«Ο Ακάθιστος Ύμνος», ρωσική εικόνα του 14ου αιώνα. Στο κέντρο εικονίζεται η Παναγία, ενώ καθεμιά από τις μικρές περιφερειακές εικόνες αφορά τη διήγηση ενός από τους 24 «οίκους» του Ακάθιστου Ύμνου
H θρησκεία είναι το καθολικότερο αρχέγονο πρωταρχικό φαινόμενο της πνευματικής ζωής του ανθρώπου και η τέχνη βγήκε εξελικτικά από τους κόλπους του. Τα πρώτα πράγματα που ο άνθρωπος ζήτησε να κατασκευάσει καλλιτεχνικά ήταν τα αντικείμενα της λατρείας του γράφει ο Ευ.Παπανούτσος. Στα πλαίσια της ανάγκης για επικοινωνία,στο άνοιγμα της εμπειρίας του ''άλλου'' από εσωτερική αναγκαιότητα ο σκεπτόμενος άνθρωπος με συνειδητές ενέργειες μορφοποιεί την ύλη, αισθητοποιεί το μη αισθητό, εξευγενίζει το συναίσθημα θρηνώντας, συμπάσχοντας, ικετεύοντας, δοξολογώντας ευχαριστώντας. Με μοχλό και τις λέξεις αποτυπώνεται από τα πανάρχαια χρόνια η ανάγκη αυτής της επικοινωνίας. Με ποίηση. Άλλωστε ''δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση'' και ένα ιδιαίτερο είδος της ποίησης είναι ο ύμνος. ''ὕμνος ἔστιν ὁ μετὰ προσκυνήσεως καὶ εὐχῆς κεκραμένης ἐπαίνῳ λόγος εἰς θεόν'’. Το βασικό είναι ο έπαινος του θεού. Από την αρχαϊκή περίοδο διασώζονται ύμνοι που ήταν αφιερωμένοι στους εξέχοντες θεούς της Ελληνικής μυθολογίας. Ο όρος είναι είτε ειδολογικός είτε αναφέρεται σε ένα ειδικό είδος, όπως οι ύμνοι του Πίνδαρου. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Μπορεί να περιέχει αφήγηση, μεγάλη ή μικρή, όπως μερικοί από τους ομηρικούς ύμνους. Μπορεί να έχει λατρευτική λειτουργία όπως ο ύμνος στο Παλαίκαστρο Κρήτης που επικαλείται το Δία ως τον μεγαλύτερο ''κοῦρον'', πιθανόν 4ου αι.π.Χ. Μπορεί να είναι αποκλειστικά λυρικός.
Ο ύμνος καλλιεργείται ιδιαίτερα την εποχή του Βυζαντίου ιδίως κατά τον 6ο και 7ο αιώνα με θρησκευτικό χαρακτήρα. Παραμένει βέβαια ένα τραγούδι δοξαστικό. Η ένταση και το πάθος πηγάζουν τόσο από την πίστη του ποιητή όσο και του κοινού που επιζητούν την ανάταση στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν το θείο. Το πιο σημαντικό κείμενο αυτής της εποχής είναι ''ο Ακάθιστος Ύμνος’’. Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο. Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ )
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική. Ένας καταρράκτης παρομοιώσεων, υποκείμενο των οποίων είναι η Παναγία. Λεπτό σύνορο χωρίζει την κυριολεξία από τη μεταφορά, ενώ το ζύγισμα ουσιαστικών και επιθέτων είναι πάντα εύστοχο. Δεν βρίσκονται ιδιωτισμοί στον Ακάθιστο, όπως σε άλλα μέρη της υμνογραφίας, όπου υπάρχουν στερεότυπες εκφράσεις.Ο Ακάθιστος είναι σύμφωνα με τον Θ. Ξύδη συναρμογή δύο σχημάτων: της παρονομασίας και του ομοιοτέλευτου. Ως προς το πρώτο, βλέπουμε πλήθος τύπων της ίδιας λέξης τοποθετημένων κοντά στον λόγο, ή συναντάμε διάφορες ρίζες λέξεων που θα περιέχουν τους ίδιους φθόγγους, (λογοπαίγνια) πχ:
«ἐξίστατο καί ἵστατο»
«γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι»
«φθάσαντες τόν ἄφθαστον»
Από αυτές τις παρηχήσεις έγινε η ρυθμική ομοιοκαταληξία στη νεότερη ποίηση. Τέτοια παρήχηση υπήρχε στους αρχαίους ποιητές και στους πεζογράφους.Πρβλ Σαπφώ, απ. στιχ. 118: «μήτ’ ἐμοί μέλι μήτε μέλισσα.» Οι παρηχήσεις όμως είναι συχνότερες. Ο Ύμνος αυτός είναι μια συνεχής παρήχηση. Όσο αφορά στο ομοιοκατάληκτο, χαίρεται κανείς στις επάλληλες προτάσεις του ύμνου μια διαρκή μουσική, τη μουσική του ομοιοτελεύτητου, στην αρχή στη μέση και στο τέλος των στίχων. Δύο ή περισσότερα τμήματα της περιόδου τελειώνουν με την ίδια συλλαβή ή και με ολόκληρη λέξη. Δεν είναι απαραίτητο συστατικό του ρυθμικού λόγου, αλλά πλουτίζει επιπλέον, όπως και τα άλλα παρηχητικά σχήματα στα οποία ανήκει. Έτσι διαμορφώνεται σαφέστερα η τονική ποίηση και δέχεται περισσότερη μουσικότητα, αρμονία και χάρη στο ρυθμικό λόγο της.Το ομοιοτέλευτο είναι αρχαιότατο, υπάρχει στην ποίηση από τον Όμηρο, αλλά και στον αρχαίο ρητορικό λόγο, στον Πλάτωνα, στους τραγικούς κ.α.Στον Ακάθιστο Ύμνο λοιπόν τα ζεύγη των στίχων ίσου μήκους στις μακρές στροφές των οίκων αναμφίβολα εισάγονται με την ομοιοκαταληξία στη σκέψη.Ολόκληρος ο ύμνος αποτελείται κυρίως από ζεύγη ισοσυλλάβων στίχων με το ομοιοκάταρκτο «χαίρε» πάντα και σχεδόν πάντα με ποικιλία ομοιοκαταληξίας, που είναι ιδιαίτερα αισθητή περισσότερο ως ομοηχία και ως ουσιαστική ομοιοκαταληξία π.χ.
«Χαῖρε γεωργόν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον
Χαῖρε φυτουργόν τῆςζωῆς ἡμῶν φύουσα
Χαῖρε πυρός προσκύνησις παύουσα
Χαῖρε φλογός παθῶν ἀπαλλάττουσα …»
«Χαῖρε τῶν Ἀποστόλων τό ἀσίγητον στόμα
Χαῖρε τῶν ἀθλοφόρων τό ἀνίκητον θράσος».
Σημειώνουμε ότι την ίδια σπουδαία θέση έχει η ομοιοκαταληξία και στον Ρωμανό τον Μελωδό, στα κοντάκια και σε ολόκληρη την εκκλησιαστική υμνογραφία.
Ομοιοτέλευτο με ομοιοκάταρκτο και ισοσυλλαβία:
«Χαῖρε σοφίας Θεοῦ δοχεῖον
Χαῖρε προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον
Χαῖρε φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα
Χαῖρε φιλοσόφους ἀλόγους ἐλέγχουσα …»
Ομοιοτέλευτο με παρονομασία και χιαστό
«Χαῖρε Θεοῦ πρός θνητούς εύδοκία
Χαῖρε θνητῶνπρός Θεόν παρρησία».
Ομοιοκαταληξία, λογοπαίγνια και παρήχηση
«Χαῖρε βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα
Χαῖρε καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα»
«Χαῖρε στερρόν τῆς πίστεως ἔρεισμα
Χαῖρε λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».
«Χαῖρε τό τῶν ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα
Χαῖρε τό τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα».
«Χαῖρε ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας
Χαῖρε ἡ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων».
«Χαῖρε ἡ τῶν εἰδώλων τόν δόλον ἐλέγξουσα …»
«… ἀφέντες τόν Ἠρώδη ὡς ληρώδη …»
«Μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος
Μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος …»
Η ομοιοκαταληξία που είναι επαναλαμβανόμενη αποτελεί πάρισο, όπως στους παραπάνω στίχους. Επίσης υπάρχει και επιζητημένη συμμετρία των οίκων του Ακάθιστου, που στηρίζεται και στον τονισμό της λέξης. Η ομοιοκαταληξία είναι συνηθέστερα εσωτερική. Είναι πλήρης ή και χαλαρότερη κάποτε. Περισσότερες είναι οι ομοιοκαταληξίες των ενδιάμεσων λέξεων και λιγότερες του τέλους των στίχων. Όλα τα σχήματα λόγου μπορούν να αναζητηθούν στον Ακάθιστο. Τα γλωσσικά παίγνια και τα πάρισα είναι άφθονα στη σοβαρή χρήση τους. Ακόμα πρωτότυπα είναι τα επίθετά του που εκφράζουν το πάθος και την τεχνική μεγαληγορία του. Παρόλους τους περιορισμούς της διηγηματικής μορφής και της δογματικής τυπικότητας, δεν λείπουν και οι τολμηρές εκφράσεις.πχ. «Τό γάρ ἄϋλον ἄπτου σαφῶς ὁδειγεῖ πρός γνῶσιν θεϊκήν ἅπαντας».Οι κριτικοί της λογοτεχνίας ξεσπούν σε θαυμαστικά εγκώμια. Παρόλο που το λεξιλόγιο των δογματικών εννοιών και τα υπάρχοντα μουσικά μέτρα δεσμεύουν το έργο του δημιουργού. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι περιφανές μνημείο καλλιτεχνίας και άφθαστου ύψους ποίησης υπερκόσμιας. Θαυμάζει κανείς τη γονιμότητα της φαντασίας του δημιουργού και την απαράμιλλη τέχνη με την οποία φιλοτέχνησε 200 στίχους περίπου σε δίστιχες στροφές που συνδέονται μεταξύ τους με το νόημα ή με την αντίθεση και περιγράφουν το θείο δράμα της σαρκώσεως του Θεού με παραστατική δύναμη και ποιητική μεγαληγορία. Τα έργο προϋποθέτει θερμή και ζωντανή πίστη από ψυχή αγνή και είναι η κορωνίδα των εκκλησιαστικών ύμνων για το άφθαστο ύψος και κάλλος των εμπεριεχομένων υψηλών ιδεών αλλά και για τη γλαφυρότητα του λόγου. Είναι λοιπόν ο ύμνος έργο ποιητικό, όπου το φραστικό κάλλος και η χάρη συναγωνίζονται το θεολογικό βάθος και τη μυστική πνευματική βίωση, η κομψότητα του στίχου την πηγαία και ένθεη έμπνευση με κορωνίδα το οξύμωρο: ''Xαίρε Νύμφη ανύμφευτε''.
Η παιδεία του Βυζαντίου βασίζεται τόσο στη γραφή όσο και στην αρχαία ελληνική φιλολογία. Η χρήση του ''χαίρε'' απαντάει και στα δυο μεγάλα αυτά ποτάμια που τη διαποτίζουν. Στον ομηρικό ύμνο Εἰς Ἀφροδίτην:
''Χαῖρε θεὰ Κύπροιο ἐυκτιμένης μεδέουσα.
σεῦ δ᾿ ἐγὼ ἀρξάμενος μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον''
Στην παλατινή ανθολογία υπάρχουν επιγράμματα που αρχίζουν με το ''χαίρε'', στα ''προτρεπτικά επιγράμματα'' το Χ,104 του Κράτητος Φιλοσόφου αναφερόμενο στην Ευτελία την εγγονό της Σωφροσύνης:''xαίρε Δέσποινα''. Στα επιγράμματα το ΧΙΙΙ,Ι, του Φιλίππου: ''Xαίρε ,θεά Παφίη'', στα ''Χριστιανικά Επιγράμματα'' το ι,52: ''Xαίρε, Σιωνθυγάτηρ''. Πρόδρομος του Ακαθίστου ύμνου με συχνή επανάληψη του χαιρετισμού ''χαίροις'' είναι ασφαλώς ο Συνέσιος Κυρήνης.
''Χαίροις, ω παιδός παγά,
χαίροις, ω πατρός μορφά,
χαίροις, ω παιδός κρηπίς,
χαίροις, ω πατρός σφραγίς,
χαίροις, ω παιδός κάρτος,
χαίροις, ω παιδός κάλλος,
χαίροις δ΄άχραντος πνοιά,
κέντρον κούρου και πατρός.''
Έκτοτε η αξία και η υπεροχή του Ακαθίστου ύμνου μέσα στη συνολική βυζαντινή υμνογραφία υπογραμμίζει η τεράστια επίδραση που άσκησε στην υφολογία της. Ακόμα και στον πεζό λόγο οι χαιρετισμοί επιδρούν ευεργετικά. Τον 15ο αιώνα όπου γράφονται από τον Ιωάννη Πλουσιαδηνό ανομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι με χαιρετισμούς στη Θεοτόκο που βρίσκονται στο χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης κωδ. 2473.Ένα λαϊκό κρητικό ακάθιστο ύμνο βρίσκομε την ίδια εποχή, που μεταφράστηκε στη λατινική , ένα ποίημα με θερμό και οικείο τόνο :
''Χαίρε, κορώνα της κυριάς, στέμμα της παρθενιότης'
χαίρε, καντήλα τσ΄ ομορφιάς, χαίρε, δένδρον της νιότης'
χαίρε, πύργος εις την τιμήν, πουλάκιν της σπλαχνιότης'
χαίρε, παλάτιον του Χριστού και κάστρο της θεότης.
Χαίρε, σκάλα του ουρανού, πόρτα του παραδείσου'
χαίρε σπαθί με δύναμιν αντίδικα τσ΄ αβύσσου'
χαίρε, οπου λθτρώθημεν δια τον μονογενή σου'
χαίρε, όπου εζήσαμεν, Μαρία, τη ζωή σου.
Χαίρε, γούρνα της Βάπτισης, λάδι του μυρωμάτου'
χαίρε, πηγή αφύρατος συ του αγιασμάτου'
χαίρε, πίστις των χριστιανών, θύρα τ΄αγίουπνευμάτου'
χαίρε, Μαρία δέσποινα, μητηρ του αοράτου.
Χαίρε, λιβάδιν πράσινον, των αρχαγγέλων σκόλη΄
χαίρε, να σε δοξάζωμενκαματερήν και σκόλη'
χαίρε, Μαρία, να κράζωμεν, να σε παινούμεν όλοι...''
Mέσα στο πέρασμα των αιώνων ο ‘’Ακάθιστος ύμνος’’ ασκεί ομολογουμένως αδιαμφισβήτητα την επιρροή του στη λογοτεχνική δημιουργία και εξάρει το θρησκευτικό συναίσθημα με την απαράμιλλη αμεσότητά του.Το «χαῖρε» του Ακάθιστου απαντάται και στους νεοέλληνες ποιητές. Επαναλαμβάνεται σε ποιήματα θρησκευτικά και σε μη θρησκευτικά σημαίνει οπωσδήποτε κάποια μακρινή απήχηση από αυτόν. Το βρίσκουμε λοιπόν στο ποίημα «Ο Φιλόπατρις» του Α. Κάλβου, στον «Ὕμνο εἰς τήν ἐλευθερίαν» του Δ. Σολωμού, στο «Εἰς Μοναχήν», και σε ιταλικά ποιήματά του.Οι νεοέλληνες ποιητές εκφράζουν στα αφιερωμένα στη χάρη της Παναγίας ποιήματα μια τρυφερότητα και μια υιική αναζήτηση θαλπωρής. Ο Ι. Μ.Παναγιωτόπουλος σημειώνει ότι ο ποιητής εξαντλεί τον οίστρο της λυρικής φαντασίας στην επίκληση της Παρθένου…Είναι ένα παραπονεμένο παιδί, που αναζητεί το θάλπος της μητρικής αγκαλιάς.Ο Παπαδιαμάντης, που αφιέρωσε και ο ίδιος ποιήματα στην Παρθένο, στην «Εφημερίδα» στις 9 Απριλίου 1888 γράφει για τον Ακάθιστο:
«Ἐντῷ προκειμένω ὕμνῳ ἀπαντῶσι καί ἐμπνεύσεις ἀκραφνεστάτης ποιήσεως... Ἡ δι’ ὅλου τοῦ ποιήματος διήκουσα ἰδέα εἶναι ἡ ὑπεροχή τῆς θείας Σοφίας ἀπέναντι τῶν προσπαθειῶν τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας πρός εὕρεσιν τῆς ἀληθείας καί ἡ προσκύνησις τῆς Παναγίας…».
Αλλά και ο Παλαμάς επηρεάστηκε πολύ από τον Ακάθιστο. Σε άρθρα του στο “Εμπρός” του 1918 αναφέρει ότι “ὁ Ἀκάθιστος ἐξεγείρει ἐντός ἡμῶν ἱεράς ὁμοῦ καί ἱλαράς ἀναμνήσεις καί συγκινήσεις” , τον αποκαλεί “γνήσιον βυζαντινόν ποίημα”και τον χαρακτηρίζει “τέλειον μωσαϊκόν, ἀπαρτισθέν ἀπό ψηφίδας παντός εἴδους, περιμαζευμένας πανταχόθεν. Εἶναι κατόρθωμα δογματικόν μαζί καί πανηγυρικόν”. Από τον Ακάθιστο ο Παλαμάς πρέπει να εμπνεύστηκε και τη μορφή της Παναγίας που παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίησή του. Στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”,πανανθρώπινο κήρυγμα, το όραμα της Παναγίας δείχνει τη μεταπλαστική της δύναμη στη νέα θρησκεία, ενώ στη “Φλογέρα του Βασιλιά”, όπου ιστορείται η ζωή του Βυζαντίου και αντικατοπτρίζεται η ψυχή του ποιητή στην προσήλωσή της στην ελληνική εθνότητα, η Παναγία συνενώνει τον θρησκευτικό ευαγγελισμό. Στον τέταρτο λόγο της τελευταίας αυτής ποιητικής συλλογής, εισάγεται η Παναγία η Αθηνιώτισσα και μεταφέρεται ένα κοντάκιο της ακολουθίας του Ακάθιστου, ενώ στον όγδοο λόγο υπάρχει η ευαγγελική αναφώνηση “Χαίρε Χαριτωμένη”, μετοχή που υπάρχει στονΑκάθιστο στον παρακείμενο. Επίσης στον δέκατο λόγο, ανάμεσα σε πολλά ονόματα της Παναγίας είναι και η “Ακάθιστη” και υπάρχουν και πολλές άλλες ομοιότητες και αναφορές.
Τέτοιες αναφορές υπάρχουν επίσης και στον Α. Σικελιανό, όπως στον“Πρόλογο στη Ζωή”, όπου το τμήμα Η “Μάνα του γιου του Ανθρώπου” είναι αφιερωμένο στην Παναγία και θυμίζει τον τελευταίο οίκο Ω του Ακάθιστου, όπως και χαρακτηρισμοί από αυτόν. Επίσης αναφορές υπάρχουν και στη “Μητέρα του Θεού”,στο “Πάσχα των Ελλήνων”.Αλλά και άλλοι ποιητές έγραψαν ποιήματα για την Παναγία. Ο Κ.Τσιρόπουλος στο «Της κοίμησης της Θεοτόκου» ψάλλει για την Παναγία, η οποία μας γλυκαίνει «με κερήθρα ταπείνωσης», ενώ «ειρηνεύει το σύμπαν και το μυστήριο αποδίδεται». Η Ζωή Καρέλλη στο ποίημα «Επίκληση» ομολογεί ότι ξεκινά προς των «ουρανών την πλατυτέρα», την «αδιάρρηκτη, άρρηκτη, άρρητη δωρεά», την «ελπίδα που φέρνει τη νίκη» και απευθύνει ικεσίες σε αυτήν. Για αυτήν επίσης έγραψαν ποιήματα και ο Ματθαίος Μουντές, το «Δέηση του Δεκαπενταύγουστου, ο Τάκης Παπατσώνης το «Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου», ο Παυλέας Σαράντος το «Σύγχρονη αφοσίωση στην Κοίμηση της Θεοτόκου» και το «Στην κοίμηση της Θεοτόκου». Τέλος το πολύ γνωστό «Άξιον εστί» του Οδ. Ελύτη προέρχεται από τον ύμνο «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς…» που ψάλλεται προς τιμήν της Θεοτόκου στη θεία λειτουργία και σε άλλες ακολουθίες.
«Ἐντῷ προκειμένω ὕμνῳ ἀπαντῶσι καί ἐμπνεύσεις ἀκραφνεστάτης ποιήσεως... Ἡ δι’ ὅλου τοῦ ποιήματος διήκουσα ἰδέα εἶναι ἡ ὑπεροχή τῆς θείας Σοφίας ἀπέναντι τῶν προσπαθειῶν τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας πρός εὕρεσιν τῆς ἀληθείας καί ἡ προσκύνησις τῆς Παναγίας…».
Αλλά και ο Παλαμάς επηρεάστηκε πολύ από τον Ακάθιστο. Σε άρθρα του στο “Εμπρός” του 1918 αναφέρει ότι “ὁ Ἀκάθιστος ἐξεγείρει ἐντός ἡμῶν ἱεράς ὁμοῦ καί ἱλαράς ἀναμνήσεις καί συγκινήσεις” , τον αποκαλεί “γνήσιον βυζαντινόν ποίημα”και τον χαρακτηρίζει “τέλειον μωσαϊκόν, ἀπαρτισθέν ἀπό ψηφίδας παντός εἴδους, περιμαζευμένας πανταχόθεν. Εἶναι κατόρθωμα δογματικόν μαζί καί πανηγυρικόν”. Από τον Ακάθιστο ο Παλαμάς πρέπει να εμπνεύστηκε και τη μορφή της Παναγίας που παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίησή του. Στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”,πανανθρώπινο κήρυγμα, το όραμα της Παναγίας δείχνει τη μεταπλαστική της δύναμη στη νέα θρησκεία, ενώ στη “Φλογέρα του Βασιλιά”, όπου ιστορείται η ζωή του Βυζαντίου και αντικατοπτρίζεται η ψυχή του ποιητή στην προσήλωσή της στην ελληνική εθνότητα, η Παναγία συνενώνει τον θρησκευτικό ευαγγελισμό. Στον τέταρτο λόγο της τελευταίας αυτής ποιητικής συλλογής, εισάγεται η Παναγία η Αθηνιώτισσα και μεταφέρεται ένα κοντάκιο της ακολουθίας του Ακάθιστου, ενώ στον όγδοο λόγο υπάρχει η ευαγγελική αναφώνηση “Χαίρε Χαριτωμένη”, μετοχή που υπάρχει στονΑκάθιστο στον παρακείμενο. Επίσης στον δέκατο λόγο, ανάμεσα σε πολλά ονόματα της Παναγίας είναι και η “Ακάθιστη” και υπάρχουν και πολλές άλλες ομοιότητες και αναφορές.
Τέτοιες αναφορές υπάρχουν επίσης και στον Α. Σικελιανό, όπως στον“Πρόλογο στη Ζωή”, όπου το τμήμα Η “Μάνα του γιου του Ανθρώπου” είναι αφιερωμένο στην Παναγία και θυμίζει τον τελευταίο οίκο Ω του Ακάθιστου, όπως και χαρακτηρισμοί από αυτόν. Επίσης αναφορές υπάρχουν και στη “Μητέρα του Θεού”,στο “Πάσχα των Ελλήνων”.Αλλά και άλλοι ποιητές έγραψαν ποιήματα για την Παναγία. Ο Κ.Τσιρόπουλος στο «Της κοίμησης της Θεοτόκου» ψάλλει για την Παναγία, η οποία μας γλυκαίνει «με κερήθρα ταπείνωσης», ενώ «ειρηνεύει το σύμπαν και το μυστήριο αποδίδεται». Η Ζωή Καρέλλη στο ποίημα «Επίκληση» ομολογεί ότι ξεκινά προς των «ουρανών την πλατυτέρα», την «αδιάρρηκτη, άρρηκτη, άρρητη δωρεά», την «ελπίδα που φέρνει τη νίκη» και απευθύνει ικεσίες σε αυτήν. Για αυτήν επίσης έγραψαν ποιήματα και ο Ματθαίος Μουντές, το «Δέηση του Δεκαπενταύγουστου, ο Τάκης Παπατσώνης το «Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου», ο Παυλέας Σαράντος το «Σύγχρονη αφοσίωση στην Κοίμηση της Θεοτόκου» και το «Στην κοίμηση της Θεοτόκου». Τέλος το πολύ γνωστό «Άξιον εστί» του Οδ. Ελύτη προέρχεται από τον ύμνο «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς…» που ψάλλεται προς τιμήν της Θεοτόκου στη θεία λειτουργία και σε άλλες ακολουθίες.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι είναι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας και της εκκλησιαστικής υμνολογίας ταυτόχρονα.Ο Ύμνος αυτός είναι το δημοφιλέστερο κείμενο της ελληνικής υμνογραφίας που συγκινεί και τους απλούς ανθρώπους και τους λογίους. Είναι σπάνιο δείγμα συνδυασμού ποιητικού ύφους και ανεπιτήδευτης απλότητας. Η χάρη και η αρμονία της μορφής συναγωνίζεται την ειλικρίνεια του συναισθήματος και το ύψος του εσωτερικού θρησκευτικού στοχασμού. Με τον ύμνο αυτό η ελληνική ποίηση βρέθηκε σε μια από τις ωραιότερες στιγμές της. Κάποιοι βέβαια παρατηρούν πληθωρική χρήση λεκτικών σχημάτων, που δημιουργούν υπερβολικό φόρτο, όμως ο ύμνος δεν πρέπει να κρίνεται με βάση τα μέτρα της σημερινής ποίησης, γιατί είναι γέννημα μιας άλλης εποχής και άλλων αισθητικών αντιλήψεων. Οι ιστορικοί και οι κριτικοί της λογοτεχνίας αναγνωρίζουν στο ποίημα γνήσιο ποιητικό αίσθημα, δύναμη και χάρη.Επιλεκτικά παραθέτουμε τη γνώμη του Ευ. Παπανούτσου που στην «Αισθητική» του εξαίρει τη γλώσσα του Ακάθιστου και τη θεωρεί εξόχως μουσική, ενώ τον ίδιο τον ύμνο τον χαρακτηρίζει ‘’ποιητικότατο χριστιανικό επίνικο.’’ Κι ο StevenRunciman:«Μόνο στις εκφράσεις της μυστικής ευλάβειας, στη θρησκευτική τέχνη και στη θρησκευτική ποίηση ο βυζαντινός πολιτισμός έχει ένα αναμφισβήτητο μεγαλείο.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου