Χιλιάδες φαναράκια ταξιδεύουν δίπλα σε θλιμμένους ναυτικούς,
άδειασε η ψυχή τους χρόνους και χρόνους στους ωκεανούς.
Πέρασαν οι μοίρες κι έφυγαν χωρίς να τις καλωσορίσει κανείς,
άμοιρα κι ασυντρόφευτα πλέουν πια τα καράβια.
Ο ωκεανός σιωπηλός περιμένει την ώρα την τελευταία,
βαθαίνει το βλέμμα του καρτερώντας ένα τέλος ανύπαρκτο.
Αγάλματα σημαδεμένα απ’ τις μέρες
ταξιδεύουν στα κύματα,
λέξεις ακατάληπτες στα χείλη τους,
νωπές οι χειρονομίες και οι βηματισμοί.
Τα γλαροπούλια σωπαίνουν,
πόση θυσία ν’ αναστηθούν οι νεκροί!
Γλύπτες δουλεύουν την πέτρα ασυγκίνητοι,
γέρνει ο ήλιος αποσταμένος
στο συρματοπλέγμα ενός άδικου καιρού.
Οι σκιές γυροφέρνουν ανήσυχες,
σπάζει το κύμα στα γυμνά σπαθιά τους.
Φεγγάρια αλητεύουν στις νύχτες,
πουλιά απιθώνουν πλάκες με χρησμούς κι εντολές στα όρη του ορίζοντα.
Περνούν πομπές ηρώων
που ξεχάστηκαν να βγουν απ’ τον χρόνο της ιστορίας,
η σιωπή ανίσχυρη να γαληνέψει τη φουρτούνα
που ολοένα προμηνύουν οιωνοί και πανάρχαια σημάδια.
Οργισμένοι Πήγασοι καλπάζουν προς τ’ αστέρια,
ακόμη δε φάνηκε ο καβαλάρης που τους έταξε την ελευθερία.
Πεσμένα τριαντάφυλλα στον κήπο με το άλικο ηλιοβασίλεμα,
ξεχασμένα τα παραμύθια κωπηλατούν στο άγνωστο.
Ιωάννα Αθανασιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου