Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

ΕΛΕΝΑ ΧΑΛΙΒΕΛΑΚΗ "Κρήτη – Χανιά: Οδοιπορικό στον Ομαλό. "

Μια μέρα, την άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά

κι έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι∙
το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια
ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες.
Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε.
Τότε πια, ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης,
που ‘χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν,
δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

– Σώπα, δάσκαλε, φώναξε∙ σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!




 Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα
και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη∙

κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες,
τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν
και τις γειτόνισσες που γελούσαν, και περιμέναμε πότε θα χτυπήσει
το κουδούνι να γλυτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει
απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει
στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο
και στον πετροπόλεμο∙ γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο
και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.

Θυμούμαι, καθόμουν συχνά στο κατώφλι του σπιτιού μας, έλαμπε ο ήλιος,

καίγουνταν ο αγέρας, σ’ ένα μεγάλο σπίτι στη γειτονιά
πατούσαν σταφύλια, μύριζε ο κόσμος μούστο,
κι εγώ σφαλνούσα τα μάτια ευτυχισμένος,
άπλωνα τις φούχτες και περίμενα∙ κι έρχουνταν ο Θεός, όσο ήμουν παιδί
ποτέ δε με γέλασε, έρχουνταν, παιδί κι αυτός σαν κι εμένα,
και μου ‘βαζε στα χέρια τα παιχνιδάκια του-τον ήλιο, το φεγγάρι,
τον άνεμο. «Χάρισμά σου, μου ‘λεγε, χάρισμά σου, παίξε μαζί τους∙
εγώ έχω κι άλλα.» Άνοιγα τα μάτια, ο Θεός εξαφανίζουνταν μα
απόμεναν στα χέρια μου τα παιχνιδάκια του.
Είχα και δεν το ‘ξερα, δεν το ‘ξερα γιατί το ζούσα,
την παντοδυναμία του Θεού∙ έπλαθα όπως ήθελα τον κόσμο.
Ζύμη μαλακιά εγώ, ζύμη μαλακιά κι αυτός.
Θυμούμαι, απ’ όλα τα φρούτα, όταν ήμουν μικρός, αγαπούσα τα κεράσια∙
Τα ‘ριχνα σ’ ένα κουβά νερό, έσκυβα και τα καμάρωνα-μαύρα ή κόκκινα,
τραγανά, που μεγάλωναν ευτύς ως έμπαιναν στο νερό∙ μα όταν τα ‘βγαζα,
έβλεπα με μεγάλη μου απογοήτεψη πώς μίκραιναν∙ σφαλνούσα λοιπόν
τα μάτια, για να μην τα βλέπω να μικραίνουν, και τα ‘χωνα,
τεράστια όπως μου φαίνονταν, στο στόμα μου.
Το ασήμαντο αυτό ξεσκεπάζει αλάκερη μέθοδο που αντικρίζω την πραγματικότητα,
ακόμα και τώρα στα γεράματα∙
τη μεταπλάθω λαμπρότερη, καλύτερη, πιο αρμοσμένη στο σκοπό μου.
Το μυαλό φωνάζει, εξηγάει, αποδείχνει, διαμαρτύρεται∙
μα μια φωνή μέσα μου σηκώνεται:

«Σώπα μυαλό, ν’ ακούσουμε την καρδιά», του φωνάζει∙

ποια καρδιά; την ουσία της ζωής, την παραφροσύνη∙
κι η καρδιά αρχίζει να κελαηδάει.

Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα, λέει ένας

αγαπημένος μου Βυζαντινός μυστικός∙ ας αλλάξουμε τότε
το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα.
Αυτό έκανα όταν ήμουν παιδί∙ αυτό κάνω και τώρα
στις πιο δημιουργικές στιγμές της ζωής μου.







«Να’ σαι νέος, είκοσι πέντε χρονών, γερός,
να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα,
που να σου στενεύει την καρδιά
και να μην σε αφήνει ν’ αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα
και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος, μ’ενα δισάκι στον ώμο,
από την μιαν άκρα ως την άλλη, στην Ιταλία,
και να ΄ναι άνοιξη και να μπαίνει το καλοκαίρι και να ‘ ρχουνται,
φορτωμένοι φρούτα και βροχές, ο χινόπωρος κι ο χειμώνας –
θαρρώ ο άνθρωπος θα’ ταν αναίδεια να θέλει μεγαλύτερη ευτυχία.»






 Άξαφνα, στην άκρα του χωριού, διέκρινα μια πόρτα ανοιχτή, έσκυψα, είδα∙ μεσοσκότεινο ένα μακρινάρι, και στο βάθος φωτιά αναμμένη και μια γρια σκυμμένη μπροστά από τη φωτιά, σαν να μαγείρευε. Ησυχία, δεν άκουγες παρά τα ξύλα που καίγουνταν και μύριζαν∙ θα ‘ταν από πεύκο. Δρασκέλισα το κατώφλι, μπήκα∙ σκόνταψα σ’ ένα μακρύ τραπέζι που ήταν στη μέση, έφτασα ως τη φωτιά∙ ένα σκαμνί ήταν εκεί μπροστά, κάθισα∙ η γρια είχε κουκουβίσει σ’ ένα άλλο σκαμνί κι ανακάτευε αργά με μια ξύλινη κουτάλα το τσουκάλι∙ μου φάνηκε πως μια στιγμή, χωρίς να γυρίσει, έριξε μια γρήγορη ματιά απάνω μου∙ μα δε μίλησε. Έβγαλα το σακάκι μου, το στέγνωνα∙ ένιωθα την ευτυχία ν’ ανεβαίνει σαν ζεστασιά από τα πόδια μου στ’ αντικνήμια, στα μεριά, στο στήθος∙ πεινούσα κι ανάπνεα με λαχτάρα τη μυρωδιά από τους αχνούς που ανηφόριζαν από τη μαγεριά, θα ‘ταν φασόλες, μοσκοβολούσαν∙ ένιωσα πάλι πόσο η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου∙ δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας∙ η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.






Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει∙ χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογίζουμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι όλη μέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου∙ κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου, πιο ανομολόγητη, η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.






Ένας μονάχα τρόπος υπάρχει να σωθείς: να σώσεις.. ή ακόμα και αυτό φτάνει, ν’ αγωνιστείς για να σώσεις. Κι ακόμα ετούτο: πως ο κόσμος δεν είναι φάντασμα, είναι αληθινός, κι η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι, όπως μου αρμήνευσε ο Βούδας, ντυμένη με άνεμο, είναι ντυμένη με κρέας.
Μα όταν μοχτούσα να πάρω απόφαση, το μυαλό, θυμούμαι, αντιστέκουνταν πολύ.. ήταν ακόμα τυλιμένο με το κίτρινο ράσο του Βούδα: «Αυτό που σκοπεύεις να κάμεις, έλεγε στην καρδιά μου, είναι μάταιο..ο κόσμος όπως τον λαχταρίζεις, να μην πεινάει, να μην κρυώνει, να μην αδικιέται κανένας, δεν υπάρχει, δε θα υπάρξει ποτέ» Μα η καρδιά, την άκουγα βαθιά μου να του αποκρίνεται: «Δεν υπάρχει, μα θα υπάρξει, γιατί το θέλω.. σε κάθε χτυποκάρδι μου το πεθυμώ και το θέλω. Πιστεύω σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει..μα πιστεύοντας τον, τον δημιουργώ..ΑΝΥΠΑΡΧΤΟ ΛΕΜΕ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΠΕΘΥΜΗΣΑΜΕ ΑΡΚΕΤΑ»
Η απόκριση ετούτη της καρδιάς με ανατάραξε.. αν είναι αλήθεια αυτό που λέει, τι φοβερή ευθύνη έχει ο άνθρωπος για όλες τις αδικίες και τις ντροπές του κόσμου.






Κοίταζα τον ήλιο που βασίλευε, το ερμονήσι αντίκρα που ροδοκοκκίνιζε ευτυχισμένο, σαν μάγουλο φιλημένο, άκουγα τα μικρά κελαηδοπούλια που κουράστηκαν να κελαηδούν και να κυνηγούν ολημέρα, νύσταζαν και γυρίζουν τώρα να κοιμηθούν. Σε λίγο θ’ ανηφορίσουν τα άστρα, ένα ένα να πάρουν τη σειρά τους και θ’ αρχίσει η ρόδα της νύχτας να γυρίζει∙ θα ‘ρθουν τα μεσάνυχτα, θα ‘ρθει το ξημέρωμα, θα προβάλλει, σίγουρα, ο ήλιος και θα κινήσει η ρόδα της μέρας. Θεϊκός ρυθμός∙ άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν∙ και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία∙ γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει∙ τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.





Αποσπάσματα:Νίκος Καζαντζάκης – Αναφορά στον Γκρέκο.





Οι φωτογραφίες μου:
Πρόσφατη επίσκεψη στα Χανιά..Ομαλός.
Το τοπίο πραγματικά μαγευτικό.
Ελενα Χαλιβελάκη 















ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://elenahalivelaki.wordpress.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου