Πίνακας - Ν. Γύζης
μέσα στα μάτια έσπερνες σιτάρι και κριθάρι.
Μ’ το αδράχτι ύφαινες τη μοίρα της φαμίλιας
να μεγαλώσεις τα παιδιά, ζωή για να μας δώσεις.
Πως ξεπερνούσες τη φθορά και τις συνήθειες!
Ένα θολό ποτάμι δάκρυα οι θλίψεις
κι η μνήμη είναι σκοτεινή
και οι εικόνες σου νωπές και σκονισμένες.
Τώρα απ’ το παραθύρι σου κοιτάς
με πρόσωπο θλιμμένο.
Μούσκευες με τα δάκρυα την ξέρα της ψυχής μας.
Αγνάντευες τη μοίρα, τη ζωή και τις παρέες
κι είχες παρέα μια ρυτίδα κι ένα δάκρυ
και τις εικόνες τις παλιές και νοτισμένες.
Μόνη σου τώρα πια μετράς τον χρόνο,
και τα παράθυρα κλειστά και σφαλισμένα.
Είχες στα μάτια το Χριστό, στα στήθη σου το γάλα
Και στις παλάμες έπλαθες ψωμί για όλο τον κόσμο.
Είχες χαρίσει την ζωή, μα σ’ έπνιγε ένα δάκρυ.
Σε μία κάμαρη νεκρή σε σκουριασμένα χρόνια
σκεφτόσουνα το χρέος σου, τα όνειρα του παιδιού σου
δεν πλέκεις τώρα την ζωή, μα πλέκεις το χαμό σου.
Στο παραθύρι σου σε βρήκαμε μια μέρα
να αγναντεύεις τη ζωή με βλέφαρα κλεισμένα.
Μας χαιρετούσες με ευχές
και είχες στα χέρια σου προζύμι ζυμωμένο
να πλάσεις λέει την ζωή μ’ ένα καρβέλι ήλιο.
ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου