Ο Μικέλης (Μιχαήλ) Γ. Άβλιχος ( 1844 - 1917) ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής. Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς στις 18 Μαρτίου 1844 από εύπορους γονείς, τον Γεώργιο Άβλιχο του Θεοδώρου (1807-28/10/1897) και την Ειρήνη Κουρούκλη του Σπυρίδωνος (1820-17/1/1845). Σπούδασε στο εκεί Πετρίτσειο Γυμνάσιο και μετά στην Ελβετία στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όπου και ήλθε σε επαφή με τον αναρχισμό και τις ιδέες του Μιχαήλ Μπακούνιν. Έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι, την Ζυρίχη και την Βενετία. Όταν το 1872 επέστρεψε στην πατρίδα του, συνέχισε και συμπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτη του Ανδρέα Λασκαράτου, εστιάζοντας την λεπτή ειρωνεία του στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας, της θρησκοληψίας, της πλουτοκρατίας και του πολέμου.
Για ένα μικρό διάστημα συνεργάστηκε λογοτεχνικά με τους Παναγιώτη Πανά και τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε ωστόσο πολύ φειδωλός στις δημοσιεύσεις και γι' αυτό το σύνολο της δημοσιευμένης ποιητικής του παραγωγής (κυρίως σονέτα) δεν ξεπερνά τις 100 σελίδες. Κατά την περίοδο 1912–1913 πάντως, έκανε τις τακτικότερες δημοσιεύσεις του στο περιοδικό Ζιζάνιο.
Παρά την ευψυχία και την ισχυρή του προσωπικότητα, ο Άβλιχος δεν κατόρθωσε να επηρεάσει αποτελεσματικά την επτανησιακή διανόηση της εποχής του, και ενώ, όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος, στην Αθήνα η ποίησή του εκτιμήθηκε πολύ, η ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους πλούσιους και τους παπάδες τοπική κοινωνία τον οδήγησε γρήγορα στην απομόνωση. Πέθανε στο Ληξούρι στις 28 Νοεμβρίου 1917 και τάφηκε εκεί. Έμεινε μέχρι το θάνατό του συνεπής στις αθεϊστικές και αναρχικές θέσεις του και αποχαιρέτησε τους φίλους του με τα εξής τελευταία του λόγια: «Μην θρηνείτε, γιατί ο Μικέλης πάει στην ζωή».
Συνάδελφο με κράζεις ποιητή,
εσύ, πηγή ύδατος αλλομένου,
νάμα ψαλμού ζωής, πατρίδας αίνου,
που αιώνια Ελλάδα βουίζει θαυμαστή.
Κι άμποτες απ’ αυτό να ποτιστή
το χώμα αυτού του τόπου του καμένου !
Και νάναι κι η βουλή του πεπρωμένου
ξανά με δάφνες νέες να στολιστεί !
Μα εγώ είμαι έρημου βράχου μια βρυσούλα
που έρημη ρέει σ' έρημο γιαλό
και ρέει σαν να κλαίει την ερημιά της...
Και μόνο νύχτα μέρα βράδι, αυγούλα
κρένει με του πελάου το βογκητό
σαν έρτει φτερωτός να πιεί διαβάτης....
✧✧✧✧
ΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΑΣ
Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,
που κρίνετε του κόσμου τ' αδικήματα,
που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή
ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,
που τη ζωή το χέρι σας κρατεί
κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα,
ακούσετε της Μούσας τη φωνή
που δε φοβάται φυλακή, προστίματα:
Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει,
σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε
για να 'χετε καιρό για το σεργιάνι.
Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.
✧✧✧✧
Ερωτική επιστολήΗ χθεσινή μαζί σου τσακωμάρα
μ’ έκαμε τη ζωή να βαρεθώ
και μού’ ρθε και στο νου να σκοτωθώ,
χωρίς ν’ ακούσω στην καρδιά τρομάρα.
Κι είπα· στον τάφο δεν είναι λαχτάρα!
και μέσα στην πολλή μου σαστισμάρα
επήρα το ξουράφι να σφαώ
και τό’ χα να το χώσω στο λαιμό,
για να τελειώσει κάθε φαωμάρα
μα δεν ηξαίρω πώς και τι και ποιό
κι’ αντίς να κάμω τέτια αντραγαθία
εβάρτηκα με μιάς να ξουριστώ…
Κι εκόπασε και τούτη η τρικυμία
κι’ αντίς να μ’ αγροικήσεις σκοτωμένονε
θάρτω να με φιλήσεις ξουρισμένονε !
✧✧✧✧
Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο
που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά
το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο
που η δυστηχία των άλλων τού γεννά.
Το φθονερό του μάτι το σβησμένο
που δείχνει βουλιμιά για συμφορά
μας εξηγούν γιατ' είναι διψασμένο
τ’ αχείλι του και πόλεμο ζητά.
Διψάει να ιδεί στα μαύρα φορεμένους
πατέρες και μαννάδες που μισεί,
να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένους:
Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή.
Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει, κράζει
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει!
Condensed actuality – Κραυγή περί δικαίου
Αφού κατά βαρβάρων Γερμανών
δεν θέλησε η Ελλάς να πολεμήσει
δίκαιον βρίσκω τον αποκλεισμόν
και δίκαιον από πείνα να ψοφήσει.
Μα το φτωχό το ζώο να πεθαίνει
της πείνας για δική μας μοχθηρία!
Σκεφτείτε το, Λαοί πολιτισμένοι…
Σ’ αυτό, φοβούμαι, γίνεται αδικία.
Σεις έχετε εταιρείες για τα ζώα…
Ερεύξομαι προς ταύτας μετά θάρρους:
Ερρέτω ο πταίστης! σώσατε τ’ αθώα
τ’ άλογα, τα μουλάρια, τους γαϊδάρους…
Δίκαιον όμως ο οίκτος ν’ απλωθεί
κι εις τους εκ του ποιμνίου του Μεσσία,
κι αθώους κι αυτούς δικαίως να τους δεχθεί
στην Κιβωτό της μέσα η σωτηρία.
http://www.sarantakos.com/
✧✧✧✧
Η δέ δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος.
(Παύλος προς Κορινθίους Α” 15-56)
Φωτοπεριχυμένη η εκκλησιά,
μέσα με φόβο του θεού γυρεύουνε.
- Νίκας κατά βαρβάρων να μας δώσει.
Κι απ’ όξου κάτι βρώμικα σκυλιά
Σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε
χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώση!
-Πέστε μου τώρα άνθρωποι λογικοί,
μέσα ή απ” όξου είναι η λογική;
-Και ενώ από μέσα αντηχάει το Αμήν
των σκύλων είναι το Ειρήνη Υμίν;
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο,
Μη μοιάσουμε τα ζώα χωρίς το νόμο;
✧✧✧✧
Στίχοι του πειρασμούΑπ' όλες τσι εφεύρεσες του νου
εκείνη για τη μέλλουσα ζωή :
να σε φυτεύουνε κουκί στη γή
κουκιά να ξεφυτρώνεις τ' ουρανού
και τέχνες κι επιστήμες βάνει κάτου
με τη γεωπονία του θανάτου.
Και μ’ όλα τούτα, αγαπητέ μου Τρέκα
(που τόση έχεις στους στίχους μου στοργή)
πολύ φοβούμαι, μην η Θεία Οργή
αφήσει εμάς, σαν ασεβείς, στα σέκκα
Και πέσει λύκος* στο φτωχό κουκί μας
και πάει τότε αμόντε η φύτεψή μας.
✧✧✧✧
Σατιρικά δίστιχαΜερικά από τα σατιρικά δίστιχα (ή τετράστιχα, αν μοιράσουμε στα δύο τον κάθε στίχο) του Αβλιχου. Το πρώτο είναι αρκετά γνωστό.
Σε γιατρό:
Για το γιατρό που πέθανε, ολίγοι στην κηδεία του
Την έστειλε για υποδοχή μπροστά την πελατεία του
Άλλο:
Κρίμα για σε, για δίστιχο, να χαλαστεί μελάνι
Γατόψαρο, ποιος φρόνιμος το βάνει στο τηγάνι;
Σε μεγαλομανή ηλίθιο:
Τ’ αστεία του πατέρα σου θα μείνουν φημισμένα
απ’ όλα ως αριστούργημα μας άφησεν εσένα!
Προς δικαστές
Οι δικαστάδες είναι κομιτάτον
Κάθε Παρασκευή των Αβοκάτων
Και δίνουν τα βραβεία με φρονιμάδα
Σ` εκειούς που κάνουν πρώτη μασκαράδα.http://www.sarantakos.com/
✧✧✧✧
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΟΝ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΟΣ
ΚΑΤΕ ΚΑΡΟΥΤΣΟΥ
ΜΕΛΟΝΥΜΦΟΝΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΝΤΟΝΗ
Άνθος κ’ εγώ να στείλω στη χαρά σου
Επιθυμούσα, φίλη ειλικρινής,
Που να ταιριάζει στα χρυσά μαλλιά σου,
Στην όψι σου που μοιάζει της αυγής.
Ευώδες σαν την άκακη ψυχή σου,
Ζωηρό σαν την ωραία σου τη φωνή,
Άνθος φανταστικό του Παραδείου
Που εμπρός σου ταπεινό να μη φανεί.
Αν όμως άνθος τέτοιο ἢ φαντασία,
Στου γάμου σου τη μέρα τη φαιδρή.
Δε βρίσκει να προσφέρῃ στη φιλία,
Δέξου βαθειάθε μέσα απ’ την ψυχή
Μύριαις ευχές, μ’ αυτήν τὴ στιχουργία
Πω ρχεται εγκαρδιακά να συγχαρή.
Εἰς Κεφαλληνίαν 13 Μαρτίου 1879
✧✧✧✧
Λόγια πόνου[Για τον πολύκλαυστο θάνατο του Ἀντρέα Δ.
Λούζη. Προς τους απαρηγορήτους γονείς του].
Στους θρήνους σας στην πρώτη συμφορά
είπα κ’ εγώ του πόνου σας τραγούδι,
μα... η διωγμένη εγύρισε χαρά
φέρνοντας νέο αφάνταστο λουλούδι.
Κ εστέγνωξαν τα μάτια τα θλιμμένα
κι άνθισαν πάλι γέλια αγαπημένα.
Κ’ έλαμψε νέα ολόχαρη ζωή
χαρές κ’ ελπίδες κι όνειρα γεμάτη,
ωσάν λαμπρής ημέρας χαραυγή.
Και όμως... μόνο ειρωνεία κι απάτη
εβγήκαν όλα... που άσπλαχνη ειμαρμένη
φώλιαζε στ’ άνθη σαν οχιά κρυμμένη.
Και μες στην αγαλλίαση τὸ μιαρό
και το φριχτό της έχυσε φαρμάκι,
κ’ έδωσε του μαρτύριου το σταυρό
σ’ ένα αγγελούδι πιο, παρά παιδάκι,
κ’ εγίνετε και σεις μέχρι θανάτου
μάρτυρες στο σκληρό το Γολγοθά του.
Και τώρα που σε μαυρό ωκεανό
ο πόνος την ψυχή σας τη βυθίζει,
ο Γολγοθάς (όπου τον ουρανό
μόνος αυτός με την κορφή του αγγίζει)
άμποτε από το φως του να σας δίνει
λίγη παρηγόρια για ελεημοσύνη.
Κεφαλληνία
https://el.wikisource.org/
Οι φωτογραφίες είναι από : http://arfasekuklo.espivblogs.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου