Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του.
Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούν στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση η οποία αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων του, σε κάποια από τα οποία συναντούμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής και επιστημονικής φαντασίας, τα οποία λειτουργούν συμβολικά. http://www.ekebi.gr/
πηγή φωτογραφίας |
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Παραρλάμα*
(διήγημα)
Κάποτε του Φάρμα του ερχόντανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά, τι ήθελε να θυμάται;
Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς Δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει*. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα, που πρώτη φορά το έβλεπε.
Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανόταν μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.
Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε, ήταν το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
Όταν εσχόλαζε έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.
Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος. Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο, που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ* τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν*. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο Βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.
Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήταν το μόνο, που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.
Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήταν εκεί και κοιμότανε.
Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού, συλλογισμένη.
Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος και αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.
Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά, που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού, ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.
Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα.
Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μία λέξη:
— Παραρλάμα.
Ήταν φανταστική η λέξη· του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.
Έφυγε όπως είχε πάει.
Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:
— Τι είναι αυτό εκεί! Ποιος το 'γραψε αυτό;
Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη.
Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.
— Παραρλάμα!
Η λέξη, που έβγαλε το κρανίο του, βρισκότανε στα χείλη όλων.
Μα ποιος την έγραψε;
Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε.
Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.
Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.
Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά με χρώμα κόκκινο.
— Παραρλάμα.
Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:
— Πρέπει να βρεθεί!
Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.
Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μη φροντίζοντας γι' αυτόν όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη, που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!
Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.
Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει.
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
— Παραρλάμα!
Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς τους όρκους, πολλοί έκλαιγαν, ότι δε γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο...
Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν...
Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει, έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί, κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!...
Παραρλάμα: λέξη που πλάθει ο συγγραφέας και δε σημαίνει τίποτε, όπως φαίνεται στο κείμενο.
Γιατί λυπάσαι;
Όταν αφήσανε τον Κούρμα απ΄ τη φυλακή, ήτανε νύχτα. Και του φάνηκε παράξενο, πώς τον βγάλανε τέτοια ώρα, και γιατί. Αλλά χωρίς να ρωτήσει, χωρίς τίποτα να πει, έφυγε και πήρε το δρόμο της πόλης.
Ο ουρανός ήταν καθαρός, γεμάτος άστρα. Φυσούσε όμως, άνεμος ψυχρός, που τον έκανε να τρέμει.
Στην πόλη, όταν έφτασε είδε σκοτεινούς τους δρόμους, κατασκότεινους. Αλλά τα καταστήματα ήταν ανοιχτά, φωτισμένα όμως με μικρό φως. Και στους σκοτεινούς δρόμους, πλήθος ανθρώπων γύριζε σιωπηλό, ή όταν μιλούσε, θα μιλούσε σιγά, αθόρυβα.
— Μα γιατί κάνουν έτσι, γιατί είναι σκοτεινά; σκέφτηκε και θέλησε να ρωτήσει. Αλλά με μιας:
— Τι με μέλλει! Δεν πάω καλύτερα να βρω καμιά μεριά να τον πάρω! είπε.
Στο νου τού ήρθε μια σπηλιά, πούχε μείνει κάποτε, ολόκληρη μέρα.
Και περνώντας τους δρόμους τους σκοτεινούς, και χωρίς να δίνει προσοχή στο πλήθος που γύριζε, έφτασε σε μια ψηλή και ερημικιά παραλία. Εκεί κοντά βρισκόταν η σπηλιά.
Στάθηκε όμως, άτυχος. Γιατί βρήκε την σπηλιά νάχει πόρτα τώρα, και πόρτα γερή και κλεισμένη καλά.
— Μπα, έκανε, και τις σπηλιές κλείνουν ακόμα τώρα; Ε, πάλι καλά, αλλού!...
Και ζήτησε ένα μέρος κατάλληλο για να πλαγιάσει. Και βρήκε.
Αλλά γιατί, αν και φυσούσε ο άνεμος, πούκανε τη θάλασσα να χτυπά αφρισμένη, στα βράχια, δεν ακουγόταν η βουή της, ούτε ο κρότος των κυμάτων της....
— Τι σε μέλλει; είπε στον εαυτό του και γύρισε και κοίταξε τα άστρα που σάλευαν, παίζανε τις ακτίνες τους...
Ξύπνησε. Είδε πάλι, τ΄ αστέρια να λάμπουν.
Αισθάνθηκε ευχαρίστηση που βρισκόταν έξω και ανέπνευσε τον ψυχρό αέρα με ηδονή.
Σκέφτηκε όμως, πως πάλι θα πήγαινε να δουλέψει στα κατάβαθα της γης, για να βγάλει το ψωμί του, και μελαγχόλησε.
Πρόσωπα πολλά ήρθανε στο νου του, άλλα αγαπητά και άλλα αντιπαθητικά. Άραγε και οι φίλοι του θάτανε έξω, ή θα τους κρατούσαν ακόμα μέσα; Και στο νου του ήρθε και η μέρα που τους είχαν πιάσει... Όλοι δεμένοι και δυο, δυο, πάγαιναν και ο κόσμος άλλος τους εκοίταζε περίεργος και άλλος γελούσε και τους περιγελούσε. Και γιατί αυτό; Γιατί κι αυτοί είχανε ζητήσει να παίρνουν περισσότερο αέρα καθαρό, και να βλέπουνε λίγο ήλιο...
Σηκώθηκε να πάει στην πόλη. Δεν είχε όρεξη να κοιμηθεί. Ίσως και να κόντευε να ξημερώσει.
Καθώς έφευγε πλησίασε στα βράχια τα ψηλά, κ΄ έσκυψε να δει τη θάλασσα. Τρόμαξε. Νερό δεν είδε να χτυπά στα βράχια, αλλά μόνο χαμηλά, χαμηλά, σε τρομερό βάθος, κάτι να λάμπει, ή να γυαλίζει...
— Μπα, μα τ΄ είναι αυτό! είπε.
Κείνη τη στιγμή ταράχθηκε περισσότερο. Διέκρινε η ματιά του δυο άλογα να περνούν κάτω, στα βάθη, και πίσω ένα αμάξι μακρύ.
— Μα τ΄ είναι αυτό; Βρε παράξενο!... έκανε.
Νόμισε πως ονειρευόταν. Αλλά σε λίγο, αφού έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας το αμάξι και τ΄ άλογα, που χανόνταν στο σκοτάδι, είπε στον εαυτό του:
— Τι σε μέλλει!... Δεν τραβάς για μέσα.
Και προχώρησε για την πόλη.
Τώρα όμως, όταν έφτασε είδε, όπου περνούσε, ερημιά μεγάλη, και τα σπίτια νάχουν ανοιχτά τα παράθυρα και τις πόρτες.
— Μα τι συμβαίνει; έλεγε.
Μια βουή ξαφνική, ήρθε στ΄ αυτιά του, βουή λαού.
— Μπα, είπε, κάτι συμβαίνει!
Και προχώρησε να πάει στο μέρος, που ερχόταν η βουή.
Ούτε φως, ούτε φωτάκι τώρα, απ΄ όπου περνούσε. Σκοτεινά όλα, κατασκότεινα. Κ΄ αισθανόταν κρύο διαπεραστικό.
Η βουή δυνάμωνε, και αυτός προχωρούσε πιο γρήγορα.
Αλλά πηγαίνοντας έτσι λίγο έλειψε να συγκρουστεί με κάποιον, που βγήκε τρέχοντας από ένα δρομάκι.
Τα μάτια του Κούρμα συνηθισμένα απ΄ τα σκοτεινά υπόγεια, που τον είχανε κλεισμένο, απ΄ τις τρύπες που δούλευε, τον γνωρίσανε ευθύς.
— Ο Μαλάς! φώναξε.
— Βρε ο Κούρμας!... απάντησε κείνος. Βγήκες και συ; Και πότε σ΄ αφήσανε;
— Χτες το βράδυ.
— Βράδυ;... Α, α!... Μα δεν ξέρεις ότι βράδυ και μέρα δεν υπάρχουν τώρα;... Κι όλο βράδυ είναι.
Ο Κούρμας τον κοίταξε με προσοχή.
— Θα τούστριψε φαίνεται, σκέφτηκε, μέσ’ στα μπουντρούμια, που τον είχαν κλείσει...
— Τι με κοιτάζεις έτσι; τον ρώτησε ο Μαλάς. Δεν ξέρεις τίποτα, βλέπω, νομίζεις ότι τάχασα, ε; Και δεν μου λες, μωρέ, γιατί μας αφήσανε; Τους έχει πάει, να! Ο ήλιος δεν το ξέρεις, ότι έσβησε, έχασε το φως του ξαφνικά. Και τα νερά τραβηχτήκανε, λιγοστέψανε, της θάλασσας;
Τώρα λένε, πως θα βάλουν τεχνητά πράματα να κάνουν ό,τι έκανε ο ήλιος!... Μα για άκου!... ο λαός όλος, όλος είναι μαζεμένος έξω απ΄ την πόλη και περιμένει το σβησμένον ήλιο να φανεί!... Και άμα τον δει θα κάνει παράκληση να τούρθει πάλι το φως του.
Ο Κούρμας είχε ζαλιστεί.
— Μα τ΄ είναι αυτά!...
— Ναι, ναι!...
Μια βουή μεγάλη, τρομερή υψώθηκε κείνη τη στιγμή...
Ο Μαλάς στράφηκε στην ανατολή.
— Να, να, κοίταξε!... Να ο ήλιος! φώναξε στο φίλο του.
Ένας όγκος κόκκινος, πυρωμένος και σκοτεινός σε πολλές μικρές μεριές, και που εδώ και κει μικρές λάμψες πετούσε, είχε φανεί.
— Νάτος!...
Ο Κούρμας τον κοίταξε σιωπηλός.
— Πάμε και μεις στην παράκληση, πάμε να παρακαλέσουμε... του είπε ο σύντροφός του κι έκανε να προχωρήσει.
— Πού, πού να πάμε, είπες; ρώτησε ο Κούρμας, αν και άκουσε καλά.
— Εκεί που όλος ο λαός θα παρακαλέσει.
— Τι λες, τι λες; Για τρελό με πήρες;... Τι θέλω γω να παρακαλέσω μαζί τους; Τι θέση έχω γω;... Και συ! Γιατί θα πας εσύ; Τον ήξερες τον ήλιο, που χάθηκε, συ, τον απόλαψες διόλου που θα πας να παρακαλέσεις!... Ποτέ να μην έρθει! Καλύτερα έτσι, χίλιες φορές!...-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 93-97
Η ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
Η λατέρνα έπαιζε τώρα ένα χορό τούρκικο και οι περισσότεροι είχανε σηκωθεί και χορεύανε με τα χέρια ριγμένα ο ένας στον ώμο του άλλου. Ο αδύνατος με τον ζακέ τον πρασινισμένο, νέος, στη μέση κι αυτός, πηδούσε χωρίς να ξέρει διόλου απ’ αυτό το χορό και προσπαθούσε να κάνει τα βήματα, που έκαναν οι συντρόφοι του. Οι άλλοι, ο νέος με τα μαύρα ρούχα και ο κοντός με τα γενάκια, που είχε υπηρετήσει στο Γαλλικό στρατό, στην ξένη λεγεώνα και είχε και μετάλλιο, έμεναν στις θέσεις των και κοίταζαν. Κοντά τους η νέα που λεγότανε Γραμματική, ωχρή, μικρόσωμη, ίσαμε δεκατεσσάρων χρόνων, αν και φαινόταν ακόμα μικρότερη. Προ ολίγου είχε κλάψει στην ενθύμηση της πριν ζωής της, της καλής. Και μαζί είχε πει, στους νέους φίλους της, πως τ΄ όνομα Γραμματική δεν ήταν τ΄ όνομά της, αλλιώς τη λέγανε, αυτό της το ’χανε δώσει κει μέσα οι γυναίκες. Δεν τη βγάλανε ούτε Αφροδίτη, Άρτεμη, ούτε Αρετή, ονόματα, που συνηθίζουνε να δίνουν, αλλά Γραμματική. Και η αιτία ήταν που ήξερε γράμματα, ήταν γραμματισμένη.
Ο πρώην στρατιώτης της λεγεώνας όλο ψιθύριζε όταν την κοίταζε.
- Τόσο μικρή!
Πρωτύτερα είχε πει, σαν κοσμογυρισμένος που ήταν, πως στη Γαλλία η αστυνομία δεν παγαίνει ποτέ τόσο μικρά κορίτσια σε τέτοια μέρη. Αυτό το βεβαίωσε κι ένας εμποροπλοίαρχος νέος, που χόρευε τώρα μαζί με τους άλλους. Ο μαυροντυμένος νέος κοίταζε το γλυκό, ωχρό προσωπάκι της νέας με συμπάθεια, αλλά κι αυτής τα μάτια συχνά πέφτανε πάνω του, τον κοίταζαν και μάλιστα όταν αυτός δεν την έβλεπε.
Και ο χορός ξακολουθούσε. Τώρα μάλιστα είχε ανακατευθεί και το ντέφι με τα ζίλια, που χτυπούσανε χτυπούσαν. Το ’παιζε ένας αδύνατος ψηλός με μαλλιά μαύρα στιλπνά, μακριά ίσαμε τα φρύδια, χωρίς σακάκι και με παντούφλες κεντητές στα γυμνά του, χωρίς κάλτσες πόδια. Και οι χορευτές δίπλωναν, ξεδίπλωναν τα πόδια τους, χτυπούσαν τις πλάκες, πηδούσανε.
Οι γυναίκες γύρω άλλες καθισμένες πάνω σε τραπέζια, άλλες σε καθίσματα κοιτάζανε, με σηκωμένα τα κοντά τους φουστάνια και ανοιχτά πόδια. Κάλτσες κόκκινες, άσπρες, γαλάζιες, όλα τα χρώματα ήταν εκεί. Πιο πέρα λίγο απ΄ τους δυο νέους και την ωχρή κόρη, είχε καθίσει μια παρέα απ’ αρκετούς. Όλοι κακοντυμένοι και με κούκους, κασκέτα και παλιές ρεπούμπλικες. Ο εμποροπλοίαρχος τούς γνώριζε. Ήταν όλοι κλέφτες του λιμανιού όπου δεν αφήναν σχοινί, αλυσίδες, κλέβανε στάρι, ξύλα, σωστοί λύκοι πεινασμένοι γινόντουσαν όταν η νύχτα ερχόταν. Χωρίς να φωνάξουν καμιά απ’ τις γυναίκες, που ξαπλωμένες ήτανε στα καθίσματα και πάνω στα τραπέζια, δείχνοντας προκλητικά ίσαμε το γόνι τα πόδια τους με τις χρωματιστές κάλτσες, είχαν καθίσει κι έριχναν λαίμαργες ματιές στην ωχρή κόρη, που καθότανε με τους καλοντυμένους νέους.
- Έ, έκανε, μετά αρκετή σιωπή, ένας απ’ αυτούς, αδύνατος, μαυριδερός, άδικα την έχουνε! Ακόμα δεν της δώσανε άδεια να δέχεται!
- Ας είναι... είναι κομματάκι... σαν αριστοκράτισσα! είπε ένας άλλος κίτρινος μ’ ένα μεγάλο σημάδι στο μάγουλο.
- Λένε πως ήτανε από καλή φαμίλια!
- Μα κι εγώ γι΄ αυτό τη θέλω!
- Καλά, ρε τσιφούτη, θέλε τη! Γιά δεν κοιτάτε! Δεν ξεκολλά απ’ τους λιμοκοντόρους! είπε ένας ψηλός, ένας ανθρωπάρας με ώμους πλατιούς πολύ.
- Μωρέ, για να ’χε άδεια και θα ’βλεπες αν θα τους την άφηνα!
- Και τι θα ’κανες;
- Τι θα ’κανα; Θα τους την έπαιρνα!
- Γεια σου, ρε λεβέντη! Και νομίζεις συ, πως αυτοί έτσι θα μένανε; Θα σε φοβούντουσαν και θα σου λέγανε – Ορίστε τη; Θα σου ρίχνανε, φουκαρά μου! Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου!
- Εμένα;
- Γιατί τους βλέπει με κολάρα και καλά ρούχα.
- Εγώ;
- Σώπα, ρε Αμερόληφτε, και το παράκανες σήμερα με τις παλικαριές σου!
- Εγώ, εγώ!
- Ναι, συ!
- Βρε θα σου ρίχνανε!
- Μα για σταθείτε, δε λέει τάχα καλά; Για τους λιμοκοντόρους.
- Να κι ο Λεμάς, που λαβαίνει το λόγο.
Κάτι λόγια είπαν ακόμα και ξαφνικά αρπαχτήκανε. Άλλοι μπήκανε στη μέση να τους κρατήσουν.
- Άσε με!
- Στάσου!
Τα καθίσματα πέσανε, ποτήρια, φλιτζάνια σπάσανε. Οι γυναίκες φεύγανε με φωνές, αφήνοντας, πολλές, τα χρυσωμένα πασουμάκια τους, φεύγανε με τις κάλτσες, οι άντρες βγαίναν έξω. Ο λατερνοπαίχτης και ο βοηθός του, συνηθισμένοι από τέτοια, σταθήκανε περίεργοι.
Σε μια σπρωξιά μεγάλη ο Αμερόληφτος κυλίστηκε κάτου και τα μεγάλα πόδια του ανθρωπάρα τον πατούσανε.
- Η φρουρά!
Στο βάθος της μεγάλης αυλής λόγχες λάμψανε στο μισοσκοτάδι. Οι αλάνηδες χωρίσανε. Ο ανθρωπάρας κρατούσε μια λουρίδα ενός ρούχου στα χέρια του και δεν ήξερε τίνος είναι. Είδε τον Τσιφούτη πέρα λίγο να στέκεται και να βλέπει το ’να χέρι του που βρέθηκε με μόνο σχεδόν την άσπρη ριγωτή φόδρα, σχισμένη κι αυτή, ενώ το ύφασμα, το περισσότερο, είχε χαθεί.
Ο νέος με τα μαύρα πήγε και την άλλη βραδιά κει ζητώντας να δει τα νέα. Αλλ’ είδε έξω απ΄ το καμαράκι της, στην αυλή, πλήθος να στέκεται, κόσμος, αλήτες, εργάτες του λιμανιού, ναύτες. Κείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και φάνηκε να βγαίνει κάποιος και πίσω αυτή. Θέλησε να κλείσει, αλλά το πλήθος δεν την άφησε. Ένας ναύτης ψηλός πολύ, ένας γίγας, μπήκε μπρος, υψώθηκε πάνω απ΄ όλους, την άρπαξε σπρώχνοντάς την μέσα και με ορμή έκλεισε την πόρτα.
Ο νέος έφυγε, ενώ το πλήθος, ένα σωρός σαράντα ή πενήντα μαγκλαράδων, ούρλιαζε, ούρλιαζε και σπρωχνόταν έξω απ΄ την κλειστή πόρτα.-
«Ο Νουμάς, Εφημερίς πολιτική κοινωνική φιλολογική»
Τόμος 14, Τεύχος 600 (1916), σελίδες 274-275
ΛΗΣΜΟΝΙΑ
Ο Καπάρης έπαψε περιμένοντας να σταματήσει το χτύπημα της καμπάνας. Και όταν ο τελευταίος ήχος της έτρεξε στον αέρα τρεμουλιαστός ξακολούθησε την ομιλίαν του, αφού τύλιξε πρώτα γύρω στο λαιμό του το σάλι του, που του είχε ξεφύγει.
— Πόσους και πόσους δεν έχουμε λησμονήσει! είπε. Πόσοι, που γνωρίσαμε μια φορά κι έναν καιρό είχαμε κάποια φιλία, αρχίζαμε να τους αγαπάμε και που μια μέρα χωριστήκαμε χωρίς να σκεφτούμε πως δε θα δει πια ο ένας τον άλλο. Άλλοι πάλι, που μαζί πηγαίναμε σκολειό, καθόμαστε στο ίδιο θρανίο, που μια μέρα κι αυτούς τους χάσαμε χωριστήκαμε και δεν τους ξαναείδαμε πια!… και σιγά, σιγά σβήσανε απ΄ τη μνήμη μας και μας είναι αδύνατο να τους θυμηθούμε! Ίσως μένει, βαθιά όμως, στην ψυχή μας η μορφή τους κρυμμένη, που μόνο ο ύπνος μπορεί να τη φέρει απάνω στην ενθύμησή μας, αλλ΄ όταν ξυπνήσουμε θα σβήσει πάλι, θα πάει στη θέση της χωρίς να δεις, να συλλάβεις τίποτα!… Πόσοι λοιπόν, απ΄ αυτούς δεν έχουνε χαθεί, δεν έχουνε πεθάνει… Προχτές το βράδυ ένα τέτοιο έβλεπα στον ύπνο μου, ένα τέτοιο! Είμαστε δυο παρέες, λέει, και καθόμαστε σ΄ ένα δωμάτιο ψηλό ενός σπιτιού, που μια φορά μικρός είχα κατοικήσει. Από μια μπαλκονόπορτα ανοιχτή φαινόντουσαν δέντρα ενός κήπου μεγάλου και μια λάμψη δυνατή, πέρα στον ορίζοντα.
Κάτι λέγαμε, νομίζω, για πεθαμένους, για ψυχές.
— Γιά, μου λέει ξαφνικά κάποιος απ΄ την παρέα μας, δείχνοντας έναν, που καθότανε μαζί μας σιωπηλός, έναν, που τον είδα να ‘ναι σκοτεινός και σαν αέρινος, αυτός είναι πεθαμένος, πέθανε στην Πάτρα!
Εγώ το ήξερα και λυπόμουνα πολύ γι΄ αυτό, γιατί ήτανε φίλος μου, γνωστός μου παλιός, και ήθελα να μάθω, για να παρηγορήσω τη λύπη μου, αν αισθάνεται κι έτσι που ήταν, ό,τι πριν…
Για πες μου, του λέω, και του είπα και τ΄ όνομά του, πώς σου συνέβηκε, τι αισθάνθηκες;
Ο πεθαμένος άνοιξε τα χέρια του.
— Ούτε θυμούμαι που πέθανα, ούτε τι τράβηξα!… Έφυγα απ΄ εκεί μόνο αφήνοντας το σώμα μου σα να πέρασα για μια στιγμή ένα σκοτεινό μέρος!,,,
Στράφηκα στους φίλους μου.
— Βλέπετε; τους είπα.
Ένας απ΄ τους κυρίους, που ήτανε στην άλλη παρέα, πήρε το κάθισμά του και πλησίασε κοντά στον πεθαμένο.
— Για πες μας πώς…
Ήθελε να ρωτήσει να μάθει εκείνο το άλυτο, το παράξενο, το μεγάλο μυστήριο, αλλά το πρόσωπο του πεθαμένου πήρε μια έκφραση στενόχωρη κι είπε τραυλίζοντας :
— Αφήστε με!… Πρέπει να πηγαίνω! βραδυάζει, δε μπορώ, πνίγουμαι!…
Και αλήθεια βράδυαζε. Έξω η λάμψη κείνη, που ήτανε πριν, είχε χαθεί και το σκοτάδι ερχότανε.
Ξύπνησα λυπημένος πολύ πολύ και με δάκρυα στα μάτια. ΄Εκλαιγα. Ποιος να ‘ταν, λοιπόν, κείνος ο φίλος μου, που τόσο, τόσο μ΄ έκανε να λυπηθώ, και που ακόμα που τον σκέπτουμαι δακρύζω;…
Περιοδικό «Ο Νουμάς», Τόμος 17, τεύχος 676, σελίδες 180-181 (1920)
http://www.sarantakos.com/
Ο ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ ΚΑΙ Η ΜΠΕΤΙΝΑ ΦΕΞΗ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΤΟΥΣ (1904). πηγή
ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΟΥΤΥΡΑ
Δημοσθένης Βουτυράς. Το μορτόπαιδο του Πειραιά
του Στέφανου Μίλεση
Ο πλέον αντιπροσωπευτικός τύπος Πειραιώτη λογοτέχνη, απεικονίζεται στο πρόσωπο του Δημοσθένη Βουτυρά.
Ο συγγραφέας των φτωχών και των παραμελημένων ανθρώπων του Πειραιά, που ζήσανε στο περιθώριο της πόλης, σε υπόγεια και σε ανήλεα δωμάτια, χωρίς θέρμανση, χωρίς πόσιμο νερό, καταδικασμένοι απλά να υπάρχουν, περιθωριοποιημένοι από την κοινωνία με καταδίκη τη φτώχεια.
Με το μοναδικό τρόπο γραφής του, ζωγράφιζε τα ψυχολογικά πορτρέτα των πρωταγωνιστών των διηγημάτων του, που δεν ήταν άλλοι παρά αληθινά, υπαρκτά πρόσωπα από τη καθημερινότητα του Πειραιά. Το μικρομάγαζο, η ταβέρνα, το φτωχόσπιτο, γίνονται το επίκεντρο των διηγημάτων του, μέσα από τα οποία αναδεικνύονται ήρωες ζωής που προσφέρουν, αγωνίζονται, μοχθούν, αγαπούν και ελπίζουν.
Ο Χρήστος Λεβάντας έγραψε για τον Δημοσθένη Βουτυρά ότι είναι ο κλασσικός τύπος Πειραιώτη στη ψυχή, στη σκέψη, στους τρόπους. Ντόμπρος, ειλικρινής στο έπακρο είναι κατά το Λεβάντα η μεγαλύτερη μορφή του Νεοελληνικού διηγήματος. Ήταν οπαδός του ελεύθερου, του ανυπότακτου. Προερχόταν από πλούσια οικογένεια η οποία όμως είχε άδοξο τέλος. Ο πατέρας του συμβολαιογράφος αρχικά, ιδιοκτήτης εργαστηρίου παρασκευής οικοδομικών υλικών στο Νέο Φάληρο, στη συνέχεια, κάτω από τη πίεση των δανειστών του αυτοκτόνησε. Γεννημένος πάνω σε Αυστριακό πλοίο που ταξίδευε για την πόλη, αναθρεμμένος στον Πειραιά, Κυκλαδίτης στην καταγωγή (από την Κέα).
Ο ίδιος μετακόμισε και έμενε στην οδό Πραξιτέλους, έχοντας μεταφέρει στο σπίτι του ό,τι περιέσωσε από τους τοκογλύφους δανειστές, οι οποίοι μετά την αυτοκτονία του πατέρα του εισέβαλαν στο οικογενειακό του σπίτι όπου άρπαζαν ανελέητα τα πάντα.
Ο Βουτυράς με ό,τι καταπιανόταν το έκανε με επιτυχία. Την εποχή πριν την πτώχευση του πατέρα του δούλευε και ο ίδιος στη μάνδρα του Νέου Φαλήρου και ασκούσε τα καθήκοντά του επαρκώς. Μετά την αυτοκτονία του πατέρα του έγινε τενόρος ιταλικού μελοδραματικού θιάσου που την εποχή εκείνη έτυχε να περάσει από τον Πειραιά. Τη θαυμάσια φωνή του κληροδότησε στη συνέχεια στη κόρη του Ναυσικά Βουτυρά.
Εισήλθε στη συγγραφική δραστηριότητα όταν επισκέφτηκε τον Γεράσιμο Βώκο την εποχή που αυτός εξέδιδε το "Περιοδικό μας". Του έδωσε στο χέρι ένα διήγημα. Ο Βώκος το διάβασε βιαστικά και αμέσως το έσχισε! "Δεν είναι δικό σου" του είπε. Ήταν τόσο καλό που ο Βώκος αδυνατούσε να πιστέψει ότι ήταν δικό του. Ο Βουτυράς του έδωσε ένα δεύτερο πολύ πιο μικρό, πολύ πιο απλό! Αυτό ήταν που δημοσιεύθηκε στο καλύτερο φιλολογικό περιοδικό που κυκλοφορούσε τότε όχι μόνο στον Πειραιά, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα, το "Περιοδικό μας". Αυτό ήταν! Έκτοτε ο Βουτυράς ξεκίνησε να γράφει ασταμάτητα.
Οι συνθήκες της ζωής όμως, τον είχαν κάνει σκληρό κι ανυποχώρητο, επιρρεπή στους καυγάδες. ΟΛαμπελέτ που επίσης κινείτο στον Πειραιά τον αποκαλούσε "μορτόπαιδο". Κάποτε πήγε στον Βώκο και του είπε: "Τι μάζεψες εδώ αυτό το μορτόπαιδο;". Έτσι έμεινε και στον Βώκο να αποκαλεί τον Βουτυρά "μορτόπαιδο" του Πειραιά.
Και το μορτόπαιδο αυτό είχε τόσα πολλά να πει για τον κόσμο όπως εκείνος τον είχε γνωρίσει, ώστε άρχισε να γράφει αδιάκοπα. Τριάντα πέντε βιβλία με διηγήματα και διακόσια ακόμα να έχουν δει το φως τυπωμένα μόνο σε εφημερίδες και άλλα έντυπα, αλλά ποτέ σε βιβλία! Κανείς άλλος δεν έγραψε τόσα. Πόσα άραγε διηγήματα δικά του είναι ακόμα αδημοσίευτα σε βιβλία και πόσα τελείως ανέκδοτα; Και τα διηγήματά του μεταφράστηκαν στα γερμανικά, στα γαλλικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά, στα αγγλικά, ακόμη και στα ουγγρικά. Και όλα εξέπεμπαν Πειραιά!
Μόνο στην Ελλάδα ο Βουτυράς (και ειδικά στον Πειραιά) μένει σήμερα στην αφάνεια, να διαβάζεται από λίγους που αναζητούν να διαβάσουν μια ψυχή ελεύθερη, απολυτρωμένη και στηλιτεύει το κέρδος, την πλεονεξία, την κοινωνική αδικία. Μόνο ο Βουτυράς καταφέρνει να εστιάσει σε έναν ξεχασμένο παράλληλο κόσμο που ζει και κινείται στο παρασκήνιο και να τον φέρει στο προσκήνιο, να τον φωτίσει. Είναι ο εκφραστής των ανθρώπων του λαού. Τα διηγήματα του Βουτυρά είναι επανάσταση!
Ο Γερμανός Ντίντριχ ένα από τα διηγήματα του Βουτυρά το "Γκρέμισμα των Θεών" το έκανε μάθημα στους υποψήφιους συγγραφείς που τον πλησίαζαν για να μάθουν τον τρόπο να γράφουν διηγήματα. Στη Γαλλία ένα άλλο διήγημα "Ο θρήνος των βοδιών" είχε έρθει πρώτο στις πωλήσεις, ξεπερνώντας τους Γάλλους διηγηματογράφους. Το συγκλονιστικότερο όλων το "Ημερολόγιο της Κατοχής" που ελάχιστοι δυστυχώς έχουν διαβάσει.
Ο Δημοσθένης Βουτυράς από όλα τα έντυπα που του πρότειναν να αρθρογραφήσει, προτιμούσε ως κύριο ένα του Πειραιά. Πρόκειται για την πειραϊκή εφημερίδα "Σφαίρα" στην οποία ο Βουτυράς δημοσίευσε τα μεγαλύτερα σε αξία διηγήματά του. "Λιαγκάς", "Ζωή αρρωστημένη", "Θρήνος των βοδιών", "Γκρέμισμα των Θεών", "Αλήτες", "Σιδερένια πόρτα", "Ανάστασις νεκρών".
Αγάπησε πολύ τον Πειραιά παρά το γεγονός ότι στη πόλη αυτή έζησε τις μεγαλύτερες οικογενειακές και προσωπικές τραγωδίες. Σύχναζε στον Τινάνειο κήπο, καθώς εκεί στην εποχή του υπήρχαν δύο τρία καρότσια με πωλητές βιβλίων μεταχειρισμένων. Και ο Δημοσθένης ο οικονομικά κατεστραμμένος που δεν είχε τη δυνατότητα της αγοράς των βιβλίων της αρεσκείας του, αγόραζε βιβλία με μοναδικό κριτήριο τη τιμή τους.
Κάποτε τιμήθηκε με το "Αριστείο γραμμάτων και τεχνών", αλλά ο ίδιος εξομολογήθηκε στον Λεβάντα πως η μεγαλύτερη τιμή που του έγινε ποτέ ήταν όταν τον τίμησε η πόλη που αγάπησε, ο Πειραιάς. Αντίθετα από τους σημερινούς "λογοτέχνες" που επιδιώκουν ως αναγνώριση ή καταξίωση το βραβείο ή τον έπαινο, ο Βουτυράς επεδίωκε πρωτίστως την αναγνώριση του κόσμου του περιθωρίου, τα προβλήματα του οποίου αναδείκνυε. Άλλωστε οι ίδιοι που τον τίμησαν, αργότερα θα του διακόψουν τη χορήγηση της τιμητικής σύνταξης που του χορηγούσαν, εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων (παρότι ήταν ανένταχτος).
Κι αυτό διότι κατά την περίοδο της κατοχής βρέθηκε στην αντίσταση στις τάξεις της αριστεράς. Τότε έγραψε και το περίφημο ημερολόγιο κατοχής που μόνο ένα μέρος του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Αυγή".
Και καθώς ζούσε αποκλειστικά από τη συγγραφή, δεν είχε άλλους οικονομικούς πόρους, οδηγήθηκε σε οικονομική ασφυξία. Μόνο ο Δημοσθένης Βουτυράς και ο Λάμπρος Πορφύρας, από τα μεγάλα Πειραϊκά ονόματα, έζησαν μόνο από τη συγγραφή.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Βουτυράς τα έζησε στο Κουκάκι στην οδό Ανδρούτσου. Έφυγε από τον Πειραιά με πικρία καθώς λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, τέθηκε στο περιθώριο των περισσοτέρων εντύπων! Ο άνθρωπος που έζησε λιτά, φτωχικά θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ο "Παπαδιαμάντης του Πειραιά". Ο ίδιος έλεγε "το λαό τον ζω μέσα μου". http://pireorama.blogspot.gr/
Προσωπογραφία του Δημοσθένη Βουτυρά από τον Κόντογλου
Η παράξενη ιδέα του Δημοσθένη Βουτυρά
Ο συγγραφέας Δημοσθένης Βουτυράς που μένει στον Πειραιά σε ηλικία μόλις 16 ετών, το 1888, συγκεντρώνει γύρω του Πειραιώτες με αποκλειστικό σκοπό την δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στην Αφρική. Οργανώνει συγκεντρώσεις σε πλατείες και συνοικίες γύρω από την περιοχή όπου έμενε και για έναν παράξενο λόγο, τους πείθει και κάποιοι μάλιστα φτάνουν στο σημείο να πωλούν την περιουσία τους προκειμένου να προχωρήσουν στην υλοποίηση αυτής της παράξενης ιδέας. Γράφει και σχετικό βιβλίο με τίτλο "Ο Νέος Μωυσής".
"είχα μια παράξενη ιδέα, ήθελα να πάω στην Αφρική κι εκεί να ιδρύσω ένα ελεύθερο κράτος. Μια πολιτεία χωρίς Βασιλιά. Θα φεύγαμε πολλά παιδιά από τον Πειραιά. Εγώ τους είχα παρακινήσει όλους. Εκεί θα παιρνούσαμε "ζωή και κότα". Και κοίτα να δεις ότι με πίστευαν, ένας μάλιστα παπουτσής πούλησε τα σουβλιά του και τα άλλα του σύνεργα και ετοίμαζε τα μπογαλάκια του."
Αλητεύει στην πόλη και γνωρίζει πολλές κρυμμένες γωνιές του. Διψάει για ελευθερία και περιπέτεια. Τον καιρό που οι συνομήλικοι του σπούδαζαν αυτός γύριζε όλη μέρα στην πόλη με μια μαγκούρα στο χέρι, παίζοντας πετροπόλεμο, συμμετέχοντας στις πορείες στον Πειραιά της δεκαετίας του 1880. Διαβάζει μετά μανίας τον "Γύρο του Κόσμου" του Φρανσουά Αραγκό και "Τα μύρια όσα" του Ισίδωρου Σκυλίτση.
Συγκεντρώνει γύρω του αρχικά τους φίλους του και αργότερα κατοίκους της γειτονιάς του και τους λέει την ιδέα του. Για ένα παράξενο λόγο οι άνθρωποι αυτοί τον πιστεύουν και αρχίζουν ομαδικά πλέον σε συγκεντρώσεις στην γειτονιά να οργανώνουν στο σχέδιό τους. Γίνεται ο λούμπεν του Πειραιά. Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στα εργοστάσια, η απανθρωπιά και η δυστυχία των λαϊκών τάξεων, κοινωνικοί θεσμοί, κράτος εκκλησία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, στηρίζονται στην εκμετάλλευση του αδύνατου και αυτό προκαλεί επανάσταση στον εσωτερικό του κόσμο.
Όλα αυτά αργότερα τροφοδότησαν το έργο του.
Έτσι το 1921 γράφει το έργο του με τίτλο "Ο Νέος Μωυσής" με θέμα τη νεανική του προσπάθεια. Ο ήρωας της νουβέλας σχεδιάζει τον εποικισμό μιας έκτασης στην Αφρική όπου μαζί με τους συντρόφους του θα δημιουργούσαν ένα κράτος ελεύθερο χωρίς Βασιλιά, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, χωρίς κοινωνική εξαθλίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου