Νομίζω πως, οι ποιητές, ό,τι έχουν να πουν το λένε με τους στίχους τους κυριότατα. Οι θεωρίες τους για την ποίηση, όταν δεν επαληθεύονται από την ίδια τους την ποίηση, όταν δεν γίνονται πράγμα, και πράγμα ποιητικό και κόσμος κόσμον φέρων, είναι σαν την επιταγή χωρίς αντίκρυσμα. «Θεωρία συγχρόνου ποιήσεως», 1956
Ο Άρης Δικταίος (πραγματικό όνομα: Κώστας Κωνσταντουλάκης, 1919 – 8 Μαρτίου 1983) ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1956 (από κοινού με το Γιάννη Ρίτσο) και το Παράσημο Α΄ Βαθμού των Γραμμάτων Κύριλου και Μεθόδιου, από την κυβέρνηση της Βουλγαρίας το 1977. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά Ελλήνων λογοτεχνών.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το 1938 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε ως το 1940, οπότε επιστρατεύτηκε. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε στην Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1945 και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στον Τύπο και το ραδιόφωνο, ως συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας από το 1946 ως το 1951. Μαθητής Γυμνασίου ακόμα δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Νέα Γράμματα και το 1935 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες. Είχε προηγηθεί η αποκηρυγμένη ποιητική συλλογή Στα κύματα της ζωής (1934). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νεοελληνικά Γράμματα, Νέοι Ρυθμοί, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Νέα Πορεία κ.α. Ιδιαίτερα ογκώδες είναι το δοκιμιακό και μεταφραστικό του έργο, ενώ εξέδωσε επίσης ποιητικές και λογοτεχνικές ανθολογίες. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1956 από κοινού με το Γιάννη Ρίτσο και το Παράσημο του Α΄ Βαθμού των Γραμμάτων Κύριλου και Μεθόδιου από την βουλγαρική κυβέρνηση (1977). Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Η ποίηση του Άρη Δικταίου τοποθετείται στη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά της λογοτεχνίας μας, με έντονα τα στοιχεία της υπαρξιακής αγωνίας και επιρροές από τη λογοτεχνική και φιλοσοφική παραγωγή του Jean Paul Sartre.
ΒΙΒΛΙΑ
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2010) Άρης Δικταίος: ανθολόγιο στην ποίησή του, Δοκιμάκης
(1980) Το ταξίδι για τα Κύθηρα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2012) Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας), Κότινος
(2012) Ποιητικές συνομιλίες, Οδός Πανός
(2009) Η κριτική για τον Πέτρο Χάρη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη
(2007) Σύγχρονη ερωτική ποίηση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2003) Για τον Χριστιανόπουλο, Αιγαίον
Μεταφράσεις
(2018) Perse, Saint - John, 1887-1975, Χρονικό, Bibliotheque
(2017) Sagan, Françoise, 1935-2004, Τα θαυμάσια σύννεφα, Αγγελάκη Εκδόσεις
(2013) Nietzsche, Friedrich Wilhelm, 1844-1900, Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα, Δωδώνη
(2013) Schestov, Léon, Η νύχτα της Γεθσημανή: Δοκίμιο για τη φιλοσοφία του Πασκάλ. Το ηθικό πρόβλημα στον Σαίξπηρ. Η αποθέωση του ανεδαφισμού, Δωδώνη
(2012) Nabokov, Vladimir, 1899-1977, Το σκοτεινό αδιέξοδο, Αγγελάκη Εκδόσεις
(2008) Hamsun, Knut, 1859-1952, Η ευλογία της γης, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(2007) Heine, Heinrich, 1797-1856, Χάινε: μεταφράσεις ποιημάτων του, Σοκόλη
(2002) Nietzsche, Friedrich Wilhelm, 1844-1900, Οι διθύραμβοι του Διονύσου, Αιγόκερως
(1999) Rilke, Rainer Maria, 1875-1926, Ποιήματα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1997) Brontë, Charlotte, Ο καθηγητής, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1996) Selingo, Anne - Marie, Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1996) Lorca, Federico García, 1898-1936, Ποιήματα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1994) Hölderlin, Friedrich, 1770-1843, Πάτμος και 30 άλλα ποιήματα, Αιγόκερως
(1993) Sagan, Françoise, 1935-2004, Τα θαυμάσια σύννεφα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1992) Mann, Thomas, 1875-1955, Δόκτωρ Φάουστους, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1989) Mann, Thomas, 1875-1955, Το μαγικό βουνό, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1989) Mann, Thomas, 1875-1955, Το μαγικό βουνό, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1988) Mann, Thomas, 1875-1955, Ο θάνατος στη Βενετία. Τριστάνος. Gladius Dei. Ο νόμος, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1987) Rilke, Rainer Maria, 1875-1926, Έβαλντ Τράγκυ, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1985) Hikmet, Nazim, 122 Ποιήματα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1983) Nietzsche, Friedrich Wilhelm, 1844-1900, Έτσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα, Δωδώνη
(1982) Maugham, William Somerset, 1874-1965, Κουαρτέττο, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. [μετάφραση, επιμέλεια]
(1978) Laxness, Halldor, 1902-1998, Το φως του κόσμου, Δωδώνη
(1977) Gide, André, 1869-1951, Οι κιβδηλοποιοί, Δωδώνη
(1975) Pen, Δωδώνη
(1972) Sagan, Françoise, 1935-2004, Σας αρέσει ο Μπραμς; Τα θαυμάσια σύννεφα, Αγγελάκη Εκδόσεις
(1971) Κλασικά κείμενα της γερμανικής λογοτεχνίας, Δωδώνη
(1960) Giono, Jean, Ανάρρωση, Αιγόκερως
(1956) Mann, Thomas, 1875-1955, Το μαγικό βουνό, Δίφρος
Rilke, Rainer Maria, 1875-1926, Εκλογή από το ποιητικό έργο του Rainer Maria Rilke, Ηριδανός
Nietzsche, Friedrich Wilhelm, 1844-1900, Η γενεαλογία της ηθικής. Οι διθύραμβοι του Διονύσου, Εκδόσεις Γκοβόστη
Hebbel, Friedrich, Ιουδήθ, Δωδώνη
Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία, Αγγελάκη Εκδόσεις
Rilke, Rainer Maria, 1875-1926, Ο βασιλιάς Μπόχους, Εκδόσεις Γκοβόστη
Halévy, Daniel, Φρειδερίκος Νίτσε, Εκδόσεις Γκοβόστη
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μα εσύ Ποίηση
που έντυνες μία φορά τη γυμνή μέθη μας
όταν κρυώναμε καὶ δεν είχαμε ρούχο να ντυθούμε
όταν ονειρευόμαστε, γιατί δεν υπήρχε άλλη ζωή να ζήσουμε
δε θα υπάρξουν πια σύννεφα για να ταξιδέψουμε τη ρέμβη μας;
δε θα υπάρξουν πια σώματα για να ταξιδέψουμε τον ἔρωτά μας;
Μα εσύ Ποίηση
που δεν μπορείς να κλειστείς μέσα σε σχήματα
μα εσύ Ποίηση
που δε μπορούμε να σ᾿ αγγίξουμε με το λόγο
εσύ
το στερνό ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας
σώσε την τελευταία ώρα τούτη τοῦ ἀνθρώπου
την πιο στυγνή και την πιο ἀπεγνωσμένη
που ο Θάνατος
που η Μοναξιά
που η Σιωπή
τον καρτερούν σε μία στιγμή μελλούμενη
✧✧✧✧
ΟΜΟΡΦΙΑ
Ευγενικό ό,τι πέθανεν εδώ,
που στοίχειωσε το πέταγμα των γλάρων.
Αβρόν ό,τι κι αν πέρασε ἀπ᾿ το φάρο
κι έζησε λίγο στην υγράν οδό,
κι ο ψίθυρος ωραόος των επῳδών,
-μνήμης ρᾴθυμο κίνημα βλεφάρων -
για τον αρμονικό θάνατο Ἰκάρων
που ζήσανε τη ζωή των ευ ωδῶν
αιθέρων. Το βήμα άρρωστων παιδιών,
που τους φλογίζει δέος υγρό τα μάτια,
ήρεμα ανησυχεί τα κρύα δωμάτια...
Ὅλα είναι ωραία. Και, μόνον, των φιδιών
το σώμα, νιώθουμε, της αμαρτίας
τα τέκνα, οι ωχροί, οι ξένοι άλλης πολιτείας.
✧✧✧✧
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Δός μου τὴν ἡδονὴ τῆς ἡδονῆς,
ζωὴ τῆς ζωῆς, τῆς μέθης νύχτα,
ὀδύνη.
Τὸ ἐρωτικὸν ἀπόσταγμα μοῦ ἡδύνει
τὴν ὑπερφίαλη σκέψη ποὺ πονεῖ.
Μόνο, τὴ γεύση ἀγάπησα μόνο, ὤ
πονῶ πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴν αἴσθησή του
χώρου
τῆς γῆς, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάκρη αὐτὰ
πονῶ!
Δὲ νιώθω, δὲν αἰσθάνομαι καθὼς
ἄνθρωπος, μὰ αἰσθάνομαι θεὸς
κι ὡς θεὸς ζοῦσα, μεθοῦσα, πλήρης
ἀπὸ ἔρωτα καὶ δόξα κι ὀμορφιά...
Πάνω στὰ σουβλερὰ καρφιά,
σὰν ἀσκητὴς ἔλα κι ἐσὺ νὰ γείρεις,
τὸν ἴλιγγο νὰ δεῖς, τὸ δέος νὰ δεῖς,
νὰ φτάσεις στὴ σιγὴ καὶ στὸ κενὸ
νὰ φτάσεις,
κι ὡς ἄνθος τὸν ἑαυτό σου νὰ μαδεῖς.
Κι ὅταν σταθεῖς στὸ τελευταῖο σκαλὶ
τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ πόνου, ἕνα φιλὶ
ἀπὸ τὴν πεῖρα τὴν τόση νὰ κρατεῖς:
φιλὶ ἄγριο καὶ ζεστὸ νὰ μὲ δαμάσεις.
http://users.uoa.gr/
ΟΜΟΡΦΙΑ
Ευγενικό ό,τι πέθανεν εδώ,
που στοίχειωσε το πέταγμα των γλάρων.
Αβρόν ό,τι κι αν πέρασε ἀπ᾿ το φάρο
κι έζησε λίγο στην υγράν οδό,
κι ο ψίθυρος ωραόος των επῳδών,
-μνήμης ρᾴθυμο κίνημα βλεφάρων -
για τον αρμονικό θάνατο Ἰκάρων
που ζήσανε τη ζωή των ευ ωδῶν
αιθέρων. Το βήμα άρρωστων παιδιών,
που τους φλογίζει δέος υγρό τα μάτια,
ήρεμα ανησυχεί τα κρύα δωμάτια...
Ὅλα είναι ωραία. Και, μόνον, των φιδιών
το σώμα, νιώθουμε, της αμαρτίας
τα τέκνα, οι ωχροί, οι ξένοι άλλης πολιτείας.
✧✧✧✧
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Δός μου τὴν ἡδονὴ τῆς ἡδονῆς,
ζωὴ τῆς ζωῆς, τῆς μέθης νύχτα,
ὀδύνη.
Τὸ ἐρωτικὸν ἀπόσταγμα μοῦ ἡδύνει
τὴν ὑπερφίαλη σκέψη ποὺ πονεῖ.
Μόνο, τὴ γεύση ἀγάπησα μόνο, ὤ
πονῶ πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴν αἴσθησή του
χώρου
τῆς γῆς, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάκρη αὐτὰ
πονῶ!
Δὲ νιώθω, δὲν αἰσθάνομαι καθὼς
ἄνθρωπος, μὰ αἰσθάνομαι θεὸς
κι ὡς θεὸς ζοῦσα, μεθοῦσα, πλήρης
ἀπὸ ἔρωτα καὶ δόξα κι ὀμορφιά...
Πάνω στὰ σουβλερὰ καρφιά,
σὰν ἀσκητὴς ἔλα κι ἐσὺ νὰ γείρεις,
τὸν ἴλιγγο νὰ δεῖς, τὸ δέος νὰ δεῖς,
νὰ φτάσεις στὴ σιγὴ καὶ στὸ κενὸ
νὰ φτάσεις,
κι ὡς ἄνθος τὸν ἑαυτό σου νὰ μαδεῖς.
Κι ὅταν σταθεῖς στὸ τελευταῖο σκαλὶ
τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ πόνου, ἕνα φιλὶ
ἀπὸ τὴν πεῖρα τὴν τόση νὰ κρατεῖς:
φιλὶ ἄγριο καὶ ζεστὸ νὰ μὲ δαμάσεις.
http://users.uoa.gr/
Ερωτικό τοπίο
Καπνίζω στο μαύρο τσιμπούκι μου ένα τοπίο·
κάτω από τ’ ανοιγμένα σκέλια σου ζω ένα τριγωνικό τοπίο·
δεν είσαι πια ο άνθρωπος – πίθηκος·
ένα άλλο τοπίο
πέρα από το μηχανικό αιώνα
ζει επάνω στην επιδερμίδα σου
μόνο δικό σου.
Οι δυο φούχτες σου δίνουν,
εγώ ανάσκελα βλέπω
τον πρωτόγονον έρωτα ωριμασμένο στις κόρες του ματιού σου.
Σε μιαν άκρη της γενέθλιας γης
που τα σφεντάμια θράσεψαν,
μίλησε το ένστικτο την αλήθεια του
δώδεκα χρονών
ως σήμερα κράτησα την αίσθηση κείνη
σφηνωμένος
ανάμεσα στα πόδια σου·
το βρήκα:
τοπίο μόνο από κάκτους, φρακοστάφυλα και σφεντάμια,
από γκρίζα βράχια και ξεροψημένη γη,
από κοράκια και χρυσούς σκαραβαίους,
στον έρωτα σου,
και το καπνίζω
σαν τον πιο εκλεχτό καπνό μου.
Είσαι
εγώ
τα δώδεκα χρόνια μου,
τότε
που δεν ήμουν άντρας,
δεν ήμουν γυναίκα:
άγνωστος χώρος μυστικός.
Σε ζω επιτέλους σεληνιακή νύχτα
σε ζω επιτέλους μυστική σάρκα
σε ζω επιτέλους τοπίο του ενστίκτου
σε ζω επιτέλους, Θεέ,
στη φλύαρη γυμνότητα επάνω
σε ζω επιτ...
σιωπή σιωπή σιωπή!
✧✧✧✧
Ελένη
Πού θα σε βρω; Στην πράσινη άφρη απάνω
του γρασιδιού ν’ απλώνεις τ’ άσπρα χέρια
προς το γαλάζιο, ως γλάροι που ξεχάσαν
το δρόμο το θαλασσινό, ω τοπίο σάρκας
χαμένης στο γρασίδι, ω Πλατυτέρα
από το γαλάζιο τ’ ουρανού, ω Ελένη,
που δε σε δένει ο ύπνος λευκής πέτρας,
μα ζεις, ξυπνάς στα χέρια μου, ως γρασίδι
που η αυγή κινεί τα χέρια του, ω γρασίδι
της σάρκας μου, που αναριπιέσαι στων θαλάσσιων
ελληνικών ανέμων τα περάσματα, ω γρασίδι
που άνοιξη φέρνεις, ω γρασίδι, την Ελένη
που φέρνεις στη φωνή μου, ω τραγούδι
που η μοίρα σου είναι η Ελένη, η Ελένη, η Ελένη!
Δεν είναι αυτή φωνή μονάχα, δεν είναι αίμα
μονάχα, δεν είναι το μίσος ζυμωμένο
μ’ αγάπη μόνο, δεν είναι τραγούδι που τέρπει
μόνο, είναι αλυσίδες που έσπασαν, οι θύελλες
που μουγκρίζουν πάνω από τις στέγες
του θέρους, είναι η κραυγή της θάλασσας
που καταπίνει τα καράβια, είναι η ανάσα
των νέων μανάδων που μαθαίνουν
νέα νανουρίσματα, είναι ο σύθρηνος των ίσκιων
που χάνονται στον Άδη, είναι όλα τούτα
κι άλλα πολλά αμολόγητα, που τα συμπαίνεις,
Ελένη, στην καρδιά μου, για ν’ ανάψεις
την πρεπούμενη φλόγα μες στη νύχτα
του αιώνα, να πάρω γυμνοπόδαρος το δρόμο
και να σε βρω, ω λευκό, ω γαλάζιο, Ελένη!
Εγώ ’μαι ο ανθός κι ο πρόγονος η ρίζα
που χρωματίζει τη φωνή μου, είναι ο πατέρας
μου ο ήλιος που με καίει, είναι ο ουρανός μου
ο αιθέρας που με σέρνει, όλα τα ξέρω
κι ακόμη πιο πολλά αμολόγητα, μα εσύ ’σαι
κι ο ανθός κι η ρίζα, είσαι ο ήλιος, είσαι ο αιθέρας,
είσαι όλα, Ελένη. Μα έχω αχαμνά τα χέρια
για να βολοκοπήσω, κι είναι ο νους μου
νωθρός για τη δουλειά, μα μες στον ήχο
του τραγουδιού μου ζεις, είσαι η λαχτάρα
μου όλη, είσαι ο καημός μου, η πείνα μου είσαι
κι η δίψα μου όλη, Ελένη, είσαι όλα Ελένη,
όσα ποθεί η καρδιά του νιούτσικου το θέρος
που, από το στήθος βγαίνοντας, ξαπλώνει
ανάσκελα κάτω από τ’ άστρα, κι αγναντεύει
μες στον φαρδύ ουρανό ως φρεγάδα ν’ αρμενίζεις
με τα μαλλιά λυμένα, με τα χέρια
απλωμένα, και σαν τραγούδι και σαν κύκνο
κι ως κρίνο πορφυρό κι άλικη φλόγα
στην καθαρή νυχτιά να την τινάξεις,
που άστρο να γίνει, να σε δουν όσοι περνάνε
τις ώρες τους στις φυλακές, όσοι γεννιούνται
για να ξεχάσουν την εκδίκηση, που ως άνθος
ποτίζω τη φωνή μου, ω Ελένη, ω Ελένη, ω Ελένη!
Δε μπορεί μνήμη να’ ναι τούτο, είναι η πεδιάδα
των ασφοδελών, είναι το κρίνο της γενιάς μου,
που ο ήλιος πορφύρισε στη σάρκα μου, ο ήλιος
ο φλογοπόδαρος της μάνας μου και του προγόνου,
είναι οι φωνές, είναι οι φωτιές, το αίμα που αιώνες
κυλούσε πάνω στα μάρμαρα ίσαμε ν’ ανθίσει
στα χείλη μου, ως τραγούδι. Έρημε κύκνε
και κρίνο και τραγούδι, σε γνωρίζω εσένα,
μνήμη, πρωτεϊκή μνήμη, κύκνε, κρίνο,
τραγούδι του παλιού καιρού, αχνό καλοκαίρι
της ανταρσίας της Κρήτης, καλοκαίρι, μνήμη,
που δε θα μάθεις τ’ όνομά μου παρά μόνο
στο έναστρο μέτωπο του απόγονού μου, ω αγόρι
της γενιάς μου, ω φωνή μελλούμενη, αίμα
της Ελένης, ω Ελένη, ω Ελένη, Ελλάδα, μέθη
πρώτη, αιώνια, όσο κι ο κρίνος, όσο ο κύκνος
γεννιέται στο τραγούδι των χειλιών μου,
πέρα απ’ τη γη, απ’ το θάνατο, απ’ την ανταρσία
της Ελένης, πέρα από μένα κι απ’ τον κόσμο,
καθώς ανώφελο τραγούδι, ως κρίνο, ως κύκνος
ανώφελος, ω μέθη, μέθη, μέθη, της Ελένης!
http://www.greek-language.gr/
✧✧✧✧
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΙΚΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Νησί που με κλεις, μικρογραφία του κόσμου
ειρκτή θαλασσίων κιγκλιδωμάτων
ώ πολιτεία άρρωστων πνευμάτων
τη φθαρτή μου ύλη κράτα, μα τη σκέψη δος μου
Ταχυδρομικό έχω μοιάσει περιστέρι
που ανεμοταραχές έχουν πληγώσει
Ω πόλη μου εσύ, τη δύναμη ποιος σου δωσε την τόση
να με πνίγεις μες το βαρύ σου χέρι;
Ώρες μεσονυχτίων τεφρών, στου Μοροζίνη
την κρήνη, φριχτά μ” αφήνετε δεμένο
στους λέοντες. Στο σταυροδρόμι αυτό του τρόμου, δένω
τα όνειρά μου, στον ήχο σας που σβήνει…
Κλάψε! μου λες. Ναι κλαίω δε θέλω πια! Για πρώτη
φοράν, άντρας λογιάζομαι κι ανατριχιάζω
Το ξέρω ώ πόλη : από φτηνό πηλό. είσαι βάζο
και πνίγεις άνθος, την παράδοξη αυτή νιότη…
✧✧✧✧
ΑΡΡΩΣΤΟΙ ΕΦΗΒΟΙ
Εμείς άρρωστοι απ΄όνειρο, νέοι λυμφατικοί
νέοι άρρρωστοι από πόθους κι από λύπη
που η πλήξη την ψυχή μας κατοικεί
γιατί κάθε αγάπη μας λείπει
γράφουμε στίχους τις πίκρες μας, γιατί
μπορεί έτσι να πλανέψουμε τη λύπη
μα ένα βιβλίο μας κι αν εκδόσουμε προς τι,
αφού κάθε αγάπη μας λείπει…
Εμείς ποιητές ακατοίκητων ουρανών
θρόϊσματα φύλλων, κούφιοι χτύποι…
Όλη η ζωή μας ένα ιστόρημα κενόν
αφού κάθε αγάπη μας λείπει…
Της νεότητας η φλόγα απατηλή
ασθενικοί της καρδιάς οι χτύποι…
Κι είμαστε άρρωστοι, αχ άρρωστοι πολύ
γιατί κάθε αγάπη μας λείπει…
http://peneloperas.blogspot.com/
Καπνίζω στο μαύρο τσιμπούκι μου ένα τοπίο·
κάτω από τ’ ανοιγμένα σκέλια σου ζω ένα τριγωνικό τοπίο·
δεν είσαι πια ο άνθρωπος – πίθηκος·
ένα άλλο τοπίο
πέρα από το μηχανικό αιώνα
ζει επάνω στην επιδερμίδα σου
μόνο δικό σου.
Οι δυο φούχτες σου δίνουν,
εγώ ανάσκελα βλέπω
τον πρωτόγονον έρωτα ωριμασμένο στις κόρες του ματιού σου.
Σε μιαν άκρη της γενέθλιας γης
που τα σφεντάμια θράσεψαν,
μίλησε το ένστικτο την αλήθεια του
δώδεκα χρονών
ως σήμερα κράτησα την αίσθηση κείνη
σφηνωμένος
ανάμεσα στα πόδια σου·
το βρήκα:
τοπίο μόνο από κάκτους, φρακοστάφυλα και σφεντάμια,
από γκρίζα βράχια και ξεροψημένη γη,
από κοράκια και χρυσούς σκαραβαίους,
στον έρωτα σου,
και το καπνίζω
σαν τον πιο εκλεχτό καπνό μου.
Είσαι
εγώ
τα δώδεκα χρόνια μου,
τότε
που δεν ήμουν άντρας,
δεν ήμουν γυναίκα:
άγνωστος χώρος μυστικός.
Σε ζω επιτέλους σεληνιακή νύχτα
σε ζω επιτέλους μυστική σάρκα
σε ζω επιτέλους τοπίο του ενστίκτου
σε ζω επιτέλους, Θεέ,
στη φλύαρη γυμνότητα επάνω
σε ζω επιτ...
σιωπή σιωπή σιωπή!
✧✧✧✧
Ελένη
Πού θα σε βρω; Στην πράσινη άφρη απάνω
του γρασιδιού ν’ απλώνεις τ’ άσπρα χέρια
προς το γαλάζιο, ως γλάροι που ξεχάσαν
το δρόμο το θαλασσινό, ω τοπίο σάρκας
χαμένης στο γρασίδι, ω Πλατυτέρα
από το γαλάζιο τ’ ουρανού, ω Ελένη,
που δε σε δένει ο ύπνος λευκής πέτρας,
μα ζεις, ξυπνάς στα χέρια μου, ως γρασίδι
που η αυγή κινεί τα χέρια του, ω γρασίδι
της σάρκας μου, που αναριπιέσαι στων θαλάσσιων
ελληνικών ανέμων τα περάσματα, ω γρασίδι
που άνοιξη φέρνεις, ω γρασίδι, την Ελένη
που φέρνεις στη φωνή μου, ω τραγούδι
που η μοίρα σου είναι η Ελένη, η Ελένη, η Ελένη!
Δεν είναι αυτή φωνή μονάχα, δεν είναι αίμα
μονάχα, δεν είναι το μίσος ζυμωμένο
μ’ αγάπη μόνο, δεν είναι τραγούδι που τέρπει
μόνο, είναι αλυσίδες που έσπασαν, οι θύελλες
που μουγκρίζουν πάνω από τις στέγες
του θέρους, είναι η κραυγή της θάλασσας
που καταπίνει τα καράβια, είναι η ανάσα
των νέων μανάδων που μαθαίνουν
νέα νανουρίσματα, είναι ο σύθρηνος των ίσκιων
που χάνονται στον Άδη, είναι όλα τούτα
κι άλλα πολλά αμολόγητα, που τα συμπαίνεις,
Ελένη, στην καρδιά μου, για ν’ ανάψεις
την πρεπούμενη φλόγα μες στη νύχτα
του αιώνα, να πάρω γυμνοπόδαρος το δρόμο
και να σε βρω, ω λευκό, ω γαλάζιο, Ελένη!
Εγώ ’μαι ο ανθός κι ο πρόγονος η ρίζα
που χρωματίζει τη φωνή μου, είναι ο πατέρας
μου ο ήλιος που με καίει, είναι ο ουρανός μου
ο αιθέρας που με σέρνει, όλα τα ξέρω
κι ακόμη πιο πολλά αμολόγητα, μα εσύ ’σαι
κι ο ανθός κι η ρίζα, είσαι ο ήλιος, είσαι ο αιθέρας,
είσαι όλα, Ελένη. Μα έχω αχαμνά τα χέρια
για να βολοκοπήσω, κι είναι ο νους μου
νωθρός για τη δουλειά, μα μες στον ήχο
του τραγουδιού μου ζεις, είσαι η λαχτάρα
μου όλη, είσαι ο καημός μου, η πείνα μου είσαι
κι η δίψα μου όλη, Ελένη, είσαι όλα Ελένη,
όσα ποθεί η καρδιά του νιούτσικου το θέρος
που, από το στήθος βγαίνοντας, ξαπλώνει
ανάσκελα κάτω από τ’ άστρα, κι αγναντεύει
μες στον φαρδύ ουρανό ως φρεγάδα ν’ αρμενίζεις
με τα μαλλιά λυμένα, με τα χέρια
απλωμένα, και σαν τραγούδι και σαν κύκνο
κι ως κρίνο πορφυρό κι άλικη φλόγα
στην καθαρή νυχτιά να την τινάξεις,
που άστρο να γίνει, να σε δουν όσοι περνάνε
τις ώρες τους στις φυλακές, όσοι γεννιούνται
για να ξεχάσουν την εκδίκηση, που ως άνθος
ποτίζω τη φωνή μου, ω Ελένη, ω Ελένη, ω Ελένη!
Δε μπορεί μνήμη να’ ναι τούτο, είναι η πεδιάδα
των ασφοδελών, είναι το κρίνο της γενιάς μου,
που ο ήλιος πορφύρισε στη σάρκα μου, ο ήλιος
ο φλογοπόδαρος της μάνας μου και του προγόνου,
είναι οι φωνές, είναι οι φωτιές, το αίμα που αιώνες
κυλούσε πάνω στα μάρμαρα ίσαμε ν’ ανθίσει
στα χείλη μου, ως τραγούδι. Έρημε κύκνε
και κρίνο και τραγούδι, σε γνωρίζω εσένα,
μνήμη, πρωτεϊκή μνήμη, κύκνε, κρίνο,
τραγούδι του παλιού καιρού, αχνό καλοκαίρι
της ανταρσίας της Κρήτης, καλοκαίρι, μνήμη,
που δε θα μάθεις τ’ όνομά μου παρά μόνο
στο έναστρο μέτωπο του απόγονού μου, ω αγόρι
της γενιάς μου, ω φωνή μελλούμενη, αίμα
της Ελένης, ω Ελένη, ω Ελένη, Ελλάδα, μέθη
πρώτη, αιώνια, όσο κι ο κρίνος, όσο ο κύκνος
γεννιέται στο τραγούδι των χειλιών μου,
πέρα απ’ τη γη, απ’ το θάνατο, απ’ την ανταρσία
της Ελένης, πέρα από μένα κι απ’ τον κόσμο,
καθώς ανώφελο τραγούδι, ως κρίνο, ως κύκνος
ανώφελος, ω μέθη, μέθη, μέθη, της Ελένης!
http://www.greek-language.gr/
✧✧✧✧
Νησί που με κλεις, μικρογραφία του κόσμου
ειρκτή θαλασσίων κιγκλιδωμάτων
ώ πολιτεία άρρωστων πνευμάτων
τη φθαρτή μου ύλη κράτα, μα τη σκέψη δος μου
Ταχυδρομικό έχω μοιάσει περιστέρι
που ανεμοταραχές έχουν πληγώσει
Ω πόλη μου εσύ, τη δύναμη ποιος σου δωσε την τόση
να με πνίγεις μες το βαρύ σου χέρι;
Ώρες μεσονυχτίων τεφρών, στου Μοροζίνη
την κρήνη, φριχτά μ” αφήνετε δεμένο
στους λέοντες. Στο σταυροδρόμι αυτό του τρόμου, δένω
τα όνειρά μου, στον ήχο σας που σβήνει…
Κλάψε! μου λες. Ναι κλαίω δε θέλω πια! Για πρώτη
φοράν, άντρας λογιάζομαι κι ανατριχιάζω
Το ξέρω ώ πόλη : από φτηνό πηλό. είσαι βάζο
και πνίγεις άνθος, την παράδοξη αυτή νιότη…
✧✧✧✧
Εμείς άρρωστοι απ΄όνειρο, νέοι λυμφατικοί
νέοι άρρρωστοι από πόθους κι από λύπη
που η πλήξη την ψυχή μας κατοικεί
γιατί κάθε αγάπη μας λείπει
γράφουμε στίχους τις πίκρες μας, γιατί
μπορεί έτσι να πλανέψουμε τη λύπη
μα ένα βιβλίο μας κι αν εκδόσουμε προς τι,
αφού κάθε αγάπη μας λείπει…
Εμείς ποιητές ακατοίκητων ουρανών
θρόϊσματα φύλλων, κούφιοι χτύποι…
Όλη η ζωή μας ένα ιστόρημα κενόν
αφού κάθε αγάπη μας λείπει…
Της νεότητας η φλόγα απατηλή
ασθενικοί της καρδιάς οι χτύποι…
Κι είμαστε άρρωστοι, αχ άρρωστοι πολύ
γιατί κάθε αγάπη μας λείπει…
http://peneloperas.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου