ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - 'Αγρυπνες Σιωπές
Είδος - Ποιητική Συλλογή
Εκδόσεις - Βεργίνα
Ετος Έκδοσης - Οκτώβριος 2018
Σελίδες: 60
Σχήμα: 17 Χ 24
ISBN: 978-618-5215-72-9
ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ
Κόκκινα τριαντάφυλλα ανάμεσα στους θάμνους
κι ένα καριοφίλι στα χέρια του ανέμου.
Μικρό σπουργίτι στον ώμο της μέρας,
γλυκό φιλί στα βλέφαρα μιας λεμονιάς.
Ιδρώνει η κόρη με το κανάτι της θάλασσας στον ώμο,
ξεδιψάει η μικρή ροδιά με το χρώμα τ’ ουρανού.
Φωτοστέφανα οι λόφοι με τον ήλιο στα μαλλιά,
τα δέντρα σκυφτά στις λιτανείες του φθινοπώρου.
Κι η βροχή να φέρνει τα δάκρυα της Παναγιάς
στο ποτάμι με τ’ αγάλματα στις όχθες
και οι μέρες να στήνουν καρτέρι στις πυγολαμπίδες.
Ανάσες ζεστές τ’ απομεσήμερα,
τα κορίτσια πίνουν το νερό της σιγαλιάς.
Τα πέταλα χρυσά στα πόδια των αλόγων,
καλπάζουν οι άγιοι να προφτάσουν τους εσπερινούς.
Οι καμπάνες κρεμασμένες στα ψηλά πλατάνια,
οι ήχοι γαληνεμένοι στα ταξίδια των ανέμων.
Τα πεσμένα φύλλα προσευχές των αγγέλων
και τα πουλιά ολοένα να ταξιδεύουν για τη χώρα των ονείρων.
ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Ένας κύκλος χαραγμένος στο χώμα
κι από πάνω του ο αγέρας κι η βροχή
γράφουν προσευχές.
Ένα παιδί μικρό καθρεφτίζεται στα ρυάκια τα κρυστάλλινα,
παίρνει στη χούφτα του λίγο όνειρο απ’ τον ουρανό
και βάφει τα κατάρτια του ήλιου.
Κι η γυναίκα με το πρόσωπο τ’ ανεμοδαρμένο
στέκεται στην κορυφή του λόφου,
κοιτάζοντας την απεραντοσύνη της αγωνίας.
Πώς να χτυπήσουν οι καμπάνες χαρμόσυνα
στη σιωπή της καταιγίδας;
Βαθύ το πηγάδι απ’ όπου ανασύρει ο χρόνος τις πληγές του.
Οι πολεμιστές αντιμέτωποι με το παλαιό άδικο.
Απορούν τα ευαγγέλια για τις λιτανείες της τελευταίας άνοιξης,
ερυθριούν οι κόρες στους αρχαίους ναούς.
Το φεγγάρι καταπίνει μεγάλες μπουκιές την πίκρα,
άργησαν να επιστρέψουν οι αγαπημένοι απ’ το τελευταίο τους ταξίδι.
Τα στασίδια αδειανά στα εξωκλήσια,
πονεμένοι οι άγιοι ξαγρυπνούν στο προσκέφαλο της νύχτας.
Ξεθώριασαν τα ενοικιαστήρια στα σιωπηλά δωμάτια,
κανείς δε θέλει να συγκατοικήσει με τη θλίψη.
Στο πανεράκι με τις προσφορές των εσπερινών
άσπρα γιασεμιά κι αγιόκλημα,
φωτοστέφανα από άγρια μέντα στ’ αθώα κοιμητήρια.
Κι η νύχτα η αξημέρωτη προπομπός των αγγέλων
και τα καράβια όλο να χάνονται στο άγγιγμα του ορίζοντα.
ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Κορίτσια στον δρόμο με τις ιτιές,
με τα δειλινά τα δακρυσμένα στο βλέμμα,
με την αγκάλη γεμάτη μοναξιά.
Αγάπες ξεχασμένες
γερνούν στα στασίδια της νύχτας,
χρόνια πολλά περιμένουν
κάποιο νέο απ’ τα περασμένα φθινόπωρα.
Μάταια όμως.
Κιτρινισμένες φυλλάδες η μοναδική τους συντροφιά
και γράμματα αγάπης πονεμένα.
Κάποιες μέρες δε φτάσανε ποτέ,
κάποιες άνοιξες ψυχορραγούν ακόμα.
Τα ρολόγια στον τοίχο με τις μεγάλες σιωπές
σταματημένα όλα.
Μετέωρες οι ψυχές τους.
Ξέχασαν τα μαντήλια τους οι κοπέλες
που χάθηκαν πίσω από τους ίσκιους.
Χρόνια τις γυρεύουν οι αγαπημένοι τους
στις φωτογραφίες τις ξεθωριασμένες.
Και η νιότη λαβωματιά ανοιχτή
και οι μέρες να μη λησμονούν.
Τα όνειρα αμίλητα στον κήπο με τις τριανταφυλλιές,
τα κορίτσια ακόμη με τα φορέματα της πρώτης χαράς.
Πονούν οι νύχτες απ’ τα τραγούδια τους,
γερνάει ο χρόνος,
χειμώνιασε ο καιρός.
Είναι αργά, πολύ αργά για λήθη
και η μνήμη θολή στην ερημιά.
ΧΡΕΟΣ
Άλλο ένα καλοκαίρι μας αποχαιρετά,
και μεις ξανά σ’ ένα κατάρτι ν’ αγναντεύουμε τις μέρες.
Ακουμπάμε στην κουπαστή της θάλασσας,
τα κύματα μάς παίρνουν μαζί τους.
Ξέφτια της ζωής μας στ’ ανεμοδαρμένα βράχια,
πώς να θρηνήσουμε όταν το πέλαγος λυσσομανά;
Έφυγαν τα μαυροπούλια αμίλητα,
πόση αγάπη να χωρέσει η θλίψη;
Τα καράβια μας σταματούν στη μέση του πελάγους,
τα ταξίδια μας μετέωρα,
ένα χρέος απλήρωτο μάς γεμίζει αγωνία.
Ξεχάσαμε να ρίξουμε σταυρολούλουδα στις μέρες,
δε βάλαμε λαδάκι στο καντηλάκι της θάλασσας.
Αφήσαμε άκλαυτα τα πρόσωπά μας στους ανέμους,
δε σκύψαμε ν’ ανασύρουμε τα πληγωμένα πουλιά
απ’ το πηγάδι του ωκεανού.
Χωρίς πρόσωπο βαδίσαμε στον θάνατο,
κουρσέψαμε, σκληροί, τη ζωή μας.
Χάθηκε ο λυγμός μας στον κάμπο με τα χλωμά στάχυα,
δε λατρέψαμε το σώμα το κεκοιμημένο του μακρινού φθινόπωρου.
Η θυσία των αγέννητων αγγέλων στάλαξε δάκρυ στο παραθύρι μας
και μεις δεν ασπαστήκαμε τους νεκρούς
στο σημείο όπου τους χτύπησε η σφαίρα.
Πόσο πόνο να χωρέσει η ψυχή μας;
Πόσο χρέος θα μας τυραννά;
Γυρίζουμε ξανά και ξανά στις λεύκες
όπου άφησαν τα πουκάμισά τους οι μέρες μας.
Το παράπονο ακούγεται σαν μοιρολόγι,
τ’ αφρισμένα κύματα δεν ημερεύουν.
Πόσο μακριά άραγε είμαστε ακόμη απ’ την ψυχή μας;
ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ
Προχωρούμε με το βάρος μιας ζωής ατιθάσευτης,
με την ευθύνη να ξετυλίγουμε ευλαβικά τις μέρες.
Αδράχνουμε το νήμα του ήλιου,
πλέκουμε τον χρόνο με τις πληγές.
Τα πουκάμισά μας κρεμασμένα στις μέρες,
να μας θυμίζουν τα πουλιά
που ολοένα χάνονται στις χώρες τ’ ουρανού.
Πόσα σχήματα αλλάξαμε;
Πόσα δάκρυα ξεχάσαμε;
Ταξιδεύουμε σε θάλασσες άγνωστες,
η αρμύρα γίνεται νέο δέρμα μας.
Ξεχάσαμε το νυφικό μας στα βράχια της ακρογιαλιάς,
φορέσαμε το χρώμα του ανέμου.
Κλείσαμε στην παλάμη μας το μικρό περιστέρι του ωκεανού,
περπατήσαμε ξυπόλυτοι στην ερημιά.
Ωριμάσαμε μέσα στη μοναξιά του πελάγους,
προσευχηθήκαμε για λίγη γαλήνη.
Και η βροχή πάντα να μας βρίσκει στα μισά του δρόμου,
να τρέχουμε μουσκεμένοι στα μονοπάτια της αγωνίας...
Ευχηθήκαμε πολλές φορές να μη γνωρίζαμε την ευθύνη της ύπαρξης.
Οι ώμοι μας κυρτώνουν απ’ τα φτερά των ονείρων.
Απροστάτευτοι στις καταιγίδες του χειμώνα,
αδύναμοι στα όρη του σεληνόφωτος.
Πώς ν’ αντέξουμε τον πόνο των ξανθών φεγγαριών;
Χάθηκε η νύχτα στα βάθη τ’ ουρανού,
ακόμη μια φορά μάς πήρε μαζί της
η ασπρόμαυρη φωτογραφία της περασμένης νιότης.
Αγγίζουμε το σώμα μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σημάδια του.
Καρφωμένες οι μέρες μας στα μοιρολόγια των δέντρων.
Διαρκώς ανταλλάσουμε τα δευτερόλεπτα με μια χούφτα σκόνη,
τα μάτια μας προσηλωμένα στην άγνωστη πορεία.
Και το πρόσωπό μας ν’ αντέχει τα καπρίτσια των ανέμων,
απρόσμενα νέο στη χάση των ημερών.
Πόσο χρόνο να χωρέσει η μικρή μας ύπαρξη;
Πόση αλήθεια να ζωγραφίσουμε στη διάφανη ψυχή μας;
Κλείνουμε στοργικά στην παλάμη μας
τα πουλιά που χτυπούν το παραθύρι μας,
σπέρνουμε φως στις αφέγγαρες νύχτες.
Ο μίτος της Αριάδνης αστέρι παρήγορο,
αρμενίζουμε με λευκά πανιά για τη χώρα του Μινώταυρου.
Αφήνουμε μαντιλάκια των ευχών
στα κλαδιά της βελανιδιάς με τον μεγάλο δράκο
κι ανεβαίνουμε στο άλογό μας
να προφτάσουμε τον Αϊ-Γιώργη στα βουνά του ήλιου….
ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Σιγανό μουρμουρητό κατεβαίνει με τη θλίψη,
στάζουν αίμα τα ποτάμια τ’ ουρανού,
αλυσίδες σέρνουν κατάδικους στην αγχόνη του ήλιου.
Οι προφητείες σφιχτοκλεισμένες στις παλάμες,
το μαρτύριο του Σίσυφου αιώνιο,
τα γεράκια υφαίνουν το πεπρωμένο.
Βγάζουν το μαύρο ράσο τους οι σκιές,
οι μορφές βαδίζουν αγνές σαν και πρώτα.
Αναρωτιούνται για τους αδικοχαμένους συντρόφους,
κλαίνε πάνω στα μνημεία των πεσόντων.
Στα δημοτολόγια του θλιμμένου ελεγείου,
αναρτώνται πάλι οι φωτογραφίες,
ξέχασε ο χρόνος να πάρει μαζί του τους νεκρούς.
Το τρένο παρασύρει τις μνήμες τις αυτόχειρες εν αγνοία του,
συντρίμμια η θλίψη.
Κατακάθεται η ομίχλη στο πυκνό σκοτάδι,
τα βράχια σκληρά σαν την πίκρα,
και το δάκρυ βουβό στων τυφλών τα μάτια.
Διπλοκλειδώνουν οι ψυχές τις πόρτες,
προσεύχονται για τα παλικάρια
που κοιμήθηκαν ανίδεα στις πεδιάδες με τα θλιμμένα ηλιοτρόπια.
Φτερουγίζουν τρομαγμένα τα πουλιά στ’ άδεια όνειρα,
ξυπνούν οι θύμησες οι μαυροφορεμένες.
Νιάτα στη σειρά απέναντι απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα,
οι σφαίρες τρύπησαν τον χρόνο.
Το μοιρολόγι ξέσπασε μόλις έφτασε η είδηση του χαμού,
κουράστηκαν τα ρολόγια ν’ αγναντεύουν τον θάνατο.
Τα κυπαρίσσια φέρνουν τον άνεμο στα παραθύρια,
τα μυστικά, φυσέκια στις ζώνες των πολεμιστών
που βηματίζουν ανάστατοι στη θλίψη.
Γέμισε ο ουρανός αστέρια που θρηνούν,
τα όνειρα, στεφάνια πεταμένα μιας ξεχασμένης άνοιξης.
Και τα σύνορα ανύπαρκτα στα μονοπάτια τ’ ουρανού,
ανίκανα να βάλουν τέλος
στο μαρτύριο των σταυρωμένων.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΠΟΙΗΤΗ
Στη μνήμη του αγαπημένου μας Δραμινού ποιητή
Νίκου Α. Κωνσταντινίδη
Αγαπημένε ποιητή,
Έφυγες και δάκρυσε το έρημο παραθύρι σου,
έμεινε ορφανό το αγιόκλημα στην άκρη της αυλής σου,
η μοναξιά αναζητάει το χαμόγελό σου.
Τ’ απόβραδα μελαγχολικά πια,
τις νύχτες οι κάμαρες που άφησες πονούν,
απ’ τις χαραμάδες ο άνεμος ψιθυρίζει το μοιρολόγι του,
Η τελευταία σου γραφή γεμάτη στοργή,
τώρα η θλίψη γυροφέρνει στην οδό Κ…..17.
Τα βήματά σου μοναχικά στον δρόμο τον τελευταίο,
γαλήνιος γύρισες και μας χαμογέλασες.
Έσκυψες και φίλησες τα υγρά μας μάτια,
αποχαιρέτησες την πόλη την αγαπημένη.
Γενναίος δρασκέλισες τις πύλες τ’ ουρανού,
χτύπησαν γλυκά οι καμπάνες των αγγέλων.
Μια βαθιά λαβωματιά από ματοβαμμένο ηλιοβασίλεμα
στον κήπο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα,
ένα σμήνος από άγρια πουλιά φτερουγίζουν σαν τρελά.
Έφυγες και μπόρα σκληρή ξέσπασε σαν θρήνος,
σβήστηκαν τα βήματα,
τα γράμματα δε βρίσκουν πια παραλήπτη,
έμεινε μόνο ο αγέρας να φέρνει τη φωνή σου,
έμεινε η αγάπη να ζωντανεύει τη μορφή σου
Είδος - Ποιητική Συλλογή
Εκδόσεις - Βεργίνα
Ετος Έκδοσης - Οκτώβριος 2018
Σελίδες: 60
Σχήμα: 17 Χ 24
ISBN: 978-618-5215-72-9
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ
Κόκκινα τριαντάφυλλα ανάμεσα στους θάμνους
κι ένα καριοφίλι στα χέρια του ανέμου.
Μικρό σπουργίτι στον ώμο της μέρας,
γλυκό φιλί στα βλέφαρα μιας λεμονιάς.
Ιδρώνει η κόρη με το κανάτι της θάλασσας στον ώμο,
ξεδιψάει η μικρή ροδιά με το χρώμα τ’ ουρανού.
Φωτοστέφανα οι λόφοι με τον ήλιο στα μαλλιά,
τα δέντρα σκυφτά στις λιτανείες του φθινοπώρου.
Κι η βροχή να φέρνει τα δάκρυα της Παναγιάς
στο ποτάμι με τ’ αγάλματα στις όχθες
και οι μέρες να στήνουν καρτέρι στις πυγολαμπίδες.
Ανάσες ζεστές τ’ απομεσήμερα,
τα κορίτσια πίνουν το νερό της σιγαλιάς.
Τα πέταλα χρυσά στα πόδια των αλόγων,
καλπάζουν οι άγιοι να προφτάσουν τους εσπερινούς.
Οι καμπάνες κρεμασμένες στα ψηλά πλατάνια,
οι ήχοι γαληνεμένοι στα ταξίδια των ανέμων.
Τα πεσμένα φύλλα προσευχές των αγγέλων
και τα πουλιά ολοένα να ταξιδεύουν για τη χώρα των ονείρων.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Ένας κύκλος χαραγμένος στο χώμα
κι από πάνω του ο αγέρας κι η βροχή
γράφουν προσευχές.
Ένα παιδί μικρό καθρεφτίζεται στα ρυάκια τα κρυστάλλινα,
παίρνει στη χούφτα του λίγο όνειρο απ’ τον ουρανό
και βάφει τα κατάρτια του ήλιου.
Κι η γυναίκα με το πρόσωπο τ’ ανεμοδαρμένο
στέκεται στην κορυφή του λόφου,
κοιτάζοντας την απεραντοσύνη της αγωνίας.
Πώς να χτυπήσουν οι καμπάνες χαρμόσυνα
στη σιωπή της καταιγίδας;
Βαθύ το πηγάδι απ’ όπου ανασύρει ο χρόνος τις πληγές του.
Οι πολεμιστές αντιμέτωποι με το παλαιό άδικο.
Απορούν τα ευαγγέλια για τις λιτανείες της τελευταίας άνοιξης,
ερυθριούν οι κόρες στους αρχαίους ναούς.
Το φεγγάρι καταπίνει μεγάλες μπουκιές την πίκρα,
άργησαν να επιστρέψουν οι αγαπημένοι απ’ το τελευταίο τους ταξίδι.
Τα στασίδια αδειανά στα εξωκλήσια,
πονεμένοι οι άγιοι ξαγρυπνούν στο προσκέφαλο της νύχτας.
Ξεθώριασαν τα ενοικιαστήρια στα σιωπηλά δωμάτια,
κανείς δε θέλει να συγκατοικήσει με τη θλίψη.
Στο πανεράκι με τις προσφορές των εσπερινών
άσπρα γιασεμιά κι αγιόκλημα,
φωτοστέφανα από άγρια μέντα στ’ αθώα κοιμητήρια.
Κι η νύχτα η αξημέρωτη προπομπός των αγγέλων
και τα καράβια όλο να χάνονται στο άγγιγμα του ορίζοντα.
✧ ✧ ✧ ✧
ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Κορίτσια στον δρόμο με τις ιτιές,
με τα δειλινά τα δακρυσμένα στο βλέμμα,
με την αγκάλη γεμάτη μοναξιά.
Αγάπες ξεχασμένες
γερνούν στα στασίδια της νύχτας,
χρόνια πολλά περιμένουν
κάποιο νέο απ’ τα περασμένα φθινόπωρα.
Μάταια όμως.
Κιτρινισμένες φυλλάδες η μοναδική τους συντροφιά
και γράμματα αγάπης πονεμένα.
Κάποιες μέρες δε φτάσανε ποτέ,
κάποιες άνοιξες ψυχορραγούν ακόμα.
Τα ρολόγια στον τοίχο με τις μεγάλες σιωπές
σταματημένα όλα.
Μετέωρες οι ψυχές τους.
Ξέχασαν τα μαντήλια τους οι κοπέλες
που χάθηκαν πίσω από τους ίσκιους.
Χρόνια τις γυρεύουν οι αγαπημένοι τους
στις φωτογραφίες τις ξεθωριασμένες.
Και η νιότη λαβωματιά ανοιχτή
και οι μέρες να μη λησμονούν.
Τα όνειρα αμίλητα στον κήπο με τις τριανταφυλλιές,
τα κορίτσια ακόμη με τα φορέματα της πρώτης χαράς.
Πονούν οι νύχτες απ’ τα τραγούδια τους,
γερνάει ο χρόνος,
χειμώνιασε ο καιρός.
Είναι αργά, πολύ αργά για λήθη
και η μνήμη θολή στην ερημιά.
✧ ✧ ✧ ✧
ΧΡΕΟΣ
Άλλο ένα καλοκαίρι μας αποχαιρετά,
και μεις ξανά σ’ ένα κατάρτι ν’ αγναντεύουμε τις μέρες.
Ακουμπάμε στην κουπαστή της θάλασσας,
τα κύματα μάς παίρνουν μαζί τους.
Ξέφτια της ζωής μας στ’ ανεμοδαρμένα βράχια,
πώς να θρηνήσουμε όταν το πέλαγος λυσσομανά;
Έφυγαν τα μαυροπούλια αμίλητα,
πόση αγάπη να χωρέσει η θλίψη;
Τα καράβια μας σταματούν στη μέση του πελάγους,
τα ταξίδια μας μετέωρα,
ένα χρέος απλήρωτο μάς γεμίζει αγωνία.
Ξεχάσαμε να ρίξουμε σταυρολούλουδα στις μέρες,
δε βάλαμε λαδάκι στο καντηλάκι της θάλασσας.
Αφήσαμε άκλαυτα τα πρόσωπά μας στους ανέμους,
δε σκύψαμε ν’ ανασύρουμε τα πληγωμένα πουλιά
απ’ το πηγάδι του ωκεανού.
Χωρίς πρόσωπο βαδίσαμε στον θάνατο,
κουρσέψαμε, σκληροί, τη ζωή μας.
Χάθηκε ο λυγμός μας στον κάμπο με τα χλωμά στάχυα,
δε λατρέψαμε το σώμα το κεκοιμημένο του μακρινού φθινόπωρου.
Η θυσία των αγέννητων αγγέλων στάλαξε δάκρυ στο παραθύρι μας
και μεις δεν ασπαστήκαμε τους νεκρούς
στο σημείο όπου τους χτύπησε η σφαίρα.
Πόσο πόνο να χωρέσει η ψυχή μας;
Πόσο χρέος θα μας τυραννά;
Γυρίζουμε ξανά και ξανά στις λεύκες
όπου άφησαν τα πουκάμισά τους οι μέρες μας.
Το παράπονο ακούγεται σαν μοιρολόγι,
τ’ αφρισμένα κύματα δεν ημερεύουν.
Πόσο μακριά άραγε είμαστε ακόμη απ’ την ψυχή μας;
✧ ✧ ✧ ✧
ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ
Προχωρούμε με το βάρος μιας ζωής ατιθάσευτης,
με την ευθύνη να ξετυλίγουμε ευλαβικά τις μέρες.
Αδράχνουμε το νήμα του ήλιου,
πλέκουμε τον χρόνο με τις πληγές.
Τα πουκάμισά μας κρεμασμένα στις μέρες,
να μας θυμίζουν τα πουλιά
που ολοένα χάνονται στις χώρες τ’ ουρανού.
Πόσα σχήματα αλλάξαμε;
Πόσα δάκρυα ξεχάσαμε;
Ταξιδεύουμε σε θάλασσες άγνωστες,
η αρμύρα γίνεται νέο δέρμα μας.
Ξεχάσαμε το νυφικό μας στα βράχια της ακρογιαλιάς,
φορέσαμε το χρώμα του ανέμου.
Κλείσαμε στην παλάμη μας το μικρό περιστέρι του ωκεανού,
περπατήσαμε ξυπόλυτοι στην ερημιά.
Ωριμάσαμε μέσα στη μοναξιά του πελάγους,
προσευχηθήκαμε για λίγη γαλήνη.
Και η βροχή πάντα να μας βρίσκει στα μισά του δρόμου,
να τρέχουμε μουσκεμένοι στα μονοπάτια της αγωνίας...
Ευχηθήκαμε πολλές φορές να μη γνωρίζαμε την ευθύνη της ύπαρξης.
Οι ώμοι μας κυρτώνουν απ’ τα φτερά των ονείρων.
Απροστάτευτοι στις καταιγίδες του χειμώνα,
αδύναμοι στα όρη του σεληνόφωτος.
Πώς ν’ αντέξουμε τον πόνο των ξανθών φεγγαριών;
Χάθηκε η νύχτα στα βάθη τ’ ουρανού,
ακόμη μια φορά μάς πήρε μαζί της
η ασπρόμαυρη φωτογραφία της περασμένης νιότης.
Αγγίζουμε το σώμα μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σημάδια του.
Καρφωμένες οι μέρες μας στα μοιρολόγια των δέντρων.
Διαρκώς ανταλλάσουμε τα δευτερόλεπτα με μια χούφτα σκόνη,
τα μάτια μας προσηλωμένα στην άγνωστη πορεία.
Και το πρόσωπό μας ν’ αντέχει τα καπρίτσια των ανέμων,
απρόσμενα νέο στη χάση των ημερών.
Πόσο χρόνο να χωρέσει η μικρή μας ύπαρξη;
Πόση αλήθεια να ζωγραφίσουμε στη διάφανη ψυχή μας;
Κλείνουμε στοργικά στην παλάμη μας
τα πουλιά που χτυπούν το παραθύρι μας,
σπέρνουμε φως στις αφέγγαρες νύχτες.
Ο μίτος της Αριάδνης αστέρι παρήγορο,
αρμενίζουμε με λευκά πανιά για τη χώρα του Μινώταυρου.
Αφήνουμε μαντιλάκια των ευχών
στα κλαδιά της βελανιδιάς με τον μεγάλο δράκο
κι ανεβαίνουμε στο άλογό μας
να προφτάσουμε τον Αϊ-Γιώργη στα βουνά του ήλιου….
✧ ✧ ✧ ✧
ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Σιγανό μουρμουρητό κατεβαίνει με τη θλίψη,
στάζουν αίμα τα ποτάμια τ’ ουρανού,
αλυσίδες σέρνουν κατάδικους στην αγχόνη του ήλιου.
Οι προφητείες σφιχτοκλεισμένες στις παλάμες,
το μαρτύριο του Σίσυφου αιώνιο,
τα γεράκια υφαίνουν το πεπρωμένο.
Βγάζουν το μαύρο ράσο τους οι σκιές,
οι μορφές βαδίζουν αγνές σαν και πρώτα.
Αναρωτιούνται για τους αδικοχαμένους συντρόφους,
κλαίνε πάνω στα μνημεία των πεσόντων.
Στα δημοτολόγια του θλιμμένου ελεγείου,
αναρτώνται πάλι οι φωτογραφίες,
ξέχασε ο χρόνος να πάρει μαζί του τους νεκρούς.
Το τρένο παρασύρει τις μνήμες τις αυτόχειρες εν αγνοία του,
συντρίμμια η θλίψη.
Κατακάθεται η ομίχλη στο πυκνό σκοτάδι,
τα βράχια σκληρά σαν την πίκρα,
και το δάκρυ βουβό στων τυφλών τα μάτια.
Διπλοκλειδώνουν οι ψυχές τις πόρτες,
προσεύχονται για τα παλικάρια
που κοιμήθηκαν ανίδεα στις πεδιάδες με τα θλιμμένα ηλιοτρόπια.
Φτερουγίζουν τρομαγμένα τα πουλιά στ’ άδεια όνειρα,
ξυπνούν οι θύμησες οι μαυροφορεμένες.
Νιάτα στη σειρά απέναντι απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα,
οι σφαίρες τρύπησαν τον χρόνο.
Το μοιρολόγι ξέσπασε μόλις έφτασε η είδηση του χαμού,
κουράστηκαν τα ρολόγια ν’ αγναντεύουν τον θάνατο.
Τα κυπαρίσσια φέρνουν τον άνεμο στα παραθύρια,
τα μυστικά, φυσέκια στις ζώνες των πολεμιστών
που βηματίζουν ανάστατοι στη θλίψη.
Γέμισε ο ουρανός αστέρια που θρηνούν,
τα όνειρα, στεφάνια πεταμένα μιας ξεχασμένης άνοιξης.
Και τα σύνορα ανύπαρκτα στα μονοπάτια τ’ ουρανού,
ανίκανα να βάλουν τέλος
στο μαρτύριο των σταυρωμένων.
✧ ✧ ✧ ✧
ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΠΟΙΗΤΗ
Στη μνήμη του αγαπημένου μας Δραμινού ποιητή
Νίκου Α. Κωνσταντινίδη
Αγαπημένε ποιητή,
Έφυγες και δάκρυσε το έρημο παραθύρι σου,
έμεινε ορφανό το αγιόκλημα στην άκρη της αυλής σου,
η μοναξιά αναζητάει το χαμόγελό σου.
Τ’ απόβραδα μελαγχολικά πια,
τις νύχτες οι κάμαρες που άφησες πονούν,
απ’ τις χαραμάδες ο άνεμος ψιθυρίζει το μοιρολόγι του,
Η τελευταία σου γραφή γεμάτη στοργή,
τώρα η θλίψη γυροφέρνει στην οδό Κ…..17.
Τα βήματά σου μοναχικά στον δρόμο τον τελευταίο,
γαλήνιος γύρισες και μας χαμογέλασες.
Έσκυψες και φίλησες τα υγρά μας μάτια,
αποχαιρέτησες την πόλη την αγαπημένη.
Γενναίος δρασκέλισες τις πύλες τ’ ουρανού,
χτύπησαν γλυκά οι καμπάνες των αγγέλων.
Μια βαθιά λαβωματιά από ματοβαμμένο ηλιοβασίλεμα
στον κήπο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα,
ένα σμήνος από άγρια πουλιά φτερουγίζουν σαν τρελά.
Έφυγες και μπόρα σκληρή ξέσπασε σαν θρήνος,
σβήστηκαν τα βήματα,
τα γράμματα δε βρίσκουν πια παραλήπτη,
έμεινε μόνο ο αγέρας να φέρνει τη φωνή σου,
έμεινε η αγάπη να ζωντανεύει τη μορφή σου
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Ιωάννα Αθανασιάδου, φιλόλογος στη Β/βάθμια Εκπαίδευση Δράμας, μέλος της Ε.Λ.Β.Ε (Ένωσης Λογοτεχνών Β. Ελλάδος) και της Αμφικτυονίας Ελληνισμού (πολιτιστικός- κοινωνικός διεθνής φορέας), έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: ΨΙ ΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ (ιδιωτική έκδοση, Δράμα 2013, βελτιωμένη έκδοση απ’ τις εκδόσεις Βεργίνα 2017), ΣΩΜΑ ΦΥΛΑΧΤΟ, εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2015, ΛΟΓΟΥ ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ, εκδόσεις Βεργίνα 2017. Ποιήματά της έχουν βραβευθεί σε ποιητικούς διαγωνισμούς και μεταφραστεί στα ιταλικά, ενώ ποιήματα και κριτικογραφίες της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικές σελίδες και περιοδικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου