Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Ο ΥΠΝΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Το  βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να  κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.
Τάσος Λειβαδίτης 


Night and Sleep - Evelyn de Morgan (1878).

Κατερίνα Αγγελάκη  Ρουκ - Στον τόπο αυτό ύπνος και ξημερώματα

Ποια είναι η ώρα κοντά στα ξημερώματα
που με τ' όνειρο φτάνω στον γκρεμό
και πέφτω, πέφτω
χωρίς το σώμα μου;
Όλοι οι θάνατοι εδώ σκηνοθετούνται
απ' τους ανθρώπους
ακούγεται η ανάσα των φύλλων
νέα πουλιά αντικαθιστούν τα χτεσινά
με μια ψυχή
μ' ένα πέταγμα
θα τραγουδήσουν.
Πού βρίσκομαι τη στιγμή εκείνη
τη μόνη που βαραίνει
τη μόνη που δείχνει τη μεγάλη περιπέτεια
πού βρίσκομαι σαν μου αφαιρούν
μου αφαιρούν
μιαν άνοιξη την κάθε νύχτα
και δεν αγγίζω την κοιλιά
που γεννάει
την πεταλούδα που ξεραίνεται;
Ηλικίες!
Είναι όλες φτωχές οι ηλικίες
κι αυτά τα δεκαοκτώ
τόσο λίγο φωτίζονται από το άλλο θαύμα
τόσο λίγο γεύονται το σκοτάδι
κι ούτε που ζυγίζουν
του ζώου την αξία
του ζώου τη φύση την αιώνια.
Κάτι σαν τύφλωση η αθωότητα
κι οι άγιοι ξεμωραμένοι
υψώνουν χαρταετό
πέρα απ' την ατμόσφαιρα.
Την ώρα εκείνη
που με το λύκο τη συνταιριάζουν οι ποιητές
την ώρα εκείνη
το σώμα μόνο τη γνωρίζει
σφαδάει, γρυλίζει
σκουραίνει ο ουρανός του ύπνου
χίλιες φορές πεθαίνω
εγώ, εσύ
όσο να ξημερώσει.


Felice Casorati -Tα όνειρα της ροδιάς. 1912-1913.


Κατερίνα Αγγελάκη  Ρουκ  - Ο Ύπνος

Τα όνειρα απλώνονται
επάνω μας τη νύχτα
μ’ όλο τον τρόμο της ζωής
με σφίγγεις με φωνάζεις
πνιγμένοι π’ αγκαλιάζονται
στο τελευταίο κύμα.
Φανταχτερή κουρτίνα
η ομορφιά που λατρέψαμε
τραβιέται μες στη νύχτα
απεικονίζεται στο μαύρο
η απειλή γύρω απ’ τα σώματα
κι όλες οι πράξεις
π’ αφήσαμε μισές τη μέρα
ξανάρχονται να μας αποτελειώσουν
στο σκοτάδι.
Μακαρίζω τους νευρωτικούς
τους φοβισμένους
που μι’ αμυχή, μια σκιά, μια υποψία
τους κυριεύει το μυαλό.
Εγώ δεν έχω παρά το θάνατο
απλό, καθαρό, στρογγυλό
μια βεβαιότητα
που κάθεται στο στήθος.
Κοιμάσαι δίπλα μου
με το αρυτίδωτό σου πρόσωπο
σαν ανοιξιάτικο πανί
που πλέει μες στον ύπνο.
Σε αγγίζω
κι όπως η ανάσα σου δροσερή
χαϊδεύει τη σκέπη του ονείρου
ακόμα λίγο ήλιο παίρνω, λίγο νερό
πριν μες στο κώμα αρχίσει
ατέρμονη η επιστροφή
στις ρίζες του φθαρτού.







Sleep and His Half Brother Death 1874 by John William Waterhouse

Γιάννης Βαρβέρης - Σχέδιο ύπνου


Τελευταία νυστάζω.
Στάζω τον ύπνο σε ό,τι κάνω.
Εγώ που δεν γνωρίζω στο λεκανοπέδιο άλλον
ευφυέστερο από μένα
θέλω να κοιμηθώ.

Νύσταξα να καταλαβαίνω
το καταλαβαίνω.
Δεν έχω άδικο.
Λοιπόν καλώς νυστάζω.
Αλλά δεν έχω ύπνο.

Κι έτσι δεν κάνω άλλο
απ’ το να περιφέρω μια υπνηλία
στις συναναστροφές
μια κατανόηση από κόπωση
και μια γλυκιά παραίτηση
που μοιάζει απαίτηση
να με κατανοούν.

Έτσι, χρόνια στην ίδια αυτή υπνηλία
δε θα το καταλάβω αν κατανόησαν
κι αν νύσταζα ή δε νύσταζα
σαν θα με πάρει ο ύπνος.




Χυτή προτομή του Ύπνου στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ύπνος

Πάνω στο λόφο σού ‘στρωσα πευκοβελόνες
κι έριξα πάνω τους αχτίδες ήλιου κι από πάνω
σου ‘στρωσα ένα χαμόγελο να μην κόβεται το κορμί σου.

Κι είπα στο χρόνο να μη σε ξυπνήσει.
Ή, πιο καλά, να σε ξυπνήσει όσο μπορούσε αργότερα,
γιατί πολλές φορές τα πράγματα γίνονται μια φορά
κι ας είναι οι μέρες όλες ίδιες και ο ήλιος αιώνιος.
Από τη συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι (1957)



 Ο Θάνατος και ο Ύπνος μεταφέρουν το νεκρό κορμί του Σαρπηδόνα. Παράσταση από ερυθρόμοφρο κύλικα των αρχών του 5ου αι. π.Χ., Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο

Μιχάλης Γκανάς -  από τον Ύπνο του Καπνιστή

Ἡ διάρκεια εἶναι πάθος.

Ἰδιαίτερα στην ἀγάπη.
Σοῦ το λέω ἐγώ που   αγαπώ
τόσους ἀνθρώπους ἐπί  τόσα χρόνια
χωρίς να το   ξέρουν.
Μεταξύ μας για μένα τούς ἀγαπῶ.
Μοῦ κάνει καλό.
Ὅπως ἠ ἀγάπη μου για σένα φέρ’ εἶπεῖν.
Με κάνει καλύτερο.
Καλύτερο και από   σένα ἐνίοτε.
Ἔλα, σε πειράζω.

Δῶσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Εἶναι παλτό ξεκούμπωτο ἡ νύχτα
προβιά σφαγμένου ζώου που ἀνασαίνει ἀκόμα.
Κοιμήσου· ἡ καρδιά μου ξαγρυπνᾶ.
(Από τη συλλογή «Ο ύπνος του καπνιστή», Εκδόσεις Καστανιώτη 2003)



 In the Arms of Morpheus
Sir William Ernest Reynolds-Stephens - 1894


Πωλ Ελυάρ - Ηθική του ύπνου


Τα συρματοπλέγματα είναι απλωμένα τα δεσμά μου επιτελούν το έργο τους
Τα μαλλιά σου να λύνουν τον πιο βαθύ πόνο
Θα ψαλιδίσω τα ερέβη
Του δωματίου μου που στενεύει
Μα θα μπορούσα να διαλύσω το πάτωμα γύρω μου
Να ξαναβρώ τις λεπτομέρειες την κίνηση κάθε βήμα
Την κάτωχρη ή λαμπερή πηγή
Τον ποταμό την περηφάνεια
Την ανάλαφρη γέφυρα
Ένα ρεύμα τον ωκεανό
Τη υπερβολικά φωτεινή σάρκα
Την οθόνη του ουρανού που λάμπει
Τον καρπό την ανάσα την υγεία
Ενός σώματος που δε θα φθαρεί

Καθρέφτης η γαμήλια λίμνη
Καρδιά κι εμφάνιση κοινά
Τα βλέφαρά μου το μέτωπό μου πέπλα επιθυμίας
Φανερώνουν ακόμη την αθωότητά μου

Η χλωρίδα είναι πάνω στο λουλούδι
Είμαι πάνω στο νερό μπαίνω στο νερό
Τακτοποιώ τις έρημες όχθες
Θα έχω νέα σου
Αν μπω βαθιά στον ήλιο.»
(1946 – Αδιάκοπη ποίηση)




 Jean-Bernard Restout -  Morpheus, ca.1771

Πωλ Ελυάρ - ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ

Να κοιμάσαι
με τον ήλιο στο ένα μάτι και με το φεγγάρι στο άλλο
μ’ έναν έρωτα στο στόμα κι ένα ωραίο πουλί μέσ’ στα
μαλλιά

στολισμένη σαν τους κάμπους, σαν τα δάση, σαν τη θάλασσα
στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου.

Να φεύγεις και να χάνεσαι
μέσ’ απ’ τους κλώνους των καπνών και τους καρπούς του
ανέμου

πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμου
γερά πιασμένη από του ποταμού τους μυώνες

και μιαν έγνοια, τη στερνή, στην καινούρια σου όψη επάνω.

Πωλ Ελυάρ, μτφρ. Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)



Sleeping Endymion, 1756, by Nicolas-Guy Brenet


Οδυσσέας  Ελύτης  - Ο ύπνος των γενναίων

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα’ φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το’ να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κά-
λυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος…

Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πό-
λου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.
(Ο. Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος)




Carl White - Hypnos


Οδυσσέας Ελύτης - ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια
δέντρα του εσύ αναπνέεις
Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλα
σου μια φωτιά σκορπίζεται
Μέσα σου με παρμέν’ από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει
ο κόσμος των εικόνων
Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από
το αναλλοίωτο άστρο
Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα
στερέωμα
Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα
Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου
Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί
τις πύλες της αυγής
Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία
η χορταριασμένη ανάμνηση
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει
παρά να ‘ναι ο άνθρωπος
Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!






 Giulio Carpioni  - The Kingdom of Hypnos


Νίκος Καρούζος -  Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ ΥΠΝΟΣ


Έχω αποχτήσει – δεν ξέρω πως – έναν περίεργο ηλεκτρονικό υπολογιστή, που μέσ’ από μια χαλύβδινη χοάνη αποκρίνεται σε κάθε προγραμματισμό με απερινόητες υλικές απαντήσεις. Τις τελευταίες μέρες προγραμμάτισα στον περίεργο υπολογιστή μου κατσαρίδες – όχι πραγματικές, αλλά φωτογραφημένες απάνω σε σπάνιο γαλάζιο χαρτί – κι απ’ τη χαλύβδινη χοάνη εβγήκαν άφθονα πολλών ειδών πολύχρωμα λουλούδια. Μετατοπίζομαι τότε στη λογική και λέω: αυτό μπορεί να λύσει το οικονομικό μου πρόβλημα. θα προμηθεύω λουλούδια, υπέροχα και πάμφθηνα, στ’ ανθοπωλεία. Όπερ και εγένετο. Αποτέλεσμα τώρα πια να βγάζω καλό μεροκάματο. Θέλει όμως μεγάλη ομολογουμένως προσοχή. Δεν πρέπει να προγραμματίζω πολύ συχνά. Για να μην προκαλώ απορίες και κάποτε μαθευτεί πώς παράγω τόσες ποσότητες εκπληχτικά λουλούδια. «Θα ’χεις έκταση, ε;» με ρώτησε μια μέρα, παρατηρώντας τ’ αγροτικά μου ρούχα, ο ανθοπώλης. «Καθένας με το δικό του τρόπο» λέω. Από κείνη τη μέρα τρομοκρατήθηκα κι αποφάσισα λιγότερες ποσότητες. Ας μην είμαι άπληστος. ας χάσω και λίγο, σκέφτηκα. Ύστερα, πρέπει να πω, φοβήθηκα και την άλλη ερώτηση του ανθοπώλη: «Εμένα με συμφέρει, γιατί τα δίνεις όμως τόσο φτηνά;»… Με τον καιρό λοιπόν ανέβαζα λίγο-λίγο τις τιμές, δικαιολογούσα κόστος, κι ο ανθοπώλης πάντοτε ικανοποιημένος δεν είχε την παραμικρή αντίρρηση. Πάμφθηνος ήμουνα και έτσι. Δωδεκάωρος ύπνος αυτά κινηματογραφεί και προβάλλει.


The Sleeping Princess by Viktor Vasnetsov,



Νίκος Καρούζος -  ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΥΠΝΟ

σχεδόν η λήξη της ομορφιάς…
Δεκέμβριος ο μέγας μήνας
με μακρουλές εβδομάδες
το ορώμενο φταίει ή τα μάτια μου;
Σύθαμπο.
Χιλιοφανέρωτος από αραχνιασμένη απουσία
πολλαπλασιαστής θεουργίας και χιονοθύελλα
όταν ματώνω αρχίζει η λάμψη μου.
Γυμνός αμνός αμνότατος και η έσχατη
αλαζονεία της ζωής: ο θάνατος.




Henri Rousseau, “The Sleeping Gypsy,” 1897

Νίκος Καρούζος - ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΥΠΝΟΣ

Χυμένη η καρδιά μου στο θαυμαστό ηλιοβασίλεμα.
Πόσες φορές συλλογιστήκαμε τη νηνεμία
του πάθους και του πόνου μέσα μας;
Ω σοβαρά και ιδεώδη χρώματα!
Πέρα στη δύση έχουν λιώσει τα βουνά
μόλις που διαγράφονται στον καμβά του αέρα
και μονάχα οι αιθέριες γραμμές τους βαυκαλίζονται
στο βεβαιότερο έρωτα της παρουσίας.
Ο πόνος απ’ τη μεριά του είναι ήσυχος
κι ατάραχο το πάθος
οι φιόγκοι της φωτιάς στα ξύλα του χειμώνα.




Repose - John Singer Sargent


Κώστας Καρυωτάκης -Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Kαι γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Aγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.
Tα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες,
και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκια
γλυκά. Kαι τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Kυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Tο χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας διηγιέται –ωχρή– σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Kαι το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν.



Sandro Botticelli, “Mars and Venus,” ca. 1483

Γιάννης Κοντός - Πώς να σε πάρει ο ύπνος

Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρουδιές
ένα γύρο σου;
Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο,
μέσα σε γάζες και στο οινόπνευμα.
Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει
τα τραγούδια που μας έκαναν άντρες.
Περνούμε κάτι βδομάδες
όλο αργές
και επικίνδυνα σιωπηλές
Κυριακές.
Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο
νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές.
Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα.
Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του
– στον στύλο του ηλεκτρικού
– Και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ.







 Giorgione, “Sleeping Venus,” ca. 1508



Μίλαν Κούντερα - Πόθος για ύπνο

Δεν ξέρω χωρίς εσένα να ζω.
Τι σημασία έχει που συναντιόμαστε
μια φορά στους δύο μήνες ή και λιγότερο.
Έρχεσαι για εμένα και με ξεκρεμάς
σαν κάποιο από το μαγαζί μίσθιο.

Κι εγω σ’ ακολουθώ.
Υπάκουη, όπως υπάκουα είναι τα πράγματα
που εκμισθώνονται.

Πηγαίνουμε πάντα σε μια μικρή ταβέρνα
στα προάστια,
πίνουμε κάνα δύο βότκες κι εγώ ύστερα
μένω σε σένα.
Ξεχνώ τον κόσμο, κραυγάζω από ευτυχία,
αλλά εσύ
όλο αυτό το διάστημα σκέφτεσαι μόνο
να μη χάσω το τελευταίο τραμ.
Κι εγώ ντύνομαι και φεύγω.

Φεύγω και λέω:
Να κοιμάσαι μαζί, μαζί να κοιμάσαι,
να ‘σαι ξαφνικά ελαφριά σα σκουπιδάκι,
ν’ ανασαίνει βαθιά, να μετατρέπεσαι
σε μακρόσυρτο τραγούδι,
μέσα σ’ αυτόν τον μικρό γλυκό θάνατο
τον όμοιο με μωρό,
να κοιμάσαι μαζί ελαφριά σα σκουπιδάκι.,
να μετατρέπεσαι σε κοινό τραγούδι…

αλλά εσύ μαζί μου ποτέ δεν πρόκειται να κοιμηθείς.
Ο άντρας δύσκολα αποκοιμιέται δίπλα σε μια γυναίκα
Που δεν αισθάνεται γι’ αυτήν αγάπη.
Τι να γίνει.
Δεν ξέρω χωρίς εσένα να ζω.





 Vincent Van Goghβ - Noon: Rest from Work 

Θανάσης Κωσταβάρας - Μόνον ο ύπνος


Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Σε φέρνει σε άλλους δρόμους.
Κι εσύ γλιστράς αθόρυβα.Με ιστορίες παράξενες κινάς και ταξιδεύεις.
Σε ξεχασμένους θρύλους χάνεσαι.
Και σε τοπία ερημικά ξεχνιέσαι αποστηθίζοντας
αρχαία ερωτικά ποιήματα.
Κλείνεις σε σχήματα θαμπά, γνωστά κι άγνωστα
πρόσωπα.
Στέλνεις μ’ αυτά μηνύματα αινιγματικά.
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Άδεια και φοβισμένη μένει η καρδιά μου.
Τις ώρες που η άγρια μοναξιά
αφήνει λυτά τα σκυλιά της ξοπίσω μου.
Έρημοι οι δρόμοι που περπατήσαμε.
Σκοτεινιάζουν τ’ αστέρια. Και τα πουλιά
κουρνιάζουν βουβά και λυπημένα στον κήπο μου.
Μόνον ο ύπνος σου σε παίρνει από κοντά μου.
Κι η μόνη μου πάντα παρηγοριά
είναι πως θα συναντηθούμε αύριο πάλι.
Γι’ ακόμα μια φορά θα μου χαρίσεις τα μάτια σου.
Θα μου μιλήσεις για την Αγάπη.
Όλη τη μέρα θα είσαι δικιά μου.
Κι η αγκαλιά μου
θα είναι μια ζεστή φωλιά.
Να φωλιάζεις με τα φτερωτά σου λόγια.
Και τα κελαηδιστά τραγούδια σου.
Ώσπου να σε πάρει πάλι ο ύπνος.
Αυτός: ο λατρεμένος μάγος της νύχτας.
Ο μοναδικός μου αντίζηλος.


Sleeping with Sunflowers  by artist Nicola Slattery


Μίμης Κωστήρης -  ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ Εναν ύπνο ανάλαφρο να πάρω Τον ύπνο μας όμως φίδια τον ζώνουν Θεριά τρυπώνουν στα όνειρά μας Κάποτε με το σβήσιμο της μέρας τ' αγρίμια ελούφαζαν Σήμερα, δεν φοβούνται το σκοτάδι Τυραννικά στη νύχτα μας εισβάλλουν Λογχίζουν τα σπλάχνα μας την ψυχή μας κομματιάζουν Κάθε πρωί σπαράγματα ονείρων τινάζουμε απ' τα βλέφαρα Έναν ύπνο ανάλαφρο να πάρω Τους γλαρούς αμπελώνες να ονειρευτώ και το πηγάδι με τα ηλιοτρόπια " ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΑ ,, 2014

John Henry Fuseli, “The Nightmare,” 1781


Χρίστος Λάσκαρης - Όλοι κοιμούνται

Και επιμένει η αυγή τα χρώματά της να προσφέρει
στους κοιμισμένους
απ’ το βουνό προβάλλοντας,
και το αηδόνι το τρελό το τραγούδι του
κι η θάλασσα που παφλάζει στα κανάλια,
τον καημό της.
Όμως,
χέρι κανένα
το παράθυρο ν’ ανοίξει δε σηκώνεται,
καμιά ψυχή να κρεμαστεί,
κανένα όνειρο
μες στη δροσούλα να βουτήξει.
Όλοι κοιμούνται.
Δεν ξαγρυπνάει πια κανείς.



Sleeping Peasant, 1917 by Zinaida Serebriakova


Τζόυς Μανσούρ [Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου…]

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
μαλλιά μπερδεμένα
αιδοία γαντζωμένα
με το στόμα σου για προσκεφάλι.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
δίχως να μας χωρίζει ανάσα
δίχως λέξεις να μας περισπούνε
δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
δίχως ρούχα.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
συσπασμένη και ιδρωμένη
λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
απ’ την αδράνεια φαγωμένη
της έκστασης τρελή
πάνω στο ίσκιο σου να ‘χω ξεμείνει
καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου
για να πεθάνω ανάμεσα στο δόντια σου λαγού
τα σάπια
ευτυχισμένη.
μτφ.: Έκτωρ Κακναβάτος



In the bed (Dans le Lit) - Henri De Toulouse-Lautrec

Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ποίημα- Εκ πρώτης όψεως

Κοιμάσαι. Σε ξυπνάω.
Το έξοχο πρωί σου δίνει την ψευδαίσθηση πως κάτι αρχίζει.
Ξέχασες τον Βιργίλιο. Τα εξάμετρα να τα.
Σου φέρνω χίλια πράγματα.
Των Ελλήνων τα τέσσερα στοιχεία: γη, νερό, φωτιά και αιθέρας.
Ένα μονάχα γυναικείο όνομα.
Τη φιλία της σελήνης.
Τα λαμπερά του άτλαντα χρώματα.
Τη λησμονιά, που εξαγνίζει.
Τη μνήμη που επιλέγει και ξαναεγγράφει.
Τη συνήθεια που μας κάνει να νοιώθουμε αθάνατοι.
Τη σφαίρα και τους δείκτες που τέμνουν τον άθικτο χρόνο.
Την ευωδία του σάνταλου.
Τις αμφιβολίες που αποκαλούμε, με κάποια ματαιοδοξία, μεταφυσική.
Του ραβδιού την καμπύλη που ελπίζει το χέρι σου.
Τη γεύση που σ’ αφήνει το σταφύλι και το μέλι.
μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης


The Sleeping Fool - Cecil Collins


Χόρχε Λουίς Μπόρχες -Πίσω όψη

Να ξυπνάς κάποιον που κοιμάται
είναι μια πράξη καθημερινή, κοινή
που θα μπορούσε όμως να μας συνταράξει.
Να ξυπνάς κάποιον που κοιμάται
είναι σα να επιβάλλεις στον άλλο
την αέναη φυλακή του σύμπαντος.
Καθώς και τον χρόνο του -δίχως αυγές ή δειλινά.
Σα να τους αποκαλύπτεις ότι είναι κάτι ή κάποιος
δεμένος μ’ ένα όνομα που το δημοσιεύει
και μ’ ένα πλήθος, ταυτοχρόνως, περασμένα.
Είναι να του ταράξεις την αιωνιότητα.
Είναι να τον φορτώνεις με αιώνες και άστρα.
Είναι να επιστρέφεις στον κόσμο άλλος Λάζαρος
φορτωμένος με μνήμες.
Είναι να διασύρεις το νερό της Λήθης.
μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης


H ωραία κοιμωμένη , Edward Burne-Jones 1890



Τσαρλς Μπουκόφσκι - χασμουρητό…


πιστεύω πως μου αρέσει ο ύπνος
περισσότερο απ’ ό,τι σ’ οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο
έχω γνωρίσει.

έχω την ικανότητα να κοιμάμαι για
2 ή και 3 ημέρες και
νύχτες στη σειρά.

πηγαίνω στο κρεβάτι οποιαδήποτε
ώρα.

έτσι συχνά οι φιλενάδες μου
μπερδεύονται με μένα –

η ώρα είναι ας πούμε μία
και μισή το μεσημέρι:

«λοιπόν, εγώ πάω στο κρεβάτι τώρα, θα
κοιμηθώ λίγο…»

τις περισσότερες απ’ αυτές δεν τις νοιάζει, έρχονται
στο κρεβάτι μαζί μου
πιστεύοντας πως υπαινίσσομαι
σεξ

εγώ όμως θα τους γυρίσω την πλάτη
και θ’ αρχίσω να ροχαλίζω.

ίσως αυτό να εξηγεί, βέβαια,
γιατί τόσες πολλές απ’ τις φίλες μου
με αφήνουν.

όσο για τους γιατρούς, ποτέ δεν κατάφεραν
να βοηθήσουν:

«άκου, γιατρέ, έχω αυτή την επιθυμία να
πέφτω στο κρεβάτι και να κοιμάμαι, όλη
την ώρα σχεδόν.
τι πρόβλημα
έχω;»

«ασκείσαι αρκετά;»

«ναι…»

«η διατροφή σου είναι
καλή;»

«ναι…»

μου δίνουν πάντα κάποια
συνταγή
την οποία κι εγώ πετάω
κάπου μεταξύ του γραφείου τους και
του πάρκινγκ.

είναι μια παράξενη ασθένεια
γιατί ποτέ δεν μπορώ να κοιμηθώ μεταξύ
6 μ.μ. και μεσάνυχτα.
κοιμάμαι μόνο μετά
τα μεσάνυχτα
κι όταν σηκώνομαι
αποκλείεται να είναι
πριν απ’ το μεσημέρι.

κι αν χτυπήσει καμιά φορά το τηλέφωνο
στις 10.30 π.μ. ας πούμε
γίνομαι εντελώς έξαλλος
δεν ρωτάω καν ποιος είναι αυτός
που τηλεφωνεί

ουρλιάζω μες στο
τηλέφωνο: «ΤΙ ΣΤΟ
ΔΙΑΟΛΟ ΘΕΣ ΚΑΙ ΤΗΛΕΦΩΝΕΙΣ
ΤΕΤΟΙΑ ΩΡΑ!»

και
κλείνω…

κάθε άνθρωπος, υποθέτω, έχει
τις παραξενιές του
προσπαθώντας όμως να είναι
φυσιολογικός
στα μάτια του
όσμου
τις ξεπερνάει
με αποτέλεσμα
να καταστρέφει κάθε
ξεχωριστή του κλίση.

εγώ διατήρησα τις δικές μου
και πιστεύω πως
προικίσανε γενναιόδωρα
την ύπαρξή μου.
νομίζω πως αυτός είναι ο κύριος λόγος που
αποφάσισα να γίνω
συγγραφέας: μπορώ να γράφω
οποιαδήποτε ώρα και
να κοιμάμαι
όποτε στο διάολο
μου κάνει κέφι.


Σε ένα μπαλκόνι , Victor Borisov-Musatov 1899

Πάμπλο Νερούδα - Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ


Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά
τα όνειρά μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.

Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
− ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό −
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
κι όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και μόλις ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ’ το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού, των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σα να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.
Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα

Νεαρό κορίτσι που κοιμάται - Paul Gauguin 1881

Cesare Pavese - Τη νύχτα που κοιμήθηκες

Ακόμα και η νύχτα σου μοιάζει
η απόμακρη νύχτα που θρηνεί
σιωπηλά, μέσα στα βάθη της καρδιάς,
και τ’ άστρα περνάνε κουρασμένα.
Ενα μάγουλο ακουμπάει σ’ ένα άλλο μάγουλο –
είναι μια παγερή ανατριχίλα, κάποιος
χτυπιέται και σε παρακαλεί, μόνος,
χαμένος μέσα σου, στον πυρετό σου.
Η νύχτα υποφέρει και επιθυμεί την αυγή,
φτωχή καρδιά που τρέμεις.
Ω πρόσωπο κλειστό, σκοτεινή αγωνία,
πυρετέ που πικραίνεις τ’ άστρα,
υπάρχει κάποιος που περιμένει την αυγή όπως και συ
ψάχνοντας το πρόσωπό σου στη σιωπή.
Είσαι ξαπλωμένη κάτω από τη νύχτα
σαν ένας κλειστός νεκρός ορίζοντας.
Φτωχή καρδιά που τρέμεις,
κάποτε ήσουν η αυγή.
 μτφρ.: Γιάννης Η. Παππάς




Η κοιμωμένη με το κέντημα Gustave Courbet 1853

Τίτος Πατρίκιος - Ο 
Ύπνος

Ο ύπνος λύνει τα σώματα
τ’ αλαφρώνει τα μετεωρίζει
λευτερώνει κρυφές δυνάμεις
ανομολόγητες επιθυμίες
αισθήσεις απαγορευμένες
Ο ύπνος δεν μπόρεσε ποτέ
ούτε την πιο επιπόλαια συνουσία
ν’ αντικαταστήσει.









Λουόμενη κοιμάται στην παραλία Fernando Botero 2001


Ζακ Πρεβέρ - Πρωινός ύπνος ως αργά

Είναι τρομερός
ο μικρός θόρυβος απ’ το σκληρό αυγό που σπάει σ’ έναν πάγκο από τσίγκο,
είναι τρομερός αυτός ο θόρυβος
όταν κινείται μες στη μνήμη του ανθρώπου που πεινάει
είναι τρομερό επίσης το κεφάλι του ανθρώπου
το κεφάλι του ανθρώπου που πεινάει
όταν αυτός κοιτάζει στις έξι η ώρα το πρωί
μέσα στο τζάμι του πολυκαταστήματος
ένα κεφάλι στο χρώμα της λέρας
δεν είναι πρωτίστως το κεφάλι του που αυτός κοιτάει
μες στη βιτρίνα του Ποτέν*
σκοτίστηκε για το κεφάλι του ο άνθρωπος
ούτε που το σκέφτεται
ονειρεύεται
φαντάζεται μιαν άλλη κεφαλή
ένα κεφάλι μόσχου, για παράδειγμα,
μαζί με μία σάλτσα από ξίδι,
ή ένα κεφάλι από ό,τι να ‘ναι που να τρώγεται
και κουνάει αυτός το σαγόνι του απαλά
απαλά
και τρίζει αυτός τα δόντια απαλά
γιατί ο κόσμος έχει ν’ αγοράσει το κεφάλι του
κι αυτός τίποτα δε μπορεί ενάντια σ’ αυτόν τον κόσμο
κι αυτός μετράει με τα δάχτυλά του μία δυο τρεις
μία δυο τρεις
είναι ίσα με τρεις μέρες που δεν έχει φάει
και ωραία θα ‘ταν να το επαναλάβει ύστερα από τρεις μέρες
Αυτό δε γίνεται να διαρκέσει
αυτό διαρκεί
τρεις μέρες
τρεις νύχτες
χωρίς να φάει
και πίσω από ετούτες τις βιτρίνες
αυτά τα πατέ αυτές οι μποτίλιες αυτές οι κονσέρβες
ψάρια νεκρά προστατευμένα απ’ τα κουτιά
κουτιά προστατευμένα απ’ τις βιτρίνες
βιτρίνες προστατευμένες απ’ τους μπάτσους
μπάτσοι προστατευμένοι απ’ τον φόβο
σαν οδοφράγματα για έξι θλιβερές σαρδέλες..
Λίγο πιο μακριά το μπιστρό
καφέ-κρεμ και κρουασάν ζεστά
ο άνθρωπος τρεκλίζει
και στα ενδότερα τoυ κεφαλιού του
μια ομίχλη από λέξεις
μια ομίχλη από λέξεις
σαρδέλες για φάγωμα
σκληρό αυγό καφέ-κρεμ
καφές ποτισμένος ρούμι
καφέ-κρεμ
καφέ-κλεμ
καφέ-κλεμμένος ποτισμένος αίμα!…
Ένας άνδρας πολύ σεβάσμιος στη γειτονιά του
δολοφονήθηκε μέρα μεσημέρι
ο δολοφόνος ο αλήτης του ‘κλεψε
δύο φράγκα
σα να λέμε έναν καφέ αρωματισμένο
μηδέν φράγκα κόμμα εβδομήντα
δύο ταρτάκια βουτυρωμένα
και εικοσιπέντε σεντς για το πουρμπουάρ του σερβιτόρου.

*Ποτέν (Potin): αλυσίδα καταστημάτων τροφίμων της εποχής που ξεκίνησε από το μπακάλικο του Félix Potin τo 1845 στο Παρίσι

 μετ. Μαρία Θεοφιλάκου



Παιδιά που κοιμούνται - Vasily Perov 1870

Αρθούρος Ρεμπώ - Ο ΥΠΝΑΡΑΣ ΤΗΣ ΡΕΜΑΤΙΑΣ


Είναι μια τρύπα χλωρασιάς όπου ένα ρυάκι ψάλλει
Στα χόρτα μπλέκοντας τρελά κουρέλια ασημωμένα
Και λάμπει απ’ το περήφανο βουνό του πέρα ο ήλιος.
Είναι μια ρεματιά μικρή που αφρίζει απ’ τις αχτίδες.

Ένας στρατιώτης μ’ ανοιχτό στόμα, γυμνό κεφάλι
Και με το σβέρκο στο νωπό τον κάρδαμο χωμένο
Κοιμάται κι είναι ξαπλωτός στη χλόη κάτω απ’ τα νέφη,
Ωχρός , σε κλίνη πράσινη όπου χρυσόφως βρέχει.

Με τα ποδάρια στα πλατιά σπαθόχορτα κοιμάται
Κάνει έναν ύπνο ως άρρωστο παιδί χαμογελώντας,
Φύση, νανούριζέ τονε θερμά πολύ. Κρυώνει.

Δε φέρνουν στα ρουθούνια του τρεμούλιασμα τα μύρα.
Κοιμάται με το χέρι στο στήθος μες στον ήλιο,
Ατάραχος. Και στο δεξί πλευρό του έχει δύο τρύπες.»
*(Από τον τόμο Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης, Εκδ. Καστανιώτης)




Υπνάκος – Gustave Caillebotte 1877


Γιώργος Σαραντάρης, - Ὁ ὕπνος μέσα στὰ μάτια…

Ὁ ὕπνος μέσα στα μάτια κελαηδᾶ
Σαν να  ἦταν το νερό  τῆς βρύσης
Σαν να ἦταν ὁ βοσκός τοῦ παραμυθιοῦ
Που  ἔτρεφε γένια ὁλόασπρα
Και  μάζευε παιδιὰ να τα   στείλει στον οὐρανό
Να τα  δεῖ ἐκεῖ πριν αὐτός ἀποθάνει»




Πορτρέτο της Μαργαρίτας που κοιμάται - Henri Matisse 1920


AN ΣΕΞΤΟΝ - Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

[…] Η Ωραία Κοιμωμένη
υπέφερε από αϋπνίες…
Δεν μπορούσε να πάρει έναν υπνάκο
ή να κοιμηθεί κανονικά
χωρίς να της ετοιμάσει κάποιες πανίσχυρες σταγόνες
ο φαρμακοποιός της αυλής
και μάλιστα ποτέ μπροστά στον πρίγκιπα.
Αν είναι να ‘ρθει ο ύπνος, έλεγε,
θα πρέπει να με βρει εξ απήνης
καθώς γελώ ή χορεύω
ώστε να αγνοώ αυτό το βάρβαρο μέρος
όπου ξαπλώνω με τα γελάδια να με σπρώχνουν
στην τρύπα, ανοιχτή στο μάγουλό μου.
Επιπλέον, δεν πρέπει να ονειρευτώ
γιατί όταν ονειρεύομαι βλέπω το τραπέζι στρωμένο
και μια γριά που τρεμάμενη στη θέση μου.
Τα μάτια της καμένα απ’ τα τσιγάρα,
την προδοσία να μασουλά σαν φέτα κρέατος.

Δεν πρέπει να κοιμηθώ
γιατί όταν κοιμάμαι είμαι ενενήντα χρονών
και νομίζω ότι πεθαίνω.
Ο θάνατος κροταλίζει στον λαιμό μου
σαν παιδικός βόλος.
Φορώ για σκουλαρίκια σωληνάρια.
Κείτομαι ακίνητη σαν σιδερόβεργα.
Εάν στο γόνατό μου χώσετε μια βελόνα
ούτε που θα κουνηθώ.
Είμαι γεμάτη ενέσεις νοβοκαϊνης.
Αυτό το κορίτσι σε ύπνωση
είναι δικό σου για να το κάνεις ό,τι θες.
Μπορείς να την απιθώσεις σ’ ένα μνήμα,
ένα απαίσιο πακέτο,
και να φτυαρίσεις χώμα στο πρόσωπό της
και να μη σου πει ποτέ “Ει! Γεια σου!”.

Όμως, εάν στο στόμα τη φιλήσεις
τα μάτια της θ’ ανοίξουνε διάπλατα
και θα φωνάξει:
“Μπαμπά! Μπαμπά!”
Και – ξαφνικά! – βγαίνει απ’ τη φυλακή της.
Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου



Αντρας που κοιμάται και το πορτοφόλι του κάνει φτερά -Nicolaes Maes 1655


ΡΑΜΠΙΤΡΑΝΑΘ ΤΑΓKΟΡ

-61-
Ο ύπνος που φτερουγίζει απάνω απ’ τα ματάκια
του μωρού — ξέρει κανείς από πού ξεκινάει κ’
έρχεται; Ναι! Λένε πως έχει τη φωληά του στη χώρα
την ξωτική, μες στων δασών τη σκοτεινιά, που αδύνατα
τήνε φωτίζουν η πυγολαμπίδες, ‘κεί που κρέμουνται
δυο άγρια μπουμπούκια γοητείας — από ‘κεί
έρχεται για να φιλήση τα ματάκια του μωρού.
Το χαμόγελο που φτερουγίζει στα χειλάκια του
μωρού όταν κοιμάται, — ξέρει κανείς σας πού γεννήθηκε;
Ναι! Λένε πως η πρώτη χλωμή ακτίνα ενός
νέου φεγγαριού άγγισε τις άκρες ενός ταξιδιάρικου
φθινοπωρινού σύννεφου και ‘κεί το χαμόγελο
πρωτογεννήθηκε, στο όνειρο μιας δροσόλουστης αυγής,
— το χαμόγελο που ανθεί στα χειλάκια του μωρού,
όταν κοιμάται.
Η δροσερή και απαλή τρυφεράδα, που λουλουδίζει
στα μέλη του μωρού, — ξέρει κανείς πού ήταν
κρυμμένη τόσον καιρό; Ναι! Όταν η μητερούλα
του ήταν ακόμα κόρη, πλημμύριζε την καρδιά της
με τρυφερό και σιγαληνό μυστήριο αγάπης, η δροσερή
κι’ απαλή τρυφεράδα που λουλουδίζει τώρα στα
μέλη του μωρού.

 ΜΕΤ. Κ. ΤΡΙΚΟΓΛΙΔΗ




Κορίτσι που κοιμάται σε ένα ξύλινο παγκάκι - Albert Anker

Ντύλαν Τόμας - Μείνε ακίνητος γαλήνιος κοιμήσου

Μείνε ακίνητος, γαλήνιος κοιμήσου,
Με την πληγή τυρανισμένος
Στο λαρύγγι να φλογίζεται νʼ ανοίγει.
Όλη νύχτα στο νερό
Της σιωπηλής θαλάσσης συνακούσαμε τον ήχο
Που βγήκε απʼ την πληγή την γραπωμένη
Στο σάβανο του αλατιού.

Τρεμάμενοι ακούσαμε κατʼ απʼ τʼ απόμακρο φεγγάρι
Τον ήχο της θαλάσσης να κυλά σαν αίμα
Απʼ την πληγή την βροντερή
Κι όταν το σάβανο του αλατιού τσάκισε
Σε μια θύελλα τραγουδιών
Οι φωνές των πνιγμένων κολύμπησαν στον άνεμο.

Άνοιξε ένα μονοπάτι μεσʼ απʼ τʼ αργό θλιμμένο πανί,
Άνοιξε διάπλατες στον άνεμο τις πύλες
Του χαμένου καραβιού
Το ταξίδι μου νʼ αρχίσω για το τέλος της πληγής μου.
Τραγούδι ακούσαμε τον ήχο της θαλάσσης,
Το σάβανο είδαμε λόγο του αλατιού.
Μείνε ακίνητος, γαλήνιος κοιμήσου,
Κρύψε στο λάρρυγγα το στόμα
Αλλιώς θα υποταχθούμε και θα ιππεύσουμε μαζί σου
Μέσα στους πνιγμένους.


Ο κοιμώμενος καπνιστής  - Salvador Dali 1972


Μάνος Χατζηδάκις - Ιδιωτική στιγμή

Ένας παπάς
από τ’ αντικρυνό παράθυρο
κοιτάζει που κοιμάμαι.
Θέλει να διαπιστώσει
πού έχω τα χέρια μου,
πάνω ή κάτω από το προσκεφάλι.

Ένας αστυνόμος
από τ’ αντικρυνό παράθυρο
μ’ επιμονή παρατηρεί τον ύπνο μου.
Θέλει να διαπιστώσει
αν γέρνω αριστερά, αν γέρνω δεξιά.

Ένα παιδί
από τ’ αντικρυνό παράθυρο
με βλέπει μ’ απορία να κοιμάμαι.
Θέλει να διαπιστώσει
αν είμαι δράκος
για Θεός ή ένα πουλί
που τραγουδά περίεργα τραγούδια.

Εγώ μέσ’ απ’ τον ύπνο μου
τους βλέπω και χαμογελώ,
γιατί ο παπάς δεν μ’ αναγνώρισε
πως είμαι ο Χριστός κι έχω
τα χέρια μου στο στήθος σταυρωμένα.

Γιατί ο αστυνόμος δεν γνωρίζει
πως ειδικά γι αυτόν είμαι αξιωματικός
και το παιδί ούτε καν μπόρεσε
να φανταστεί πως είμαι ο ποιητής.

Jules Breton - Asleep In The Woods


ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 

Ο θεός Ύπνος σύμφωνα με τους Αρχαίους Έλληνες είναι γιος της Νύχτας και του Ερέβους. Τον φαντάζονταν νέο, ωραίο, με φτερά στους ώμους, να αποκοιμίζει τους κουρασμένους καθώς τους ραντίζει με ένα κλαδί μουσκεμένο από τη δροσιά της λήθης ή καθώς τους ποτίζει από ένα κέρας υπνωτικούς χυμούς ή απλά κουνώντας τα φτερά του.

Η δύναμη του θεού Ύπνου είναι πολύ μεγάλη. Μπορεί να κοιμίσει όλους τους θεούς και όλους τους ανθρώπους. Μάλιστα κοίμισε ακόμα και τον αρχηγό των θεών, τον Δία, παρά τη θέλησή του, ύστερα από πιέσεις της θεάς Ήρας η οποία ήθελε να επηρεάσει την εξέλιξη του Τρωικού Πολέμου.

Η Ήρα επισκέπτεται τον Ύπνο στη Λήμνο πού κατοικούσε. Τον προσφωνεί «άνακτα» (άρχοντα, βασιλιά) όλων των θεών και των ανθρώπων, για να τον πείσει, αλλά ο Ύπνος το σκέφτεται να τα βάλει με τον Δία, διότι είχαν προηγούμενα από το παρελθόν. Πείθεται να το κάνει, αφού όμως πρώτα η Ήρα του ορκίστηκε να τον παντρέψει με μία από τις νεότερες Χάριτες, την γλυκιά Πασιθέη, πού τόσο επιθυμούσε. Ο Ύπνος με την Ήρα αναχωρούν μαζί για να βρουν το Δία. Η Ήρα σκορπάει στην καρδιά του Δία «γλυκιά αγάπη και επιθυμία» και ο Ύπνος μεταμορφωμένος σε πουλί, τον αποκοιμίζει.

Να σημειώσουμε ότι η Πασιθέη είναι η θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, και έτσι καταλαβαίνουμε γιατί είναι τόσο πολύ επιθυμητή στον θεό Ύπνο !

Ο Ύπνος με την αγαπημένη του Πασιθέη, έκαναν παιδιά τους Όνειρους, που φυσικά ακολούθησαν την οικογενειακή επιχείρηση! Τα αδέρφια οι Όνειροι είναι: ο Μορφεύς, ο Ίκελος, ο Φοβήτωρ και ο Φάντασος. Όλοι μαζί ονομάζονται "Όνειροι" και είναι οι θεοί των ονείρων. Κατοικούσαν στις ακτές του ωκεανού, στη Δύση, σε ένα σπήλαιο κοντά στα σύνορα του Άδη. Οι όνειροι, έστελναν τα όνειρα στους θνητούς, μέσα από δύο πύλες που βρίσκονταν εκεί. Η μία πύλη ήταν φτιαγμένη από Κέρατο, και με αυτή έστελναν τα αληθινά όνειρα (προμηνύματα), ενώ με τη δεύτερη που ήταν φτιαγμένη από Ελεφαντόδοντο, έστελναν τα ψεύτικα όνειρα.




René-Antoine Houasse - Η θεά Ίρις και ο Μορφέας 



Αναλυτικά τα παιδιά του θεού Ύπνου είναι οι εξής:

Μορφέας : Το όνομα, βγήκε από τη λέξη "Μορφή" και σχετίζεται με την ικανότητά του να παίρνει οποιαδήποτε ανθρώπινη μορφή και να εμφανίζεται στα όνειρα. Έχει την ιδιότητα να στέλνει εικόνες στα όνειρα ή στα οράματα των ανθρώπων, να τα διαμορφώνει, και να μορφοποιεί τα όντα που κατοικούν σε αυτά. Η δράση του Μορφέα είναι πρωταγωνιστική, αλλά όχι αποκλειστική. Ο Μορφέας είναι ο πιο ισχυρός από τους υπόλοιπους, για αυτό και είναι ο μοναδικός θεός που μπορεί να επέμβει στα όνειρα των βασιλιάδων και των ηρώων, ενώ όπως λένε μετέφερε τα μηνύματα των θεών στους θνητούς, με τη μορφή ονείρων. 
Φοβήτωρ : Κάνει τα όνειρα τρομακτικά. Είναι η προσωποποίηση του εφιάλτη, και παίρνει μορφή τεράτων ή τρομακτικών ζώων.
Φάντασος : Παράγει τα δυσνόητα και πλασματικά όνειρα, ενώ εμφανίζεται χωρίς ζωτική μορφή. Είναι η προσωποποίηση της φαντασίας.


Ίκελος : Βοηθάει τις πτυχές των ονείρων που απεικονίζουν τη πραγματικότητα, κάνοντάς τα ρεαλιστικά.http://mythagogia.blogspot.gr/


 Η 
«Κοιμωμένη» του Χαλεπά

ΓΝΩΜΙΚΑ 


Ύπνω και θανάτω διδυμάοσιν.
μτφρ: ο ύπνος και ο θάνατος είναι δίδυμα αδέλφια
 Όμηρος

Ύπνε άναξ πάντων τε θεών πάντων τ’ανθρώπων.
 Όμηρος

Ποτέ μην πιστεύεις στη δυστυχία ενός ανθρώπου. Ρώτα τον αν μπορεί να κοιμηθεί. Αν η απάντηση είναι «ναι», τότε όλα είναι εντάξει. Αυτό φτάνει.
Λουί-Φερντινάν Σελίν 

Δεν πρέπει να κοιτάτε ποτέ κάποιον που κοιμάται. Είναι σαν να διαβάζετε ένα γράμμα που δεν απευθυνόταν σε σας.
Σασά Γκιτρύ 

Η ανάπαυση προέρχεται όχι από την ποσότητα αλλά από την ποιότητα του ύπνου.
Γκιόργκι Γκουρτζίεφ

Ποτέ μην πέφτεις για ύπνο χωρίς να θέσεις ένα ερώτημα στο υποσυνείδητό σου.
Τόμας Έντισον

Τις μισές μέρες μας τις περνάμε στη σκιά της γης. Και ο αδερφός του θανάτου αρπάζει το ένα τρίτο της ζωής μας.
Thomas Browne





Χαλάρωση - Arturo Souto 1954




ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ 


Τα νανουρίσματα, είναι σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της σχέσης, μητέρας – μωρού, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες. Όχι μόνο επειδή αποτελούν ένα γλυκό τρόπο για να κοιμήθεί το μικρό μας, αλλά γιατί η διαδικασία κρύβει μέσα της μια δυναμική, η οποία ενισχύει την ίδια τη σχέση μας με εκείνο.
Υπάρχουν χιλιάδες νανουρίσματα που έχουν διασωθεί από όλες τις εποχές και όλα τα μέρη του κόσμου.
Η ελληνική παράδοση έχει να παρουσιάσει υπέροχα ακούσματα, που έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές.
Ας ακούσουμε μερικά από τα πιο γνωστά και τα πιο όμορφα:



Δωδεκάνησα




Κοιμάται εμένα ο σκρίνος μου
και πώς θα τον ξυπνήσω,
πού θα βρω διαμαντόπετρες
να τον πετροβολήσω;
Ζαλίζομαι, ζαλίζομαι
όταν σε συλλογίζομαι.
Κοιμάται εμένα ο σκρίνος μου
και πώς θα τον ξυπνήσω;
Να πάρω το ροδόσταμο
να τον δροσολογήσω.
Ζαλίζομαι, ζαλίζομαι
όταν σε συλλογίζομαι.


Γυναίκα ξαπλωμένη κοιμάται – Felix Vallotton 1899
Μικρά Ασία



Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
έλα πάρε και τούτο
Να μου το πας στον γκιουλ-μπαξέ
και πάλι φέρε μου το
Να μου το πας στον γκιουλ-μπαξέ
και πάλι φέρε μου το
Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι
το μωράκι μου να κάνει
Έλα ύπνε, πάρε μού το
και γλυκά αποκοίμισέ το 

Κρήτη




Πάρε το ύπνε το παιδί,
κι άμε το στα περβόλια.
Γέμισε τα στηθάκια του,
γαρύφαλλα και ρόδα.
Κοιμήσου εσύ , μωράκι μου,
σε κούνια καρυδένια,
σε ρουχαλάκια κεντητά
και μαργαριταρένια.
Κοιμήσου με τη ζάχαρη,
κοιμήσου με το μέλι
και νίψου με το ανθόνερο,
που νίβονται οι αγγέλοι.




Victor Gabriel Gilbert (French painter) 1847 - 1933, Sleeping Beauty 

Τραπεζούντα



Έλα ύπνε μ” ας” σα μακρά και ας” σα ψηλά τα μέρη-νάνι
έλα ύπνε μ” και κόνεψον, τ’αρνί μ” ας” σο κουνόπον-νάνι, νάνι
κοιμέθ” αρνί μ” και τράνυνον κ” επάρ” τ’ς αυγής τον ύπνον-νάνι
τώρα έρται ο πατέρας σου πουλί μ” κι ατός ας” ση δουλείαν-νάνι
νάνι ογούλ, νάνι ογούλ κοιμέθ” νε ρίζα μ” νε στερέα μ’-νάνι
έλα ύπνε μ” και κόνεψον τ’αρνί μ” ας” σ” εγκαλιόπο μ”
ο ύπνον τρέφ” και τα μωρά κι η θάλασσα τ” οψάριν-νάνι, νάνι
νενί ογούλ, νενί ογούλ, κοιμέθ” μη τυρανί’εις με
τ” εμόν η ψ’η ολίγον εν, εβγαίν” κι άλλον “κι εβρίκ’ς με-νάνι
νενί ογούλ, νενίιιι, νενί για ποίσον ρίζα μ”
για τράνυνον νε πουλί μ’, μεγάλυνον αρνόπο μ’-νάνι.

Περισσότερα : http://www.mommy.gr/



Robert Thegerstrom - Lattja.

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 

Ιαπωνία


Αφρική 


Περισσότερα : http://www.mommy.gr/


Nicholas Chevalier "The Flower Seller"
ΜΟΥΣΙΚΗ 


Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά,
κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι
και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.
Γ. Σεφέρης





Στίχοι - Σαπφώ
Μουσική - Νίκος Ξυδάκης


Ολονυχτίς ο σκοτεινός
τα μάτια ο ύπνος κυριεύει
και με καίει, με καίει
και μ’ ανάβει ο πόθος
σύγκορμη.

Τι θέλω τί, μήτε ξέρω τί,
δυο γνώμες μέσα μου.
Τι θέλω τί, μήτε ξέρω τί,
σταγόνα τη σταγόνα ο πόνος μου.


Rest (Portrait of the Artist’s Wife), Ilya Repin. 1882. 



Από το δίσκο "Ανάσα, η τέχνη της καρδιάς", του 1995, με τη Δήμητρα Γαλάνη. Τα λόγια είναι της Λίνας Νικολακοπούλου και η μουσική της Δήμητρας Γαλάνη. Εδώ κοιμάμαι κι όχι εκεί που χρόνια μένεις Κοντά στα σύνορα που πάνε οι λογικοί Μιας σχέσης άψογης μα κι απαγορευμένης που τη φωτίζουν προβολείς οριστικοί Εδώ κοιμάμαι κι όχι εκεί που χρόνια μένεις Πού να πάω να σε σκεφτώ για πού να φύγω στο μυαλό μου πώς να τρέξω να κρυφτώ Πού να πάω να σε σκεφτώ μ' αυτό το λίγο που ούτε χόρτασα για να τ' ονειρευτώ Εδώ κοιμάμαι κι όχι εκεί που θα 'ταν μάχη στο παρασύνθημα του πάθους του φιλιού Εδώ που κλείσανε το δρόμο μας δυο βράχοι που εμείς τους ρίξαμε στη μέση προ πολλού Εδώ κοιμάμαι Κι όχι εκεί που θα 'ταν μάχη



ΜΕΛΙΝΑ ΑΣΛΑΝΙΔΟΥ Μουσική: Γιώργος Παπαδόπουλος Στίχοι: Κυριάκος Ντούμος Δε σε φοβάμαι κι ας μου λες Κρατάω μαχαίρι Έχω στα στήθια μου τους στίχους του Σεφέρη Έχω του Γκάτσου την Αμοργό Έχω τον Κάλβο, το Σολωμό. Δε σε φοβάμαι Δε σε φοβάμαι κι ας μου λες Φύγε Μελίνα Έχω έναν ήλιο φυλαχτό απ' τη Βεργίνα Έχω τον Όλυμπο, τον Υμηττό Το Παλαμίδι, την κυρά της Ρω Δε σε φοβάμαι Δε σε φοβάμαι Δε σε φοβάμαι Με την Ελλάδα εγώ ξυπνάω Και κοιμάμαι Δε σε φοβάμαι κι ας μου λες Φύγε σου λέω Έχω μια θάλασσα αγάπες στο Αιγαίο Έχω στη Κρήτη ένα Θεό Ένα ακρωτήρι κι ένα σταυρό Δε σε φοβάμαι Δε σε φοβάμαι κι ας μου λες Φύγε απ' τη μέση Έχω ένα δέντρο στην Επίδαυρο φυτέψει Έχω μια ορχήστρα κι ένα βωμό Έχω το λόγο μου τον τραγικό Δε σε φοβάμαι


A Rest in the Fields, 1866 - Jules Breton





Στίχοι: Πυθαγόρας / Μουσική: Κατσαρός Γιώργος Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Πουλόπουλος Πάμε για ύπνο, Κατερίνα, πάμε ν' αλλάξουμε ζωή, να δούμε όνειρ' από κείνα που τελειώνουν το πρωί. Μας κυνηγήσαν και μας κατηγόρησαν, δέκα φορές, δέκα φωτιές μάς χώρισαν. Κι αν σε λατρεύω τώρα, κι αν με αγαπάς, όνειρα είναι πια τα όνειρα για μας. Πάμε για ύπνο, Κατερίνα, πάμε ν' αλλάξουμε ζωή, να δούμε όνειρ' από κείνα που τελειώνουν το πρωί.


πηγές

https://itzikas.wordpress.com/
http://ebooks.edu.gr/
https://www.politeianet.gr/
http://cityculture.gr/
http://boukalistithalassa.blogspot.gr/
http://www.snhell.gr/
https://www.vakxikon.gr/
http://loukasliakos.blogspot.gr/
http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/
http://me-klamena-megala.blogspot.gr/
http://ppirinas.blogspot.gr/
http://www.andro.gr/
http://logiasantaxronia.blogspot.gr/
https://artbloggr.wordpress.com/
http://logocafe.blogspot.gr/
http://www.lifo.gr/
https://charalamposgiannakopoulos.com/
http://popaganda.gr/
http://www.bibliotheque.gr/
https://www.gutenberg.org/



 "Flaming June" by Frederic Leighton 















4 σχόλια: