Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Lorenzo Lippi, Woman with a Mask, 1640

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ - ΜΑΣΚΕ
 
Στον τελευταίο χορό μεταμφιεσμένων
καθένας θα ντυθεί το τολμηρότερο.
Εδώ τις έχω τις στολές
αναποφάσιστες:
Άγγλος αποικιοκράτης στην Ινδία
συγκλητικός του Κόμμοδου με πλήρη γούστα
λόρδος απρόσιτος σε ιπποδρομίες του Άσκοτ
κρουπιέρης μεγιστάνων στο Λας Βέγκας
ποιητής μιας ρίζας άδικης, ξεριζωμένης.
Αν όμως οι άποικοι ξεσηκωθούν;
Κι αν τα’ όργιο κλείσει μ’ εντολή σφαγής;
Τι πλήξη ο διαρκής θρίαμβος των αλόγων μου!
Πάντα θα παίζουνε και πάντα θα μοιράζω;
Και πώς να μου ριζώσει η ρίζα για καλά,
αν πρώτα δεν την κόψω από τη ρίζα;
Α μπα. Μ’ ό,τι φοράω θα πάω.
Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ
έναν εκ γενετής συνταξιούχο.


 Nancy Zimmerman Art Masks

Ο. Ελύτης - Ο χαρταετός

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη
και όταν έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.
ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση τον μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε-
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
«δεσποινίς» φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·είχανε γενειάδες
και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
«μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι » Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα»
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο
κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση αείποτε μ’ έθρεψε
και αυτό εναπόκειται σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.
Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα
και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)

  Kites by Frostwindz

Ανδρέας Εμπειρίκος - Οι χαρταετοί

Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακρο-
κεραύνεια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασ-
σα και αναγαλλιάζει. Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πε-
τούν το Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι
Χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω
Από την πόλη, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βου-
νών οπι αετοί.
Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους
χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές. Ουράνιοι δράκοι
πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέω-
μα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Είναι η ώρα κάτασπρη, η έκστασις γαλάζια. Η πόλις
αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα,
από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος)

 Girl with Death Mask, 1938 - by Frida Kahlo

Pένα Kαρθαίου -  KAPNABAΛI
O Φλεβάρης έχει βάλει
τη σφραγίδα «καρναβάλι»
κι ύστερα φωνάζει «εμπρός.
τώρα γλέντι και χορός». 

Mύτες γίνονται μυτάρες,
και τα αυτιά γίναν αυτάρες.
Nα μαλλούρες και γυαλάκια
στοματάρες με μουστάκια. 

Kι άνοιξαν κι οι ουρανοί,
σεληνάνθρωποι, Aρειανοί
κατεβήκαν με σβελτάδα
και πατήσαν στην Eλλάδα. 

O Kωστάκης φουστανέλα,
παριστάνει τον Τζαβέλα.
Kαι μια Bλάχα που περνάει
της γιαγιάς ρούχα φοράει.


 The Self Portrait with Masks by James Ensor

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - Αποκριάτικο

Με ξέσκεπα τα στήθια, με κρυμμένα
τα μάγουλα στη μάσκα, τριγυρίζουν
οι βλάχες, οι κοντέσες, και χαρίζουν
ολούθε χαμογέλια ονειρεμένα.
Πιερότοι κι αρλεκίνοι, μ’ αναμμένα
τα μάτια τους, τις γύμνιες αντικρίζουν
και —απόκριση στα γέλια— πλημμυρίζουν
τη γλύκα πά’ στα χείλια τα βαμμένα,
τη γλύκα του φιλιού. Κάποιος ιππότης
με μια που ’ναι ντυμένη σα δεσπότης
—παράξενο ζευγάρι— σιργιανάει.
Κι ο διάολος μες στου ντόμινου τ’ ατλάζι
φιλιά μ’ έν’ αγγελούδι σαν αλλάζει,
ουρλιάζοντας τη μαύρη ουρά κουνάει.



 ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ

1. Πω, πω, τι κρύο κάνει…
επάγωσαν οι μάσκες στις βιτρίνες·
ένα τριμμένο ντόμινο πώς να ζεστάνει
την καρδιά μου την άδεια σαν κι εκείνες;

Είχα μι’ αγάπη που πάει να σβήσει –
δε θα μπορούσε ακόμα να κρατήσει;
Αύριο θα ’χουμε Άνοιξη κι Απρίλη
Κι εμείς δε θα ’μαστε ούτε φίλοι…

Ήταν γραφτό της όμως να πεθάνει
μέσα στην παγωμένη αποκριά,
έτσι απ’ το κρύο, όπως μια γριά
που δεν υπάρχει τίποτε να τη ζεστάνει.

 Venetian Masks Painting by Kiril Stanchev 
( https://fineartamerica.com/)


Σοφία Περδίκη - Η μάσκα 

Με κομμένη την αναπνοή
φοριέται της αναπόλησης η μάσκα.

Απανωτές οι δόσεις μιας ανάμνησης
του μη γενομένου
που λίγου έλειψε και να συμβεί
αφαιρούν προσωρινά
του στήθους το άγχος
κι όπως η μέθη προχωρά
κι όλα θωρούνται
από ψηλά
σα να 'ταν βιωμένα
το χέρι σου θαρρείς
πάνω σε ύλη ακουμπά
ιδρώνει η παλάμη
κι ας κάνει κύκλους στον αέρα.

Τα μάτια ανέφελα
περιεργάζονται την ομορφιά
το σώμα διάγει τον βίο του
ως θα 'πρεπε
από τον Λόγο άκριτα
και η ψυχή πεταλουδόσχημη
ν' ακινητεί
ανάμεσα στο Εδώ και το Εκεί
πριν τυλιχτεί μέσα στης λύπης
το λευκό χαρτί.

Deborah Klein - Moth Mask, 2008


Ιωάννης Πολέμης - ΑΠΟΚΡΙΕΣ

Στάσου, μη μ’ αφήνεις,
κούκλα μου χρυσή.
Έλα δα να γίνεις
μασκαράς και συ…

Τι μεγάλη σκόλη!
Άκου, τραγουδούν!
Μασκαρεύονται όλοι
και χοροπηδούν.

Θέλεις να σου βάλω
ντόμινο μακρύ,
για σπαθί μεγάλο,
κούκλα μου μικρή;

Και δε θα ‘ναι τάχα,
φως μου, πιο καλά
να σε κάνω βλάχα
με φλωριά πολλά;

Όχι, δε μ’ αρέσεις.
Δες τι σου κεντώ.
Ζώνη θα φορέσεις
κι ένα τρικαντό.

Θα σ’ ευχαριστήσω!
Μα τι συλλογάσαι;
Όπως κι αν σε ντύσω
Μασκαράς θε να ‘σαι. 




 Kathy Ostman-The Mask 


Μίλτος Σαχτούρης - Η Αποκριά

«Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.»
(Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα, 1945 – 1971, Κέδρος)

The Carnival 2 by Mona Edulesco

Γ. Σουρής -ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

«Τι θέλει ο λαός αυτός ο αποβλακωμένος,
που μασκαράς ξεκάλτσωτος εβγήκε στο σεργιάνι,
κι εδώ κι εκείθε πιλαλά καταμουντζουρωμένος;
Δεν θέλει τίποτα, καλό μουντζούρωμα του φθάνει
Μουντζούρα για τη μούρη του και άλλο δεν γυρεύει,
ο ίδιος μασκαρεύεται αντί να μασκαρεύει.

Ποτέ τους Κυβερνήτας του δεν θέλει να πειράξει,
κι αν κάποτε με τ’ όνομα του κλέφτη τους στολίζει,
όμως ως κάτω χαιρετά του κλέφτη το αμάξι,
και με τα δυο του γόνατα εμπρός του γονατίζει.
Έπειτα ο κυρίαρχος έχει κι αυτή τη χάρη,
να τρέμει για τη φυλακή, να φεύγει το στιλιάρι.

Μπορεί να μουντζουρώνεται με τιγανιού μουντζούρα,
να γίνεται και γάδαρος, να σέρνεται, να σέρνει,
αλλ’ όχι να φορεί ποτέ και άρχοντος φιγούρα….
δεν αγαπά να δέρνεται, δεν αγαπά να δέρνει.
Αφού αφήνει φανερά καθένας να τον κλέβει,
τι θα κερδίσει τάχατε και αν τους μασκαρεύει;

Για δέτε τι ξεκάλτσωτοι, για δέτε τι μουντζούρα!
για δέτε κι έναν απ’ εδώ με μια κοντή βελάδα,
για δέτε κι άλλον απ’ εκεί με ψεύτικη καμπούρα…
Μπορεί κανείς να μη γελά σε τόση εξυπνάδα;
Γελά ο τάδε κύριος κι η δείνα η κυρία,
μα ξεκαρδίζομαι κι εγώ από την… αηδία.»


Το Φεβρουάριο του 1886, σε μια εποχή που εκφράζονταν φιλοπόλεμες διαθέσεις επηρεασμένες από τη φαντασίωση της "Μεγάλης Ιδέας", ο Αστός έγραφε στο Άστυ για τον πόλεμο του Καρναβαλιού (Δημοσιεύθηκε στις 16.02.1886)

ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

- Ετέλειωσαν τα ψέματα· ο πόλεμος θα γίνει...
- Δε ντρέπεσαι! θα έχουμε παντοτινή ειρήνη!
- Μωρέ θα το βροντήξουμε κι ο κόσμος αν χαλάσει!
- Αϊ! βλέπω έμοιασες και συ του φίλου μου του Βλάση.
Μ' αυτά και άλλα ο καιρός επέρασε και πάει,
Μ' αυτά και πιο χειρότερα και σήμερα περνάει.
Εν τούτοις πριν ο πόλεμος τη μούρη του προβάλει
Ιδού οπού μας έφθασε τρελό το καρναβάλι.
Και τώρα δίχως χρήματα, φτωχοί και φουκαράδες
Εμπρός! Ας γίνουμε λοιπόν και πάλι μασκαράδες.
Εμπρός! Ας το γλεντήσουμε! Αν κι είναι φόβος.... - φρίκη!
Μήπως για πάντα μείνουμε με το μασκαραλίκι!




Κοσμάς Πολίτης -  Στου Χατζηφράγκου

 -«Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.»
Απόσπασμα 


  The Curled Shoe Carnival by Christine Altmann


Κ. ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ -  Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ

Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο! Τι οχλοβοή! τι συρφετός!
Τα τραμ είχανε σταματήσει. Μέσα σε σύννεφα από σκόνη περνούσαν τα λοντώ αργά, τόνα πίσω από τάλλο, γεμάτα ντόμινα μαύρα και τριανταφυλλιά και γαλάζια και κόκκινα και κίτρινα και πράσινα με νταντέλλες μαύρες, μ’ άσπρα γάντια και κάτι μακριές χρωματιστές κορδέλλες κρεμαστές πίσωθε. Φωνές μασκαράδικες. Στραγάλια. Μπουκετάκια. Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το κομφετί. «Εδώ ο χαρτοπόλεμος! Χαρτί και πόλεμος!» Τρόμπες: «ούγου — ού — ου — ου!!»
Τα πεζοδρόμια παστά απ’ τον κοσμάκη που έσερνε πατείς με πατώ σε τα πόδια του μες τον άμμο μια πιθαμή· κι απάνω στα μαύρα ανθρώπινα κύματα: τα τουρλωτά καπέλλα των γυναικώνε σα μαούνες φορτωμένες! — όλα αυτά βουτηγμένα σταλεύρι, τυλιγμένα σ’ ένα σταχτοκίτρινο πέπλο βαρύ και πνιγερό . . . 
 Να κι ο Θεοδοσίου! Ου, σαχλαμάρα! — Μπράβο! μπράβο! του φωνάζουν άλλοι — και δος του τα παλαμάκια από πέρα, όλο το δρόμο πουρχόταν. . : απάνω σ’ ένα γάιδαρο τανάποδα, με του γαϊδάρου την ουρά ανασηκωτή στα χέρια αντίς για γκέμια . . κ’ έκοβε μ’ ένα ψαλλίδι τρίχες απ’ την ουρά και τις μοίραζε στον κόσμο! . . . Απ’ την ουρά κρεμότανε μια επιγραφή: ΕΘΝΙΚΩΝ ΤΑΜΥΟΝ. Πλάι στο γαϊδουροκαβαλλάρη έτρεχ' ένας μουντζουρωμένος παλιάτσος και τούδινε χαρτάκια από ένα πανέρι πούγραφε απέξω: ΜΠΗΛΙΕΤΑΚΕΙΑ. Ο γάιδαρος είχε στο κεφάλι μια σημαία γαλανόλευκη με κόκκινα γράμματα: ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΥΣ. Και στου ίδιου του Θεοδοσίου το φέσι ήτον κολλημένο ένα χαρτί που έλεγε: ΣΙΝΝΑΛΑΓΟΙ. . . Και σφυρίγματα, τρόμπες, χάχανα, τροκάνια, χαρτοπόλεμος, στραγαλιές κατάμουτρα και μαγκαρία και μαρίδα από πίσω ατέλειωτη . . .
. . Και νά πάλι αμάξια με τα αιώνια ντόμινα που έξαφνα σηκώνοντ’ ορθά και ρίχνουνε με λύσσα κατά κάποιο παράθυρο στραγάλια, μπουκέτα, ό,τι τους τύχη στο χέρι . . . Σταναμεταξύ «Μακεδόνες» πεζοί, μισόγυμνοι μες τα χρυσόχαρτα, και «γαμπροί» και «νύφες» που φορούν το σεντόνι του νυφικού τους κρεββατιού για πέπλο και μπουλούκια-μπουλούκια παλιάτσοι με κουδουνάκια . . και ιππότες από όπερες με ισπανικά και περμαντόννες με πορτοκαλλιά κοντοφούστανα και μάγουλα βαμμένα σαν αυγά του Πάσχα και με κατσαρά από ροκανίδια. . . και κάτι διάβολοι κοκκινοφορεμένοι με τις ουρές τους αλλαμπρατσέττα . . .
. . Και πάλι φωνές: «Χα! — χα! — χα! χα!» και τρόμπες και ροκάνες και σφυρίγματα και «Χαρτί και πόλεμος! εδώ ο χαρτοπόλεμος!» και παλαμάκια . . . Κ’ έξαφνα: «Να! να το Κομιτάτο! Έρχονται, έρχονται! Το Κομιτάτο! — . . .»
Τι χαρά! Πώς διασκέδαζε η Λιόλια! Και στριμωγνόταν κοντά-κοντά στο Νίκο, γιατί κάτι άλλοι νέοι, πλάι της και πίσω της, σπρώχνονταν απάνω της όλοι μαζί — για να βγουν πιο μπροστά στο παράθυρο να δουν οι καημένοι κι αυτοί καλύτερα το Κομιτάτο!
. . Σ’ ατέλειωτη σειρά περνούσαν ταμάξια στολισμένα με λουλούδια ψεύτικα κι άλλα μ’ αληθινά, με κορδέλλες πολύχρωμες που κυματίζανε στα κεφάλια των αλόγων, στις ουρές τους, στις ρόδες. . άρματα ντυμένα με χασέδες και κόκκινο λαδόπαννο, φορτωμένα θεούς του Ολύμπου: Ήρες, Αθηνές με δόρατα και Αφροδίτες με χοντρά μπράτσα τριχωτά και με κάτι μόρτηδες Ερμήδες και Ήφαιστους και Γανυμήδηδες, σα να πηγαίνανε με τη σούστα στις Τζιτζιφιές για μπάνιο . . .
. . Νά και μια παρέα ποδήλατα με χρωματιστά χαρτένια τρίγωνα στις ρόδες. . . Και πάλι άμαξες: ωχ, μια ντιστεγκέδικη γεμάτη μαρκησίες και καβαλλιέρους με μπερούκες άσπρες που πετούσαν ματσάκια μενεξέδες . . . Και σταναμεταξύ πάλι κάτι μουντζουρωμένοι με λουλάκι και όχρα, ντυμένοι με προβιές και με κέρατα από σφαχτά στο κεφάλι (Μπρρ! τι αηδία!) — —
Κ’ εξακολουθούσε η σειρά των μασκαράτων πούχαν πάρει βραβείο και βαστούσαν το χαρτονάκι με τον αριθμό ψηλά σ’ ένα κοντάρι. «Νά κι ο πρώτος! Νά κι ο πρώτος αριθμός! Νάτο το πρώτο βραβείο! Μπράβο, μπράβο! Εύγε! Και του χρόνου!»
. . Κι απάνω σε δυο ρόδες πέρασε αργά-αργά μια βαρκούλα όλο από άσπρα τριαντάφυλλα, με το παννάκι της τανοιχτό, στολισμένο κι αυτό με γιρλάντες από γαλανά λουλούδια. . και την τραβούσανε δυο όμορφα ναυτάκια, ζεμένα στο τιμόνι του δίτροχου, και το καθένα κρατούσε στα χέρια του ψηλά από 'να περιστέρι άσπρο που φτεροκοπούσε. . μέσα στη βαρκούλα καθόταν ένα παιδάκι σαν ολόγυμνο, με τρικό ροζ, με φτερούγες στις πλάτες και με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη — ο Έρωτας! — και κρατούσε στα χέρια του σα χαλινάρια τις ουράνιες κορδέλλες πούτονε δεμένα τα περιστέρια. «Α — ά — ά — α!!!» έκανε όλος ο κόσμος καθώς περνούσε και δος του χειροκροτήματα. . . 
 Η Λιόλια χτυπούσε τα χέρια της σαν τρελλή και δάκρυζε απ’ την τόση ομορφιά, την τόση ευχαρίστηση. Ο Νίκος κοντά της! — τόσο κοντά που δεν ανάπνεε άλλον αέρα παρά τη ζεστήν ανάσα του κορμιού της, που σκόρπιζε ολοένα γύρω του ένα μύρο, σαν κάποιο αέρινο και φεγγερό ρευστό, και τα μάτια του — τα παράξενα εκείνα μάτια, τα γαλαζοπράσινα, με τις κόρες τις διπλές και τρίδιπλες σαν άνθη και τον ήσκιο ολόγυρα που τραβούσε σα μαγνήτης, — έπιναν κ’ εκείνα τη λάμψη πούτον απάνω στα μαλλιά και στο πρόσωπο της Λιόλιας σαν ήλιος που μεσημεριάζει απάνω σ’ ανθόφυλλα γλυκά. 
Μα όχι μοναχά της Λιόλιας και τον Νίκου, παρά ολωνών τα πρόσωπα, γύρω τους και στο δρόμο κάτω, δείχνανε σα σουρωμένα από την ηδονή πούχαν αισθανθή, σα νάχαν κρυσταλλώσει απάνω στα χαραχτηριστικά τους ταυλάκια απ’ τα γέλοια κι απ’ τη χαρά που πέρασαν κι έφυγαν, έτοιμα και γι’ άλλη χαρά, μα και για πόνο ακόμα — γιατί ταχνάρια τους δεν παραλλάζουν ολότελα —
. . Πω — πω — πω! τι μεγάλα κεφάλια είναι τούτα! γατίσια, και σκυλλίσια και γουρουνίσια και μούρες πουλιών και καβούκια από σαλιγκάρια με κάτι σωλήνες για κέρατα που ξεπετιούνται, μια πήχη έξω και πιτσιλίζουν τον κόσμο με κολώνια. . . Νά κι Αραπάδες και Βλάχισσες με μικρά Ελληνάκια! Νά και κάτι λεροφορεμένοι απ’ τη Σιγδίτσα με μεγάλους κουβάδες γεμάτους, νερό φωνάζοντας: «Γάλα καλό — ο — ο!»
 . Κυττάτε την εκείνη εκεί! — μια Κυρία της μόδας με σκούπα για βεντάγια, που σηκώνει τις φούστες της ως τα γόνατα και δείχνει, με χίλια τσαλιμάκια, γάμπες ευζωνικές κι αντρίκια χοντροπάπουτσα λαστιχένια με ταυτιά απόξω. . .
. . Και πάλι αμάξια με ντόμινα και σούστες φορτωμένες με μισόγυμνους ανθρώπους τυλιγμένους σε σεντόνια που πήγαιναν τάχατις στο Φάληρο! — κι ο κόσμος τους φώναζε: «Κρύο! κρύο! μπούζι!» — και πάλι μάσκες και κουρελομάνι και χρώματα και χρυσόχαρτα και λουλούδια και γέλοια και φωνές και χαχαρίσματα και σερπαντέν και σκουντιές και τσιμπιές και πατήματα κάλων και κερατιλίκια και στανιά και «Χαρτί και πόλεμος!» και παλαμάκια που δεν παίρνουν τέλος απ’ την μιαν άκρη του δρόμου ίσαμε την άλλη. . .
Αχ, τι ζωή! τι χαρά! Τι όμορφα που είναι! Τι όμορφα!
Κύτταζε η Λιόλια ολοένα, κύτταζε και δε χόρταινε. Γυάλιζαν τα μάτια της απ' την προσδοκία την άσωστη και στο βάθος τους έκαιγε μία φλόγα πηδοχαρούμενη:
— Δε θα περάση κ’ η γκαμήλα; είπε δειλά-δειλά στο Νίκο σάμπως αυτή μονάχα να της έλειπε από την ευτυχία της —
Την άκουσαν από πίσω κάτι νέοι, που όλη την ώρα μασσουλούσαν πασσατέμπο, και χαχανίζανε με τους σπόρους ακατάπιωτους ακόμα μες το στόμα τους.
Κι ο Νίκος καθόταν εκεί ασάλευτος, στριμωγμένος απάνω της, και δεν ήξερε κι αυτός πούθε τουρχόταν τόση χαρά, τέτοιο γούστο για τους μασκαράδες σαν ποτέ του . . . Φρρ! έκαμε μια κορδέλλα από σερπαντέν και πέρασε μια θηλειά γύρω στα κεφάλια του Νίκου και της Λιόλιας που είδαν κ’ έπαθαν ως να ξεμπλεχτούν . . .
Πήρε φωτιά τότες η Λιόλια κι άρχισε να ρίχνη το χαρτοπόλεμο με τις χούφτες απ’ τη σακκούλα του Νίκου σ’ όποιον περνούσε . . κι ο Νίκος πετούσε σερπαντέν. Τους πήραν κάβο μερικοί κάτω απ’ το δρόμο και τους ρίχτηκαν κι αυτοί με λύσσα. . . Κοντοστάθηκε το ρέμα του κόσμου στο πεζοδρόμιο . . . Δυο φίλοι του Νίκου που περνούσανε μέσα σε μια παρέα τονέ γνώρισαν απάνω στο παράθυρο και σταθήκανε:
— Νίκο! Νίκο! Ψτ! Νίκο! — του φώναξε ο ένας τους, ένα παιδί χοντρομπαλάδικο, άσπρο και κόκκινο με ξανθό μουστάκι σα χρυσαφένιο· και σαν είδε πως ο Νίκος τους ένοιωσε, τούκλεισε το μάτι κατά τη Λιόλια, σα να τούλεγε: «Πού την πέτυχες τη μικρούλα; Καλά τα περνάς εσύ αυτού απάνω!»
— Ελάτ’ απάνω· τους φώναξε κι ο Νίκος, καταχαρούμενος.
Έπιασαν τόπο κι αυτοί στο παράθυρο, πίσω απ’ το Νίκο και τη Λιόλια, και βοηθάγανε γερά στον πόλεμο. Πήραν κ’ έδωσαν τώρα τα γέλοια, γιατ’ ήτανε χωρατατζήδες και με κέφια οι φίλοι του Νίκου και δεν άφησαν ούτε μασκαρά, ούτε αμασκάρευτο να μην τον κοροϊδέψουν.
Απόσπασμα 

  Carnival The Carousel by Georges Lemmen 

Μάνος Κοντολέων - [Αποκριάτικη ιστορία]


Ο Δαμιανός καταγράφει στο ημερολόγιο του εμπειρίες και περιστατικά από τη σχολική και την οικογενειακή του ζωή. Με πολύ κέφι μας μιλά για την αδελφή του την Ασπασία, τους γονείς του, τους φίλους του και, κυρίως, για τις «μεγάλες αποφάσεις» του.


Μπορεί η Ασπασία να γκρινιάζει και να λέει πως στο σπίτι μας μέσα δεν κατοικεί μια οικογένεια, αλλά ένας «θίασος ποικιλιών»* (κάτι που εγώ, για να είμαι ειλικρινής, δεν πολυκαταλαβαίνω τι ακριβώς σημαίνει, αλλά πιστεύω πως δεν έχει δίκιο).

Η οικογένειά μας είναι μια σοβαρή οικογένεια που έχει και αρχές και παραδόσεις.

Όλοι μας μοιραζόμαστε τις ευθύνες μας — αυτή είναι η αρχή του μπαμπά.

Όταν σε κάποιον πονά το κεφάλι του, οι υπόλοιποι πρέπει να κάνουν ησυχία — αυτή είναι η αρχή της μαμάς.

Το δωμάτιο του καθενός είναι το βασίλειο του. Κανείς δεν μπαίνει, αν δεν πάρει πρώτα άδεια — αυτή είναι η αρχή της Ασπασίας.

Αν κάνεις μια ζημιά, δε χρειάζεται να την πεις. Άσε τους άλλους να την ανακαλύψουν (μέχρι να γίνει αυτό, η ζημιά θα έχει μικρύνει) — κι αυτή είναι η δικιά μου αρχή.

Αρχές, λοιπόν, έχουμε. Όπως έχουμε και παραδόσεις.

Να, για παράδειγμα, κάθε Μεγάλη Πέμπτη η μαμά φτιάχνει το αγαπημένο της φαγητό, σκορδομακάρονα. Και ο μπαμπάς γκρινιάζει πως όλο το σπίτι βρομά σκόρδο, γι' αυτό κι εκείνος κάθε Μεγάλη Πέμπτη κοιμάται μόνος στον καναπέ του σαλονιού, με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή.

Άλλη παράδοση: Κάθε χειμώνα τη μαμά την πιάνει ένας πόνος στην κοιλιά (συνήθως είναι μετά την Καθαρή Δευτέρα· φταίνε, φαίνεται, τα πολλά τουρσιά που τρώει).

Μια ακόμα παράδοση της Καθαρής Δευτέρας είναι να μην μπορεί ο μπαμπάς να σηκώσει το χαρταετό.

Και, τέλος, μια ακόμα παράδοση που έχουμε στην οικογένεια είναι να φοράμε, η Ασπασία κι εγώ, τις Απόκριες τις φορεσιές που ο μπαμπάς φορούσε όταν ήταν παιδί.

Γενικά, φαίνεται πως ο μπαμπάς ήταν πολύ ήσυχο παιδί. Όλα του τα παιχνίδια έχουν σωθεί και όλες οι αποκριάτικες στολές του διατηρούνται ολοκαίνουργιες.

Ο μάγειρας, που τον φορέσαμε η Ασπασία κι εγώ όταν ήμαστε τριών και τεσσάρων χρονών. Όταν γίναμε πέντε κι έξι χρονών, φορέσαμε τη στολή του πιερότου και κλαίγαμε κάθε φορά που μας τη βάζανε, γιατί έχει πάνω της κάτι κουδουνάκια που μας κάνανε να ντρεπόμαστε. Αλλά ο μπαμπάς είπε πως κι αυτός έκλαιγε, γιατί και σ' αυτόν δεν άρεσαν τα κουδουνάκια. Άρα η στολή του πιερότου με το κλάμα πάνε μαζί —είναι μια δίδυμη

παράδοση. Έπειτα, στα εφτά και τα οχτώ μας χρόνια, είχαμε τη στολή του καουμπόι. Αυτή εμένα μ' ενθουσίαζε, αλλά, απ' ό,τι θυμάμαι, η Ασπασία δεν την ήθελε καθόλου. Προτιμούσε τη στολή μιας νεράιδας, που όμως δεν της την πήρανε για να μη χαλάσει η παράδοση.

Στα εννιά και δέκα μας χρόνια σειρά έχει ο ιππότης. Από εκεί και πέρα η παράδοση σταματά.

Τώρα η Ασπασία, αν αποφασίσει να ντυθεί, μπορεί να βάλει ό,τι στολή θέλει. Από του χρόνου θα μπορώ κι εγώ. Εφέτος όμως πρέπει να υποστώ την παράδοση του ιππότη. Πέρυσι, που ήμουν εννιά χρονών, δεν είχα καθόλου ντυθεί. Μέσα στις Απόκριες είχα πάθει ανεμοβλογιά κι έτσι δεν πήγα σε κανένα πάρτι.

Εφέτος όμως είμαι καλά και προχτές που έκανε το πάρτι της η Σοφία έπρεπε να βάλω τη στολή του ιππότη. Αχ, πώς το άντεξα!

Όχι πως η στολή αυτή είναι άσχημη. Ίσα ίσα, είναι μια καταπληκτική στολή! Έχει όμορφη, βελουδένια μπέρτα, καπέλο με φτερό, θυρεό στο στήθος, έχει κι ένα όμορφο σπαθί. Αλλά έχει και... καλσόν!

«Αδύνατον!», είπα. «Αδύνατον να βάλω εγώ καλσόν. Τέτοια τα φοράνε μόνο οι γυναίκες!».

«Μα τι λες τώρα;», εκνευρίστηκε η μαμά. «Αυτό δεν είναι σαν τα καλσόν που λες».

Καλά τώρα! Μπορεί να μην είναι τόσο διαφανές, αλλά είναι καλσόν. Ο μπαμπάς σκαρφάλωσε στη βιβλιοθήκη του και από το πάνω πάνω ράφι κατέβασε μια εγκυκλοπαίδεια.

«Να!», μου έδειξε κάτι ζωγραφιές ιπποτών. «Δες! Οι ιππότες τέτοια φορούσαν!».

Μα εγώ με τίποτε δεν άλλαζα γνώμη.

«Δε φορώ αυτή τη στολή!», δήλωνα, κι είχα στο νου μου το Γιωργή, που, αν μ' έβλεπε να φορώ καλσόν, έστω και... ιπποτικό, θ' άρχιζε την καζούρα.

Όμως, είπαμε! Παραδόσεις! Πώς να τις αποφύγεις;

Κι έτσι, με το ζόρι σχεδόν, με ντύσανε ιππότη και με πήγανε στο πάρτι.

Δεν ήξερα πώς να κρύψω τα πόδια μου.

Με είδε κι ο Γιωργής κι έβαλε τα γέλια.

«Καλέ, καλσόν φοράς!», είπε.

Του έριξα μια κλοτσιά που τον έκανε να ουρλιάξει.

«Α να χαθείς, βλάκα!», είπε και μου έριξε μια μπουνιά.

Είπα να του απαντήσω με καμιά κουτουλιά, αλλά φοβήθηκα μην πάθει τίποτε το φτερό του καπέλου μου και μετά ποιος θ' άκουγε τον μπαμπά, που θα φώναζε ότι του χάλασα τη στολή κι έτσι θα εμπόδιζα τα μελλοντικά του εγγόνια να συνεχίσουν την ιπποτική μας παράδοση. Μούλωξα, λοιπόν, σε μια γωνιά και πήρα την απόφαση πως θα περνούσα το χειρότερο πάρτι της ζωής μου.

Κι ενώ έτσι σκεφτόμουνα, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού της Σοφίας και μπήκε μέσα η Μυρσίνη. Ε, τότε ήταν που παρακάλεσα ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί!

Νομίζω πως πριν καιρό το έχω γράψει πως η Μυρσίνη μού αρέσει.

Αλλά, όσο κι αν ο Γιωργής με κοροϊδεύει πως είμαι τάχα ερωτευμένος μαζί της, εγώ το ξέρω πως κάτι τέτοιο δε μου συμβαίνει. Οι έρωτες είναι για όσους πάνε στην έκτη ή στο γυμνάσιο. Μου το έχει πει η Ασπασία. «Στην έκτη θα γνωρίσεις τον έρωτα!», μου έχει εξηγήσει, και είναι από τις λίγες φορές που πίστεψα την Ασπασία. Τη Μυρσίνη τη συμπαθώ πιο πολύ από τ' άλλα κορίτσια, αλλά κι αυτή, όπως και τις υπόλοιπες συμμαθήτριές μου, τη βαριέμαι. Τα κορίτσια όλο κουβεντούλες είναι και χαμογελάκια. Γράφουν και κάτι ημερολόγια που δεν είναι σαν κι αυτό εδώ, αλλά είναι γεμάτα από καρδούλες και λουλουδάκια. Αηδίες!

Όμως δεν το ήθελα να με δει σε τέτοιο ρεζίλι. Με καλσόν!

Αλλά η Μυρσίνη με πλησίασε. «Τι είσαι ντυμένος;», με ρώτησε.

Αυτή ήταν ντυμένη «κυρία» και τρόμαξα να τη γνωρίσω, έτσι όπως είχε βαμμένο το πρόσωπο της.

«Ιππότης!», της είπα μέσα από τα δόντια μου και κρατώντας διπλωμένα τα πόδια μου.

«Μα σήκω να σε δω πιο καλά!», μου ζήτησε, κι εγώ κοκκίνισα σαν παντζάρι και σηκώθηκα.

«Α, τι όμορφη στολή!», είπε η Μυρσίνη. «Ο πιο όμορφος ιππότης που έχω δει!».

Πάρ' τα, Γιωργή, βλάκα!

Κι έτσι μου έφυγε το άγχος και πέρασα πολύ ωραία στο πάρτι της Σοφίας.

Αλλά η πιο μεγάλη πλάκα έγινε την ώρα που τελείωνε το πάρτι. Ο Γιωργής είχε ντυθεί λωποδύτης. Καλός ήταν, φορούσε και μια μάσκα που τον έκανε πολύ άσχημο —καλέ, τόσο άσχημος ήταν, που κανένα κορίτσι δεν ήθελε να χορέψει μαζί του, κι έτσι αυτός, για να περνά την ώρα του, έφαγε όλα τα τσιπς και εμείς οι άλλοι, που δεν προλάβαμε να φάμε, για να τον τιμωρήσουμε, δεν τον αφήσαμε να φάει ούτε μια καραμέλα... Πάντως ήταν πετυχημένη η στολή του και κρατούσε κι ένα σίδερο, για ν' ανοίγει, τάχα, τα παράθυρα.

Λοιπόν, όταν τελείωνε το πάρτι, το σκυλί που έχουν στο σπίτι της Σοφίας ξέφυγε από το μπαλκόνι που το είχαν κλεισμένο, και μπήκε μέσα στο σαλόνι και φαίνεται πως, μόλις είδε το Γιωργή, τον πήρε για αληθινό λωποδύτη και του όρμησε.

Έβαλε τις φωνές ο Γιωργής και φώναξε: «Μαμά μου! Μαμά μου!» κι έτρεξε η μαμά της Σοφίας ν' αρπάξει το σκύλο, αλλά ώσπου να τον αρπάξει, αυτός πρόλαβε κι άρπαξε το Γιωργή από το παντελόνι και το έσκισε και φάνηκε το βρακί του Γιωργή· κι όλα εμείς τ' αγόρια γελάσαμε δυνατά κι όλα τα κορίτσια γελάσανε πίσω από τις παλάμες τους και ο μόνος που έκλαιγε ήταν ο Γιωργής που δεν ήξερε και από πού να σταθεί. Πίσω του το παντελόνι ήταν σκισμένο και μπροστά ήταν... βρεγμένο. Είχε, βλέπετε, κατουρηθεί από το φόβο του.

Καλά να πάθει, για να μάθει να μην κοροϊδεύει τις παραδόσεις των άλλων.

Έτσι, λοιπόν, πέρασα στο πάρτι της Σοφίας, κι άντε να δω του χρόνου τι θα ντυθώ, που οι αποκριάτικες παραδόσεις της οικογένειας τελείωσαν.

Σκέφτηκα να φτιάξω μια στολή βρικόλακα και σκέφτηκα να την κρατήσω και μετά, να τη φορέσουν και τα δικά μου παιδιά. Έτσι, για να φτιάξω κι εγώ μια παράδοση σαν τον μπαμπά.

Η Ασπασία, που της το είπα, ενθουσιάστηκε.

«Α, θα τη δίνεις και στα ανίψια σου, δηλαδή στα δικά μου παιδιά;».

«Και γιατί όχι;», της απάντησα. Αν τα παιδιά της Ασπασίας της μοιάσουν, η στολή του βρικόλακα θα τους πηγαίνει θαύμα.

* «θίασος ποικιλιών»: ηθοποιοί του ίδιου θεάτρου, που δε συγχρονίζονται, αλλά ο καθένας κάνει το δικό του. Στο κείμενο αναφέρεται η φράση για να τονιστεί η διαφορετικότητα και η ιδιοτυπία της προσωπικότητας κάθε μέλους της οικογένειας.

Ν. Λαπαθιώτης - Ο ΠΙΕΡΟΤΟΣ

Είμαστε καθισμένοι στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Ήταν η ώρα που αρχίζει και βραδιάζει — ώρα τρυφερή των αναμνήσεων.

Είχα καιρό να πάω να τη δω. Κι ένιωθα ένα είδος τύψεως γι’ αυτή μου την αμέλεια, επειδή ήξερα πως μ’ αγαπούσε εξαιρετικά, και πως ευχαριστείτο πραγματικά στη συντροφιά μου — αν κι εγώ δεν ήμουν απέναντί της, παρά ένα παιδί κάπως υπερβολικά ζωηρό, που αποτελούσε μια φανταχτερή αντίθεση με τη γεροντική της σοβαρότητα, με τη λεπτήν αξιοπρέπεια των τρόπων της, με το επίσημο και τυπικό της φέρσιμο. Μια ερωτική περιπέτεια, που βάσταξε δεν ξέρω πόσους μήνες, με είχε απομακρύνει. Για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, δικαιολογίες δε χωρούσαν. Της είπα, ωστόσο, αρκετά ψέματα: ένα μικρό ταξίδι στην Ευρώπη, κάποιες ασχολίες ιδιαίτερες, έπειτα μιαν αρρώστια ξαφνική…

Με κοίταζε χαμογελώντας, με το λεπτό ειρωνικό εκείνο βλέμμα, το γεμάτο καλοσύνη κι επιείκεια, των ανθρώπων που μας αγαπούν, και που προσπαθούν να μας πιστέψουν. Κι έτσι στα τελευταία, αναγκάστηκα να της φανερώσω την αλήθεια. Της διηγήθηκα όλη μου την ιστορία, απ’ την αρχή ως το τέλος. Δεν παρέλειψα παρά μια μικρή λεπτομέρεια, που ήταν ολόκληρη εις βάρος μου, και που φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να της μειώσει κάπως την εκτίμησή της προς εμένα. Με άκουσε χωρίς διακοπή.

Έπειτα άλλαξα κουβέντα. Της είπα νέα που δεν ήξερε, μερικά κοινωνικά μικροσκανδαλάκια, που τη διασκέδαζαν πολύ.

Εκείνη, όμως, τώρα, δε μιλούσε. Είχε τα μάτια γυρισμένα στο παράθυρο, και κοίταζε τον ουρανό, με τα χλωμά, τα λυπημένα χρώματα. Ο ήλιος ήταν τώρα δίχως φως, ακουμπισμένος σ’ ένα κυπαρίσσι, σα μια μεγάλη σφαίρα πεθαμένη.

Έπειτα γύρισε τα μάτια, και με κοίταξε. Μου φάνηκε πως ήθελε κάτι να πει, και δίσταζε. Έπειτα πάλι κοίταξε τη μελαγχολικήν εικόνα του παραθυριού.

Έξαφνα με ρώτησε:

— Και γιατρευτήκατε τελείως απ’ το αίσθημα;…

Της είπα: ναι, χωρίς περιστροφές.

Κοίταξε πάλι το θλιμμένον ουρανό. Κι έπειτα, σα να νικούσε τον κρυφό της δισταγμό, είπε σιγά, σα να μονολογούσε:

— Κι όμως, εγώ, δεν έχω γιατρευτεί ακόμα…

Περίμενα να μου εξηγηθεί. Η φράση εκείνη, στα γεροντικά εκείνα χείλη —γιατί να το κρύψω;— μου φάνηκε λιγάκι κωμική… Αλλά ο σεβασμός μου προς τη γυναίκα, που αποτελούσε για μένα σαν ένα σύμβολο, σχεδόν ιερό, του Παρελθόντος, μου εξαφάνισε αμέσως από το μυαλό, το ιλαρό συναίσθημα, που πήγε μια στιγμή να γεννηθεί…

Και τότε πάλι, ξαφνικά, σα να της είχα γγίξει, δίχως να το θέλω, κάποια βαθειά και μυστική πληγή —ίσως σ’ αυτό να συντελούσε και η γοητεία, η λεπτή και ακουσία νοσταλγία της υποβλητικής εκείνης ώρας— άρχισε, με τη σειρά της, να μου διηγείται:

— Δεν είχα παντρευτεί ακόμα. Ο πατέρας ζούσε. Το σπίτι μας ήταν πάντα, καθώς ξέρετε, ανοιχτό· ο πατέρας, ακόμα και στα γερατειά του, αγαπούσε πολύ τις διασκεδάσεις. Η μητέρα, όχι και τόσο. Εντούτοις, για να μη χαλάσει το χατίρι του πατέρα, πήγαινε και κείνη μαζί του, στους χορούς. Η κοινωνική μας θέση, άλλως τε, ήταν τέτοια, που οι διασκεδάσεις αυτές έπαιρναν το χαρακτήρα καθημερινών υποχρεώσεων. Γι’ αυτό και το δικό μας σπίτι, καθώς σας είπα, ήταν πάντα ανοιχτό. Δεν υπήρχε ξένος, περαστικός στην πόλη, που να μην το θεωρούσε απαραίτητο, να ρθει να πάρει το τσάι σπίτι, και να μας επισκεφθεί. Η μητέρα μου είχε μια φανερή προτίμηση στον αδελφό μου. Και, όπως συμβαίνει πάντα —για να έρθει ίσως η ισορροπία— ο πατέρας είχε ρίξει όλη τη συμπάθειά του σε μένα. Μ’ έπαιρνε διαρκώς μαζί, και κάθε φορά που πηγαίναμε σε καμιά διασκέδαση, με κρατούσε επιδειχτικά στο πλευρό του. Ήμουν η αγαπημένη του. Κι όμως δεν ήμουν παρά μια κοπελίτσα δεκαεφτά χρονών, άμυαλη και ξένοιαστη για όλα — μια πεταλουδίτσα, έτοιμη να καεί στο πρώτο φως, που θα την τραβούσε με τη λάμψη του… Την ημέρα εκείνη, θυμάμαι, είχα ξυπνήσει δίχως κέφι. Και το βράδυ επρόκειτο να πάμε σ’ ένα χορό. Ήταν η προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Και παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της ηλικίας, ένιωθα πως θα μου ήταν αδύνατο να πάω μαζί τους. Είχα έναν πονοκέφαλο ανυπόφορο — κι ένας πονοκέφαλος, στην ηλικία εκείνη, είναι ήδη μια μεγάλη τραγωδία. Κι έπειτα η μοδίστρα δεν είχ’ έτοιμη τη φορεσιά μου — αυτή που λογάριαζα να βάλω εκείνο το βράδυ. Κι αυτό ήταν η μεγάλη συμφορά. Αργότερα, έμαθα καλύτερα τι θα πει «μεγάλη συμφορά»… Ας είναι. Ο πατέρας ήθελε, σώνει και καλά, να με πάρει. Η μητέρα συμφωνούσε μαζί μου, επειδή και κείνη, όπως συνήθως, έτυχε να μην έχει και μεγάλη διάθεση. Ο Νίκος μόνο χαλούσε τον κόσμο· αυτός ήθελε να πάει στο χορό, οπωσδήποτε, και ήξερε ότι η δική μου αδιαθεσία ήταν ικανή να κάμει τον πατέρα ν’ αλλάξει απόφαση. Στο τέλος, όμως, ο πατέρας δεν επέμεινε. Όταν ήρθε η ώρα που θα πήγαιναν, για πρώτη φορά στη ζωή του πήγε χωρίς εμένα, μόνο με τη μητέρα και το Νίκο. Η βραδιά ήταν αρκετά ζεστή· είχα μισανοιγμένο το παράθυρο (κοιμόμουν μαζί με τη μητέρα), και πλάγιασα νωρίτερα. Θα με είχε πάρει, υποθέτω, ο ύπνος όταν ξύπνησα λιγάκι τρομαγμένη. Ένιωσα μέσ’ στο σκοτάδι, σαν κάτι να ’πεσε στην κάμαρά μου, δίπλα στο κεφάλι μου… Τινάχτηκα, όπως ήμουν. Παρά λίγο να βάλω τις φωνές. Μου φάνηκε σα να ’πεσε, ξαφνικά, δίπλα μου, ένα μικρό πουλάκι πεθαμένο… Άναψα το φως. Ήταν ένα μπουκέτο μενεξέδες… Από πού να έπεσε στην κάμαρά μου; Ο νους μου πήγε αμέσως στο παράθυρο. Πήγα με περιέργεια και κοίταξα. Έξω ήταν ησυχία. Η ώρα ήταν περασμένη. Από μακριά, πολύ μακριά —ξέρετε το πατρικό μου σπίτι; ήταν πολύ μακριά απ’ την πόλη— ακουγόταν, μόλις, η φασαρία της τρελής Αποκριάς· ο ουρανός ήταν γεμάτος φως, από τη λάμψη των ηλεκτρικών. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δε φαινόταν τίποτε στον κήπο. Μια παρέα με μασκαράδες περνούσε με τ’ αμάξι —τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα— αλλ’ αυτή, τώρα μόλις έφτανε μπροστά στη σιδερένια πόρτα· κι εξ άλλου, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη… Δεν ήξερα τι να βάλω με το νου μου. Ποιος να είχε ρίξει το μπουκετάκι αυτό; Κανένα ειδύλλιο νεανικό κάπως τολμηρότερο, δεν είχε πλεχτεί ακόμη γύρω στη ζωή μου. Ήμουν σε μεγάλη απορία. Επειδή όμως η ώρα ήταν περασμένη, κι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να προβάλουν οι δικοί μου, ανέβαλα τη λύση του αινίγματος — αν και με είχε τρομερά βάλει σε πειρασμό… Πλάγιασα, πάλι, αλλά χωρίς να κλείσω μάτι, όλη νύχτα. Φαίνεται, όμως, να κοιμήθηκα στο τέλος. Οι δικοί μου ήρθαν τα χαράματα. Όλη εκείνη τη βδομάδα, δεν έφυγε απ’ το μυαλό μου αυτό το περιστατικό. Βρήκα μια λύση πρόχειρη — αλλά που δε με ικανοποιούσε εντελώς: είπα ότι κάποιος θα είδε το ανοιχτό παράθυρο, και πέταξε, απλούστατα, στην τύχη το μπουκέτο…

Μετά μια βδομάδα, την άλλη Κυριακή, ήμαστε πάλι καλεσμένοι σ’ ένα σπίτι, που θα δεχόταν μασκαράδες. Εκείνο το βράδυ, τελείωναν οι Αποκριές. Δεν είχα πονοκέφαλο, και η τουαλέτα μου ήταν επιτέλους έτοιμη. Πήγα με το Νίκο. Ο πατέρας είχε λείψει λίγες μέρες, για μια επείγουσα δουλειά. Δε θέλησα να βάλω μάσκα. Φορούσα, θυμάμαι, την καινούρια φορεσιά μου — ένα φόρεμα σαξ μεταξωτό, με νταντέλες μαύρες γύρω γύρω: το φόρεμα αυτό υπάρχει ακόμα —καμιά μέρα θα σας το δείξω· το ’χω κλειδωμένο στην παλιά μου την κασέλα, μαζί με χίλια άλλα μπιχλιμπίδια του καιρού εκείνου· είναι φαγωμένο απ’ το σκόρο, οι δαντέλες έγιναν κουρέλι — αλλά δεν θέλησα ποτέ να το πετάξω…

Το βράδυ εκείνο είχα, ίσα ίσα, ένα κέφι εξαιρετικό. Και ήμουν, φαίνεται, εξαιρετικά όμορφη. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, μπορεί κανένας να έχει την ειλικρίνεια ν’ αναφέρει μερικά πράματα, χωρίς να έχει φόβο να παρεξηγηθεί —τι λέτε; Ήμουν τρομερά ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Η φορεσιά μου μού ταίριαζε περίφημα. Κάποιος, εκείνο το βράδυ, μου είχε πει πως έμοιαζα με «γαλανό λουλούδι του αγρού»… Ας είναι! Διασκέδαζα πολύ με τις παρέες που είχαν πλημμυρίσει τις δύο σάλες. Η μουσική έπαιζε τους πιο τρελούς χορούς της εποχής εκείνης — τρελούς, όχι σαν τους δικούς σας, βέβαια, τους τωρινούς, αλλ’ αρκετά, για κείνο τον καιρό… Λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί — σωστός πανζουρλισμός! Ο Νίκος χόρευε χωρίς διακοπή. Εγώ ήμουν ακουμπισμένη στο πιάνο. Είχα παίξει μάλιστα κι ένα κομμάτι —έπαιζα στα νιάτα μου καλούτσικα— και τα λουλούδια, και τα κομπλιμέντα, έπεφταν απάνω μου βροχή. Οι μάσκες με πειράζανε πολύ, κι είχα αρχίσει, πράγματι, να ντρέπομαι λιγάκι. Ήμουν ξαναμμένη απ’ το παίξιμο —ο χορός δε με τραβούσε και πολύ— κι έκανα αέρα, θυμάμαι, με μια βεντάλια —χρυσή και κόκκινη, κι αυτό το θυμάμαι— που βρήκα εκεί δίπλα, αφημένη.

Έξαφνα, μου παρουσιάστηκε ένας πιερότος, που δεν τον είχα δει ως τότε μέσ’ στη σάλα. Φορούσε μισή μαύρη μάσκα. Είχα πάντα φοβερή αδυναμία για τα ρούχα του πιερότου. Ήρθε κοντά μου, και με κοίταξε στα μάτια. Ένα χνούδι μαύρο, απαλό, έσκαζε μόλις απάνω από δυο χείλη λεπτά και ντροπαλά. Δε μου μιλούσε. Όταν το κοίταγμά του το επίμονο άρχισε να με στενοχωρεί, θέλησα να φύγω —αλλά μου έκαμ’ ένα κίνημα τόσο ικετευτικό— ένα μικρό κίνημα απλό και συμπαθητικό — κι αυτό το κίνημα με κάρφωσε στη θέση μου… Τον ρώτησα, με νόημα, τι θέλει. Τα δυο του χείλη, τα ένιωθα να τρέμουν ελαφρά. Δε μου ’δωσε απάντηση. Εξακολουθούσε μονάχα να με κοιτάζει. Έβλεπα δυο μάτια φλογερά, που έριχναν μεγάλες αστραπές. Μου θύμιζαν δεν ξέρω ποιες φωτιές —κάποιες πυρκαϊές που δεν υπάρχουν…

Η στάση του αυτή, η σιγηλή, με στενοχωρούσε πιο πολύ. Έκανα να τραβηχτώ και πάλι —και τότε άπλωσε δειλά το χέρι, και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε —στον καιρό μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη— αλλά και συγχρόνως, μ’ άρεσε στο βάθος… Έμεινα καρφωμένη και τον κοίταζα. Και τότε, δίχως να το περιμένω, μου άπλωσε ένα μικρό χαρτάκι διπλωμένο. Τραβήχτηκα, δίχως να το πάρω. Έκαμα ένα: όχι, με τα μάτια. Και τότε τα δικά του πήραν μια έκφραση λύπης —τόσης, τόσης λύπης, που δεν μπορώ να την ξεχάσω στη ζωή μου… Άμα είδε την επιμονή μου, και την κάπως πειραγμένη —έτσι αυτός θα είπε— κίνησή μου, δεν επέμεινε: άπλωσε μόνο τρεμουλιαστά το διπλωμένο γράμμα στο κερί του πιάνου. Το χαρτί πήρε φωτιά. Μια φλόγα έπαιξε για μια στιγμή κι έπειτα έσβησε. Αυτό ποτέ μου δε θα το ξεχάσω… Και χάθηκε από μπροστά μου, σα σκιά…

Δεν τον ξαναείδα τη βραδιά εκείνη. Η εικόνα του έμεινε, όμως, καρφωμένη στο μυαλό μου. Σε λίγη ώρα μπήκαν νέες μάσκες. Ήμουν ταραγμένη, σαστισμένη. Είχα μιαν ακράτητη επιθυμία να τον ξαναϊδώ από μακριά.

Την ώρα που φύγαμε — κόντευε σχεδόν να ξημερώσει — τράβηξα το Νίκο απ’ το χέρι, και φύγαμε, χωρίς να πούμε καληνύχτα σε κανένα. Όταν πήγα σπίτι, όλ’ αυτά ξαναπέρασαν απ’ το νου μου, σαν όνειρο γλυκό της φαντασίας, με μια πολύ μεγάλη νοσταλγία…

Αυτή η περιπέτεια της χρονιάς εκείνης —όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν φαίνεται— έμεινε για καιρό μέσ’ στο μυαλό μου. Έπειτα, σιγά σιγά, με την ευκολία που ξεχνούν τα νιάτα, άρχισα και γω να την ξεχνώ.

Μετά πέντε μήνες, ακριβώς, ήμουν αρραβωνιασμένη. Δε θέλω να σας κουράσω, με το να σας διηγηθώ εκείνη την ιστορία: τα περιστατικά εκείνα δε σας ενδιαφέρουν. Κι εμένα, τώρα, δε μ’ ενδιαφέρουν. Ένας νέος, πολύ καλός, πολύ συμπαθητικός — αυτός που ύστερα έγινε άντρας μου, τον ξέρετε — με ζήτησε απ’ τον πατέρα. Ο πατέρας τον αγαπούσε — και γω αγαπούσα τον πατέρα. Είπα: ναι, χωρίς να το πολυσκεφθώ. Δεν έχω λόγο, άλλως τε, να παραπονεθώ. Κι έτσι, ένα καλό πρωί βρέθηκα αρραβωνιασμένη… Το καλοκαίρι πήγαμε ταξίδι σ’ ένα νησί. Δε θα ξεχάσω το καλοκαίρι εκείνο. Ήταν το πιο χαριτωμένο, ίσως, καλοκαίρι της ζωής μου: βαρκάδες, ιππασίες, εκδρομές. Ένιωθα τον εαυτό μου περισσότερο ελεύθερο από πάντα — ίσως επειδή επρόκειτο να σκλαβωθώ για πάντα… Αυτό, μπορεί να σας φανεί παράξενο, αλλά έτσι είναι. Τέτοια ήταν η ψυχολογία της στιγμής…

Είχαμε ορίσει το γάμο πολύ σύντομα. Και ο γάμος έγινε λίγο πριν απ’ τις Αποκριές. Επρόκειτο να φύγουμε για την Ευρώπη, αλλ’ αναβάλαμε το ταξίδι, για να περάσουμε το καρναβάλι μαζί με τους δικούς μας.

Το καρναβάλι αυτό ήταν πολύ πιο σοβαρό για μένα. Ήμουν κυρία, και είχα πολύ διαφορετικότερες υποχρεώσεις. Ο άντρας μου μ’ αγαπούσε φοβερά. Εννοούσε, σώνει και καλά, να διασκεδάσω. Πηγαίναμε παντού.

Μια βραδιά — πάλι τελευταία Κυριακή της Αποκριάς — (γιατί τα θυμούμαι τώρα, Θε μου, όλ’ αυτά;) πήγαμε στο σπίτι ενός μακρινού μου συγγενούς. Επρόκειτο, όπως συνήθως, να χορέψουμε. Πήγαμε οι δυο μας — οι άλλοι ήταν καλεσμένοι σ’ άλλο σπίτι. Χόρεψα με πολύ λίγους καβαλιέρους. Κατά τα μεσάνυχτα, μέσ’ στην παραζάλη του χορού, είχα καθίσει πάλι στο πιάνο, κι έπαιξα ένα εύθυμο κομμάτι. Κι ενώ στεκόμουν και μιλούσα με μια φίλη μου, παρουσιάστηκε ο ίδιος ο πιερότος. Μόλις τον είδα, τον θυμήθηκα αμέσως. Έμεινα άφωνη κι εκστατική. Στάθηκε κοντά μου, με τον ίδιο τρόπο. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν αλλαγμένο —σα να είχε σηκωθεί από αρρώστια. Και τα μάτια του ήταν, τώρα, ακόμα πιο λυπημένα· έμοιαζαν, τώρα, σα φωτιές που πρόκειται να σβήσουν. Δεν έχω δει ποτέ μου, στη ζωή μου — και ξέρετε τα χρόνια μου, πιστεύω — μάτια πιο πικρά κι απελπισμένα…

Με κοίταξε και πάλι πολλή ώρα, μ’ ένα βαθύτατο ερωτηματικό. Έτρεμα όλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν ξέρω, έτσι, πόση ώρα πέρασε…

Οι άλλοι χόρευαν, κανένας δε μας πρόσεχε. Δεν έβλεπα τη φίλη μου. Θαρρώ να είχε φύγει μια στιγμή.

Ήμουν έτοιμη να μιλήσω πρώτη, όταν άπλωσε το χέρι ξαφνικά, και μου’ δωσε και πάλι ένα γράμμα, αλλά με τρόπο τόσο σοβαρό, τόσο σοβαρό και λυπημένο… Κι αυτή τη φορά, το πήρα. Και χάθηκε, προτού να του μιλήσω… Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια.

Το πρωί που φύγαμε είχα το γράμμα του κρυμμένο μέσ’ στο στήθος. Το είχα βάλει, βιαστικά, σε μια μικρή τρυπίτσα, δεξιά. Όταν φθάσαμε στο σπίτι, κι έμεινα μόνη, έτρεξα γρήγορα στο φως να το διαβάσω. Έψαξα παντού, και δεν το βρήκα: μου είχε πέσει, φαίνεται, στο δρόμο…

Αυτό είν’ όλο.

Πρέπει τώρα να σας πω, αγαπητέ μου, ότι αυτή η περιπέτεια — όσο κοινή και τιποτένια κι αν τη βρίσκετε— έχει σημαδεμένη τη ζωή μου… Ένα σωρό ερωτήσεις είναι ακόμα μέσα μου: Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δε φάνηκε ποτέ τις άλλες μέρες; Γιατί δε θέλησε να μου φανερωθεί;… Αυτές οι ερωτήσεις με τυράννησαν πολύ, πολύν καιρό. Αν επιμένετε, με τυραννούν ακόμα…

Πολλές φορές είπα με το νου μου, πως η σκιά εκείνη δεν υπήρξε, πως ήταν η μορφή ενός ονείρου…

Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια. Δεν έμαθα ποτέ μου τίποτ’ άλλο. Δεν τόλμησα να υποθέσω τίποτε. Έπειτ’ από κάμποσον καιρό, έμεινα χήρα. Ο πατέρας πέθανε και κείνος, στην Ευρώπη. Σε λίγο, έχασα και τη μητέρα. Εσείς, ακόμα, τότε, ήσαστε παιδί. Έμεινα μόνη. Απ’ την οικογένειά μου, δεν έμεινε παρά ο αδελφός μου.

Κι από τότε, που λέτε, φίλτατέ μου, μήτε που ξαναγάπησα ποτέ μου…

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σταμάτησε να λέει. Η κάμαρα, τώρα, είχε μισοσκοτεινιάσει.

Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα.

Είπε ακόμα, με φωνή πιο σιγανή:

— Πέρασαν πόσα χρόνια από τότε; Σαρανταπέντε χρόνια, ακριβώς…

Έκαμα μια κίνηση μικρή αδημονίας. Εκείνη δε με κοίταζε διόλου. Είχε τα μάτια στυλωμένα στο παράθυρο.

Έπειτα τα γύρισε με μιας, με κοίταξε κατάματα και πάλι, και με φωνή βαθιά, φανατική, φωνή που δεν την ήξερα ως τώρα, φωνή γριάς τρελής ξεμωραμένης, που μου’ δωσ’ ένα ρίγος στην καρδιά, αν και με κόπο βάσταξα τότε, θαρρώ, τα γέλια, (τώρα που τα θυμάμαι όλ’ αυτά, και που εκείνη είναι πεθαμένη, νιώθω μια βαθύτατη μεταμέλεια), με μάτια που δε μ’ έβλεπαν διόλου, πρόσθεσε ακόμα πιο σιγά :

— Και να το δείτε: μια μέρα θα γυρίσει…

Carnival In Venice - Italy Painting by Mauro Puppo

πηγές  https://itzikas.wordpress.com/
http://ola-ta-kala.blogspot.com/
https://www.gutenberg.org/
https://www.kedros.gr/
https://poiimata.com/
http://www.greek-language.gr/
http://www.poiein.gr/
http://akrasakis.blogspot.com/
http://ebooks.edu.gr/












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου