Νικόλαος Oθωναίος, Ιωάννινα |
Σημάδευε η ανατολή κορφές κι αγνάντια,
σμίλευε πλαγιές κι αλώνια,ζέσταινε λημέρια
κι όσο σκαρφάλωνε ο ήλιος τ' ουρανού
και παιχνίδιζε με χρώματα και σκιές,
ο Δρίσκος,δαψίλευε ασπασμούς στο Μιτσικέλι.
Αγέρι ομορφοχτένιζε δεντροσειρές και λόγγους,
σεργιάνισε αλαφροπάτητο στου Κάστρου τα σοκάκια,
κανάκεψε γλυκόλογα στο ταπεινό Νησάκι
κι αφού σιγοψιθύρισε φιλιώματα της λίμνης,
στο σπήλαιο, στο Πέραμα, καρτέρεψε την ηχώ του.
Κι η πόλη, αστροχάιδευτη στην αγκαλιά της λίμνης,
ξυπνούσε αυτάρεσκα μες στην αχλύ των θρύλων,
αρχόντισσα στις μνήμες της κυρά στις παραδόσεις
και κορφολογούσε στου ήλιου τα ματοτσίνορα
της νιόφερτης αυγής τις ανάσες, τη βιάση της ημέρας.
Κι εκεί στον Μώλο π' άνοιγε ο ουρανός τις αυλές του,
στη λίμνη που στραφτάλιζαν οι ομορφιές του κόσμου,
οι φλογισμένες τους ψυχές στήσανε πανήγυρη γιορτάσι,
στο φλοίσβο αντηχήσανε οι χτύποι της καρδιάς τους
και κίναε η ζωή φωτιά στης γης το χοροστάσι.
Με τρεμάμενα χέρια, λόγια λειψά και μάτια σκιαγμένα,
πλάταιναν τους ορίζοντες το "σ' αγαπώ" να χωρέσουν,
ψηλό φτερούγισμα ψυχής, απάντημα μοιρογραμμένο
χωρίς προσδοκίες και ενοχές,δίχως στοιχειώματα και φόβους,
μαρτύριο λυτρωτικό για τ' όνειρο που κούρσευαν αντάμα.
Γιώργος Αλεξανδρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου