Ο Μπορίς Λεονίντοβιτς Παστερνάκ (10 Φεβρουαρίου 1890 – 30 Μαΐου 1960) ήταν Ρώσος συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του παραγωγή ως φουτουριστής ποιητής. Έκανε αρκετές μεταφράσεις ξένων ποιητών και περισσότερο του Σαίξπηρ, που εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Παρόλο που στην Ρωσία ήταν διάσημος ως ποιητής κυρίως, το έργο που τον έκανε γνωστό παγκοσμίως ήταν το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Ζιβάγκο, που εκδόθηκε το 1957 στην Ιταλία. Για το έργο του αυτό βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958, αλλά το αρνήθηκε για πολιτικούς λόγους.
Ο Παστερνάκ είδε το πρώτο φως στις 10 Φεβρουαρίου 1890 (με το νέο ημερολόγιο) στη Μόσχα, γόνος πλούσιας ρωσο-εβραϊκής οικογένειας. Πατέρας του ήταν ο διάσημος καλλιτέχνης Λεονίντ Παστερνάκ, καθηγητής στη Σχολή Ζωγραφικής, Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής της Μόσχας και μητέρα του η Ρόζα Κάουφμαν, γνωστή πιανίστα. Ο Παστερνάκ μεγάλωσε σε μια ιδιαιτέρως κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα ερχόμενος σε επαφή με μορφές της διανόησης του καιρού του. Ανάμεσα στους οικογενειακούς φίλους και γνωστούς που επισκέπτονταν το σπίτι του συγκαταλέγονταν ο πιανίστας και συνθέτης Σεργκέι Ραχμάνινοφ, ο επίσης μεγάλος συνθέτης Αλεξάντρ Σκριάμπιν, ο υπαρξιστής φιλόσοφος Λεφ Σεστόφ, ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο συγγραφέας Λέων Τολστόι και άλλες κορυφαίες μορφές των γραμμάτων και τεχνών.
Επηρεασμένος από τον φίλο και γείτονά του Αλεξάντρ Σκριάμπιν, αποφάσισε να γίνει συνθέτης και μπήκε στο Ωδείο της Μόσχας. Το 1910 εγκαταλείπει αιφνιδίως το Ωδείο για να σπουδάσει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου (Μάρμπουργκ) στην Έσση της Γερμανίας. Εκεί σπούδασε υπό τους σπουδαίους νεο-καντιανούς φιλόσοφους Χέρμαν Κοέν και Νικολάι Χάρτμαν. Παρόλο που με την ολοκλήρωση των σπουδών του τού προτάθηκε να γίνει ακαδημαϊκός, αποφάσισε να μην ακολουθήσει τη φιλοσοφία ως επάγγελμα και το 1914 επέστρεψε στη Μόσχα. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή, επηρεασμένος από τον μεγάλο ρώσο ποιητή Αλεξάντρ Μπλοκ και τους Ρώσους φουτουριστές.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δίδαξε και εργάστηκε στο χημικό εργοστάσιο στο Βσεβολόντο-Βίλβε κοντά στη ρωσική πόλη Περμ στα Ουράλια Όρη, γεγονός που αναμφίβολα τον προμήθευσε με υλικό για το Δρ. Ζιβάγκο πολλά χρόνια αργότερα. Ο Παστερνάκ, αντίθετα προς τους συγγενείς και φίλους του, έμεινε στη Ρωσία μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, ενθουσιασμένος και ανυπόμονος για το χείμαρρο νέων ιδεών και δυνατοτήτων που έφερε μαζί της η κοσμοϊστορική αυτή αλλαγή.
Αδελφή μου η ζωή, μια αδελφή επανάσταση
"Αυτό που επί αιώνες έκαμε τον άνθρωπο να διαφέρει από το κτήνος, δεν ήταν το ρόπαλο, αλλά η ακαταμάχητη δύναμη της άοπλης αλήθειας..."
Το καλοκαίρι του 1917 ο Παστερνάκ το πέρασε στην εξοχή της στέπας κοντά στην πόλη Σαράτοφ, όπου ερωτεύτηκε με πάθος, το οποίο αποτυπώνεται στην ποιητική συλλογή Αδελφή μου η ζωή, (Сестра моя — жизнь, «Σιστρά μαγιά — σζιζν») την οποία ολοκλήρωσε σε μόλις τρεις μήνες, καθυστέρησε όμως πλέον των τεσσάρων χρόνων να εκδώσει από φόβο και αμηχανία για το νεωτερικό στυλ της. Τελικώς όταν εκδόθηκε το 1921, το βιβλίο έφερε επανάσταση στη ρωσική ποίηση. Ο Παστερνάκ αποτέλεσε πρότυπο για τους νεαρούς ποιητές και άλλαξε αποφασιστικά την ποίηση του Όσιπ Μαντελστάμ, της Μαρίνας Τσβετάγιεβα και άλλων.
Μετά το Αδελφή μου η ζωή, ο ποιητής παρήγαγε έργα ανυπέρβλητης ποιότητας, συμπεριλαμβανομένου του αριστουργήματός του, τη λυρική συλλογή Ρήξη. Συγγραφείς διαφορετικών μεταξύ τους προσανατολισμών όπως ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ο Αντρέι Μπέλυ, η Άννα Αχμάτοβα και ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ εκθείασαν τα ποιήματά του ως έργα αγνής, παρθένας, αχαλίνωτης έμπνευσης. Στα τέλη της δεκαετίας του '20, ο Παστερνάκ συναισθάνθηκε ότι το ποικίλο μοντερνιστικό στυλ του βρισκόταν σε ασυμφωνία με το δόγμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού που εισήγαγε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Επιχείρησε να καταστήσει την ποίησή του πιο κατανοητή από τις μάζες επεξεργαζόμενος εκ νέου παλαιότερα έργα του και ξεκινώντας δύο μακροσκελή ποιήματα για την Επανάσταση.
Η Δεύτερη Γέννηση
Το 1932, ο Παστερνάκ είχε μετασχηματίσει το στυλ του για να το κάνει αποδεκτό στο σοβιετικό κοινό και εξέδωσε την ποιητική συλλογή Η Δεύτερη Γέννηση. Στη συνέχεια απλοποίησε περισσότερο το στυλ του και τη γλώσσα του στη νέα του συλλογή Στα Πρωινά Τρένα. Κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών του σταλινικού καθεστώτος στα τέλη της δεκαετίας του 1930 o ποιητής απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε τις αυταπάτες των κομμουνιστικών ιδανικών. Απρόθυμος να εκδώσει δική του ποίηση, άρχισε να μεταφράζει Σαίξπηρ (Άμλετ, Μάκβεθ, Βασιλιάς Ληρ), Γκαίτε (Φάουστ), Ρίλκε (Ρέκβιεμ για μια φίλη), τον σπουδαίο γάλλο ποιητή του Συμβολισμού Πωλ Βερλαίν και γεωργιανά ποιήματα.
Δόκτωρ Ζιβάγκο
Μερικά χρόνια πριν την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Παστερνάκ εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του στο Περεντέλκινο, ένα χωριό ιδανικό για συγγραφείς μερικά χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Εκεί έγραψε το πασίγνωστο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Δόκτωρ Ζιβάγκο. Το βιβλίο απαγορεύτηκε από το σοβιετικό καθεστώς και έτσι μεταφέρθηκε λαθραία στο εξωτερικό και εκδόθηκε στα ιταλικά από τον ιταλικό εκδοτικό οίκο Φελτρινέλλι το 1957. Το βιβλίο προκάλεσε αμέσως αίσθηση και ακολούθησαν εκδόσεις του σε πολλές μη-κομμουνιστικές χώρες. Το 1958 και 1959, η αμερικάνικη έκδοσή του έμεινε για 26 εβδομάδες στην κορυφή της λίστας μπεστ-σέλερς των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Το βιβλίο του κυκλοφόρησε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου εκτός από τη μητρική του και έγινε μπεστ σέλερ και ένα απο τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα όλων των εποχών.
Παρά το γεγονός ότι κανένας Σοβιετικός κριτικός δεν είχε διαβάσει το βιβλίο, απαίτησαν την αποβολή του από την Ε.Σ.Σ.Δ. Τελικά, το 1988 το μυθιστόρημα εκδόθηκε και στη Σοβιετική Ένωση. Το βιβλίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τον Ομάρ Σαρίφ και την Τζούλι Κρίστι, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λην. Το έργο έγινε παγκόσμια επιτυχία, αν και επικεντρωμένο περισσότερο στην ρομαντική πλευρά του βιβλίου.
Βραβείο Νόμπελ
Το 1958 ο συγγραφέας κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ενώ αρχικά δήλωσε ενθουσιασμένος, στη συνέχεια, δεχόμενος πιέσεις από το σοβιετικό καθεστώς, αποποιήθηκε το βραβείο «εξαιτίας του νοήματος που απέδωσε στη διάκριση αυτή η κοινωνία, στους κόλπους της οποίας ζούσε». Ακόμη και μετά την άρνηση παραλαβής του βραβείου, το καθεστώς της χώρας του συνέχισε να τον απειλεί το λιγότερο με εξορία. Το 1989, το βραβείο δόθηκε στον υιό του Παστερνάκ, Γιεβγκένυ, σε τελετή στη Στοκχόλμη.
Το τέλος
«Η τολμηροτέρα φωνή της μετεπαναστατικής Ρωσίας», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, ο Μπορίς Παστερνάκ απεβίωσε από καρκίνο των πνευμόνων στα 70 του χρόνια, στις 30 Μαΐου του 1960. Χιλιάδες άνθρωποι ταξίδεψαν από τη Μόσχα στο Περεντέλκινο για να παραστούν στην κηδεία του. Εθελοντές μετέφεραν το ανοιχτό φέρετρό του στον τόπο ταφής και όλοι οι παρόντες (συμπεριλαμβανομένου του σπουδαίου ρώσου ποιητή και θεωρούμενου ως "πνευματικού" του παιδιού Αντρέι Βοζνεσένσκι) απήγγειλαν το απαγορευμένο ποίημα "Άμλετ".
Έργα
Πεζά
- 1923: Προσωπική μαρτυρία, (κείμενο του Παστερνάκ για την φιλία του με τον ποιητή Μαγιακόφσκυ) - (μτφ. ;, εκδ. "Επίκεντρο", χ.χ.)
- 1924: The Childhood of Luvers
- 1925: Aerial Ways
- 1929: The Last Summer, διήγημα
- 1931: Safe Conduct , σύντομη αυτοβιογραφία
- 1934: The Last Summer
- 1956: Δοκίμιο αυτοβιογραφίας - (μτφ. Κική Μαλεβίτση, εκδ. "Ευθύνη", 1989)
- 1957: Δόκτωρ Ζιβάγκο - (μτφ. Μαρία Τσαντσάνογλου για τις εκδ."Ποταμός", 2006 )
Ποίηση
- 1922: Αδελφή μου η ζωή - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
- 1923: Ρήξη:θέμα και παραλλαγές - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης, εκδ. "Ύψιλον", 2005)
- 1926: Spektorsky (μυθιστόρημα σε στίχους) - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
- 1927: Lieutenant Schmidt -(μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
- 1927: The Year 1905 - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
- 1929: Over the Barriers - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
- 1932: Η δεύτερη γέννηση - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
- 1943: On Early Trains, (ποιήματα 1936-1943) - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
- 1945: Earth’s Expanse, (ποιήματα 1936-1945) - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
Boris Pasternak (left) with his brother Alexander. Painting by their father, Leonid Pasternak
Δόκτωρ Ζιβάγκο
Το Δόκτωρ Ζιβάγκο είναι ένα μυθιστόρημα του Μπορίς Παστερνάκ του 20ού αιώνα. Πήρε το όνομά του από τον πρωταγωνιστή του, Γιούρι Ζιβάγκο, γιατρό και ποιητή. Η λέξη Ζιβάγκο zhivago έχει κοινή ρίζα με τη ρωσική λέξη για τη ζωή (жизнь), ένα από τα μεγαλύτερα θέματα της νουβέλας. Μας διηγείται για την ιστορία ενός άνδρα που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες, που εκτυλίσσεται κατ' αρχήν με φόντο την Οκτωβριανή Επανάσταση και τον συνακόλουθο Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1918-1920. Εξετάζοντας βαθύτερα, το μυθιστόρημα πραγματεύεται την πολύ δύσκολη κατάσταση ενός άνδρα, καθώς η ζωή που πάντα γνώριζε ανατρέπεται με δραματικό τρόπο από δυνάμεις που είναι πάνω από τον έλεγχο του. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ντέιβιντ Λιν το 1965 και έχει επίσης διασκευαστεί αρκετές φορές για την τηλεόραση, πιο πρόσφατα σε μίνι-σήριαλ για τη ρωσική τηλεόραση το 2005. Είναι επίσης ένα από τα καλύτερα πολιτικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα.
Αν και περιλαμβάνει κομμάτια που γράφτηκαν στις δεκαετίες του 1910 και 1920, το Δόκτωρ Ζιβάγκο δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1956. Μετά την υποβολή του για δημοσίευση στο περιοδικό Novy mir, απορρίφθηκε λόγω της πολιτικής άποψης του Παστερνάκ (που ήταν λανθασμένη στα μάτια των Σοβιετικών πολιτικών αρχών): ο συγγραφέας, όπως ο Δρ. Ζιβάγκο, ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ευτυχία των ατόμων παρά για την ευημερία της κοινωνίας, και οι Σοβιετικοί λογοκριτές θεώρησαν κάποια κομμάτια του έργου ως αντί-Μαρξιστικά. Στο έργο υποβόσκουν κριτικές του Σταλινισμού και αναφορές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1957, ο Ιταλός εκδότης Τζιαντζιάκομο Φελτρινέλλι εξήγαγε παράνομα το χειρόγραφο του βιβλίου από την Σοβιετική Ένωση και ταυτόχρονα δημοσίευσε εκδόσεις τόσο στην ρωσική όσο και στην Ιταλική στο Μιλάνο. Τον επόμενο χρόνο, το έργο δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά, (μετάφραση από τα ρωσικά από τον Ehud Harari και τον Max Hayward) και τελικά δημοσιεύθηκε συνολικά σε δεκαοχτώ διαφορετικές γλώσσες. Η δημοσίευση αυτού του μυθιστορήματος ήταν εν μέρει υπεύθυνη για την βράβευση του Παστερνάκ με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958. Η Σοβιετική κυβέρνηση ζήτησε από την επιτροπή να μην απονείμει το βραβείο, οδηγώντας τον συγγραφέα να το αρνηθεί έτσι ώστε να μην προκληθεί σκάνδαλο στην χώρα του. Ο Μπορίς Παστερνάκ πέθανε στις 30 Μαΐου 1960 από φυσικά αίτια.
Το Δόκτωρ Ζιβάγκο δημοσιεύτηκε τελικά στην Σοβιετική Ένωση το 1988, στις σελίδες του Novy mir, αν και υπήρχαν νωρίτερα εκδόσεις που γίνονταν με μυστικές αντιγραφές και ανατυπώσεις - πρακτική γνωστή ως σαμιζντάτ στη Ρωσία.
Περίληψη των γεγονότων
Ο Γιούρι Ζιβάγκο είναι ευαίσθητος και ποιητικός σχεδόν έως το σημείο του μυστικισμού. Στην ιατρική σχολή, ένας από τους καθηγητές του του θυμίζει ότι τα βακτήρια μπορεί να είναι όμορφα κάτω από το μικροσκόπιο, αλλά κάνουν άσχημα πράγματα στους ανθρώπους.
Ο ιδεαλισμός και οι αρχές του Ζιβάγκο στέκονται ως αντίθεση στην ωμότητα και την φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Ρωσικής Επανάστασης, και του συνακόλουθου Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Ένα από τα μείζονα θέματα του μυθιστορήματος είναι πως ο μυστικισμός και ο ιδεαλισμός καταστρέφονται τόσο από τους Μπολσεβίκους και από τον Λευκό Στρατό με τον ίδιο τρόπο, καθώς και τα δύο μέρη διαπράττουν φρικιαστικές ωμότητες. Ο Γιούρι βίωσε την απομόνωση και άλλες κτηνωδίες που υπέφεραν αθώοι πληθυσμοί πολιτών κατά την διάρκεια της αναταραχής. Ακόμα και την αγάπη της ζωής του, τη Λάρα, την πήραν μακρυά του.
Διερωτάται πως ο πόλεμος μπορεί να κάνει αναίσθητο όλο τον κόσμο, και να οδηγήσει μια κατά τα άλλα λογική ομάδα ανθρώπων να καταστρέψει η μια την άλλη χωρίς να δίνει καμία σημασία για την ζωή. Το ταξίδι του μέσα στην Ρωσία έχει ένα επικό, ονειρικό, σχεδόν υπερρεαλιστικό αίσθημα εξαιτίας της περιπλάνησής του σε έναν κόσμο που είναι σε τόσο χτυπητή αντίθεση με τον ίδιο, που δεν έχει διαφθαρεί από την βία, και από την επιθυμία του να βρει έναν τόπο μακρυά από όλα αυτά, που τον οδηγεί ακόμα μέχρι την Αρκτική Σιβηρία της Ρωσίας, και τελικά πάλι πίσω στην Μόσχα. Ο Παστερνάκ προβαίνει σε μια λανθάνουσα κριτική της Σοβιετικής ιδεολογίας: διαφωνεί με την ιδέα «να χτίσουμε έναν νέο άνθρωπο», ιδέα που είναι ενάντια στη φύση.
Η ζωή της Λάρα περιγράφεται επίσης με αρκετή λεπτομέρεια. Η Λάρα, που το πλήρες όνομά της είναι Λαρίσα Φεοντόροβνα Γκουϊσάρ (και αργότερα Αντίποβα), είναι η κόρη μιας αστής. Μπλέκεται σε μια σχέση με τον Βίκτωρ Κομαρόβσκι, έναν ισχυρό δικηγόρο με πολιτικές διασυνδέσεις, ο οποίος την απωθεί και την ελκύει ταυτόχρονα. Η Λάρα είναι αραβωνιασμένη με τον Πάβελ, τον «Πάσα», Αντίποβ, έναν ιδεαλιστή και νεαρό φοιτητή που ακολουθεί τον Μπολσεβικισμό επηρέασμενος από τον πατέρα του. Διχασμένη ανάμεσα σε δύο άντρες, βιάζεται από τον Κομαρόβσκι για την προσπάθεια να χαλάσει την «συμφωνία» τους και επιχειρεί στην συνέχεια να τον δολοφονήσει.
O Ζιβάγκο σύντομα θα συναντήσει την Λάρα ενώ θα βοηθά τον μέντορα του που έχει προσκληθεί από τον Κομαρόβσκι στην σκηνή της απόπειρας αυτοκτονίας της μητέρας της Λάρα, ως αντίδραση στην σκανδαλώδη σχέση της με τον Κομαρόβσκι. Μια δεύτερη σημαντική αλλά σύντομη συνάντηση γίνεται σε μια Χριστουγεννιάτικη γιορτή της υψηλής κοινωνίας, σε συνδυασμό με την επιχειρούμενη δολοφονία του Κομαρόβσκι από την Λάρα ως αντίδρασή στον πρόσφατο βιασμό της από εκείνον. Εκεί η Λάρα παραδίδεται στον Ζιβάγκο ως γαμήλιο δώρο από έναν γεμάτο συγκατάβαση Κομαρόβσκι. Η πραγματική τους γνωριμία όμως γίνεται εντελώς τυχαία στην άκρη του δρόμου ενώ ακολουθούν τα αγήματα του ρωσικού στρατού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με ομάδες εξαθλιωμένων βετεράνων να εγκαταλείπουν το μέτωπο και άλλες ομάδες με νέους στρατολογημένους να οδηγούνται ύστερα από διαταγή στις χωρίς ελπίδα συνθήκες του Μετώπου. Η Λάρα υπηρετεί ως νοσοκόμα ενώ ψάχνει για τον υποτιθέμενο νεκρό σύζυγό της Αντίποβ. Οι δυό τους ερωτεύονται καθώς υπηρετούν μαζί σε ένα προσωρινό υπαίθριο νοσοκομείο. Δεν ολοκληρώνουν τις σχέσεις του παρά πολύ αργότερα, όταν συναντιούνται στο Γιουριάτιν μετά τον πόλεμο.
Ο Πάσα και ο Κομαρόβσκι συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Ο Πάσα πιστεύεται ότι έχει σκοτωθεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά στην πραγματικότητα συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και δραπετεύει. Μπαίνει στο πλευρό των Μπολσεβίκων και γίνεται ο Στρέλνικοβ (ο εκτελεστής), ένας φοβερός στρατηγός του Κόκκινου Στρατού που φέρει την κακή φήμη ότι εκτελεί Λευκούς αιχμαλώτους (από όπου προέρχεται και το όνομά του). Εν τούτοις, ποτέ δεν είναι ένας πραγματικός Μπολσεβίκος και πασχίζει μέσα από τον πόλεμο να βρίσκεται παντού έτσι ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στην Λάρα.
Ένας άλλος μείζων χαρακτήρας του έργου είναι ο Λιμπέριους, διοικητής της «Αδελφότητας του Δάσους», της Κόκκινης Αντάρτικης ομάδας που στρατολογεί και τον Γιούρι. Ο Λιμπέριους περιγράφεται ως πολυλογάς και ματαιόδοξος, ένας αφοσιωμένος και ηρωικός επαναστάτης, τον οποίο ο Γιούρι βαριέται για τα συνεχή του κηρύγματα για την δικαιοσύνη των σκοπών τους και το αναπόφευκτο της νίκης τους. Είναι επίσης εθισμένος στην κοκαΐνη.
Ο Κομαρόβσκι επανεμφανίζεται προς το τέλος της ιστορίας. Έχοντας κερδίσει κάποια επιρροή στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων και διοριστεί επικεφαλής στην Κυβέρνηση της Άπω Ανατολής, ενός κρατιδίου των Μπολσεβίκων στην Σιβηρία. Προσφέρει στον Ζιβάγκο και την Λάρα διαφυγή έξω από την Ρωσία. Αρχικά αυτοί αρνούνται, αλλά ο Κομαρόβσκι πείθει τον Ζιβάγκο ότι είναι προς το συμφέρον της Λάρας να φύγει. Εκείνος πείθει με την σειρά του την Λάρα να πάει με τον Κομαρόβσκι, λέγοντάς της ψευδώς ότι θα την ακολουθήσει σύντομα.
Εν τω μεταξύ, ο Αντίποβ (Στρέλνικοβ) χάνει την εύνοια που είχε και μαζί και την θέση του στον Κόκκινο Στρατό, και επιστρέφει στο Βαρίκινο, κοντά στο Γιουριάτιν, όπου ελπίζει ότι θα συναντήσει την Λάρα. Αυτή, όμως, έχει μόλις φύγει με τον Κομαρόβσκι. Μετά από μια μακρά συζήτηση με τον Ζιβάγκο, αυτός αυτοκτονεί, ενώ ο Ζιβάγκο τον βρίσκει το επόμενο πρωί. Η ζωή του Ζιβάγκο από αυτό το σημείο και μετά παίρνει την κάτω βόλτα. Ζει μαζί με μια άλλη γυναίκα (χωρίς να την παντρευτεί) και αποκτά μαζί της 2 παιδιά, σχεδιάζει μια σειρά από συγγραφικά εγχειρήματα τα οποία όμως δεν τελειώνει ποτέ, και είναι ολοένα και περισσότερο αφηρημένος, νευρικός και άρρωστος. Η Λάρα τελικά επιστρέφει στην Ρωσία την ημέρα της κηδείας του Ζιβάγκο. Συναντά τον Γιεβγκράφ, τον ετεροθαλή αδελφό του Ζιβάγκο και του ζητά να προσπαθήσει να βρει την κόρη της, αλλά μετά εξαφανίζεται.
Στην διάρκεια του Β΄παγκοσμίου πολέμου οι παλιοί φίλοι του Ζιβάγκο Nika Dudorov και Misha Gordon συναντιούνται. Μια από τις συζητήσεις τους περιστρέφεται γύρω από μια κοπέλλα της περιοχής που δουλεύει ως πλύστρα με το όνομα Τόνια, ένα ορφανό παιδί από τα πολλά μου μείναν στην διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, και την ομοιότητά της με τον Ζιβάγκο. Πολύ αργότερα ξανασυναντιώνται με αφορμή την πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Ζιβάγκο. Δεν είναι σαφές στο μυθιστόρημα γιατί αυτά δεν δημοσιεύθηκαν νωρίτερα ή γιατί έχουν δημοσιευθεί εκείνη την στιγμή.
Άλλοι σημαντικοί χαρακτήρες είναι η Τόνια Γκρομέκο, η σύζυγος του Ζιβάγκο, και οι γονείς της Αλέξανδρος και Άννα, με τους οποίους έζησε ο Ζιβάγκο αφότου έχασε τους γονείς του ως παιδί. Ο Γιεβγκράφ Ζιβάγκο, νεότερος αδερφός τους Γιούρι (γιος του πατέρα του και μιας Μογγόλας πριγκίπισσας), είναι μια μυστήρια φιγούρα που κερδίζει δύναμη και επιρροή με τους Μπολσεβίκους και βοηθά τον αδερφό του να αποφύγει την σύλληψή του στην διάρκεια της ιστορίας.
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από παράξενες συμπτώσεις. Χαρακτήρες εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται φαινομενικά τυχαία, συναντώντας ο ένας τον άλλον στα πιο απίθανα μέρη.
Η περιγραφή του Πάστερνακ της τραγουδίστριας Kubarikha στο κεφάλαιο «Παγωμένα βατόμουρα» είναι σχεδόν ίδια με την περιγραφή της τσιγγάνας τραγουδίστριας Nadezhda Plevitskaya (1884-1940) από την Sofia Satina (που ήταν νύφη και ξαδέρφη του Σεργκέι Ραχμάνινοφ). Εφ' όσον ο Ραχμάνινοφ ήταν φίλος με την οικογένεια Παστερνάκ, και η Plevitskaya ήταν φίλη του Ραχμάνινοφ, η Plevitskaya ήταν πιθανότατα το μοντέλο στο μυαλό του Παστερνάκ όταν έγραψε αυτό το κεφάλαιο, γεγονός που δείχνει επίσης πως ο Παστερνάκ είχε βαθιά συγγένεια με την μουσική.https://el.wikipedia.org/
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Θαυμάσια θα ήταν αν ήμουν ικανός
έστω και με σημάδια του λάθους
να έγραφα μόνο οχτώ σειρές
για τις ιδιότητες του πάθους.
Για τις παρανομίες , τις αμαρτίες,
τις κούρσες , το κυνηγητό,
για την απρέπεια στη βιασύνη
και της πληγής το βογκητό.
Ήχο θα έβαζα στους νόμους των παθών
με τις χορδές των αισθημάτων,
με την ελαφριά ανάσα
των πελάγων και ποιημάτων
Θα χάραζα τους στίχους σαν τον κήπο
με τις σειρές από δέντρα
οι φλαμουριές θ’ ανθούσαν στη σειρά
εις φάλαγγα κατ’ άνδρα.
Θα έφερνα στους στίχους την πνοή των λουλουδιών,
τα χρώματα της χώρας,
το θέρισμα του χόρτου , το σπαθόχορτο
και το μπουμπουνητό της μπόρας.
Άλλοτε έτσι ο Σοπέν έδωσε
ζωντανά μάτια
λιμνών, πάρκων και νεκροταφείων
στα μουσικά κομμάτια.
Πετυχημένου θριάμβου
παιχνίδι, πόνος
του κόσμου παρηγορητής
γιατρός ο χρόνος.https://el.wikipedia.org/
Ο κήπος της Γεθσημανής
Με την λάμψη των αδιάφορων μακρινών αστεριών
Ήταν φωτισμένη του δρόμου η στροφή.
Ο δρόμος τραβούσε γύρω από το όρος των Ελαιών,
Ενώ από κάτω του κυλούσε ο Κέδρων.
Το λιβάδι κοβόταν στη μέση.
Πίσω του φαινόταν ο Γαλαξίας.
Οι ασημόγκριζες ελιές
Προσπαθούσαν να απομακρυνθούν μακριά πετώντας.
Στην άκρη υπήρχε το περιβόλι ενός ανθρώπου, ένα κομμάτι γης.
Αφήνοντας τους μαθητές πίσω από τον φράχτη,
Είπε: «Η ψυχή πενθεί θανάσιμα,
Μείνετε εδώ και παρακολουθήστε με».
Αρνήθηκε χωρίς αντίσταση,
Λες κι ήταν πράγματα αγορασμένα με δάνειο,
Την παντοδυναμία και την θαυματουργική δράση,
Και τώρα ήταν θνητός, όπως κι εμείς.
Η εσχατιά της νύχτας έμοιαζε τώρα με τη χώρα
Της εξόντωσης και του επέκεινα.
Η οικουμένη ήταν ακατοίκητη
Και μόνο ο κήπος αυτός ήταν ένας μέρος για να ζήσει κανείς.
Κοιτάζοντας αυτές τις μαύρες χαράδρες,
Άδειες, χωρίς αρχής και τέλος,
Για να αποφύγει τούτο το ποτήρι του θανάτου,
Με ματωμένο ιδρώτα στον πατέρα προσευχόταν.
Αφού ελάφρυνε την θανάσιμη κούραση,
Βγήκε έξω από τον κήπο. Οι μαθητές,
Νικημένοι από τη νύχτα,
Ξάπλωναν στο γρασίδι δίπλα στο δρόμο.
Τους ξύπνησε: «Ο Κύριος θέλησε
Να ζήσετε στις μέρες μου, εσείς όμως ξαπλώσατε
Κι ήρθε η ώρα του Υιού του Ανθρώπου.
Θα παραδώσει τον εαυτό του στα χέρια των αμαρτωλών».
Και μόλις το είπε, εμφανίστηκαν ξαφνικά
Πλήθος δούλων και μια ομάδα ζητιάνων,
Φωτιές, σπαθιά και πρώτος απ’ όλους ο Ιούδας
Με το προδοτικό φιλί στα χείλη.
Ο Πέτρος με το μαχαίρι απόκρουσε τους κεφαλοκυνηγούς
Και το αυτί ενός έκοψε.
Ακούει όμως εκείνη τη στιγμή: «Τις διαφορές δε λύνουμε με το ατσάλι,
Άνθρωπε βάλε στη θήκη στο μαχαίρι.
Αν είναι δυνατόν στου σκότους τις ιπτάμενες λεγεώνες
Ο Πατέρας να μ’ έστειλε άοπλο εδώ;
Χωρίς ν’ αγγίξουν ούτε μια τρίχα της κεφαλής μου,
Οι εχθροί χωρίς ίχνη χάθηκαν.
Το βιβλίο όμως της ζωής έφτασε σ’ εκείνη τη σελίδα
Που είναι πολυτιμότερη κάθε ιερού και όσιου.
Τώρα πρέπει το γραφτό να συμβεί,
Ας συμβεί λοιπόν. Αμήν.
Βλέπεις, το διάβα των αιώνων μοιάζει με παραβολή
Και μπορεί να αναφλεγεί καθ’ οδόν.
Εν ονόματι της τρομερής μεγαλειότητάς της
Μέσα από οικειοθελή βάσανα στο τάφο θα μπω,
Και όπως πλέουν στο ποτάμι οι σχεδίες,
Έτσι και στο δικαστήριο, θα έρθουν σ’ εμένα, σαν φορτηγίδα
Οι αιώνες θα έρθουν μέσα από το σκοτάδι».
Από τον ποιητικό κύκλο “Τα ποιήματα του Δόκτωρα Ζιβάγκο”
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Με την λάμψη των αδιάφορων μακρινών αστεριών
Ήταν φωτισμένη του δρόμου η στροφή.
Ο δρόμος τραβούσε γύρω από το όρος των Ελαιών,
Ενώ από κάτω του κυλούσε ο Κέδρων.
Το λιβάδι κοβόταν στη μέση.
Πίσω του φαινόταν ο Γαλαξίας.
Οι ασημόγκριζες ελιές
Προσπαθούσαν να απομακρυνθούν μακριά πετώντας.
Στην άκρη υπήρχε το περιβόλι ενός ανθρώπου, ένα κομμάτι γης.
Αφήνοντας τους μαθητές πίσω από τον φράχτη,
Είπε: «Η ψυχή πενθεί θανάσιμα,
Μείνετε εδώ και παρακολουθήστε με».
Αρνήθηκε χωρίς αντίσταση,
Λες κι ήταν πράγματα αγορασμένα με δάνειο,
Την παντοδυναμία και την θαυματουργική δράση,
Και τώρα ήταν θνητός, όπως κι εμείς.
Η εσχατιά της νύχτας έμοιαζε τώρα με τη χώρα
Της εξόντωσης και του επέκεινα.
Η οικουμένη ήταν ακατοίκητη
Και μόνο ο κήπος αυτός ήταν ένας μέρος για να ζήσει κανείς.
Κοιτάζοντας αυτές τις μαύρες χαράδρες,
Άδειες, χωρίς αρχής και τέλος,
Για να αποφύγει τούτο το ποτήρι του θανάτου,
Με ματωμένο ιδρώτα στον πατέρα προσευχόταν.
Αφού ελάφρυνε την θανάσιμη κούραση,
Βγήκε έξω από τον κήπο. Οι μαθητές,
Νικημένοι από τη νύχτα,
Ξάπλωναν στο γρασίδι δίπλα στο δρόμο.
Τους ξύπνησε: «Ο Κύριος θέλησε
Να ζήσετε στις μέρες μου, εσείς όμως ξαπλώσατε
Κι ήρθε η ώρα του Υιού του Ανθρώπου.
Θα παραδώσει τον εαυτό του στα χέρια των αμαρτωλών».
Και μόλις το είπε, εμφανίστηκαν ξαφνικά
Πλήθος δούλων και μια ομάδα ζητιάνων,
Φωτιές, σπαθιά και πρώτος απ’ όλους ο Ιούδας
Με το προδοτικό φιλί στα χείλη.
Ο Πέτρος με το μαχαίρι απόκρουσε τους κεφαλοκυνηγούς
Και το αυτί ενός έκοψε.
Ακούει όμως εκείνη τη στιγμή: «Τις διαφορές δε λύνουμε με το ατσάλι,
Άνθρωπε βάλε στη θήκη στο μαχαίρι.
Αν είναι δυνατόν στου σκότους τις ιπτάμενες λεγεώνες
Ο Πατέρας να μ’ έστειλε άοπλο εδώ;
Χωρίς ν’ αγγίξουν ούτε μια τρίχα της κεφαλής μου,
Οι εχθροί χωρίς ίχνη χάθηκαν.
Το βιβλίο όμως της ζωής έφτασε σ’ εκείνη τη σελίδα
Που είναι πολυτιμότερη κάθε ιερού και όσιου.
Τώρα πρέπει το γραφτό να συμβεί,
Ας συμβεί λοιπόν. Αμήν.
Βλέπεις, το διάβα των αιώνων μοιάζει με παραβολή
Και μπορεί να αναφλεγεί καθ’ οδόν.
Εν ονόματι της τρομερής μεγαλειότητάς της
Μέσα από οικειοθελή βάσανα στο τάφο θα μπω,
Και όπως πλέουν στο ποτάμι οι σχεδίες,
Έτσι και στο δικαστήριο, θα έρθουν σ’ εμένα, σαν φορτηγίδα
Οι αιώνες θα έρθουν μέσα από το σκοτάδι».
Από τον ποιητικό κύκλο “Τα ποιήματα του Δόκτωρα Ζιβάγκο”
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου