Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Σάμιουελ Μπέκετ (13 Απριλίου 1906 – 22 Δεκεμβρίου 1989)


Ο Σάμιουελ Μπέκετ (αγγλ.: Samuel Barclay Beckett, 13 Απριλίου 1906 – 22 Δεκεμβρίου 1989) ήταν Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο για την ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το ταξίδι είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του.

Το 1969, τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ το 1984 εκλέχθηκε επικεφαλής της Aosdána, ένωσης ανθρώπων των Καλών Τεχνών της Ιρλανδίας.

Σπουδές και ακαδημαϊκή θέση

Η οικογένεια Beckett (αρχικά Becquet) φημολογείτο ότι είχαν καταγωγή από Ουγενότους που μετακινήθηκαν από τη Γαλλία στην Ιρλανδία μετά την ανάκληση του Διατάγματος της Ναντς το 1685. Ο πατέρας του Μπέκετ ήταν επιμετρητής ποσοτήτων και η μητέρα του νοσοκόμα.

Ο Μπέκετ σπούδασε γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά στο Τρίνιτι Κόλετζ στο Δουβλίνο από το 1923 έως το 1927. Αφού πήρε το πτυχίο του, δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα στο Campbell College του Μπέλφαστ κι έπειτα διορίστηκε ως καθηγητής αγγλικών στην École Normale Supérieure στο Παρίσι, όπου και γνωρίστηκε με τον γνωστό Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόις. Η γνωριμία αυτή επηρέασε έκδηλα τον νεαρό Μπέκετ, ο οποίος βοηθούσε τον Τζόις στο έργο του, όπως στην έρευνα για το βιβλίο του γνωστό με τον τίτλο Finnegans Wake.Το 1929, ο Μπέκετ δημοσίευσε το πρώτο του έργο, ένα κριτικό δοκίμιο με τίτλο Dante...Bruno. Vico..Joyce. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε ένα μικρό λογοτεχνικό έπαθλο με το ποίημα «Whoroscope», εμπνευσμένο από μια βιογραφία του Ρενέ Ντεκάρτ που έτυχε να διαβάζει εκείνη την περίοδο.

To 1930, o Μπέκετ επέστρεψε ως λέκτορας στο Τρίνιτι Κόλετζ, ωστόσο σύντομα απογοητεύτηκε από το ακαδημαϊκό του λειτούργημα. Την απέχθειά του αυτή την εξέφρασε με ένα τέχνασμα που έκανε στη Modern Language Society του Δουβλίνου, διαβάζοντας στα γαλλικά ένα σοβαρό επιστημονικό άρθρο του συγγραφέα Jean du Chas, ιδρυτή του κινήματος του Συγκεντρωτισμού. Τόσο ο συγγραφέας όσο και το κίνημά του ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Μπέκετ, που με αυτό τον τρόπο ήθελε να κοροϊδέψει τους σχολαστικούς. Ο Μπέκετ παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1931 και ξεκίνησε να ταξιδεύει στην Ευρώπη. Στο Λονδίνο, εξέδωσε μια κριτική μελέτη για τον Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ. Ένα χρόνο αργότερα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Dream of Fair to Middling Women, το οποίο εγκατέλειψε μετά τις απορρίψεις αρκετών εκδοτών (εκδόθηκε τελικά το 1993). Μετά από άλλα ταξίδια, όπως στη Γερμανία, όπου δήλωσε απέχθεια για τη δράση των Ναζί, βρέθηκε στο Παρίσι. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1938, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, καθώς αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις ενός περιβόητου μαστροπού της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, γνώρισε την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, με την οποία θα διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση που θα κρατούσε σχεδόν 50 χρόνια.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μπέκετ συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση, δουλεύοντας ως αγγελιαφόρος, και τα επόμενα δυο χρόνια αρκετές φορές διακινδύνευσε να συλληφθεί από την Γκεστάπο.

Τον Αύγουστο του 1942, η μονάδα του προδόθηκε: αυτός κι η γυναίκα του, Σουζάν, κατέφυγαν νότια, στο μικρό χωριό Ρουσιγιόν, όπου και συνέχισαν να βοηθούν στην Αντίσταση, κρύβοντας πολεμικό εξοπλισμό στην κατοικία τους και βοηθώντας εμμέσως ένα σαμποτάζ των Μακί εναντίον του γερμανικού στρατού.

Ο Μπέκετ τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αντίστασης και το Σταυρό του πολέμου από τη γαλλική κυβέρνηση για τη δράση του κατά της γερμανικής κατοχής, ωστόσο μέχρι το τέλος της ζωής του αναφερόταν με μετριοφροσύνη στο έργο του αυτό.

Θεατρικά έργα και δημοσιότητα

Το 1945, ο Μπέκετ επέστρεψε στο Δουβλίνο, όπου και είχε μια αποκάλυψη για τη μελλοντική λογοτεχνική του πορεία, γεγονός που αργότερα παρουσιάστηκε στο έργο του 1958 Krapp's Last Tape, όπου πολλοί σχολιαστές ταύτισαν τον Μπέκετ με τον Krapp, ο οποίος σε όλο το έργο ακούει μια κασέτα που ηχογράφησε παλαιότερα και σε ένα σημείο αναφέρει: ...σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος...

Ο Μπέκετ είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό, το οποίο γράφτηκε αρχικά στα γαλλικά, όπως και τα περισσότερα έργα του Μπέκετ μετά το 1947. Το έργο δημοσιεύτηκε το 1952 και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το 1953. Στο Παρίσι, έκανε δημοφιλή και αμφιλεγόμενη επιτυχία, ενώ στο Λονδίνο το 1955 αρχικά το υποδέχτηκαν με αρνητικές κριτικές, ενώ παίχτηκε με επιτυχία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η επιτυχία αυτή άνοιξε στον Μπέκετ το δρόμο για μια σταδιοδρομία στο θέατρο με επιτυχημένα έργα όπως: Endgame, Krapp's Last Tape, Happy Days και Play. Οι συνεχείς επιτυχίες των θεατρικών του έργων του άνοιξαν την καριέρα και του θεατρικού σκηνοθέτη.

Το 1961, σε μια μυστική τελετή στην Αγγλία, ο Μπέκετ παντρεύτηκε τη Σουζάν, κυρίως για λόγους που σχετίζονταν με το γαλλικό κληρονομικό δίκαιο.

Βραβείο Νόμπελ

Το 1969, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Τύνιδα με τη Σουζάν, ο Μπέκετ έμαθε ότι κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το Νόμπελ απονεμήθηκε στον Σάμιουελ Μπέκετ για τους «νέους τρόπους έκφρασης που έχει εισαγάγει στην πεζογραφία και το δράμα». Στην τελετή της απονομής ο εκπρόσωπος της Σουηδικής Ακαδημίας τόνισε στο λόγο του «τη βαθιά αίσθηση της αληθινής ανθρώπινης αξίας» που αναδύθηκε μέσα από το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα: «Τρέφει για την ανθρωπότητα μια αγάπη που εξελίσσεται σε κατανόηση, ενώ βυθίζεται σε ολοένα και πιο έντονη βδελυγμία, μια απόγνωση που πρέπει να φθάσει στο έσχατο όριο της οδύνης για να ανακαλύψει ότι η ευσπλαχνία δεν έχει όρια. Από αυτή τη θέση, από το βασίλειο της εκμηδένισης, αναδύεται η γραφή του Μπέκετ ως επίκληση ελέους από μέρους ολοκλήρου του ανθρώπινου είδους

Η Σουζάν πέθανε στις 17 Ιουλίου 1989, ενώ ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.



Περιμένοντας τον Γκοντό

Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot) είναι ο τίτλος θεατρικού έργου (1948) του Σάμιουελ Μπέκετ, στο οποίο οι χαρακτήρες περιμένουν έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ. Η απουσία αυτή του Γκοντό έχει αποτελέσει το θέμα για πάμπολλες ερμηνείες του έργου από την πρώτη του θεατρική παρουσίαση. Στην αγγλική του μετάφραση από τον ίδιο το Μπέκετ, το έργο έχει υπότιτλο «τραγικωμωδία σε δυο πράξεις». Το έργο αποτελεί έκφραση του Θεάτρου του παραλόγου.

Υπόθεση του έργου

Η έκδοση του θεατρικού
έργου στα Γαλλικά
Δυο άνδρες, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν, συναντιούνται κοντά σε ένα δένδρο. Συζητάνε για διάφορα θέματα και ανακαλύπτουν ότι περιμένουν έναν άνδρα, που ονομάζεται Γκοντό. Όσο περιμένουν, εμφανίζονται άλλοι δυο, ο Πότζο και ο Λάκι: ο πρώτος πηγαίνει στην αγορά για να πουλήσει το δεύτερο, που είναι δούλος του. Ο Πότζο συζητάει με το Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν όσο ο Λάκι τους διασκεδάζει και στη συνέχεια φεύγουν. Στη συνέχεια, εμφανίζεται ένα αγόρι που λέει στο Βλαντιμίρ ότι είναι αγγελιαφόρος του Γκοντό: ο Γκοντό δε θα 'ρθει σήμερα, αλλά σίγουρα θα έρθει αύριο. Αφού φύγει το αγόρι, οι δυο άνδρες αποφασίζουν να φύγουν, αλλά δεν μετακινούνται καθώς πέφτει η αυλαία.

Το επόμενο βράδυ, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν συναντιούνται ξανά κοντά στο δέντρο περιμένοντας τον Γκοντό. Εμφανίζονται ξανά ο Λάκι και ο Πότζο, μόνο που αυτή τη φορά ο πρώτος είναι μουγγός κι ο δεύτερος τυφλός. Ο Πότζο δε θυμάται τη συζήτηση με τους δυο άνδρες το προηγούμενο βράδυ, φεύγει μαζί με το Λάκι και οι δυο άνδρες συνεχίζουν να περιμένουν. Το αγόρι ξανάρχεται για να πει ότι ο Γκοντό δε θα 'ρθει, αλλά επιμένει ότι δε μίλησε χτες με το Βλαντιμίρ. Οι δυο άνδρες αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν, προσπαθώντας να κρεμαστούν από το δέντρο, αλλά αποτυγχάνουν, γιατί σαν σχοινί έχουν μόνο τη ζώνη του ενός. Αποφασίζουν να φύγουν, αλλά η αυλαία πέφτει και κανείς από τους δυο δεν έχει φύγει από τη θέση του

Η ταυτότητα του Γκοντό

Είναι ίσως το πιο γνωστό έργο του Ιρλανδού δραματουργού, το οποίο έχει δεχθεί πολλές ερμηνείες και συζητήσεις για την ταυτότητα του Γκοντό. Μια ερμηνεία είναι ότι πρόκειται για την αγγλική λέξη God (θεός) και τη συχνή γαλλική κατάληξη -ot, κάτι που θα έδινε μια μεταφυσική διάσταση στο έργο. Οι δυο χαρακτήρες περιμένουν την άφιξη μιας υπερβατικής φιγούρας που θα τους σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Ο ίδιος ο Μπέκετ πάντα αρνιόταν αυτή την ερμηνεία, ενώ σε επιστολή του το 1952 ανέφερε ότι ούτε ο ίδιος είχε σκεφτεί ή γνώριζε «ποιος είναι ο Γκοντό».



27 ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΕΝΑΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ, ΤΟΝ ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ


1. Μη με αγγίζεις! Μη με ρωτάς! Μη μου μιλάς! Μείνε μαζί μου.Από το θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό» – 1948

2. Τίποτα δεν συμβαίνει, κανένας δεν έρχεται, κανένας δεν πηγαίνει, είναι τρομερό.Από το θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό» – 1948

3. Εκεί που πέφτουν οι κρεμασμένοι φυτρώνουν μανδραγόρες. Γι’ αυτό ουρλιάζουν όταν τις ξεριζώνει κανείς Από το θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό» – 1948

4. Το βέβαιο είναι πως οι ώρες μας, έτσι όπως είμαστε, είναι ατελείωτες κι έτσι αναγκαζόμαστε να τις γεμίσουμε με πράξεις που εκ πρώτης όψεως φαίνονται λογικές αλλά… που τις κάνουμε πια μηχανικά. Θα μου πεις ότι πρέπει να εμποδίσουμε το μυαλό μας να θολώσει. Έχεις δίκιο! Αλλά αναρωτιέμαι: Σάμπως δεν έχει κιόλας βυθιστεί σε απέραντα σκοτάδια; Παρακολουθείς το συλλογισμό μου;Από το θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό» – 1948

5. …μες στη σιωπή δεν γνωρίζεις, πρέπει να συνεχίσεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω.Ο Ακατονόμαστος (1954)

6. Ναι, στη ζωή μου, αφού πρέπει να τη λέω έτσι, υπήρχαν τρία πράγματα, η ανικανότητα να μιλήσω, η ανικανότητα να σωπάσω, και η μοναξιά, μ’ αυτά έπρεπε να τα βγάλω πέρα.Ο Ακατονόμαστος (1954)

7. Είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο μονόλογο, χωρίς έννοια, χωρίς περιεχόμενο. Σε ένα αιώνιο μουρμούρισμα. Να μιλάμε, και να μιλάμε για το τίποτα.Το τέλος του Παιχνιδιού(1957)

8. Παραδέχομαι βέβαια ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο απ’ τη δυστυχία. Αλλά…Το τέλος του Παιχνιδιού(1957)

9. Ναι, ναι, είναι το πιο κωμικό πράγμα στον κόσμο. Στην αρχή γελάμε, γελάμε με την καρδιά μας. Αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Είναι σαν το ανέκδοτο που τ’ ακούμε κάθε τόσο και μ’ όλο που μας αρέσει, δεν μπορούμε πια να γελάσουμε.Το τέλος του Παιχνιδιού(1957)

10. Όσο πιο μεγάλος είναι κανείς, τόσο πιο γεμάτος είναι και τόσο πιο άδειος.Το τέλος του Παιχνιδιού(1957)

11. Οι αναμνήσεις σε σκοτώνουν. Δεν πρέπει λοιπόν να σκέφτεσαι όσα αγαπάς, ή μάλλον καλύτερα να τα σκέφτεσαι, γιατί ειδάλλως διατρέχεις τον κίνδυνο να τα βρεις, λίγο λίγο, στο μυαλό σου. – Διωγμένος (1946)

12. Γιατί είπα αυτή την ιστορία, δεν το ξέρω. Θα μπορούσα κάλλιστα να είχα πει μια άλλη. Ίσως μια άλλη φορά να μπορέσω να πω κάποια άλλη. Ψυχές ζώσες, να δείτε πόσο μοιάζουν μεταξύ τους.Διωγμένος (1946)

13. Πώς να πω τι απομένει; Είναι όμως το τέλος. Ή μήπως ήταν όνειρο, μπας και ονειρεύομαι; Όχι, όχι, τίποτα απ’ όλ’ αυτά, άλλωστε και το όνειρο τι είναι, ένα τίποτα, και το χειρότερο, με σημασία. Το Ηρεμιστικό (1946)

14. Μη περιμένετε να σας κυνηγήσουν για να κρυφτείτε, αυτή ήταν πάντα η αρχή μου.
Ο Μαλόν πεθαίνει (1951)

15. Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα.Ο Μαλόν πεθαίνει (1951)

16. …σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος…
Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ (1958)

17. Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα.


Worstward Ho (1983)

18. Τα λάθη μου είναι η ζωή μου.

19. Κάθε λέξη είναι ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα.

20. Μην περιμένεις να σε κυνηγήσουν για να κρυφτείς, αυτή ήταν πάντα η αρχή μου.

21. Τι γνωρίζω σχετικά με την ανθρώπινη μοίρα; Θα μπορούσα να σας πω περισσότερα σχετικά με τα ραδίκια!

22. Είσαι στη Γη. Δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτό.

23. Εξοχικός δρόμος με δέντρο. Σούρουπο.
Εστραγκόν: Δε γίνεται τίποτα
Βλαδίμηρος: Αυτό αρχίζω να πιστεύω κι εγώ.

24. Η απελπισία του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο, η αναμονή της σωτηρίας που ποτέ δεν έρχεται, το τίποτα και η έλλειψη επαφής, ο πόνος και το παράλογο της ύπαρξης.

25. Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο τον χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι.

26. Όλοι γεννιόμαστε τρελοί. Μερικοί παραμένουν.

27. Ο Θεός είναι ένας μάρτυρας που δεν μπορεί να ορκιστεί.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου