Βραδιά πρώτη.
Είχε μπει ο Αύγουστος κι ακόμα δεν είχε σχεδιάσει τίποτε. Την Παρασκευή ξεκινούσε η άδειά της αλλά δεν είχε προγραμματίσει κάτι, κάποιο ταξίδι να ξεφύγει από τη μεγαλούπολη. Ούτε για παρέα είχε ψάξει. Έτσι κι αλλιώς συνήθως μόνη της έκανε διακοπές. Διάλεγε ένα νησί στο χάρτη, έκλεινε ένα δωμάτιο και ξεκινούσε. Παρέα πάντα έβρισκε εκεί που πήγαινε. Αφαιρέθηκε για λίγο. Έπιασε τον εαυτό της να αναπολεί παλιότερες καλοκαιρινές γνωριμίες. Έρωτες της μιας νύχτας ή της μιας εβδομάδας. Κάποιοι είχαν συνεχιστεί για λίγο διάστημα στο φέισμπουκ, ώσπου έσβησαν. Ένα λάικ, πού και πού, της θύμιζε ένα αγόρι, μια παραλία, ένα καλοκαίρι. Με τα χρόνια δεν θυμόταν πια ούτε ποιο καλοκαίρι ήταν, ούτε ποια παραλία, καμιά φορά ούτε ποιο αγόρι.
Είχε βραδιάσει. Στο μπαλκόνι κατέβαινε μια δροσερή αύρα από την Πεντέλη και το δέρμα της μπιμπίκιασε. Είχε ανατριχιάσει. Πόσο καιρό, άραγε, είχε να νιώσει την άλλη ανατριχίλα, σκέφτηκε. Εκείνη από το ανδρικό χάδι που γεννούσε τον πόθο. Από το προηγούμενο καλοκαίρι, απάντησε μόνη της. Σηκώθηκε κι έβαλε μια φανέλα με μανίκια για να διώξει την ενοχλητική σκέψη. Το τιραντέ, αραχνοΰφαντο μπλουζάκι που φορούσε, το έριξε στον κάδο με τα άπλυτα. Ήταν σχεδόν γεμάτος. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να βάλει πλυντήριο, διότι αν τελικά αποφάσιζε να πάει διακοπές δεν θα είχε ούτε εσώρουχο καθαρό.
Ένα ρολόι από κάποιο καμπαναριό άρχισε να χτύπα. Το κινητό ήταν δίπλα της, στο τραπεζάκι, αλλά προτίμησε να μετρήσει τους χτύπους της καμπάνας. Ένας, δύο, τρεις… έντεκα! Τέτοια ώρα στο νησί, σκέφτηκε, σε οποιοδήποτε νησί, έστηνε καρτέρι ο έρωτας στα μπαράκια. Μουσική, σφηνάκια, ματιές, ένα κέρασμα, λίγες σάχλες -προφάσεις γνωριμίας- καλαμπούρια του ποτού, δήθεν ρομάντζα στο γιαλό. Αγγίγματα δοκιμαστικά, απαλά. Αγγίγματα δυναμικά, με στόχο. Αγγίγματα ερεθιστικά, απελευθερωτικά.
Δεν νύσταζε ακόμα. Άνοιξε την κατάψυξη, πήρε ένα κουτί οικογενειακό παγωτό κι άρχισε να τρώει με το κουτάλι μέσα από το πλαστικό κουβαδάκι.
Ωραίο κουβαδάκι, σκέφτηκε. Μόλις τελειώσει το παγωτό, θα το πάρω να παίζω στην άμμο. Αλλά πού; Ακόμα δεν είχε αποφασίσει το «αν», το «πού» θα ακολουθούσε.
Ξανάβαλε το παγωτό στην κατάψυξη. Αύριο θα έτρωγε το υπόλοιπο και μετά θα αποφάσιζε οριστικά σε ποια παραλία θα πήγαινε να παίξει με το κουβαδάκι, να αναζητήσει την ανατριχίλα του πόθου.
Το σιγούρεψε στο μυαλό της, το έδεσε καλά. Τέρμα η μιζέρια. Αύριο οπωσδήποτε θα αποφάσιζε. Μόλις τελείωνε το παγωτό, θα σκεφτόταν σοβαρά πού θα πήγαινε διακοπές. Η σκέψη αυτή, της έφερε ηρεμία. Μια γαλήνη κάλυψε το μυαλό και το σώμα της.
Ες αύριον τα σπουδαία, ψιθύρισε και ξάπλωσε.
Αποκοιμήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Βραδιά δεύτερη.
Μετά τη δουλειά έπεσε ξερή για ύπνο. Ξύπνησε πεινασμένη κατά τις εφτάμισι. Ο ήλιος ακόμα χάιδευε τις τέντες στα απέναντι μπαλκόνια. Στο βάθος η Πεντέλη τον περίμενε υπομονετικά να δύσει ώστε να στείλει την δροσερή της αύρα.
Παράγγειλε δυο σουβλάκια κι έναν φρέντο και κάθισε στο μπαλκόνι. Στη γειτονιά υπήρχε μια χαλαρότητα. Το συνεργείο είχε κατεβάσει τα ρολά. Στο φαρμακείο είχε σβήσει ο φωτεινός πράσινος σταυρός και είχαν ανάψει τα φώτα ασφαλείας. Το χαρτοπωλείο είχε κλείσει από μέρες, αφού χωρίς τα σχολεία δεν είχε δουλειά. Στο καφενείο δεν ακουγόταν ούτε ένα τάβλι. Στο προποτζίδικο δυο-τρεις αραχτοί χάζευαν κάποιο αδιάφορο ματς στην τηλεόραση. Θέσεις για παρκάρισμα όσες ήθελες. Όσοι βρίζονταν το χειμώνα για μια θέση, τώρα βρίζονταν σε κάποια παραλία για μια ξαπλώστρα.
Το μηχανάκι φάνηκε στη γωνία. Χτύπησε το κουδούνι της.
-Η παραγγελία σας.
-Έλα στον δεύτερο.
-Ο κύριος Βαγγέλης από το σουβλατζίδικο σας στέλνει μια κόκα κόλα δώρο, της είπε ο ντιλιβεράς.
-Λάρτζ ο Βαγγέλας, σχολίασε κι ένα αυθόρμητο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Το πρώτο της χαμόγελο, σκέφτηκε, έπειτα από μέρες. Πότε κλείνετε; τον ρώτησε.
-Την Παρασκευή, της απάντησε. Για δύο εβδομάδες.
Τα τελευταία σουβλάκια, σκέφτηκε καθώς έτρωγε. Από την Παρασκευή ούτε σουβλάκια δεν θα βρίσκω. Έφαγε στα γρήγορα και πήγε στο ψυγείο να πάρει τον φρέντο. Τον είχε βάλει εκεί για να μη ζεσταθεί. Μόλις άνοιξε την πόρτα του ψυγείου, θυμήθηκε το παγωτό. Θυμήθηκε τη χθεσινή της απόφαση.
Πρέπει να αποφασίσω, σκέφτηκε. Απόψε, οπωσδήποτε.
Ήπιε τον καφέ με μικρές-μικρές γουλιές. Δεν είχε όρεξη για παγωτό.
Άσε αποφασίζω αύριο, ξανασκέφτηκε. Να τελειώσω και το παγωτό.
Γδύθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι. Έβαλε τα ρούχα στα άπλυτα. Ο κάδος είχε ξεχειλίσει.
Αύριο θα βάλω πλυντήριο, θα φάω το υπόλοιπο παγωτό και θα αποφασίσω, σκέφτηκε με μια σιγουριά που την ξάφνιασε.
Ες αύριον τα σπουδαία!
Αποκοιμήθηκε ήρεμη.
Βραδιά τρίτη.
Σήμερα ο μεσημεριανός ύπνος μετά τη δουλειά ήταν σκέτο μαρτύριο. Ένας τόνος από άπλυτα την είχε σκεπάσει και δεν μπορούσε να ανασάνει. Ο Βαγγέλας έσκαβε μανιασμένα το σωρό των ρούχων. Εκείνη τον κοιτούσε από ψηλά, χωρίς ανάσα. Την βρήκε ξέπνοη και της έδωσε το φιλί της ζωής, μαζί με ένα τελευταίο σουβλάκι και μια κόκα-κόλα δώρο. Κάτι είχε βάλει στο σουβλάκι, γιατί ένιωσε την ξεχασμένη ανατριχίλα κι ένα φούντωμα χαμηλά, στην κοιλιά. Ή μήπως ήταν από το φιλί; Ο Βαγγέλας έγινε έρωτας, έγινε φαλλός τεράστιος, μεγαλύτερος από το κορμί της. Τρόμαξε και ξύπνησε καταϊδρωμένη. Το σεντόνι ήταν υγρό και το εσώρουχό της, επίσης. Μισοκοιμισμένη άνοιξε το συρτάρι και πήρε το τελευταίο καθαρό βρακάκι. Πρέπει να βάλω πλυντήριο σκέφτηκε, την ώρα που βυθιζόταν ξανά στη μεσημεριανή χαύνα.
Βρέθηκε σε μια αμμουδιά, φορούσε το κόκκινο μαγιό που της άρεσε, παρέα με το Βαγγέλα, σε φάση ακατάλληλη δι’ ανηλίκους. Τριγύρω ο κόσμος ασχολιόταν με τα κουβαδάκια του και αδιαφορούσε. Είχε ζέστη πολλή. Έσκαγε. Έτρεξε στην κατάψυξη αλλά το παγωτό είχε λιώσει και σιχαινόταν να το φάει. Το πέταξε μαζί με το κουβαδάκι. Μαζί με αυτό πέταξε και τις ελπίδες της να αποφασίσει σε ποια παραλία θα ερωτευτεί φέτος. Τα χέρια της κολλούσαν. Ο Βαγγέλας την πέταξε γελώντας στη θάλασσα να ξεπλυθεί. Το νερό ήταν μπούζι. Ξεπάγιασε και ξύπνησε.
Έτρεμε ολόκληρη. Ο ανεμιστήρας δούλευε στο φουλ και καθώς δεν φορούσε παρά μόνο το σλιπάκι, είχε ξεπαγιάσει. Σηκώθηκε, τον έκλεισε και φόρεσε ένα μπλουζάκι.
Έφτιαξε ένα σάντουιτς και βγήκε στο μπαλκόνι. Άρχισε να ψάχνει στο κινητό. Δεν γούσταρε να πάρει κανέναν. Ο ένας της μύριζε, ο άλλος της βρωμούσε. Ούτε κατάλαβε πότε πέρασε η ώρα.
Ξημέρωνε Πέμπτη.
Έπρεπε να αποφασίσει.
Έπρεπε να αποφασίσει, τώρα!
Έβγαλε από την κατάψυξη το παγωτό και το αποτελείωσε. Είχε πλέον κουβαδάκι. Απόμενε να βρει παραλία.
Ξημερώματα έβαλε πλυντήριο. Το πρώτο δεν έφτασε, έβαλε και δεύτερο. Τώρα είχε και ρούχα καθαρά. Προορισμό δεν είχε.
Ες αύριον...!
Άλλη μια αναβολή, η τελευταία, υποσχέθηκε στον εαυτό της.
Πήγε στη δουλειά σχεδόν άυπνη. Δεν ήταν η πρώτη φορά.
Βραδιά τελευταία.
Ξύπνησε μετά τις οκτώ. Πεινούσε. Σηκώθηκε, έκανε ένα ντους κι έβαλε το εφαρμοστό θαλασσί μπλουζάκι με τη γυμνή πλάτη και τις κεντητές θηλές μπροστά, που έκρυβαν τις αληθινές που χοροπηδούσαν από μέσα.
Τράβηξε προς το σουβλατζίδικο. Παράγγειλε δύο, χωρίς τζατζίκι.
-Η κόκα-κόλα δώρο, της χαμογέλασε ο Βαγγέλας. Πάντα χαμογελαστός αυτός ο τύπος.
-Αύριο κλείνεις, έμαθα, του πέταξε με πονηρό χαμόγελο. Και πού θα λιάζεσαι, παρακαλώ;
-Στη Χιλιαδού, την ξέρεις; Εγώ και το πέλαγος.
-Με παρέα;
-Παρέα θα βρεθεί. Το θέμα είναι να ξεφύγεις για λίγο από τα καθημερινά.
Έφαγε τα σουβλάκια, ήπιε την κόκα-κόλα.
-Μπορεί να βρεθούμε, του φώναξε φεύγοντας.
-Αμέ, γιατί όχι; Η όμορφη παρέα είναι πάντα ευπρόσδεκτη, κοκκίνισε ο Βαγγέλας και πέταξε δυο πίττες στη σχάρα.
Οι ματιές τους συναντήθηκαν και τα χαμογελαστά πρόσωπα έγιναν δύο.
Καθώς απομακρυνόταν ένιωσε τη γυμνή της πλάτη να μπιμπικιάζει και τις θηλές του στήθους να σφίγγουν και να πιέζουν το μπλουζάκι.
Η απόφαση είχε παρθεί.
Κοιμήθηκε με την προσμονή της θερινής ανατριχίλας.
Ες αύριον τα σπουδαία!
Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 2 Αυγούστου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου