορά. Με είχε πάρει στο τηλέφωνο στ' Άσπρα Σπίτια και μου είπε πως χάθηκα. Ήρθαν ακόμα δυο παπάδες, νέοι αυτοί, ένας δάσκαλος και τρεις άλλοι, γίναμε μεγάλη παρέα. Όταν πήρε να νυχτώνει σηκώθηκα να φύγω.

«Πού πας;» μου λένε. «Τώρα να φύγεις; Τώρα που ψήθηκε το αρνί;» Έτσι βρεθήκαμε όλοι μαζί σε μια ταβέρνα, όπου το αρνί ήταν κιόλας κομματιασμένο σ' έναν ταβά, στη μέση του τραπεζιού. Τραβήξαμε τις κουρτίνες να μη μας βλέπουν από το δρόμο και το ρίξαμε στο τραγούδι. Οι δυο οι παπάδες, οι νιότεροι, τραγουδούσαν καλά και ξέρανε όλα τα ρεμπέτικα. Τραγούδησαν ως και την Κανναβουριά. Σε όλο αυτό το διάστημα ο παπα-Νικόλας καθόταν δίπλα μου και φαινόταν να το ευχαριστιέται χωρίς να μιλάει πολύ. Όταν περασμένα μεσάνυχτα, πια, κινήσαμε να φύγουμε ζαλισμένοι, ο δάσκαλος πλησίασε και μου είπε: «Ο παπα-Νικόλας το είχε οργανώσει. Για σένα».

Τον άλλο μήνα μού ήρθε κι η μετάθεση για την Αθήνα.

Το βράδυ λοιπόν της εκπομπής που λέγαμε, 28 Οκτωβρίου, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν κάποιος από τη Δεσφίνα, δεν τον ήξερα. Είχε ιδεί την εκπομπή, έψαξε στον τηλεφωνικό κατάλογο και με πήρε να μου πει πως ο παπα-Νικόλας είχε πεθάνει εκείνες τις μέρες.

Ποιος λοιπόν τα κουμαντάρει όλα αυτά;

Όλο έλεγα να καθίσω να το γράψω —για μένα βέβαια, μονάχα— κι όλο ανέβαλλα. Έτσι περάσανε τέσσερα χρόνια χωρίς να το καταλάβω. Τελευταία ο καιρός περνάει πολύ γρήγορα, ώσπου να ξημερώσει νυχτώνει πάλι. Εν τω μεταξύ έκανα εκείνα τα δυο μου ταξίδια στην Αλβανία και τις προάλλες έφυγε κι ο ξάδερφός μου ο Ηλίας. Παίζω τώρα με τις φωτογραφίες μου, που τις ενώνω πότε έτσι πότε αλλιώς, και τους θυμάμαι. Σε λίγα χρόνια δε θα 'χει μείνει τίποτε απ' αυτούς. Κι ίσως δε θα υπάρχει και κανείς να τους θυμάται.

Statue of Themis, outside the former Law Courts, George Street, Brisbane, Queensland, Australia.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Η Φόνισσα 

[4. Μεταξύ της Θείας και της Ανθρώπινης Δικαιοσύνης]

Από το κεφ. ΙΗ'

Ύστερον απ' ολίγων λεπτών της ώρας κυνηγητόν, η Φραγκογιαννού έφθασεν εις την τοποθεσίαν, την οποίαν ο Καμπαναχμάκης είχεν ονομάσει «το Μονοπάτι στο Κλήμα». Ήτον βράχος εισέχων αποτόμως προς τα έσω, σχηματίζων μικρόν ζύγωμα,* κάτωθεν του οποίου έχασκεν η άβυσσος, η θάλασσα. Άνω του ζυγώματος τούτου υπήρχε πάτημα ημισείας παλάμης το πλάτος, όλον δε το πέραμα ήτο τριών ή τεσσάρων βημάτων. Όπως το διέλθη τις, έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον, βλέπων προς την θάλασσαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τα αριστερά. Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα.

Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχεν άλλη αίρεσις* ή προσφυγή. Δρόμος άλλος δεν υπήρχεν επάνω του βράχου. Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέρασμα.

Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δυο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέρασμα κι εστάθη.

— Σου βαστά η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφος του.

— Δεν είναι άλλος δρόμος;

— Δεν είναι.

— Εσύ θα το 'χης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης.

— Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.

— Δεν ήσουν τσομπάνης;

— Εγώ έβοσκα πρόβατα στον κάμπο.

Ο χωροφύλαξ εδίστασεν ακόμη.

— Και να μας ρίξη κάτω μια γυναίκα! είπε.

— Δεν προφτάσαμε να την ιδούμε τη στιγμή που περνούσε, είπεν είρων ο δραγάτης. Αν την έβλεπες, θα σου 'κανε καρδιά.

— Αληθινά;

— Δεν ξέρεις πόσες φορές δίνουν το παράδειγμα οι γυναίκες! είπεν ο αγροφύλαξ. Σε καμπόσα πράγματα, δείχνουν πολύ κουράγιο.

— Κι εγώ θα περάσω! είπεν ο χωροφύλαξ.

— Εμπρός!

Ο χωροφύλαξ έβγαλε το αμπέχονόν του, και το έτεινεν εις τον σύντροφόν του, μείνας με το υποκάμισον. Έκαμε το σημείον του Σταυρού.

— Αν περάσω πέρα, μου το ρίχνεις, είπε.

Εδοκίμασε να πατήση επί του στενού, επιάσθη από τον βράχον. Μετά εν βήμα ωπισθοδρόμησε.

— Μ' έπιασε ζαλάδα, είπεν.

Εν τω μεταξύ η Φραγκογιαννού, τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε κι εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν κι έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέρασμα οι δύο διώκται της. Αλλά δεν ήκουε τίποτε. Από την βραδύτητα αυτήν εσυμπέρανεν ότι οι δύο «νομάτοι» εδίσταζον πολύ να περάσουν το μονοπάτι.

Τέλος έφθασεν εις του Πουλιού την Βρύση, όπως την είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης. Ήτο μία πηγή επάνω εις υψηλόν βράχον, επί του οποίου εσχηματίζετο μικρόν ολισθηρόν οροπέδιον από χώμα, γεμάτον από βρύα και άλλα υγρά χόρτα, τα οποία εφαίνοντο ως να έπλεον εις το νερόν. Η Φραγκογιαννού επάτει καλά διά να μη γλιστρήση και πέση. Από την βρύσιν εκείνην, πράγματι, μόνον τα πετεινά τ' ουρανού ηδύναντο να πίνουν. Η Χαδούλα έκυψε κι έπιε...

— Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και τη χάρη σας, να πετάξω!...

Κι εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κι επέταξαν έντρομα...

Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού την Βρύση, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα.

Αλλά δε ησθάνετο ασφάλειαν, η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κι έτρεξε τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Αϊ-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή* τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν.

Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κι έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον* βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος. Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κι εδίστασε. «Τάχα δεν θα... ξαναγίνη ρήχη σε λίγη ώρα; είπε. Γιατί να βιαστώ τώρα, να γίνω μούσκεμα;»

Αλλά την ιδίαν στιγμήν άκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες, ο εις στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια επ' ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον. Ο πολίτης δεν ήτον ο δραγάτης τον οποίον είχεν αφήσει οπίσω, με τον ένα χωροφύλακα, ήτον άλλος, κι εφόρει φράγκικα. Αυτή λοιπόν ήτο η ενέδρα, την οποίαν είχε υποπτεύσει ευλόγως αυτή, με την οποίαν ηθέλησαν να την βάλουν εις τα στενά; Ιδού ότι τώρα την έφθαναν.

Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κι επάτησεν επάνω εις το πέρασμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά. Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν ωπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε.

Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινεν. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδεν. Οι πόδες της εγλιστρούσαν.

Ο βράχος του Αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέρασμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.

Το κύμα την έφθανεν έως το γόνυ, είτα ως την μέσην. Η άμμος εγλιστρούσε. Εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της.

Οι δύο άνδρες, οίτινες την εκυνήγουν, έρριψαν μίαν τουφεκιάν διά να την πτοήσουν. Είτα ηκούσθησαν αι φωναί των, φωναί αλαλαγμού και βεβαίας νίκης.

Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τον Αϊ-Σώστην.

Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ.

Τα κύματα εφούσκωναν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας* και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα έναν αγρόν, όταν νεάνιδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν και την έκαμαν νύμφην οι γονείς της.

— Ω! να το προικιό μου! είπε.

Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.

Antoon Claeissens - Justitia vanquishes the Seven Capital Sins


Ρώσικο Παραμύθι - Η Δικαιοσύνη και η Αδικία

Κάποια μέρα συναντήθηκαν η Δικαιοσύνη και η Αδικία κι άρχισαν να καβγαδίζουν για το πώς είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την δικαιοσύνη ή με την αδικία; Η Αδικία υποστήριζε με πάθος ότι είναι καλύτερα να ζει ο κόσμος με την αδικία, ενώ η Δικαιοσύνη έλεγε πως δεν υπάρχει καλύτερο σύστημα από εκείνο όπου επικρατεί ο νόμος της δικαιοσύνης. Λογομάχησαν, είπε η καθεμία τα δικά της, χωρίς τελικά ούτε η Δικαιοσύνη ούτε η Αδικία να αλλάξουν γνώμη.

Κάποια στιγμή η Αδικία στρέφεται στη Δικαιοσύνη και της προτείνει:

-Αφού δε συμφωνείς μ΄ αυτά που σου λέω, δεν πάμε καλύτερα να κρίνει ένας σοφός γέροντας;

-Πάμε, απάντησε η Δικαιοσύνη.

Πήραν το δρόμο και πήγαν και βρήκαν το σοφό γέροντα.

-Θέλουμε να μας λύσεις μια διαφορά, του λέει η Αδικία. Πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;

-Τι ποσό βάλατε για στοίχημα, ρώτησε ο σοφός γέροντας.

-Εκατό ρούβλια, απάντησαν κι οι δυο μ΄ ένα στόμα.

-Λοιπόν, Δικαιοσύνη, λέει τότε ο σοφός γέροντας, πρέπει να ξέρεις πως έχασες το στοίχημα. Σήμερα ζεις καλύτερα με την αδικία!

Η Δικαιοσύνη έβγαλε από την τσέπη της εκατό ρούβλια και τα έδωσε στην Αδικία, λέγοντας πως δεν την έπεισε ο σοφός γέροντας και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι είναι καλύτερα να ζει κανείς σε συνθήκες δικαιοσύνης.

-Αφού δεν πείστηκες, λέει η Αδικία, έλα να πάμε στο δικαστή. Αν κερδίσεις εσύ το στοίχημα, θα σου δώσω χίλια ρούβλια. Αν, όμως, κερδίσω εγώ, δε θέλω λεφτά –αλλά θα σου βγάλω τα μάτια. Συμφωνείς;

-Συμφωνώ!, απάντησε η Δικαιοσύνη.

Πήγαν στο δικαστή και τον ρώτησαν πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;

Ο δικαστής έδωσε την ίδια απάντηση:

-Σήμερα ζει κανείς καλύτερα με την αδικία.

Τότε η Αδικία έβγαλε τα μάτια της Δικαιοσύνης, τα πήρε κι έφυγε.

Η Δικαιοσύνη έμεινε έτσι τυφλή. Μιας και δεν έβλεπε, πήρε ένα ραβδί κι άρχισε να ψαχουλεύει στο δρόμο, για να μη σκοντάψει και πέσει.

Περπάτησε, περπάτησε όλη μέρα και, κάποια στιγμή, όταν νύχτωσε, έφτασε μπροστά σ΄ ένα βάλτο. Κουρασμένη όπως ήταν, ξάπλωσε στην άκρη του βάλτου, στο χορτάρι, για να ξαποστάσει. Τα μεσάνυχτα εμφανίστηκαν πάνω στο βάλτο οι σατανάδες. Ο αρχισατανάς άρχισε να ρωτάει έναν έναν τους σατανάδες τι έκαναν εκείνη τη μέρα.

-Εγώ, λέει ένας σατανάς, κατέστρεψα την ψυχή ενός ανθρώπου.

-Εγώ, λέει κάποιος άλλος, έσπρωξα έναν άνθρωπο να κάνει μια μεγάλη αμαρτία.

Κάποια στιγμή πετάγεται κι η Αδικία και λέει θριαμβευτικά:

-Εγώ έβαλα δυο φορές στοίχημα με τη Δικαιοσύνη. Στο πρώτο κέρδισα εκατό ρούβλια και στο δεύτερο της έβγαλα τα μάτια!

-Για τα εκατό ρούβλια αξίζεις συγχαρητήρια που τα κέρδισες, της λέει ο αρχισατανάς. Αλλά για τα μάτια που πήρες δεν κέρδισες και τίποτα το σπουδαίο. Αν η Δικαιοσύνη τρίψει τα μάτια της με το χορτάρι που φυτρώνει εδώ, θα ξαναβρεί το φως της. η Δικαιοσύνη άκουσε τα λόγια του αρχισατανά και χάρηκε.

Σε λίγο λάλησε ο πετεινός κι η συμμορία των σατανάδων βυθίστηκε και χάθηκε μέσα στο βάλτο. Τότε, η Δικαιοσύνη έκοψε μια φούντα χορτάρι κι άρχισε να τρίβει τις άδειες κόγχες των ματιών της. Και το θαύμα έγινε. Στις κόγχες εμφανίστηκαν και πάλι τα δυο αστραφτερά της μάτια. Έτσι, η Δικαιοσύνη ξαναβρήκε το φως της, πέταξε το ραβδί και πήρε το δρόμο του γυρισμού, αφού έβαλε στο ταγάρι και λίγο θαυματουργό χορτάρι.

Εκείνον τον καιρό είχε χάσει το φως της η κόρη του άρχοντα της χώρας. Απελπισμένος ο άρχοντας έβγαλε φιρμάνι, που έλεγε πως οποίος της ξαναδώσει το φως της θα την πάρει για γυναίκα του.

Άκουσε κι η Δικαιοσύνη για το φιρμάνι και πήγε στο παλάτι. Έτριψε τα μάτια της κοπέλας με το θαυματουργό χορτάρι και της ξανάδωσε το φως.

-Τι θέλεις να σου δώσω για αντάλλαγμα για το καλό που μου κανες; Ζήτησε ό, τι θέλεις και θα το έχεις!, της είπε ο άρχοντας.

-Δε θέλω να μου δώσεις τίποτα! του είπε ταπεινά η Δικαιοσύνη. Το μόνο που θέλω είναι να καταργήσεις τους νόμους της αδικίας και να αφήσεις τον κόσμο να ζει σε συνθήκες δικαιοσύνης. Αν δεν το κάνεις, η κόρη σου θα ξαναχάσει το φως της. το ίδιο και συ κι όλοι εδώ μέσα στο παλάτι!

Ο άρχοντας, που στην αρχή δεν ήθελε να καταργήσει τους νόμους της αδικίας, τρόμαξε απ΄ αυτά που άκουσε. Έβγαλε φιρμάνι που καταργούσε όλους τους άδικους νόμους. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να ζήσει και να κυβερνήσει χωρίς την αδικία, σηκώθηκε κι έφυγε από την χώρα μαζί με την οικογένειά του.

Έτσι, απαλλαγμένοι από την αδικία και από τον άρχοντα-τύραννο, οι κάτοικοι αυτής της μακρινής χώρας άρχισαν να ζουν μια νέα ζωή, χαρούμενα κι ευτυχισμένα, χωρίς μίση, πολέμους, σκοτωμούς και κακουργήματα.

Ομόφωνα διάλεξαν για αρχηγό της χώρα τη Δικαιοσύνη, που, για να κρίνει σωστά κι ανεπηρέαστα, δίκαζε πάντα με δεμένα μάτια και με τη ζυγαριά στο χέρι.

Από τότε οι άνθρωποι έτσι ακριβώς απεικονίζουν τη Δικαιοσύνη: με δεμένα μάτια και με μια ζυγαριά στο χέρι.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΕΤΣΙΝΗΣ-ΡΩΣΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, Εκδόσεις Καστανιώτη

The goddess, Themis - by Howard David Johnson

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 

Η Θέμις, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ανήκε στους Τιτάνες, τα τέκνα της Γαίας και του Ουρανού. Αποτελούσε την ανθρωπόμορφη προσωποποίηση της φυσικής και της ηθικής τάξης, καθώς και της εθιμοτυπίας. Η λέξη θέμις παράγεται από το ρήμα τίθημι και δηλώνει αυτό που έχει τεθεί, το ισχύον.

Ο μύθος

Σε συμβολικό επίπεδο αντιπροσωπεύει τον νόμο και την απαρασάλευτη τάξη, το θείο δίκαιο.

Ο Ησίοδος δεν θα μπορούσε διαφορετικά μια τέτοια τιτάνια, αλληγορικής σημασίας, θεότητα να μην τη συμπεριλάβει στους πρώτους θεούς ως κόρη του πρώτου θεϊκού ζεύγους, του Ουρανού και της Γαίας, η οποία στη συνέχεια εμφανίζεται ως η δεύτερη σύντροφος του Δία. Ο γάμος τους σηματοδότησε, μετά την κατάποση της πρώτης του συζύγου Μήτιδος, τη σταθεροποίηση της βασιλείας του πιο δυνατού από όλους τους θεούς. Μια βασιλεία που, από εκείνη τη στιγμή, ήταν εγγύηση σταθερών κανόνων που ισχύουν για θνητούς και θεούς.

Η Θέμις στη μυθολογία είναι εκείνη που θεσμοθετεί. Το δίκαιο που αντιπροσωπεύει είναι ιερό, ισχύει, ομοίως, για τους θεούς και είναι ανώτερο ακόμη και από τη βούλησή τους. Είχε τρισυπόστατη εκπροσώπηση: ως θεά φυσικής τάξης, ως θεά της ηθικής τάξης και ως προφήτις θεά, ιδιότητα που την κληρονόμησε από τη μητέρα της, Γαία.
Έτσι σύμφωνα με τα παραπάνω, θυγατέρες της Θέμιδος, ως εκπροσωπούσα τη φυσική τάξη φέρονταν οι Ώρες (= οι εποχές με το τυπικό της ακριβούς εναλλαγής των), ως εκπροσωπούσες την ηθική τάξη, φέρονταν η Ευνομία, η Δίκη, και η Ειρήνη, που αποτελούν τα υπέρτατα αγαθά μιας κοινωνίας, καθώς και οι Μοίρες, (η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος) που προσωποποιούσαν το πεπρωμένο κάθε ανθρώπου και στις οποίες ο πατέρας τους, Δίας, τις είχε αναθέσει να διανέμουν στους ανθρώπους τα αγαθά, και, τέλος, ως εκπροσωπούσες την προφητεία φέρονταν οι Νύμφες καθώς και η παρθένα Αστραία, επίσης προσωποποίηση της δικαιοσύνης.

Αρχικά, η Θέμις, έχοντας κληρονομήσει τη μαντική ικανότητα από την μητέρα της, εγκαταστάθηκε εκείνη πρώτη στο Μαντείο των Δελφών. Όταν, όμως, γεννήθηκε ο Απόλλωνας, επέδειξε προς αυτόν ιδιαίτερη αγάπη και στοργή και σύμφωνα με τη μυθολογία αυτή πρώτη του πρόσφερε τροφή, θεωρούμενη έτσι και τροφός του, παραδίδοντάς του αργότερα το εν λόγω Μαντείο.
Ο Όμηρος, σύμφωνα με τα έπη του, τονίζει ότι η Θέμις εκτελεί, παρά τον Δία, καθήκοντα κήρυκος και ότι εξ ονόματός του συγκαλούσε τα συμβούλια των ολυμπίων θεών. Επόπτευε την τάξη κατά τις τελετές των συμποσίων τους και εξήγγειλε τις αποφάσεις του Δία. εξ ου και αποκαλούνταν "Διός θέμιστες". όπως έτσι λέγονταν οι νόμοι και οι αποφάσεις που δημιουργούσαν οι άνθρωποι κατ΄εικόνα της δικαιοσύνης του Ολύμπου.

Με αυτές τις αντιλήψεις ο Ησίοδος έπλασε στη Θεογονία του την Θέμιδα, ως σύζυγο του Δία, αφού, η ιδέα της τάξης είναι συνυπάρχουσα ιδιότητα του υπέρτατου θεού. Έτσι, παρουσιάζεται η Θέμις προστάτιδα του δικαίου και της φιλοξενίας και τιμωρός κάθε παράβασης επί αυτών, ιδιαίτερα, κατά του Πάριδος που καταπάτησε τις αρχές, με τον Τρωικό πόλεμο τον οποίο συναποφάσισε με τον Δία.
Η Θέμις προσαγορεύονταν άλλοτε Ιχναία θεά, δηλαδή, θεά που αναζητεί ίχνη αδικοπραξιών, καθώς και Πανδερκής θεά, εκ του γεγονότος ότι τίποτε δεν της διέφευγε. Επί του τελευταίου, κάποιοι μυθογράφοι θεώρησαν την Θέμιδα κόρη του Ήλιου υπό το φως του οποίου ουδέν αποκρύπτεται. Μάλιστα, λεγόταν πως η Θέμις έβλεπε τα πάντα πριν ακόμα τα δουν οι άνθρωποι. Από αυτό κρινόταν, επίσης, και ως μάντης θεά. Επ'αυτού, ο Αισχύλος αναγνωρίζει την Θέμιδα μητέρα του προορατικού Προμηθέα.

Themis II Jolanta Kalopsidiotis

Πλάτων - Πρωταγόρας 

«καί νόμον γε θές παρ΄ ἐμοῦ (Διός) τόν μή δυνάμενον αἱδοῦς καί δίκης μετέχειν κτείνειν αὐτόν ὡsς νόσον τῆς πόλεως Πρωταγόρας 324d»

Ο μύθος του Πρωταγόρα παρουσιάζει με μελανά χρώματα την «πρώτη κατάσταση» του ανθρώπου εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς του Επιμηθέα (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά), όπου καμιά βασική ανάγκη δεν ικανοποιούνταν και η απλή επιβίωση ήταν καθημερινή αγωνία. Θεμελιακό μέρος αυτής της ομιλίας (λόγου) του Πρωταγόρα, απ΄ όπου θ΄αντλήσει τις βασικές θέσεις για να ανατρέψει τη σωκρατική επιχειρηματολογία είναι ο περίφημος μύθος που καταχώρισε ο Πρωταγόρας στο μη σωζόμενο έργο του, πιθανότατα, Περί της πρώτης καταστάσεως.


Επειδή, τώρα, ο άνθρωπος πήρε κάτι από του θεούς (θείας μετέσχε μοίρας), πρώτα εξαιτίας της συγγένειάς του μαζί τους, μόνο αυτός απ΄ όλα τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να κατασκευάσει βωμούς και αγάλματα θεών. Έπειτα, γρήγορα, άρθρωσε με επιδεξιότητα φωνή και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και σκεπάσματα και τροφές από τη γη. Με αυτά τα εφόδια οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν. Αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί, από κάθε άποψη, ήταν ασθενέστεροι από αυτά. Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία. Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι πάλι και αφανίζονταν (ώστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο). Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανισθεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία. Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιόν τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους : «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί. Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους (πάντας νείμω); Σε όλους, είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ΄ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.

Η ερμηνεία του μύθου

Το νόημα του μύθου έχει ως εξής: η πολιτική ζωή των ανθρώπων έγινε δυνατή και ομαλή από τη στιγμή που τη ζωή άρχισαν να ρυθμίζουν η αιδώς και η δικαιοσύνη, ιδέες που σύμφωνα με τον μύθο δώρισε ο Δίας σε όλους τους ανθρώπους διαμέσου του Ερμή. Οι ιδέες αυτές είναι κοινό κτήμα όλων των πολιτών, και όχι όπως οι τεχνικές γνώσεις, κτήμα των ειδικών μόνο. Γι΄αυτό στα πολιτικά θέματα ζητείται η γνώμη όλων των πολιτών, η οποία είναι σεβαστή. Αφοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν άλλοτε τιμωρίες και άλλοτε συμβουλές, αυτό σημαίνει πως υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα δεκτικά διδασκαλίας, άσκησης και επιμέλειας και ότι εκείνοι που τα αμελούν είναι άξιοι τιμωρίας ή συμβουλής. Το γεγονός, εξακολουθεί ο Πρωταγόρας, ότι μερικοί ικανοί και ηθικοί γονείς μπορεί να έχουν κακούς γιους, δεν διαψεύδει την άποψη περί διδακτού της αρετής, γιατί η αρετή δεν προϋποθέτει μόνο διδασκαλία, αλλά και την κατάλληλη φύση, ευμενείς δηλαδή φυσικές προδιαθέσεις. (εκ του κειμένου)


Gandolfi - Allegory of Justice


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - Ἠθικά Νικομάχεια (1130a-1131a)


[II] Ζητοῦμεν δέ γε τὴν ἐν μέρει ἀρετῆς δικαιοσύνην· ἔστι γάρ τις, ὡς φαμέν. ὁμοίως δὲ καὶ περὶ ἀδικίας τῆς κατὰ μέρος. σημεῖον δ᾽ ὅτι ἔστιν· κατὰ μὲν γὰρ τὰς ἄλλας μοχθηρίας ὁ ἐνεργῶν ἀδικεῖ μέν, πλεονεκτεῖ δ᾽ οὐδέν, οἷον ὁ ῥίψας τὴν ἀσπίδα διὰ δειλίαν ἢ κακῶς εἰπὼν διὰ χαλεπότητα ἢ οὐ βοηθήσας χρήμασι δι᾽ ἀνελευθερίαν· ὅταν δὲ πλεονεκτῇ, πολλάκις κατ᾽ οὐδεμίαν τῶν τοιούτων, ἀλλὰ μὴν οὐδὲ κατὰ πάσας, κατὰ πονηρίαν δέ γε τινά (ψέγομεν γάρ) καὶ κατ᾽ ἀδικίαν. ἔστιν ἄρ᾽ ἄλλη τις ἀδικία ὡς μέρος τῆς ὅλης, καὶ ἄδικόν τι ἐν μέρει τοῦ ὅλου ἀδίκου τοῦ παρὰ τὸν νόμον. ἔτι εἰ ὃ μὲν τοῦ κερδαίνειν ἕνεκα μοιχεύει καὶ προσλαμβάνων, ὃ δὲ προστιθεὶς καὶ ζημιούμενος δι᾽ ἐπιθυμίαν, οὗτος μὲν ἀκόλαστος δόξειεν ἂν εἶναι μᾶλλον ἢ πλεονέκτης, ἐκεῖνος δ᾽ ἄδικος, ἀκόλαστος δ᾽ οὔ· δῆλον ἄρα ὅτι διὰ τὸ κερδαίνειν. ἔτι περὶ μὲν τἆλλα πάντα ἀδικήματα γίνεται ἡ ἐπαναφορὰ ἐπί τινα μοχθηρίαν ἀεί, οἷον εἰ ἐμοίχευσεν, ἐπ᾽ ἀκολασίαν, εἰ ἐγκατέλιπε τὸν παραστάτην, ἐπὶ δειλίαν, εἰ ἐπάταξεν, ἐπ᾽ ὀργήν· εἰ δ᾽ ἐκέρδανεν, ἐπ᾽ οὐδεμίαν μοχθηρίαν ἀλλ᾽ ἢ ἐπ᾽ ἀδικίαν. ὥστε φανερὸν ὅτι ἔστι τις ἀδικία παρὰ τὴν ὅλην ἄλλη ἐν μέρει, συνώνυμος, ὅτι ὁ ὁρισμὸς ἐν [1130b] τῷ αὐτῷ γένει· ἄμφω γὰρ ἐν τῷ πρὸς ἕτερον ἔχουσι τὴν δύναμιν, ἀλλ᾽ ἣ μὲν περὶ τιμὴν ἢ χρήματα ἢ σωτηρίαν, ἢ εἴ τινι ἔχοιμεν ἑνὶ ὀνόματι περιλαβεῖν ταῦτα πάντα, καὶ δι᾽ ἡδονὴν τὴν ἀπὸ τοῦ κέρδους, ἣ δὲ περὶ ἅπαντα περὶ ὅσα ὁ σπουδαῖος.
Ὅτι μὲν οὖν εἰσὶν αἱ δικαιοσύναι πλείους, καὶ ὅτι ἔστι τις καὶ ἑτέρα παρὰ τὴν ὅλην ἀρετήν, δῆλον· τίς δὲ καὶ ποία τις, ληπτέον. διώρισται δὴ τὸ ἄδικον τό τε παράνομον καὶ τὸ ἄνισον, τὸ δὲ δίκαιον τό τε νόμιμον καὶ τὸ ἴσον. κατὰ μὲν οὖν τὸ παράνομον ἡ πρότερον εἰρημένη ἀδικία ἐστίν. ἐπεὶ δὲ τὸ ἄνισον καὶ τὸ παράνομον οὐ ταὐτὸν ἀλλ᾽ ἕτερον ὡς μέρος πρὸς ὅλον (τὸ μὲν γὰρ ἄνισον ἅπαν παράνομον, τὸ δὲ παράνομον οὐχ ἅπαν ἄνισον), καὶ τὸ ἄδικον καὶ ἡ ἀδικία οὐ ταὐτὰ ἀλλ᾽ ἕτερα ἐκείνων, τὰ μὲν ὡς μέρη τὰ δ᾽ ὡς ὅλα· μέρος γὰρ αὕτη ἡ ἀδικία τῆς ὅλης ἀδικίας, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ δικαιοσύνη τῆς δικαιοσύνης. ὥστε καὶ περὶ τῆς ἐν μέρει δικαιοσύνης καὶ περὶ τῆς ἐν μέρει ἀδικίας λεκτέον, καὶ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου ὡσαύτως. ἡ μὲν οὖν κατὰ τὴν ὅλην ἀρετὴν τεταγμένη δικαιοσύνη καὶ ἀδικία, ἣ μὲν τῆς ὅλης ἀρετῆς οὖσα χρῆσις πρὸς ἄλλον ἣ δὲ τῆς κακίας, ἀφείσθω. καὶ τὸ δίκαιον δὲ καὶ τὸ ἄδικον τὸ κατὰ ταύτας φανερὸν ὡς διοριστέον· σχεδὸν γὰρ τὰ πολλὰ τῶν νομίμων τὰ ἀπὸ τῆς ὅλης ἀρετῆς προσταττόμενά ἐστιν· καθ᾽ ἑκάστην γὰρ ἀρετὴν προστάττει ζῆν καὶ καθ᾽ ἑκάστην μοχθηρίαν κωλύει ὁ νόμος. τὰ δὲ ποιητικὰ τῆς ὅλης ἀρετῆς ἐστὶ τῶν νομίμων ὅσα νενομοθέτηται περὶ παιδείαν τὴν πρὸς τὸ κοινόν. περὶ δὲ τῆς καθ᾽ ἕκαστον παιδείας, καθ᾽ ἣν ἁπλῶς ἀνὴρ ἀγαθός ἐστι, πότερον τῆς πολιτικῆς ἐστὶν ἢ ἑτέρας, ὕστερον διοριστέον· οὐ γὰρ ἴσως ταὐτὸν ἀνδρί τ᾽ ἀγαθῷ εἶναι καὶ πολίτῃ παντί. τῆς δὲ κατὰ μέρος δικαιοσύνης καὶ τοῦ κατ᾽ αὐτὴν δικαίου ἓν μέν ἐστιν εἶδος τὸ ἐν ταῖς διανομαῖς τιμῆς ἢ χρημάτων ἢ τῶν ἄλλων ὅσα μεριστὰ τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας (ἐν τούτοις γὰρ ἔστι καὶ ἄνισον ἔχειν καὶ ἴσον ἕτερον ἑτέρου), ἓν [1131a] δὲ τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν. τούτου δὲ μέρη δύο· τῶν γὰρ συναλλαγμάτων τὰ μὲν ἑκούσιά ἐστι τὰ δ᾽ ἀκούσια, ἑκούσια μὲν τὰ τοιάδε οἷον πρᾶσις ὠνὴ δανεισμὸς ἐγγύη χρῆσις παρακαταθήκη μίσθωσις (ἑκούσια δὲ λέγεται, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῶν συναλλαγμάτων τούτων ἑκούσιος), τῶν δ᾽ ἀκουσίων τὰ μὲν λαθραῖα, οἷον κλοπὴ μοιχεία φαρμακεία προαγωγεία δουλαπατία δολοφονία ψευδομαρτυρία, τὰ δὲ βίαια, οἷον αἰκία δεσμὸς θάνατος ἁρπαγὴ πήρωσις κακηγορία προπηλακισμός
💚     💚
[2] Αυτό, ωστόσο, που εμείς διερευνούμε είναι η δικαιοσύνη που είναι μέρος της αρετής· γιατί, όπως υποστηρίζουμε, μια τέτοια δικαιοσύνη υπάρχει. Με τον ίδιο τρόπο αντικείμενο της έρευνάς μας είναι και η αδικία ως μέρος της κακίας. Ότι κάτι τέτοιο υπάρχει ιδού η απόδειξη: ο άνθρωπος που διαπράττει τις άλλες μορφές κακίας και βέβαια αδικεί, με κανέναν όμως τρόπο δεν διεκδικεί για τον εαυτό του «το πιο μεγάλο μέρος». Τέτοιες είναι, επιπαραδείγματι, οι περιπτώσεις του ανθρώπου που πέταξε από δειλία την ασπίδα του, ή αυτού που λόγω κακού χαρακτήρα μίλησε άσχημα, ή αυτού που από τσιγκουνιά δεν πρόσφερε χρηματική βοήθεια. Όταν, αντίθετα, ενεργεί διεκδικώντας για τον εαυτό του «το πιο μεγάλο μέρος», συχνά δεν ωθείται από καμιά από αυτές τις κακίες, ούτε φυσικά και από όλες μαζί, σίγουρα όμως ωθείται από κάποια κακία (αφού τον ψέγουμε) και από διάθεση αδικίας. Υπάρχει, επομένως, ένα άλλο είδος αδικίας ως μέρος της ολικής αδικίας, και ένα «άδικο» ως μέρος του ολικού «αδίκου», δηλαδή του «αντίθετου προς τον νόμο».
Επίσης: Ας πούμε ότι κάποιος διαπράττει μοιχεία για να εξασφαλίσει κάποιο κέρδος και πράγματι το εξασφαλίζει, ενώ ένας άλλος κάνει το ίδιο αυτό πράγμα από έντονη επιθυμία, έστω και αν η πράξη του συνεπάγεται γι᾽ αυτόν ζημία και τιμωρία. Με τους όρους αυτούς ο δεύτερος θα θεωρούνταν μάλλον ακόλαστος παρά πλεονέκτης, ενώ ο πρώτος θα λογαριαζόταν άδικος, ακόλαστος όμως όχι — προφανώς γιατί την πράξη του την έκανε με στόχο να κερδίσει χρήματα.
Επίσης: Οι υπόλοιπες άδικες πράξεις (όλες τους, δίχως εξαίρεση) ανάγονται, η καθεμιά τους, σε κάποια κακία. Παραδείγματα: αν κάποιος διέπραξε μοιχεία, η πράξη του ανάγεται στην ακολασία, αν εγκατέλειψε τον σύντροφό του στη μάχη, τότε στη δειλία, αν χτύπησε κάποιον, τότε στην οργή· αν όμως ενήργησε όπως ενήργησε με μοναδικό του στόχο να κερδίσει, η πράξη του δεν ανάγεται σε καμιά κακία παρά μόνο στην αδικία.
Είναι λοιπόν φανερό ότι δίπλα στην ολική αδικία υπάρχει και μια άλλη, «μερική», αδικία, που λέγεται με την ίδια λέξη, αφού από την άποψη του ορισμού της [1130b] ανήκει στο ίδιο γένος· και των δύο, πράγματι, η ουσία βρίσκεται στη σχέση «προς τον άλλον», μόνο που η μία έχει να κάνει με την τιμή, με τα χρήματα, με την προσωπική ασφάλεια ή με ό,τι θα δήλωνε —αν υπήρχε— μια λέξη κοινή για όλα αυτά τα αγαθά (γενεσιουργός αιτία της η ευχαρίστηση που προέρχεται από το κέρδος), ενώ η άλλη έχει να κάνει με όλα τα πράγματα που αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος και ενασχόλησης του ενάρετου ανθρώπου.
Είναι λοιπόν φανερό ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη δικαιοσύνης, και ακόμη ότι υπάρχει και κάποια άλλη δικαιοσύνη δίπλα στην ολική αρετή. Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τί είναι αυτή η δικαιοσύνη και ποιά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Ήδη έχουμε ορίσει το άδικο ως παράβαση του νόμου και ως παράβαση της ισότητας, και το δίκαιο ως σεβασμό του νόμου και ως σεβασμό της ισότητας. Η αδικία λοιπόν για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω αντιστοιχεί στην παράβαση του νόμου. Δεδομένου όμως ότι η παράβαση της ισότητας και η παράβαση του νόμου δεν είναι το ίδιο πράγμα, αλλά διαφέρουν, καθώς βρίσκονται μεταξύ τους στη σχέση του μέρους προς το όλο (κάθε παράβαση της ισότητας είναι, πράγματι, παράβαση του νόμου, κάθε όμως παράβαση του νόμου δεν είναι παράβαση της ισότητας), έτσι και το άδικο και η αδικία δεν είναι ίδια με το άδικο και την αδικία του άλλου τύπου, αλλά διαφορετικά από εκείνα: ως μέρος και όλον, γιατί η με αυτό το νόημα αδικία είναι μέρος της ολικής αδικίας — το ίδιο και η με αυτό το νόημα δικαιοσύνη είναι μέρος τής με το άλλο νόημα δικαιοσύνης. Πρέπει, κατά συνέπεια, να μιλήσουμε και για τη μερική δικαιοσύνη και τη μερική αδικία, και επίσης για το αντίστοιχο δίκαιο και άδικο.
Ας αφήσουμε λοιπόν καταμέρος τη δικαιοσύνη που αντιστοιχεί στην ολική αρετή· ας αφήσουμε επίσης καταμέρος και την αντίστοιχη αδικία (η πρώτη αποτελεί πραγμάτωση της ολικής αρετής, η δεύτερη της κακίας, ενσχέσει με τον άλλον). Είναι, επίσης, φανερό πώς πρέπει να ορισθούν οι έννοιες «δίκαιο» και «άδικο» που αντιστοιχούν στην με αυτό το νόημα δικαιοσύνη και στην με αυτό το νόημα αδικία, αφού στην πραγματικότητα οι πιο πολλές από τις σύμφωνες με τους νόμους πράξεις συμπίπτουν με αυτά που προστάζει η ολική αρετή· πραγματικά, ο νόμος μάς προστάζει να ζούμε σύμφωνα με την κάθε επιμέρους αρετή και μας κρατάει μακριά από την κάθε επιμέρους κακία. Αλλά και οι πράξεις που πραγματώνουν την ολική αρετή συμπίπτουν με όσα προνοούν οι νόμοι που έχουν νομοθετηθεί για την παιδεία που μας προετοιμάζει για τη ζωή στην κοινωνία. Όσο για την παιδεία του καθενός ατόμου χωριστά, αυτήν που απλώς κάνει το άτομο καλόν άνθρωπο, ας αφήσουμε να μας απασχολήσει αργότερα το ερώτημα αν αυτή είναι έργο της πολιτικής τέχνης ή κάποιας άλλης τέχνης· γιατί δεν είναι ίσως το ίδιο πράγμα να είναι κανείς καλός άνθρωπος και καλός πολίτης.
Της μερικής δικαιοσύνης και του αντίστοιχου σ᾽ αυτήν μερικού δικαίου ένα είδος είναι αυτό που έχει σχέση με τις διανομές τιμητικών διακρίσεων, χρημάτων ή γενικά αγαθών που μοιράζονται σε όσους ζουν σε ένα συγκεκριμένο πολιτειακό καθεστώς — από όλα αυτά μπορεί, πράγματι, κανείς να λάβει άνισο ή ίσο μερτικό ενσχέσει προς το μερτικό κάποιου άλλου. [1131a] Ένα δεύτερο είδος είναι αυτό που παίζει έναν διορθωτικό ρόλο στις μεταξύ των ατόμων σχέσεις. Το δεύτερο αυτό είδος περιλαμβάνει δύο μέρη, δεδομένου ότι άλλες από τις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις αναπτύσσονται με τη θέληση των ανθρώπων και άλλες χωρίς τη θέλησή τους. Σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων με τη θέλησή τους είναι π.χ. η πώληση, η αγορά, ο δανεισμός, η εγγύηση, η παραχώρηση για χρήση, η παρακαταθήκη, η μίσθωση (μιλούμε στην περίπτωση αυτή για «εκούσιες σχέσεις», επειδή όλες τους έχουν την αρχή τους στη θέληση των ανθρώπων). Από τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων χωρίς τη θέλησή τους άλλες ενεργούνται κρυφά (π.χ. η κλοπή, η μοιχεία, η δηλητηρίαση, η μαστροπεία, η εξαπάτηση και παραπλάνηση δούλων, η δολοφονία, η ψευδομαρτυρία) και άλλες με τη χρήση βίας (π.χ. οι επιθέσεις και τα χτυπήματα, η φυλάκιση, η θανάτωση, η ληστεία, η πρόκληση αναπηρίας, η δυσφήμηση, ο προπηλακισμός).
μεταφρ .Δ. Λυπουρλής

Θέμις και Νύμφαι - Αρχαίο Ελληνικό αγγείο 

Αριστοφάνης (Νεφέλες) - Δίκαιος και άδικος λόγος 

(Όλοι φεύγουν. Η σκηνή αδειάζει. Βγαίνουν ο Δίκαιος κι ο Άδικος Λόγος μαλώνοντας)..

ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ (Δ. Λ.): Άντε πρόβαλε και δείξε την αξία σου στο κοινό
μ’ όλην την ξετσιπωσιά σου.
ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ (Α. Λ.): Όσο μεγαλύτερο το πλήθος τόσο κι ευκολότερα
θα σε κοπανήσω.
Δ. Λ.: Εσύ; Και ποιος είσαι;
Α. Λ.: Λόγος είμαι.
Δ. Λ.: Λόγος Άδικος.
Α. Λ.: Κι ωστόσο σε νικώ το Δίκαιο εσένα.
Δ. Λ.: Με ποια τέχνη, ποια σοφία;
Α. Λ.: Βρίσκω πάντα νέες ιδέες.
Δ. Λ.: Όλα αυτά περνούν και πιάνουν σήμερα σε τέτοιους βλάκες.
Α. Λ.: Ποιος το είπε; Είναι σοφοί.
Δ. Λ.: Θα σε καταστρέψω.
Α. Λ.: Πως;
Δ. Λ.: Μιλώντας δίκαια και σωστά.
Α. Λ.: Ό,τι λες θα το μπαντάρω με έξυπνες αντιλογίες.
Δεν υπάρχει Δικαιοσύνη.
Δ. Λ.: Δεν υπάρχει;
Α. Λ: Δείξε μου την.
Δ. Λ.: Στους θεούς ψηλά!
Α. Λ.: Τι κουβέντα! Αν υπήρχε εκεί, πως μένει ατιμώρητος ο Δίας,
που έχει δέσει τον μπαμπά του!
Δ. Λ.: Με έπιασε αναγούλα! Δεν κρατιέμαι! Τη λεκάνη!
Α. Λ.: Παλαβέ, γεροξεκούτη…
Δ. Λ.: Ξεσκισμένε, σκυλομούρη!
Α. Λ.: Με τριαντάφυλλα με ραίνεις!
Δ. Λ.: Βλάστημε και θεομπαίχτη!
Α. Λ.: Κρινοστέφανα μου βάζεις.
Δ. Λ.: Δέρνεις τον πατέρα σου!
Α. Λ.: Μάθε, πως με πασπαλίζεις με μαλαματόσκονη.
Δ. Λ.: Ως τα τώρα με λυωμένο σε ζεμάτιζα μολύβι.
Α. Λ.: Όλα τώρα είναι τιμή μου.
Δ. Λ.: Θρασύτατος είσαι!
Α. Λ.: Κι εσύ είσαι πολύ παλιός!
Δ. Λ.: Εξ αιτίας σου δεν πατάει κανένας νέος στο σχολείο μου. Μα θα
έρθει καιρός να νιώσουν οι Αθηναίοι τι δασκαλεύεις τους ανόητους.
Α. Λ.: Μυρίζεις πολύ άσχημα!
Δ. Λ.: Τώρα κάνεις τον καμπόσο μα πρωτύτερα πεινούσες
και σακκί ζητιάνου κράταγες και παράσταινες τον κακομοίρη
τον Τήλεφο τον ξεπεσμένο το βασιλιά της Μυσίας.
Κι έτρωγες απ’ το σακκί σου ξερό ψωμί,
κάνοντας ατιμίες σαν αυτές του Πανδέλετου.
Α. Λ.: Τι σοφία!
Δ. Λ.: Μα και τι τρέλλα.
Α. Λ.: Τρέλα ποιανού;
Δ. Λ.: Η δική σου και της δόλιας της πολιτείας
που σε τρέφει και χαλάς τα καημένα τα παιδάκια.
Α. Λ.: (δείχνοντας το Φειδιππίδη) Μαθητής σου δεν θα γίνει
αυτός εδώ, επειδή είσαι παλιός.
Δ. Λ.: Ναι, αν θέλει να σωθεί
κι όχι μονάχα τη γλώσσα του να ακονίσει για να κόβει.
Α. Λ.: (στο Φειδιππίδη) Άστονε κι έλα σε μένα.
Δ. Λ.: Θα σε δείρω, αν τον αγγίξεις.
ΧΟΡΟΣ: (μπαίνοντας στη μέση για να μην αρπαχτούν)
Πάψτε τους καυγάδες πια πάψτε τις βρισιές!
(στο Δίκαιο Λόγο)
Κι άντε δείξε πρώτα εσύ τους παλιούς τι τους μάθαινες.
(στον Άδικο Λόγο)
Και συ δείξε την καινούργια τέχνη σου,
για να μπορέσει να διαλέξει από τους δυο σας όποιον θέλει ο νεαρός.
Δ. Λ.: Αυτό θέλω.
Α. Λ.: Κι εγώ το ίδιο.
ΧΟΡΟΣ: Ποιος θα κάνει την αρχή;
Α. Λ.: Του παραχωρώ τη θέση.
Κι όταν θα έχει τελειώσει με μικρές έξυπνες φρασούλες
και με στοχασμούς καινούριους θα τον κατασαγιτέψω.
Κι αν τολμήσει γρυ να κάνει θα του πρήξω μούτρα, μάτια
με της γνώμης μου τις σφήκες τις φαρμακερές.
ΧΟΡΟΣ: Άντε δείξτε μας οι δυο σας πόσο είστε επιδέξιοι
και στη σκέψη και σε λόγια και σε έξυπνα γνωμικά,
ποιος είναι από σας το καλύτερο παλικάρι.
Της σοφίας το βραβείο ποιος από τους δυο σας θα πάρει!
Είναι μεγάλος ο κίνδυνος και δύσκολη η μάχη.
(Στο Δίκαιο Λόγο)
Εσύ που στεφάνωσες με πλήθος αρετών την παλιά γενιά
μίλα μας δυνατά, όσο θέλεις, να μας μάθεις το ποιος είσαι.
Δ. Λ.: Να πως μορφώνονταν οι παλιότεροι Αθηναίοι,
όταν εγώ ήμουν δάσκαλος επιτυχημένος
το δίκαιο και η αρετή βασίλευε παντού στην πολιτεία αυτή.
Μικρό παιδί δεν άκουγες να μιλάει.
Στο δρόμο όλα τα παιδιά της γειτονιάς πηγαίνανε με τάξη
στο σπίτι του κιθαριστή γυμνά ακόμα και με χιόνια.
Και τους μάθαινε πρώτα, αφού αυτά κάθονταν κάτω,
τα ονομαστά τραγούδια.
«Γεια σου Παλλάδα φοβερή και καστροπολεμίστρα»
ή «λύρα, βγάλε τη φωνή σου τη δυνατή και τη γλυκειά»
κι αυτά με την παλιά εκείνη προγονική αρμονία.
Κι άμα κανένας έπαιζε κάποιο πρόστυχο τραγούδι
ή αν έκανε τσακίσματα σαν του Φρύνη,
επειδή ατίμαζε τις Μούσες, έτρωγε μπόλικο ξύλο.
Κάθονταν σεμνά στου γυμναστή
για να μη βλέπουν τίποτα το πονηρό απ’ έξω.
Και μόλις σηκωνόνταν απ’ την άμμο, την έφτιαχναν,
να μην φαίνονται εκεί σημάδια από την ήβη.
Κανείς δεν αλειφότανε λάδι κάτω από τον αφαλό του
κι έτσι στα σακουλάκια τους επάνω ανθοβολούσε
δροσιά και χνούδι, όπως πάνω στα φρέσκα κυδώνια.
Με λιγωμένη τη φωνή και κλείνοντας το μάτι
κανένας δεν εζύγωνε τον αγαπητικό του
σαν να ρουφιάνευε μονάχος τον εαυτό του.
Ποτέ κανείς δεν άρπαζε ραπανάκια στο δείπνο
ούτε άνηθο και σέλινο, μπροστά στους μεγάλους.
Λίγο έτρωγε, δεν χαχάνιζε σαν τσίχλα και δε σταύρωνε
τα πόδια το ένα πάνω στο άλλο.
Α. Λ.: Παλιές συνήθειες απ’ τον καιρό που χτίστηκε ο κόσμος
κι οι Αθηναίοι φορούσανε τζιτζίκια στα μαλλιά τους!
Δ. Λ.: Κι όμως με αυτά ανάθρεψα τους Μαραθωνομάχους.
Μα τώρα εσύ τα νέα παιδιά πολύ βαριά τα ντύνεις,
που σαν τα κοιτώ στα Παναθήναια, πνίγομαι,
καθώς βαστάνε την ασπίδα εμπρός τους
χορεύοντας οκνά αντί να οράνε στον ενόπλιο χορό της Τριτογένειας.
(Στο Φειδιππίδη)
Και τώρα, παλικάρι, δάσκαλο εμένα, το Δίκαιο Λόγο πάρε –
Δεν θα συχνάζεις στα λουτρά, στην αγορά καθόλου,
θα έχεις σεβασμό, να ντρέπεσαι, αλλά όταν σε πειράξουν
φωτιά θα παίρνεις. Κι όταν πλησιάζουν γέροι, θα σηκώνεσαι
απ’ το σκαμνί που κάθεσαι μ’ ευγένεια
και θα τιμάς τους γονιούς σου, και δεν θα κάνεις τίποτα
που να λερώνει την εικόνα της Αιδώς εντός σου.
Δεν θα πηγαίνεις να χαζεύεις με ανοιχτό το στόμα
εκεί που κουνιούνται οι χορεύτριες
για να μη σου ρίξει καμία μικρούλα κανένα κυδώνι αγάπης
και άσχημα μπλέξεις και χάσεις την υπόληψή σου.
Και δεν θα αντιμιλάς ποτέ στο γέρο σου πατέρα,
δεν θα τον λες Ιαπετό, δεν θα τον συγχύζεις
αυτόν που σε ανάστησε από μικρό παιδάκι.
Α. Λ.: (στο Φειδιππίδη)
Αν πας, παλληκαράκι μου, μ’ αυτόν, μα τον Βάκχο,
θα μοιάσεις με τα ανόητα τ’ αγόρια του Ιπποκράτη
και θα σε φωνάζουν παντού κόπανο και χαζό.
Δ. Λ.: Αλειμμένος λάδι το κορμί, με ροδοκόκκινη όψη
θα συχνάζεις στα γυμναστήρια και όχι στο παζάρι
όπως κάνουν οι τωρινοί νεαροί, που όλοι σαχλαμαρίζουνε.
Ποτέ για ψύλλου πήδημα
δεν θ’ αρχινάς συζήτηση μικρή και ασήμαντη.
Θα τρέχεις στης Ακαδημίας τα ελαιόδεντρα από κάτω
με άλλα φρόνιμα παιδιά στεφανομένος άσπρα καλαμόφυλλα
και θα ευωδιάζεις λεύκα και πράσινο βάτο και ξεγνοιασιά.
Θα χαίρεσαι τα καλοκαίρια, όταν σιγά θροούνε στον άνεμο αντικρυστά
οι κλώνοι του πλάτανου και της φτελιας.
(Σε τόνο ζωηρότερο)
Όσα εγώ σου λέω αν τα κάνεις και καλά τα βάλεις στο μυαλό σου
θα έχεις ατσαλένιο στήθος και τριανταφυλλένιο πρόσωπο.
Θα έχεις πλάτες δυνατές γλώσσα τόσο δα μικρή.
Κι άμα κάνεις ό,τι τώρα κάνουν όλοι οι νέοι στη χώρα
θα χεις πρόσωπο ωχρό και στήθος μικρό και στενό
γλώσσα μια πιθαμή. Το μυαλό σου θα νομίζει
την τιμή πράγμα κακό και καλό τη ρουφιανιά.
Και στο τέλος θα σου κολλήσει
ο άσχημος χαρακτήρας του Αντιμάχου η αισχρότητα.
ΧΟΡΟΣ: Μες στα λόγια σου, ω δάσκαλε της υψηλής σοφίας
τι γλυκά της φρονιμάδας το άνθος μοσχοβόλησε!
Τι ευτυχισμένα, αλήθεια, ζούσαν οι παλιοί προγόνοι!
(στον Άδικο Λόγο)
Τώρα εσύ μεγάλε τεχνίτη της γλώσσας
πες μας κάτι καινούργιο. Μια χαρά ο αντίπαλός σου
τα κατάφερε και πρέπει με μεγάλα πια εφευρήματα
του μυαλού να τον τουμπάρεις δίχως να γίνεις ρεζίλι.
Α. Λ.: Πλακώθηκαν τα στήθια μου, δεν κρατιόμουν
απ’ το να συνταράξω τα λόγια του με αντίλογα.
Μ’ έχουνε πει κατώτερο λόγο οι φιλόσοφοι,
γιατί εγώ πρώτος τόλμησα να βγω παλικαρίσια
να αρνηθώ τη δικαιοσύνη, να αντιλέξω τους νόμους.
Και τούτη η αξία μου κάνει χιλιάδες τάλαντα
να υποστηρίζω δηλαδή το άδικο και να νικάω στο τέλος.
(Στο Φειδιππίδη)
Για κοίτα εγώ πως θα ξετινάξω την παλιά ανατροφή
που τόσο την παίνεσε ο αντίπαλος.
Σκέψου, πως θα σου απαγορεύσει τα ζεστά λουτρά.
(Στο Δίκαιο Λόγο)
Δεν μας λες να μάθουμε κι εμείς, γιατί τ’ απαγορεύεις;
Δ. Λ.: Είναι βλαβερό συνήθειο, κάνει δειλό τον άντρα.
Α. Λ.: Στάσου, σε άρπαξα απ’ τη μέση και δε θα μου ξεφύγεις.
Για πες μου, απ’ όλα τα παιδιά του Δία, ποιος έχει
πιο γενναία ψυχή και άντεξε στους πιο μεγάλους κόπους;
Δ. Λ.: Ποιος άλλος από τον Ηρακλή; Κανείς δεν τον περνάει.
Α. Λ.: Είδες ποτέ τα λουτρά του Ηρακλή να ‘ναι κρύα;
Κι όμως η αντρεία του ήταν η πρώτη σ’ όλο τον κόσμο.
Δ. Λ.: Εγώ μιλάω για εκείνα, που πάνε τα παιδιά
και όλη τη μέρα σαχλολογούν και έτσι γεμίζουν
της πόλης τα λουτρά, και αδειάζουν οι παλαίστρες.
Α. Λ.: Εσύ κατηγορείς, μα εγώ παινεύω την αγορά. Αν ήταν
κακό πράγμα, δεν θα μιλούσε για «αγορητάδες» ο Όμηρος
όπως δηλαδή για το Νέστορα και τόσους άλλους ήρωες.
Λες ακόμα ότι δεν πρέπει να γυμνάζουνε τη γλώσσα οι νέοι.
Κι εγώ σου λέω, πως πρέπει και μάλιστα πολύ.
Κι ακόμα τους συστήνεις να είναι πάντοτε φρόνιμοι –
άλλο κακό κι αυτό. Είδες κανένα φρόνιμο ποτέ σου να προκόψει;
Λέγε μου λοιπόν, αν μπορείς, βγάλε με ψεύτη.
Δ. Λ.: Να λοιπόν! Για τη φρονιμάδα του, του χάρισαν του Πηλέα
μαχαίρι οι θεοί να πολεμάει με τα θηρία του δάσους.
Α. Λ.: Μαχαίρι; Αστείο κέρδος είχε για πληρωμή
της αρετής του ο κακομοίρης!
Ενώ για δες ο Υπέρβολος εξαιτίας της πονηριάς του
έβγαλε απ’ τα λυχνάρια πολλά τάλαντα
ανακατεύοντας με τέχνη χαλκό και μολύβι.
Αυτό είναι κέρδος, όχι εκείνο το γελοίο μαχαίρι!
Δ. Λ.: Μα επειδή ήταν φρόνιμος, παντρεύτηκε τη Θέτιδα.
Α. Λ.: Και εκείνη τον παράτησε, γιατί δεν ήταν υβριστής
ούτε καλός στο κρεβάτι τα βράδια.
Γιατί η γυναίκα τα θέλει αυτά. Μ’ ακούς παλιάλογο;
(Στο Φειδιππίδη)
Και τώρα, παλικάρι,
για σκέψου πόσα έχει μέσα της κακά η φρονιμάδα
και πόσες ηδονές πρόκειται να στερηθείς γι’ αυτήν.
Χωρίς αυτά είναι μαύρη η ζωή, ποιος θέλει να τη ζήσει!
Ας πάμε τώρα σε άλλο ζήτημα: στις ανάγκες τις φύσης μας.
Αμάρτησες, ερωτεύτηκες, μοίχευσες, πιάστηκες.
Χάθηκες αν δεν μπορεί να κόβει η γλώσσα σου.
Ενώ μαζί μου, μπορείς να χορταίνεις την κάθε σου επιθυμία
χόρευε, γέλα, γράψε την ντροπή στα παλιά τα παπούτσια σου.
Κι αν σε πιάσουνε με άλλου γυναίκα
θα λες: «Δεν φταίω εγώ, πιάστε το Δία και βγάλτε του τα μάτια.
Γιατί κι εκείνος ξεμυαλίζεται απ’ τις όμορφες γυναίκες.
Εγώ ο θνητός θα γίνω ανώτερος απ’ τους θεούς;»
Δ. Λ.: Κι άμα τον πιάσουν και τον ραφανιδώσουν,
κι αν τον καψαλίσουν με χόβολη; Θ’ αρνιέται το αμάρτημά του, τι λες;
Α. Λ.: Και τι θα πάθει τάχα κι αν το αρνηθεί κι αν όχι;
Δ. Λ.: Υπάρχει μεγαλύτερο κακό και ρεζιλίκι;
Α. Λ.: Και τι θα πεις αν σου αποδείξω πως δεν έχεις δίκιο;
Δ. Λ.: Θα καταπιώ τη γλώσσα μου.
Α. Λ.: Θα σε ρωτάω και απάντα μου: Ποιοι γίνονται συνήγοροι;
Δ. Λ.: Οι ξεσκισμένοι.
Α. Λ.: Πολύ σωστά. Και τραγωδίες ποιοι γράφουνε;
Δ. Λ.: Οι ξεσκισμένοι.
Α. Λ.: Πολύ καλά. Και ποιοι δημηγορούν;
Δ. Λ.: Οι ξεσκισμένοι.
Α. Λ.: Τώρα, το κατάλαβες, ότι δεν ξέρεις τι μας λες;
Για κοίτα γύρω σου το κοινό και πες μας ποιοι περισσεύουν.
Δ. Λ.: Να! Κοιτάζω!
Α. Λ.: Και τι βλέπεις;
Δ. Λ.: Πως είναι περισσότεροι οι ξεσκισμένοι.
(Δείχνει με το δάχτυλο μερικούς από τους θεατές)
Να τος εκείνος, να κι αυτός
κι ο τριχωτός, από εκεί! (προς το κοινό)
Ω, εσείς, την πατήσαμε! Και τώρα, να με δεχθείτε
πετάω τα ιμάτιά μου και τρέχω να μπω ανάμεσά σας.

"Themis," by Daiva Luksaite


Ε. Παπανούτσος - Το δίκαιο της πυγμής

Το δίκαιο της πυγμής είναι μια πανάρχαιη θεωρία, που πρεσβεύει ότι η βία είναι "νόμος της φύσης". Σύμφωνα με το νόμο αυτό είναι φυσικό ο ικανότερος να επιβάλλει με τη βία το δικό του δίκαιο στον ασθενέστερο. Όπως είναι γνωστό, αυτό κατά το Θουκυδίδη υποστήριξαν και οι Αθηναίοι στον περίφημο διάλογο τους με τους Μηλίους:

"Κι' εμείς οι Αθηναίοι γνωρίζουμε όπως και σεις ότι κατά τον ανθρώπινο νόμο τα δίκαια κρίνονται μόνο από ίσους, ενώ τα δυνατά τα πράττουν οι ισχυροί και τα παραδέχονται οι ασθενείς [...] Και οι θεοί, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι, και αναμφισβήτητα και οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από φυσική ορμή να εξουσιάζουν εκείνους από τους οποίους υπερτερούν." (Ε 89, 105).


[...] Η δύναμη αλλά και η αδυναμία της θεωρίας του "δικαίου της πυγμής" είναι το επιχείρημά της ότι η βία που επιβάλλει τον ισχυρό και εξοντώνει τον αδύνατο δεν είναι μόνο γεγονός αλλά και αξία· και βέβαιη αξία, επειδή το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Εάν οι οπαδοί της μας έλεγαν απλώς:
Τα πράγματα είναι αυτά που είναι: θηρίο και ο άνθρωπος ζει, όπως και τα άλλα θηρία, με τα δόντια του. Μην προσπαθήσετε να τον αλλάξετε, ματαιοπονείτε· με τη φύση δεν τα βάζει κανείς, εκείνη θα ειπεί πάντοτε την τελευταία λέξη, μπορεί να μη μας έπειθαν, αλλά ίσως θα μας έβρισκαν πρόθυμους να σκύψομε μελαγχολικά το κεφάλι και να σωπάσομε. Μας λένε όμως κάτι περισσότερο· ότι:
Αυτό που γίνεται, να επιβάλλει δηλαδή ο άνθρωπος με τη γροθιά τη θέληση και το συμφέρον του, αξίζει και πρέπει να γίνεται, γιατί έτσι μόνο θα προοδέψει και αυτός και ο κόσμος, και τούτο ακριβώς γεννάει μέσα μας πολλές και σοβαρές αμφιβολίες. Όχι ανησυχίες ηθικές, αλλά αμφιβολίες θεωρητικές. Τις πρώτες θα μπορούσαν να τις παραβλέψουν, τις δεύτερες όμως είναι υποχρεωμένοι να τις εξετάσουν. Αναφέρω εδώ τις σπουδαιότερες.

Από αυτό που "γίνεται", και μάλιστα από αυτό που "γίνεται ως τώρα", δεν είναι λογικά επιτρεπτό να συμπεράνεις με βεβαιότητα ότι τούτο "θα γίνεται και στο μέλλον", και πολύ λιγότερο ότι τούτο "αξίζει και πρέπει να γίνεται". Αν ο άνθρωπος φέρθηκε ως τώρα με αγριότητα και απερισκεψία όπως όλα τα θηρία, και όταν καταλαβαίνει ότι έχει την υπεροχή, λύνει τις διαφορές του με τη βία, το γεγονός αυτό δεν σου δίνει το λογικό δικαίωμα να περιμένεις ότι θα επαναλαμβάνεται επ' άπειρον και πολύ λιγότερο ότι τούτο "θα γίνεται και στο μέλλον", και πολύ λιγότερο να υποστηρίζεις ότι πρέπει να επαναλαμβάνεται. Γιατί τίποτα δεν εμποδίζει να αλλάξει αύριο και στο σημείο τούτο η ροή της ιστορίας (φαινόμενο όχι τόσο σπάνιο όσο νομίζεται) είτε από τη συνδρομή διάφορων απρόβλεπτων περιστάσεων, είτε με την πρωτοβουλία του ίδιου του ανθρώπου, που αφού έχει τις καταβολές του λογικού, μπορεί κάποτε να λογικευτεί και ν' αποφασίσει να αξιοποιεί με άλλους συμφερότερους και ευπρεπέστερους τρόπους την περίσσεια των σωματικών και των πνευματικών του δυνάμεων, όχι με τον εξευτελισμό και τη σφαγή των ομοίων του. Και εάν όμως αποκλείσω και τα δύο αυτά ενδεχόμενα, πάλι θα δυσκολευτώ να πεισθώ ότι το φυσικό καθεστώς μπορεί να αποτελέσει δεοντολογικό κανόνα. Το κήρυγμα "κατά φύσιν ζην" ή "επιστροφή στη Φύση" δεν είναι αποτελεσματικό, ούτε πάντοτε φρόνιμο. Όχι μόνο γιατί ο άνθρωπος με την κοινωνική οργάνωση και την πνευματική του εξέλιξη απομακρύνθηκε οριστικά και ανέκλητα από τη "φυσική κατάσταση" και δεν εξαρτάται από την θέληση του να ξαναγυρίσει σ' αυτήν αλλά και για έναν άλλο σπουδαιότερο λόγο. Το "φυσικό" δεν είναι κατ' ανάγκη και "αξιόπρακτο". Οι πολιτισμένοι άνθρωποι έμαθαν (με τον ιδρώτα και το αίμα τους) να μην ταυτίζουν τις δύο έννοιες ούτε κατά το πλάτος ούτε κατά το βάθος τους. Τα "αξιόπρακτα", όπως λέμε στη γλώσσα της φιλοσοφίας, υπερβαίνουν τα "φυσικά". Βρίσκονται σε άλλο επίπεδο, προσδιορίζονται με άλλου είδους γνωρίσματα, μετριούνται με άλλα μέτρα. Επομένως δεν συναντώνται πάντοτε με τα "φυσικά", ούτε συμπίπτουν μ' αυτά.

Γι' αυτό η συνείδηση μας σκανδαλίζεται, όταν ο αντίδικος αναιρεί ή σαρκάζει την προσήλωσή μας σε μιαν αξία, π.χ. στον ηθικό κανόνα "εἰ ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν, ἑλοίμην ἄν ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν" με το επιχείρημα ότι τούτο δεν είναι "φυσικό". Την αμφισβήτηση την αισθανόμαστε σαν προσβολή στην "ανθρωπιά" μας. Βέβαια δεν είναι "φυσικό", την ώρα που αναγκάζομαι ή ν' αδικήσω ή να αδικηθώ, εγώ να προτιμήσω να αδικηθώ παρά να αδικήσω· είμαι όμως περήφανος σαν άνθρωπος, τιμώ την "ανθρωπιά" στο πρόσωπο μου, όταν υπερβαίνω την φυσική ίσως τάση να βλάψω τον όμοιό μου για ν' αποφύγω την βιαιότητα του και δέχομαι τα πλήγματα χωρίς να τα ανταποδίνω. Εάν υποχωρήσω στις παρορμήσεις του ενστίκου και επιτεθώ, το "ζώο" μέσα μου θα νικήσει, εγώ όμως σαν άνθρωπος με φρόνημα ηθικό θα νικηθώ. Και αυτή τη νίκη του "φυσικού", που με ταπεινώνει, δεν τη θέλω [...]

Ε. Π. Παπανούτσος, "Το δίκαιο της πυγμής",
εκδόσεις Δωδώνη, (1975) , Αθήνα 1989


Bacciarelli Themis35 "Temida," by Jerzy Cichecki


Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ-H Δικαιοσύνη του Σύμπαντος

Ο Σιμπλίκιος, ένας νεοπλατωνιστής φιλόσοφος του 6ου αιώνα μ. Χ., παραθέτει το μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα του Αναξίμανδρου στο έργο του Εις Φυσικά. «Ο Αναξίμανδρος είπε ότι αρχή των όντων είναι το άπειρο …; από το οποίο έγιναν όλοι οι ουρανοί και οι κόσμοι που υπάρχουν… Και απ’ όπου προέρχεται η γένεση των όντων εκεί ακριβώς συντελείται και η διάλυση τους σύμφωνα με την ανάγκη, γιατί τιμωρούνται και επανορθώνουν αμοιβαία για την αδικία, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου»

ΑΔΙΚΙΑ και ΤΙΣΗ…. Είκοσι τρεις λέξεις απόμειναν από τα γραπτά του Αναξίμανδρου. Λιγότερες και από τις ώρες της μέρας. Δεν ξέρουμε αν ο χρόνος στάθηκε με δικαιοσύνη πάνω στο έργο αυτού του εξαιρετικού ανθρώπου. Εάν θα έπρεπε ή όχι περισσότερα λόγια του να περάσουν τον ποταμό της λήθης και να σωθούν.

Εκείνο που ξέρουμε είναι πως ο Αναξίμανδρος μίλησε για την δικαιοσύνη του χρόνου μ’ ένα τρόπο που κανείς πριν απ’ αυτόν δεν υποψιάστηκε, και κανείς ύστερα από εκείνον δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Είναι κατά τούτο ο πρώτος νομοθέτης όχι μόνο σε πανανθρώπινη, αλλά και σε παγκόσμια όαση.

Η ιδέα του για τη δικαιοσύνη και την αδικία, πέρα από τα στενά όρια του ανθρώπου, περιχωρεί και τα απεριόριστα πεδία των πραγμάτων και των δράσεων. Και το εύρος της δικής μας ερμηνείας δεν πρόκειται να συμπέσει με το εύρος της δικής του σύλληψης, εάν,. υπερβαίνοντας την κοσμική, δεν καλύψει και την οντική περιοχή. Ο Αναξίμανδρος ατένισε την ιδέα της δικαιοσύνης του σύμπαντος.

Μέσα απο τις ελάχιστες λέξεις των πέντε αποσπασμάτων του μπορούμε να αναστυλώσουμε την εικόνα μιας αποίητης και απαραποίητης Θέμιδας, που πληρώνει τον χώρο και αποληθαργεί το χρόνο.

Για να κατανοήσουμε σωστά τη διδασκαλία του για την αδικία και την πληρωμή, και να μπορέσουμε ακολούθως να εκτιμήσουμε από την άποψη της αγωγής την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπολογικό τύπο που υποδεικνύει η θεωρεία αυτή και στον τύπο που απεργάζεται η σύγχρονη αγωγή, πρέπει να εντάξουμε το όλο σύστημα της στοχαστικής του διόδευσης μέσα στο γενικό πλαίσιο του πνεύματος των Προσωκρατικών.

Το κοίτασμα δηλαδή της αφορμητικής στιγμής του εντοπίζεται στην ιδέα του μηδενός και του είναι , όπως την συνέλαβε ο Παρμενίδης.

Είδαμε πως ο Ηράκλειτος, κάνοντας το πρώτο άλμα, προώθησε την σύλληψη αυτή στην ιδέα της σταθερότητας και της μεταβολής, και πως ο Εμποδοκλής, κάνοντας το δεύτερο άλμα, έφτασε στην ιδέα της φιλίας και της στάσης.

Ο Αναξίμανδρος μ’ ένα τρίτο άλμα ολοκληρώνει τον κύκλο δένοντας τον κρίκο του τέλους με τον κρίκο της αρχής. Η τροχιά της κίνησης που άρχισε από το ακρότατο σημείο του όντος και, διατρέχοντας την κοσμολογική και τη φυσική περιοχή, κατέληξε στην πρόδηλη μερικότητα του ανθρώπου, με το γιγάντιο τάνυσμα του Αναξίμανδρου υψώθηκε πάλι στο ον.

Το καινούργιο στοιχείο που αφήνει ο Αναξίμανδρος να ανιχνευθεί στο ρεύμα του παγκόσμιου κύκλου είναι η έννοια της δικαιοσύνης μ’ έναν τρόπο ανθρώπινα κατανοήσιμο.

Το κοσμικό γεγονός και το κοσμικό δράμα, μας λέει, είναι το πλουμιστό υφάδι του σύμπαντος που υφαίνεται στον αργαλειό της αδικίας και ξυφαίνεται αδιάκοπα από τον αργαλειό της ανταπόδοσης.

Οι νόμοι της φύσης και η λειτουργική των φαινομαίνων είναι τα ακατασκεύαστα ρείθρα που συγκρατούν και προπέμπουν το αφρισμένο αλαλητό των όντων, καθώς και ο λόγος του σφρίγους και της ευδοκίας τους τα προάγει σ’ ένα τέλος αυθαιρεσίας και μέθης

Η ποικιλία των πραγμάτων με όλο το καταπληκτικό πλέγμα της ζωντανής αλληλουχίας τους είναι οι ορδές των κληρωτών και των επιταγμένων που στρατολογήθηκαν για μια παγκόσμια εκστρατεία θριάμβου προορισμένη, μετά την τροπαιοφόρα καμπή της, να υποτάσσεται στη δικαιοσύνη της ήττας της.

Για να προσεγγίσουμε την έννοια αυτής της ευνομίας πρέπει να θεωρήσουμε τα πραγματα με ανεστραμμένη την προοπτική της ηθικής μας συνήθειας.

Τη δικαιοσύνη, δηλαδή, πρέπει να την αντικρύσουμε σαν εγκόσμια τάξη, και να την αναζητήσουμε στα μέρη που ξεσυνηθίσαμε να φανταζόμαστε πως υπάρχει.

Θα δεχτούμε τότε ότι αδικεί ο χειμώνας όταν μαργώνει τα δένδρα, ξεκάνει τα ζωύφια, απωθεί τα αγρίμια στις κώχες και ετοιμάζει στους σπόρους τον ενταφιασμό και την σήψη.

Ότι, από την άλλη μεριά, αδικεί το θέρος, όταν παραδίνει τις πέτρες στον πυρετό, σωρεύει πατωσιές στο κουρνιαχτό, στερεύει τα ρέματα, μάχεται τα σύννεφα, σπέρνει στον αέρα πνιγμό, και αναγκάζει το μεστωμένο σώμα της νύχτας να αποσαρκώνεται και να λιγνεύει.

Με παρόμοιο τρόπο ότι η στιγμή της ακμής του λουλουδιού συνιστά μια πράξη ύβρης, ότι το μήλο που κοκκινίζει στην άκρη του κλώνου έχει εισέλθει στο στάδιο μιας κολάσιμης υπερβολής, ότι το περιβόλι που πρασινίζει αδικεί την ξερολιθιά. Και ακόμη ότι η στέγνια και η γύμνια της Σαχάρας είναι έγκριτη, μόνο επειδή υπάρχουν οι απέραντες πεδιάδες της Κρακοβίας.

συνοψίζοντας σε μια τέτοια γραμμή το νόημα των παρατηρήσεων που μπορεί να γίνουν με βάση το σχέδιο της φύσης και την οικονομία της ζωής καταλήγουμε στο πνεύμα ενός αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο τα πράγματα συμμορφώνουν το δραστικό τους λόγο στην πειθώ μιάς ενιαίας πορείας με αντίδρομη φορά.

Ο ένας δρόμος συμπροπέμπει τα όντα στην ορμή της πλήρωσης και της ανόδου. Πλειοδοτεί την κατάφαση ενθαρρύνει τον πλούτο, ευνοεί την γονιμάδα, κατανεύει σταθερά το ναι και το αμήν.

Είναι ο δρόμος της γέννησης, της ακμής, του θάλους, του πόρου, της κυριαρχίας, της χαράς, της διάχυτης υπεροχής.

Στην πορεία αυτή υπάρχει ένα ακρότατο σημείο, που η ορμή των όντων θα το υπερβεί φυσιολογικά και αβίαστα. Χωρίς δηλαδή υστεροβουλία και πρόθεση., χωρίς κακότητα περιφρονημό και θράσος. Επειδή η στιγμή αυτή της έξαρσης, της αναπότρεπτης υπερβολής και της φυσικής τελείωσης είναι νόμιμη και κοσμικά διατεταγμένη.

Αλλά τη στιγμή αυτή- κι εδώ βρίσκεται το παράξενο του κόσμου- που η φορά του ρυθμού τους ανεβάζει τα όντα στην ακμή, τη στιγμή της άκρας επίτασης που τα ίδια τα όντα θα θέλανε να της φωνάξουν εκείνο το

ΣΤΑΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ! ΕΙΣΑΙ ΤΌΣΟ ΩΡΑΙΑ, του ανικητονικημένου Φάουστ, έχει κιόλας σημάνει η επίσημη είσοδο στη γη της αδικίας.Η ζαριά της ανταπόδωσης έχει ριχτεί, η απόφαση της τιμωρίας ειναι πιά υπογραμμένη.

Δεν είναι ανεξήγητο, νομίζω, γιατί αυτή τη στιγμή του ανθρώπου οι έλληνες πίστευαν ότι υπάρχει κίνδυνος να την φθονήσουν οι θεοί.

Έτσι τα όντα εισέρχονται στον άλλο δρόμο του Αναξίμανδρου, όπου το γενικό πρόσταγμα ανατίθεται στις δυνάμεις της άρνησης.

Η φθορά και η πτώση, ο μαρασμός και η συρρίκνωση, η καταφορά, η ατονία η φυγή και η κατάλυση, η ελάττωση και ο σωριασμός, η παράλευση η εγκατάλειψη και η τύψη, ο αφανισμός και η μεγάλη Λήθη ανεβαίνουν σταθερά στο φως, αναλαβαίνουν εορταστικά την αρχή, και υπηρετούν με πίστη τη θητεία τους.

Τότε σβήνεται η πυρκαγιά της ύβρης, πληρώνεται το χρέος στο μηδέν, κορέννυται το μένος της ανταπόδοσης, και ισοζυγιασμένοι οι βραχίονες της ισορροπίας δείχνουν πάλι τις ανεκτές τιμές της κοσμικής αποκατάστασης.

Οπότε αρχίζει εκ νέου η δρομολόγηση των όντων, του καθενός ξεχωριστά, των ζευγών των ομάδων και των συστημάτων ευρύτερα, και όλων μαζί, στον πρώτο δρόμο της ανόδου.

Ολόκληρη η διαλεκτική της αδικίας και της τίσης σημαίνει απλά:

Θα φυλλομαδήσουν τα μπουμπούκια που άνοιξαν, θα σαπίσει ο καρπός που ευώδιασε θα βουλιάξει στις ροές της νύχτας ο ήλιος του μεσημεριού, ο ωραίος Αγχίσης που άναψε τον πόθο στη θεά θα γεράσει και θα ρημαχτεί, οι βοριάδες θα πληρώσουν την νηνεμία, θα θα………….. , εκείνος που τον τραγούδησαν δεν αμφιβάλλει πως θα τον κλάψουν. Και δεν θα πεθάνει, μόνον όποιος δεν γεννήθηκε.

Βέβαια δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς ότι η σύλληψη του Αναξίμανδρου για την αδικία και την πληρωμή, με τον τρόπο που εκτίθεται από τον ίδιο, έχει κοσμικό κυρίως και λιγότερο ηθικό νόημα.

Κατά τούτο μοιάζει περισσότερο με τις ανάλογες οράσεις των άλλων προσωκρατικών, όπως η άνω και κάτω οδός του Ηράκλειτου, η φιλία και το νείκος του Εμπεδοκλή ή εάν αποβλέψουμε στο ευρύτατο πλάτος της έννοιας, το μηδέν και το είναι του Παρμενίδη.

Και μοιάζει ακόμη περισσότερο, όταν αναλογιστούμε ότι ο δικαστής που προεδρεύει σε μια τέτοια δίκη, είναι ο ΧΡΟΝΟΣ

Και η νομοθεσία σύμφωνα με την οποία δικάζει ο χρόνος είναι η τάξη των πραγμάτων. …………….

Ο χώρος του δικαστηρίου είναι το άπειρο. Μία έννοια με την οποία ο Αναξίμανδρος αποσχολεί την σύγχρονη μακροφυσική όχι λιγότερο απ’ όσο αποσχολεί τη σύγχρονη μικροφυσική ο Δημόκριτος με την έννοια του ατόμου.

Είναι φανερό ότι η παράσταση της δικαιοσύνης του Αναξίμανδρου μπορεί να εφαρμαστεί στην περιοχή της ανθρώπινης πράξης, όταν ο άνθρωπος κατανοήσει ότι αποτελεί μικρογραφία του σύμπαντος.

Όσο περισσότερο μπορούμε να υπερβαίνουμε το περίγραμμα της ατομικής μας κατασκευής και να απλώνουμε την προσωπική μας ύπαρξη στην έκταση του κόσμου, τόσο περισσότερο πλησιάζουμε το λόγο της αναξιμάνδρειας δικαιοσύνης.

Τόσο, που στο τέρμα αυτής της ροπής θα βρίσκαμε την ταύτιση του ενός υποκειμένου με τα πολλά αντικείμενα. Αδειάζοντας η ατομική μας λήθη, θα μας γέμιζε η φυσική αλήθεια. Ο άνθρωπος θα γινόταν ένα με τα δένδρα, με τα φύκια, με τα χρώματα …..

ΠΗΓΗ:από το ”HOMO EDUCANDUS”‘ ή ”Φιλοσοφία της αγωγής” του Δ. Λιαντίνη



"Temida" by Jerzy Cichecki

ΜΟΥΣΙΚΗ



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος Στης ανάγκης τα θρανία και στης φτώχειας το σχολειό μάθαμε την κοινωνία και τον πόνο τον παλιό Παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας γιατί τ' άδικο το ζούμε μέσα από την κούνια μας Το σεργιάνι μας στον κόσμο ήταν δέκα μέτρα γης όσο πιάνει ένα σπίτι και ο τοίχος μιας αυλής Παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας γιατί τ' άδικο το ζούμε μέσα από την κούνια μας

 Robert Hickox - Justice




Άδικη Καρδιά - Μανώλης Λιδάκης Μουσική: Γιάννης Σπάθας Στίχοι: Μανώλης Λιδάκης Άδικη καρδιά πόσα χρόνια χάλασα ζωή σαν άγρια θάλασσα τα σημάδια σου ξεπλένω. Άδικη καρδιά πόσες νύχτες έκλαψα πόσες πίκρες έθαψα όμως πια δε σε γυρεύω. Κάποτε θα με θυμηθείς όταν κι εσύ θα πληγωθείς και θα θες απελπισμένα δρόμο για να λυτρωθείς καρδιά μου. Κάποτε θα με θυμηθείς όταν κι εσύ θα πληγωθείς και θα θες απελπισμένα δρόμο για να λυτρωθείς μη φοβηθείς. Άδικη καρδιά πες μου τι σου έφταιξα έπαιξα και έχασα τα κομμάτια μου μαζεύω. Κάποτε θα με θυμηθείς όταν κι εσύ θα πληγωθείς και θα θες απελπισμένα δρόμο για να λυτρωθείς καρδιά μου Κάποτε θα με θυμηθείς όταν κι εσύ θα πληγωθείς και θα θες απελπισμένα δρόμο για να λυτρωθείς μη φοβηθείς.

Kai Fine Art




Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Έχει η αγάπη τον καημό, η ξενιτειά το δρόμο, ο στρατιώτης τ΄ όπλο του ω ω ω ω κι ο δικαστής κι ο δικαστής το νόμο. Μα εγώ είμαι ξένος που περνά γι΄ αυτούς που με ξεχάσανε κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ω πίνουν το αίμα μου ξανά, κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ω πίνουν το αίμα μου ξανά. Όπου έχει μαύρη την ψυχή έχει και το μαχαίρι κι όπου το φίδι καρτερεί ω ω ω ω εκεί είναι πε εκεί είναι περιστέρι. Μα εγώ είμαι ξένος που περνά γι΄ αυτούς που με ξεχάσανε κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ω πίνουν το αίμα μου ξανά, κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ω πίνουν το αίμα μου ξανά.

Just Us Is Blind by Charly Palmer



"Το δίκιο μου",
στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου,
μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Εγώ έχω το δίκιο μου κι εσύ τον κόσμο όλο νομίζεις θα βρεθούμε στα μισά μιλάω με τον ίσκιο μου τρομάζω με το ρόλο κοιμάμαι με τα μάτια μου ανοιχτά Εμένα με φωνάζουνε με το μικρό μου μόνο η σκούφια μου κρατά απ' το πουθενά κι εσένα που σε ήξερε κι η πέτρα που σηκώνω τρομάζεις όταν έρχομαι κοντά Εγώ μετράω τα ρέστα μου να βγάλω κι άλλο μήνα ανοίγω και δε βλέπω ουρανό εσύ έχεις στο πιάτο σου ολόκληρη Αθήνα ανοίγεις και χαζεύεις το κενό Εγώ έχω το δίκιο μου κι εσύ τον κόσμο όλο νομίζεις θα βρεθούμε στα μισά μιλάω με τον ίσκιο μου τρομάζω με το ρόλο κοιμάμαι με τα μάτια μου ανοιχτά Εμένα με φιλήσανε στο στόμα οι ανάγκες την έκανα τη βόλτα στα βαθιά κι εσένα το ταξίδι σου δυο καρφωμένες ράγες νομίζεις ότι πήγες μακριά Εγώ μετράω τα ρέστα μου να βγάλω κι άλλο μήνα ανοίγω και δε βλέπω ουρανό εσύ έχεις στο πιάτο σου ολόκληρη Αθήνα ανοίγεις και χαζεύεις το κενό

Themis by Jess Schultz




θα με δικάσει Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης Μουσική: Δημήτρης Λάγιος Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου Θα με δικάσει ο κούκος και τ' αηδόνι μα στην Αγιάσο σταυρουδάκι μου χρυσό τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά κουρσάροι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα και στην Αγιάσο σε μιαν έρμη εκκλησιά ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα το χάρο να φοράει θαλασσιά

Art of Cathy McClelland



Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος Στίχοι: Λάκης Παπαδόπουλος Μια σιωπή καταλυτική η πόρτα κλειδωμένη, το στίγμα σου ξεμακραίνει κι η νύχτα απορρυπαντική Βλέμμα γυάλινο χλωμό σ'ένα παιχνίδι χαμένο, ψάχνεις για κερδισμένο κι εγώ πάλι στο βυθό Όμως με τίποτα δε μπορείς, να μου στερήσεις το όνειρο, δικαίωμα στο όνειρο, δικαίωμα στο τίποτα. Όμως με τίποτα δε μπορείς, να μου στερήσεις το όνειρο. Φυγάς σε δίκη που εκκρεμεί, που τίποτα δεν περιμένει παρά απόφαση καταδικαστική. Μέσα σε γυάλινο κελί η τύχη σου δοσμένη, το μέλλον ξεμακραίνει, η όψη σου αποθαρρυντική. Όμως με τίποτα δε μπορείς, να μου στερήσεις το όνειρο, δικαίωμα στο όνειρο.

 Themis - Stanisław Młodożeniec
πηγές 

 https://itzikas.wordpress.com/
http://ebooks.edu.gr/
http://www.musicheaven.gr/
https://el.wikipedia.org/
https://fineartamerica.com/

Deusa Themis. Di Carvalho









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου