Στην είσοδο του Βελβεντού βρίσκεται ο μικρός, μονόχωρος βυζαντινός ναός του Αγίου Μηνά. Είναι ξυλόστεγος, με νεότερο νάρθηκα και ανοικτή στοά στη νότια πλευρά και έχει κτιστεί επάνω σε πρωιμότερο συγκρότημα λουτρού των παλαιοχριστιανικών χρόνων. Ο χώρος λειτούργησε σε μεταγενέστερες περιόδους και ως κοιμητηριακός, όπως δείχνουν αλλεπάλληλοι κιβωτιόσχημοι, κυρίως, και λακκοειδείς τάφοι.
Ο ίδιος ο ναός ανήκει σε δύο οικοδομικές φάσεις. Η αψίδα και ο ανατολικός τοίχος χρονολογούνται στα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα, όπως δείχνουν η τοιχοποιία και ο τοιχογραφικός διάκοσμος. Στο 15ο αιώνα, μετά από κάποια καταστροφή, που μπορεί να συνδεθεί με την κατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους στα τέλη του 14ου αιώνα, ανήκουν ο δυτικός, ο νότιος τοίχος του ναού και πιθανότατα το ανώτερο τμήμα του βόρειου τοίχου (πάνω από το 1,5 μ.). Το κατώτερο τμήμα του αποτελείται από την ασβεστόκτιστη τοιχοποιία του πρωιμότερου κτηρίου, η οποία προεκτείνεται ανατολικά σχηματίζοντας ένα τετράγωνο χώρο, που ίσως χρησίμευε ως δεξαμενή νερού. Ο ναός είναι κατάγραφος στο εσωτερικό του με τοιχογραφίες αντίστοιχα δύο περιόδων, των αρχών του 13ου αιώνα και του 15ου αιώνα. Από την πρώτη περίοδο σώζονται οι παραστάσεις του Ευαγγελισμού και της Μεταμόρφωσης στον ανατολικό τοίχο του ναού και ενδεχομένως η Δεόμενη Παναγία της αψίδας. Οι τοιχογραφίες του 15ου αιώνα απλώνονται σε δύο ζώνες: την ανώτερη καταλαμβάνουν οι σημαντικότερες σκηνές από το Δωδεκάορτο, τα Πάθη και τα γεγονότα πριν από την Ανάσταση, ενώ την κατώτερη ολόσωμοι άγιοι.
Αγιος Νικόλαος Βελβεντού
Στην είσοδο του Βελβεντού, κοντά στη θέση Φισκίνα, αμέσως μετά το βυζαντινό ναό του Αγίου Μηνά, βρίσκεται ο μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου. Συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα μνημεία της περιόδου, καθώς στο εσωτερικό του σώζεται το παλαιότερο γνωστό χρονολογημένο τέμπλο της Ελλάδας. Ο ναός μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα λειτουργούσε ως ενοριακός και είχε μοναστηριακό χαρακτήρα. Με τη μορφή που είχε επί τουρκοκρατίας, διατηρήθηκε έως το 1936. Περιλάμβανε τον κυρίως ναό, κλειστό τοιχογραφημένο νάρθηκα, που χρησιμοποιήθηκε και ως «θεραπευτήριο» ψυχασθενών, το χαγιάτι στη νότια πλευρά, δύο κελλιά νοτιοανατολικά, το κοιμητήριο και υψηλό περίβολο. Με την αλλαγή της ρυμοτομίας του χώρου και ύστερα από διάφορες επεμβάσεις, που έγιναν έως τη δεκαετία του 1960, το συγκρότημα έχασε τον αρχικό μοναστηριακό του χαρακτήρα και σήμερα από αυτό διατηρούνται μόνο ο μονόχωρος κυρίως ναός, το χαγιάτι στη νότια πλευρά και ένας σύγχρονος στεγασμένος χώρος στη δυτική πλευρά για την προστασία των τοιχογραφιών, στη θέση του γκρεμισμένου νάρθηκα
Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, που σώζεται δεξιά της δυτικής θύρας εισόδου, ο ναός ανακαινίσθηκε «εκ βάθρων» και τοιχογραφήθηκε το 1588 από το ζωγράφο Νικόλαο, επί επισκόπου Σερβίων Ιωάσαφ, με δαπάνες του «εντιμωτάτου άρχοντος κυρού Γεωργίου Μουτάφι» και άλλων τοπικών οικογενειών, όταν υπηρετούσαν οι ιερείς παπά-Σταμάτης, παπά-Μανασής και παπά-Στέφανος. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του κατάγραφου εσωτερικά ναού διατάσσεται σε τρεις ζώνες. Στην κατώτερη απεικονίζονται ολόσωμοι άγιοι και μάρτυρες, και στις ανώτερες σκηνές από το βίο του Χριστού και της Παναγίας (Δωδεκάορτο, Θαύματα, Πάθη). Στο νότιο τοίχο, κάτω από τις μορφές των αγίων Μηνά, Αναστασίας και Παρασκευής, σώζονται τμήματα προγενέστερης τοιχογράφησης, που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα. Στο χώρο του ιερού ξεχωρίζουν εκατέρωθεν της Πλατυτέρας οι σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω, ο Ιωνάς που εξέρχεται από το κήτος, οι Επτά Παίδες Μακκαβαίοι και δύο επεισόδια από τη Θυσία του Αβραάμ.
Στην κατάγραφη, εξωτερική δυτική πλευρά του ναού, σε τέσσερις ζώνες παριστάνονται μεταξύ άλλων το Θαύμα του αγίου Ευσταθίου, ο άγιος Χριστόφορος, η Παναγία Βρεφοκρατούσα, ο Λογχισμός του αγίου Δημητρίου στο υπέρθυρο, η παράσταση του Αββά Σισώη που θρηνεί στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τη ματαιότητα της επίγειας δόξας και σκηνές από το βίο του αγίου Νικολάου, το Ενύπνιο του οποίου απεικονίζεται στη μεγάλη αβαθή κόγχη της εισόδου. Η νότια εξωτερική πλευρά του ναού χωρίζεται αντίστοιχα σε δύο τμήματα. Δεξιά της εισόδου, σε τρεις ζώνες, παριστάνονται σκηνές από τη Γένεση και παραινέσεις προς τους πιστούς, ενώ αριστερά η σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας. Στο κατώτερο ανατολικό τμήμα του νότιου τοίχου απεικονίζεται η νεκρή κόρη του κτήτορα, Άννα Μουτάφη, ανάμεσα στον άγιο Νικόλαο και την αγία Πελαγία. Οι εξωτερικές τοιχογραφίες του ναού φαίνεται ότι προηγήθηκαν των εσωτερικών και σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Σ. Κίσσα, πρέπει να έγιναν από διαφορετικό ζωγράφο.
Το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο του ναού είναι το τέμπλο, το παλαιότερο μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη γραπτή επιγραφή κάτω από τον Εσταυρωμένο. Χρονολογείται στο 1591 και αποτελεί δωρεά του ίδιου άρχοντα που χρηματοδότησε τις τοιχογραφίες, Γεωργίου Μουτάφη και της συζύγου του, Κύρως. Είναι επιχρυσωμένο και φέρει πυκνή φυτική διακόσμηση σε χαμηλό ανάγλυφο με κόκκινο και γαλάζιο χρώμα στο βάθος, ενώ η επίστεψή του έχει εκτελεσθεί με διάτρητη τεχνική, όπως και στο τέμπλο του Αγίου Δημητρίου Γρατσιάνης. Το έργο εντάσσεται σε μια σειρά ανάλογων τέμπλων από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Σερβία και αποτελεί ένα από τα καλύτερα του είδους.
Το Βελβεντό ( εναλλακτικές ονομασίες ο Βελβενδός, ή ο Βελβεντός ή το Βελβενδό) είναι κωμόπολη της περιφερειακής ενότητας Κοζάνης και έδρα της δημοτικής ενότητας Βελβεντού του δήμου Σερβίων - Βελβεντού. Απέχει 33 χιλιόμετρα από την πόλη της Κοζάνης. Στα δυτικά του χωριού κυλάει ο Αλιάκμονας και στα ανατολικά υψώνονται τα Πιέρια Όρη. Ο πληθυσμός του Βελβεντού, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ανέρχεται σε 3360 κατοίκους. —
Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του Βελβεντού ήταν Λατίνοι έποικοι ή στρατιώτες που κατάγονταν από την πόλη Μπενεβέντο της Καμπανίας. Κατά τον Μεσαίωνα η πόλη αναφέρεται αποσπασματικά ενώ κατά τον 14ο αιώνα δεν αποτελούσε σημαντικό οικισμό. Τον 15ο και 16ο αιώνα γνώρισε ανάπτυξη όμως κατά τις αρχές του 18ου αιώνα ο πληθυσμός του καταπιεζόταν από τις αυθαιρεσίες του βοεβόδα Μουσταφά των Σερβίων με αποτέλεσμα να προκληθεί η επέμβαση του σουλτάνου. Το διάστημα μεταξύ των ετών 1763 και 1773 επισκέφτηκε το Βελβεντό ο Κοσμάς ο Αιτωλός ενώ το 1774 μετά από αίτημα των ντόπιων προκρίτων και του επισκόπου Κοζάνης προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δημιουργήθηκε η πρώτη σχολή στον οικισμό με πρώτο δάσκαλο τον πρώην διευθυντή της ελληνικής σχολής Θεσσαλονίκης, Ιωνά Σπερμιώτη.
Γύρω στα 1815, σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, το Βελβεντό διέθετε 428 σπίτια αλλά και μια μεγάλη βιβλιοθήκη, όμως τον επόμενο χρόνο η πόλη χτυπήθηκε από επιδημία ενώ η σχολή του Βελβεντού θα παραμείνει κλειστή από το 1819 μέχρι το 1828[10]. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 η πόλη αλλά κυρίως οι γειτονικές της περιοχές λεηλατήθηκαν από τα οθωμανικά στρατεύματα του Λουμπούτ.
Το 1854 το Βελβεντό χτυπήθηκε εκ νέου από επιδημία. Αργότερα, αρκετοί κάτοικοι του οικισμού συμμετείχαν ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα είτε ως μέλη τοπικών επιτροπών είτε ως αντάρτες στα ένοπλα ελληνικά τμήματα ενώ σημαντική ήταν και η οικονομική ενίσχυση που δόθηκε από τους Βελβεντινούς της Αθήνας
Το Βελβεντό απελευθερώθηκε στις 11 Οκτωβρίου του 1912 όταν αποσπάσματα της I Μεραρχίας εισήλθαν στην πόλη. Λίγες μέρες νωρίτερα, μεγάλο κομμάτι του οθωμανικού πληθυσμού του Βελβεντού ( πλην δέκα οικογενειών που πρόλαβαν να καταφύγουν στους Έλληνες συγχωριανούς τους ) σφαγιάστηκε εντός του τζαμιού της πόλης από άτακτους των γειτονικών περιοχών. Το 1924, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποχώρησαν από το Βελβεντό περίπου δέκα μουσουλμανικές οικογένειες και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν έξι προσφυγικές. Το 1929 πραγματοποιήθηκε ο ηλεκτροφωτισμός της κωμόπολης.
Κατά τον πόλεμο του 1940-41 σκοτώθηκαν πέντε κάτοικοι του Βελβεντού όντες οπλίτες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε έχασαν τις ζωές τους πάνω από 110 κάτοικοι της κωμόπολης
Το Φαράγγι του Σκεπασμένου
Στα ριζά των δυτικών Πιερίων και στην είσοδο του ρέματος της Λάφιστας (διαφορετικά Λαφόρεμα), το οποίο ξεκινά από το Καταφύγι και χύνεται στην Τεχνητή Λίμνη του Πολυφύτου, 2,5 χιλιόμετρα από το Βελβεντό, βρίσκεται το Φαράγγι των «Εννιά Πιερίδων Μουσών» ή «Σκεπασμένο». Η περιοχή βαπτίστηκε έτσι εξαιτίας ενός σημείου, όπου το ρέμα σκεπάζεται από τη γη. Το «Σκεπασμένο» αποτελεί ένα τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με τους καταρράκτες, τις φυσικές λιμνούλες και τους εντυπωσιακούς βράχους. Από το ξύλινο «παρατηρητήριο», το οποίο πρόσφατα διαμορφώθηκε, μπορεί κανείς να απολαύσει τη θέα του πρώτου τριπλού καταρράκτη, ύψους 25 μέτρων.
Υπάρχει ειδική έκταση – πάρκο, η οποία διαμορφώθηκε με τρόπο ώστε να μπορεί να υποδεχθεί εκδηλώσεις ή συναυλίες. Ο επισκέπτης μπορεί να κατέβει τον καταρράκτη, από ένα μονοπάτι ειδικής δυσκολίας, αναζητώντας το πέρας του. Για τους εραστές των «extreme sports», η κατάβαση μπορεί να γίνει με σκοινιά και μέσα από τον ίδιο τον καταρράκτη. Από την περιοχή του πάρκου, έχει επίσης κανείς τη δυνατότητα να προχωρήσει στην κορυφή (κοίτη) του φαραγγιού, ψηλά από τον πρώτο καταρράκτη, συναντώντας μικρές φυσικές λίμνες, σκεπασμένες από αιωνόβια πλατάνια και άλλα αυτοφυή δέντρα. Κάπου εκεί θα ανακαλύψει και την πίστα χορού, η οποία διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του ’50 από τους παλαιότερους Βελβεντινούς, με στόχο να διασκεδάζουν εκεί με τις παρέες τους.
Οι πιο τολμηροί επισκέπτες μπορούν να συνεχίσουν την ανάβαση στο φαράγγι, ακολουθώντας το παλιό μονοπάτι προς το Καταφύγι. Η διαδρομή αυτή πέρα από τη μαγεία της ανάβασης, κρύβει μικρές εκπλήξεις όπως δέκα ακόμα καταρράκτες, μικρούς και μεγαλύτερους, είκοσι περίπου λιμνούλες, καθώς και λείψανα παλιών νερόμυλων.
Πρόκειται για το κατώτερο τμήμα της λεκάνης του «Σκουλιαρίτικου λάκκου», στη δυτική πλευρά των Πιερίων. Η περιοχή διασχίζεται από το κεντρικό ρέμα μιας μεγάλης λεκάνης απορροής, το ανατολικό όριο της οποίας βρίσκεται στην ψηλότερη κορυφογραμμή των Πιερίων. Το ρέμα έχει συνεχή ροή και εκβάλει στην Τεχνητή Λίμνη του Πολυφύτου. Στο κατώτερο τμήμα της περιοχής, σχηματίζεται ένας σημαντικός καταρράκτηςύψους 40 μέτρων περίπου, με δύο ενδιάμεσες βαθμίδες. Η θέση του καταρράκτη απέχει από το Βελβεντό περίπου 4 χιλιόμετρα και η διαδρομή είναι σχετικά εύκολη. Λίγο ψηλότερα από τον καταρράκτη, γίνεται υδροληψία για λόγους άρδευσης, με τη χρήση ενός πολύ μικρού φράγματος, ενώ ένα μικρό λιθεπένδυτο κανάλι οδηγεί το νερό έξω από το φαράγγι, στην αγροτική περιοχή του Βελβεντού.
Τα έργα υδροληψίας είναι μικρά, διακριτικά και αρκετά παλιά. Έγιναν χωρίς σκαπτικά μηχανήματα και χρήση τσιμέντου (λιθόθμητοι τοίχοι αντιστήριξης, μικρή σήραγγα και λιθεπένδυτο κανάλι). Η προσέγγιση του καταρράκτη από την εκκλησία της Αγίας Τριάδος, γίνεται από το μονοπάτι που ακολουθεί το κανάλι, διαμέσου πυκνής θαμνώδους βλάστησης και πρόκειται για μία πολύ γραφική διαδρομή. Οι κλίσεις του εδάφους είναι πολύ ισχυρές, ενώ η βλάστηση γενικά θαμνώδης και ασυνεχής (κατά μήκος του ρέματος κυριαρχούν τα πλατάνια
Εν αντιθέσει, στις εκατέρωθεν πλαγιές η βλάστηση οργιάζει: φυλλοβόλοι θάμνοι οστριάς, γαύρου, φράξου, κοκορεβιθιάς, χρυσόξυλου, κράτεγου, κουτσουπιάς, χνοώδους δρυός, μαζί με αείφυλλους θάμνους πρίνου, οξύκεδρου, φιλλικού (ζώνη sabljiak). Η φυσική συνέχεια της βλάστησης διακόπτεται από μικρές βραχώδεις εξάρσεις ή από διαβρωμένες επιφάνειες ισχυρών κλίσεων, στα ψηλότερα σημεία της περιοχής. Ο καταρράκτης είναι το εντυπωσιακότερο στοιχείο, όντας κατάλληλα ορατός από τα υπάρχοντα μονοπάτια.
Ερχεται σιγά σιγά το βράδυ...Πιέρια όρη............η φωτο είναι α/μ !!
ΒΛΑΣΤΗ
Η Bλάστη ή το Mπλάτσι (Βλάτσι), όπως είναι η παλιά, παραδοσιακή της ονομασία, απέχει 52 χλμ. από την Kοζάνη και 24 χλμ. από την Πτολεμαΐδα.
H ιστορία του χωριού ξεκινά μετά τα μέσα του 16ου αι., τότε που κάτω από την πίεση των Τούρκων κατακτητών, ελληνικοί πληθυσμοί από γειτονικούς οικισμούς της Εορδαίας και του Σισανίου βρίσκουν καταφύγιο σε τούτο τον τόπο, καθώς ήταν πιο ασφαλής και απρόσιτος. Στα τέλη του 18ου αι. η ενδυνάμωση του ντόπιου πληθυσμού με πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη και το Γράμμο είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη και την πρόοδο του οικισμού. Ήδη στα 1797 η Βλάστη καταγράφεται ως «κωμόπολις Πλάτζι». Ο πληθυσμός της ενισχύθηκε περαιτέρω στη συνέχεια, από πληθυσμιακές ομάδες από την περιοχή των Γρεβενών και την Ήπειρο.
Λόγω της μορφολογίας του εδάφους (ορεινά και άγονα εδάφη αλλά και πλούσια λιβάδια) οι κάτοικοι της Βλάστης ασχολήθηκαν σε περιορισμένη κλίμακα με τη γεωργία, κυρίως όμως με την κτηνοτροφία, και μάλιστα με τέτοια επιτυχία ώστε το όνομά της να καταστεί συνώνυμο των περίφημων τυροκομικών προϊόντων της. Παράλληλα, αναπτύχτηκαν και επαγγέλματα σχετικά με την κτηνοτροφία, όπως η τυροκομία, η κατεργασία του μαλλιού, η υφαντουργία (περίτεχνα τα υφαντά της) και ραπτική των μάλλινων υφασμάτων, καθώς και το εμπόριο. Ακόμη, αρκετοί κάτοικοι έγιναν επαγγελματίες, ξυλουργοί, αργυροχρυσοχόοι, χτίστες κ.α.
Η Bλάστη υπήχθη κατευθείαν στη σουλτανομήτορα, γεγονός που της προσέφερε τα σχετικά προνόμια που ενίσχυσαν την ασφάλειά της και λειτούργησαν ως κίνητρα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προόδου. Ήδη από το 1843 λειτουργεί με δωρεές αποδήμων η«Eλληνική και Aλληλοδιδακτική Σχολή» (Aρρεναγωγείο) και από το 1856 το «Παρθεναγωγείον». Ετσι, οι Bλατσιώτες αρχίζουν να επεκτείνονται στην Eυρώπη, όπου ξεδιπλώνουν τις αρετές και τις ικανότητές τους. Βελιγράδι, Σεμλίνο, Bιέννη, Bουκουρέστι αλλά και Κωνσταντινούπολη είναι μερικά από τα κέντρα δραστηριότητάς τους. Αποκτούν οικονομική δύναμη, μόρφωση και τίτλους: βαρόνοι (Κωνσταντίνος Βέλιος), μυστικοσύμβουλοι ηγεμόνων, βουλευτές, υπουργοί αλλά και μαικήνες των τεχνών (Νικόλαος Δούμπας), πρωτεργάτες του ξεσηκωμού του έθνους (Γιάννης Φαρμάκης), μεγάλοι ευεργέτες, προστάτες των γραμμάτων (Κωνσταντίνος Θωμαΐδης) και πνευματικά αναστήματα
Η ανοδική πορεία της Bλάστης ανακόπτεται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ως συνέπεια της ταραγμένης εποχής του Mακεδονικού Aγώνα, των Bαλκανικών Πολέμων και του A΄ Παγκοσμίου. Στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το χωριό πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και κατά τον Εμφύλιο εγκαταλείφθηκε από μεγάλο αριθμό κατοίκων . Μετά τον πόλεμο, κατά το 1950, περίπου 800 κάτοικοι επέστρεψαν. Η αρχόμενη όμως μεταπολεμική βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας άλλαζε με γοργούς ρυθμούς το ενδιαφέρον και τους προσανατολισμούς των Ελλήνων της υπαίθρου. Η Bλάστη ακολούθησε, και αυτή, τη μοίρα των ορεινών κοινοτήτων, των οποίων οι κάτοικοι αναζήτησαν ομαλότερες συνθήκες διαβίωσης και καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης στα αστικά κέντρα της ενδοχώρας. Έτσι, οι απλοί κτηνοτρόφοι έγιναν τυροκόμοι και τυρέμποροι, αρκετοί επιχειρηματίες και, στις μέρες μας, ένας σημαντικός αριθμός Βλατσιωτών διαπρέπει, κατά γενικότερη ομολογία, στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό τομέα.
Ο Αγιος Γεώργιος ριζικά αναπαλαιωμένος...Πρώτη κατασκευή,το 1800......Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι λιγοστοί το χειμώνα. Το καλοκαίρι όμως αυτό παίρνει πνοή και κίνηση. Οι Βλατσιώτες δίνουν το μεγάλο παρών στο χωριό τους. Είναι το ετήσιο προσκύνημα στα άγια χώματα. Είναι το μεγάλο αντάμωμα που ανανεώνει τις φιλίες, ενώνει τους σκόρπιους συγγενείς και δίνει μια πολύτιμη ευκαιρία στους νεότερους για γνωριμία μεταξύ τους και με τη γενέτειρα.
Φαίνεται η βροχή κοιτάζοντας την πόρτα.....Ο σημερινός επισκέπτης της Βλάστης θα βρει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα τον βοηθήσουν για μια άνετη και ευχάριστη διαμονή. Όμορφο φυσικό περιβάλλον, κρυστάλλινα νερά, περίλαμπρα αρχοντικά, εκκλησίες και καλντερίμια για να δει, να περιδιαβεί, να χαρεί, αλλά και να μελετήσει. Απ' όπου κι αν επιλέξουμε να πάμε (από Πτολεμαΐδα ή από το Σισάνι μέσω της Εγνατίας Οδού), η διαδρομή είναι εξίσου μαγευτική. Ακόμη, με ορμητήριο τη Βλάστη μπορούμε σε περίπου 50 λεπτά να βρεθούμε στην Καστοριά, τη Σιάτιστα ή την Κοζάνη. Και οι τρεις μικρές πολιτείες έχουν να μας δείξουν πράγματα - ενίοτε και θαύματα! Στο χωριό λειτουργούν μαγευτικοί ξενώνες, παραδοσιακά ξενοδοχεία και ορεινό καταφύγιο, εστιατόρια, ταβέρνες, καφενεία, αλλά και στέκια για τη νεολαία.
Η Bλάστη υπήχθη κατευθείαν στη σουλτανομήτορα, γεγονός που της προσέφερε τα σχετικά προνόμια που ενίσχυσαν την ασφάλειά της και λειτούργησαν ως κίνητρα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προόδου. Ήδη από το 1843 λειτουργεί με δωρεές αποδήμων η«Eλληνική και Aλληλοδιδακτική Σχολή» (Aρρεναγωγείο) και από το 1856 το «Παρθεναγωγείον». Ετσι, οι Bλατσιώτες αρχίζουν να επεκτείνονται στην Eυρώπη, όπου ξεδιπλώνουν τις αρετές και τις ικανότητές τους. Βελιγράδι, Σεμλίνο, Bιέννη, Bουκουρέστι αλλά και Κωνσταντινούπολη είναι μερικά από τα κέντρα δραστηριότητάς τους. Αποκτούν οικονομική δύναμη, μόρφωση και τίτλους: βαρόνοι (Κωνσταντίνος Βέλιος), μυστικοσύμβουλοι ηγεμόνων, βουλευτές, υπουργοί αλλά και μαικήνες των τεχνών (Νικόλαος Δούμπας), πρωτεργάτες του ξεσηκωμού του έθνους (Γιάννης Φαρμάκης), μεγάλοι ευεργέτες, προστάτες των γραμμάτων (Κωνσταντίνος Θωμαΐδης) και πνευματικά αναστήματα
Η ανοδική πορεία της Bλάστης ανακόπτεται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ως συνέπεια της ταραγμένης εποχής του Mακεδονικού Aγώνα, των Bαλκανικών Πολέμων και του A΄ Παγκοσμίου. Στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το χωριό πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και κατά τον Εμφύλιο εγκαταλείφθηκε από μεγάλο αριθμό κατοίκων . Μετά τον πόλεμο, κατά το 1950, περίπου 800 κάτοικοι επέστρεψαν. Η αρχόμενη όμως μεταπολεμική βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας άλλαζε με γοργούς ρυθμούς το ενδιαφέρον και τους προσανατολισμούς των Ελλήνων της υπαίθρου. Η Bλάστη ακολούθησε, και αυτή, τη μοίρα των ορεινών κοινοτήτων, των οποίων οι κάτοικοι αναζήτησαν ομαλότερες συνθήκες διαβίωσης και καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης στα αστικά κέντρα της ενδοχώρας. Έτσι, οι απλοί κτηνοτρόφοι έγιναν τυροκόμοι και τυρέμποροι, αρκετοί επιχειρηματίες και, στις μέρες μας, ένας σημαντικός αριθμός Βλατσιωτών διαπρέπει, κατά γενικότερη ομολογία, στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό τομέα.
Ο Αγιος Γεώργιος ριζικά αναπαλαιωμένος...Πρώτη κατασκευή,το 1800......Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι λιγοστοί το χειμώνα. Το καλοκαίρι όμως αυτό παίρνει πνοή και κίνηση. Οι Βλατσιώτες δίνουν το μεγάλο παρών στο χωριό τους. Είναι το ετήσιο προσκύνημα στα άγια χώματα. Είναι το μεγάλο αντάμωμα που ανανεώνει τις φιλίες, ενώνει τους σκόρπιους συγγενείς και δίνει μια πολύτιμη ευκαιρία στους νεότερους για γνωριμία μεταξύ τους και με τη γενέτειρα.
Φαίνεται η βροχή κοιτάζοντας την πόρτα.....Ο σημερινός επισκέπτης της Βλάστης θα βρει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα τον βοηθήσουν για μια άνετη και ευχάριστη διαμονή. Όμορφο φυσικό περιβάλλον, κρυστάλλινα νερά, περίλαμπρα αρχοντικά, εκκλησίες και καλντερίμια για να δει, να περιδιαβεί, να χαρεί, αλλά και να μελετήσει. Απ' όπου κι αν επιλέξουμε να πάμε (από Πτολεμαΐδα ή από το Σισάνι μέσω της Εγνατίας Οδού), η διαδρομή είναι εξίσου μαγευτική. Ακόμη, με ορμητήριο τη Βλάστη μπορούμε σε περίπου 50 λεπτά να βρεθούμε στην Καστοριά, τη Σιάτιστα ή την Κοζάνη. Και οι τρεις μικρές πολιτείες έχουν να μας δείξουν πράγματα - ενίοτε και θαύματα! Στο χωριό λειτουργούν μαγευτικοί ξενώνες, παραδοσιακά ξενοδοχεία και ορεινό καταφύγιο, εστιατόρια, ταβέρνες, καφενεία, αλλά και στέκια για τη νεολαία.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΝΕΛΛΑ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΑ - ΝΕΛΛΑ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ
πηγές πληροφοριών
https://el.wikipedia.org/
https://el.wikipedia.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου