Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ " Στον λασπερό βυθό του χρόνου " , Διήγημα


 Marcin Sacha -  photography

Είχε πάρει να νυχτώνει και στο λιγοστό φως, σκιές αλλόκοτες φώλιαζαν στη χαμηλή μάντρα της αυλής κι οι φωνές των μανάδων που καλούσαν τα παιδιά τους ολοένα ξεμάκραιναν.
“ Έβαλε ψύχρα”, είπα. “Πάμε μέσα καλύτερα”, κι έκανα να σηκωθώ.
Εκείνος, ή καλύτερα η σκιά του, έσυρε κοντά μου την καρέκλα. Έφερε το πρόσωπό του μπροστά, τόσο που φαινόταν πια καθαρά το άσπρο των ματιών του. Κάτι ήθελε· ήταν φανερό.
”Μείνε κοντά μου. Έχω κάτι να σου πω...Μήπως βιάζεσαι να πλαγιάσεις;” Το ύφος του ήταν ανεξήγητα συνωμοτικό.
”Όχι”, είπα αμήχανα και περίμενα.
”Τελειώνεις το σχολείο όπου να`ναι. Είσαι άντρας πια! Μερικά πράγματα δεν μπορείς να τα κουβεντιάσεις με παιδιά· έτσι δεν είναι; Θέλω να σου ανοίξω την καρδιά μου. Μη θαρρείς πως τα`χω πει σε άλλον αυτά...”
Κοιτούσα επίμονα το στρογγυλό πρόσωπό του με τα μικρά μάτια και το πυκνό μουστάκι, σαν να μην το είχα ξαναδεί. Μα πότε άσπρισαν τόσο πολύ τα μαλλιά του; Αναρωτήθηκα μήπως ήταν το φως που έσβηνε ή η φαντασία μου. Μα πότε γέρασε; Άκουγα την ανάσα του και μετρούσα μια-μια τις ρυτίδες στο μέτωπό του υπνωτισμένος.
“Πες μου”, είπα στο τέλος. “Πες μου, πατέρα...”
“Μην ακούσει η μάνα σου και στεναχωρηθεί! Για χάρη της μια ζωή δε μιλάω. Ξέρεις πως δεν έχουμε οικογενειακούς φίλους και πολλά πάρε-δώσε με κόσμο. Δε σου φάνηκε παράξενο, δεν αναρωτήθηκες ποτέ πώς και δεν έχουμε κοντά μας συγγενείς; Ύστερα, σε ποιον να πεις τα οικογενειακά σου; Πέρασα πολλά στη ζωή μου, παιδί μου. Κι ακόμα περνάω! Ακόμα...”
Ήθελα να πάρω με κάποιον τρόπο από πάνω του το βάρος που συνέθλιβε την τρυφερή παιδική του ψυχή, μα δίσταζα ν`αποκριθώ και έμενα να τον κοιτώ μουδιασμένος. Ένιωθα την ιερότητα της στιγμής, με το ρίγος του νεοφώτιστου που αντικρύζει θεσπέσιο όραμα αποκάλυψης. Ναι, ήμουν σίγουρος πως το ρίγος δεν οφειλόταν μόνο στην παγωνιά του σούρουπου.
“Η γιαγιά σου, δε μιλάει με τη μάνα σου· το ξέρεις αυτό. Κι από τότε που φτιάξαμε το σπίτι και φύγαμε από το χωριό... Ποτέ τους δεν τα πήγαιναν καλά! Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια· μια ζωή, πες... Δεν την ήθελε -λέει- για νύφη...”
“Μα γιατί...”προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ.
“Ήταν μια λύση ανάγκης γι`αυτούς. Είπαν “θα παντρέψουμε τον Κωνσταντή, να βρεθούν τα λεφτά να κάνουμε τη δουλειά μας”. Είχε προίκα η μάνα σου! Έπαιρνε εκατό χιλιάδες δραχμές· μεγάλη υπόθεση την εποχή εκείνη! Πεινούσαμε...ελεεινοί ήμασταν...Πού φαΐ πού ψωμί! Κοιτάς που τώρα τίποτα δε σας λείπει και παραπονιόσαστε; Τότε να δεις πείνα!”
“Κι εσύ... εσύ πώς το δέχτηκες αυτό πατέρα;”μούγκρισα και τραβήχτηκα πίσω. “Πώς μπόρεσες;”
“Η οικογένεια το αποφάσισε, κι αφού το αποφάσισε, έπρεπε να γίνει, παιδί μου. Χρειάζονταν τα λεφτά να σηκώσουν λίγο κεφάλι. Να βάλουν κανένα ρούχο πάνω τους που`ταν όλοι με τα κουρέλια. Ούτε παπούτσια δεν είχαν! Αχ, παιδί μου, δεν ξέρεις εσύ τι πάει να πει φτώχεια...”
Σταμάτησε ξάφνου να μιλά και με σκυφτό το κεφάλι, ίσα που ανάσαινε. Φαντάσματα παλιά πλάκωναν την ψυχή του και τη μαύριζαν.
“Δε με ρώτησαν εμένα, δεν υπήρχα εγώ, είπε ξανά κι η φωνή του έβγαινε τώρα βραχνή απ`τα βάθη της ψυχής του. Θέλω να με πιστέψεις! Θυμάσαι που με ρώτησες κάποτε, αν την αγαπούσα; Τι ξέραμε τότε εμείς από αγάπη; Τι είχαμε προλάβει να ζήσουμε; Δεν τα κοιτούσαν τότε αυτά! Τώρα εσείς οι νέοι... Τα κουβέντιασαν και δε γινόταν αλλιώς. “Θα πουλήσουμε το ένα, για να ζήσουν τ`άλλα”, είχε πει η γιαγά σου. Ό,τι έλεγε η Μαρίκα, γινόταν! Ο παππούς σου ήταν έξω καρδιά, μα δεν άκουγε. “Πες και `μένα μαρή”, παρακαλούσε. Ή του απαντούσε ό,τι να`ναι ή του`κανε νόημα να σιωπάσει, τάχα πως ήταν θέμα ασήμαντο, που δεν άξιζε τον κόπο να του εξηγήσει με νοήματα. Κι εκείνος λούφαζε κι ίσα που χαμογελούσε. Τον θυμάσαι· δεν τον θυμάσαι;”
Και βέβαια τον θυμόμουν! Στην πίσω αυλή, δίπλα στους σταύλους, ώρες ολόκληρες πελεκούσε κάποιο ξύλο μ`έναν γυριστό σουγιά, κι όλο έστριβε τις μακριές γυριστές μουστάκες του, μ`ένα μόνιμο χαμόγελο ενεξήγητης ευτυχίας. Θυμόμουν που μας έπαιρνε κοντά του και μας κοίταζε, λες κι είχε χρόνια να μας δει. “Φαμίλια”, έλεγε και γελούσε δυνατά. “ Όλοι εσείς -κι έδειχνε με το χέρι απλωμένο πάνω απ`τα κεφάλια μας- είσαστε δικοί μου”. Μόνο αυτό έλεγε, κι εμείς τα παιδιά που ξέραμε πως δεν άκουγε μήτε καμπάνα, του κρατούσαμε το χέρι, μέχρι να νιώσουμε πως είχε κουραστεί και μας επέτρεπε να ξεγλιστρήσουμε πάλι για παιχνίδι.
“Θυμάμαι, πατέρα”, είπα αποκαμωμένος.
“Είναι κι άλλα που πρέπει να σου πω. Ο θείος σου ο Αλέκος γύρευε τα λεφτά που του τάξαμε. Ήταν δική μου υποχρέωση αυτό. Βλέπεις, εγώ είχα κλείσει τη δουλειά.”
“Ποια λεφτά; Ποια δουλειά;” ρώτησα και μου φάνηκε πως τα λόγια βγήκαν από κάποιου άλλου τα χείλη.
“Η θεία σου η Λίτσα ήταν τότε σε ηλικία γάμου. Εγώ σαν αδερφός δεν έπρεπε να την παντρέψω; Τι να`κανα; Του`ταξα λοιπόν, κι είπα “έχει ο θεός”. Θα δούλευα! Κάτι θα γινόταν! Ο γάμος δε σήκωνε αναβολή! Στα χωριά σου κρεμάν τα κουδούνια και χαντακώνεσαι...”
“Κι ο παππούς; Αυτός ως πατέρας δεν έπρεπε να αναλάβει την υποχρέωση; Δεν είχε μόνο αδερφό η θεία μου! Είχε και πατέρα!”
“Σου`πα δε σήκωνε αναβολή, έκανε με νόημα. Καταλαβαίνεις... Όταν ο παππούς το έμαθε, είπε : “Κωνσταντάρα, όπως τα`μπλεξες να τα ξεμπλέξεις!” Ήξερε πως κάτι θα`φτιαχνα! Αφού είχα αναλάβει εγώ, ήξερε...”
“Τι λες τώρα; φώναξα. Πατέρας ήταν αυτός να μη νοιάζεται για τα παιδιά του;”
Η οργή μου ξεχείλισε σκοτεινός χείμαρρος που τον έβλεπα έτσι λυπημένο, άντρα μεσόκοπο, κι άρχισα να μουρμουρίζω με τα δόντια σφιγμένα πως έπρεπε να τον τσακίσει στο ξύλο και να πάρει τα μάτια του απ΄ το άθλιο λασποχώρι, μα εκείνος, κρατώντας ακόμα το χέρι μου, ήρθε ακόμα πιο κοντά.
“Σώπα”, έκανε ικετευτικά. “Σώπα, θα ξυπνήσεις τη μάνα σου. Μη φωνάζεις...”
Πάνω στην ώρα, ακούστηκαν βήματα στο σπίτι. Μια πόρτα έτριξε και μετά η αυλή πλημμύρισε στο φως. Τινάχτηκα σαν τον κλέφτη που τον πιάνουν με τα κλοπιμαία κι ανοιγόκλεισα τα μάτια μου.
“Άντε, ελάτε τώρα”, φώναξε η μάνα μου. “Τι λέτε τόση ώρα στο σκοτάδι;”
“Ερχόμαστε, ερχόμαστε”, βιάστηκα να πω. “Σβήσε το φως· δεν θ`αργήσουμε!”
Η τσιμεντόστρωτη αυλή βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι. Τώρα μου φαινόταν πυκνό κι αδιαπέραστο.
“Τα βλέπεις;” ψιθύρισε ο πατέρας μου. “Θα`ναι τώρα πίσω από τις γρίλιες και θα κρυφακούει! Μια ζωή πως τάχα δεν τη ρωτάω κι όλα τα κανονίζω μόνος μου! Ποιος; Εγώ που δε βγαίνω απ`την πόρτα αν δεν το κουβεντιάσουμε πρώτα! Της λέω “καλή μου γυναίκα, άσε τα παλιά! Καλά δεν είμαστε;” Θα καταρρεύσει κάποια στιγμή! Χαμένη θα πάει... Κι εσύ με τον αδερφό σου, σκληρά παιδιά! Ανάσα δεν πήραμε! Σας έλεγα να την προσέχετε που`ναι άρρωστη, αλλά `σεις, όλα παιχνίδι τα`χατε...”
“Φταίω κι εγώ πατέρα; Παιδιά ήμασταν...”Προσπάθησα να δικαιολογηθώ, μολονότι μου ήταν αδύνατο να νιώσω ένοχος για τις φορές που επιστρέφαμε με τον αδερφό μου στο σπίτι σαν τραυματίες πολέμου, μετά το πετροβολητό στη γειτονιά.
“Δεν έχω παράπονο· μεγαλώνοντας δε με ντροπιάσατε”, είπε συνεχίζοντας σχεδόν τη σκέψη μου. “Έτσι είναι τα παιδιά! Αλλά να, ήθελε ησυχία να μη σκέφτεται τίποτα. Να ηρεμήσει και να πάρει επάνω της. Πειράχτηκαν τα νεύρα της και τώρα της βγαίνουν όλα μαζεμένα. Γι`αυτό κι εγώ είμαι έτσι συγκαταβατικός. Κι εσύ, αν σου πει καμιά κουβέντα παραπάνω, κάνε πως δεν ακούς. Δεν τους το συγχώρησε· το`χει μέσα της και την τρώει. Ένας θεός ξέρει τι πρέπει να κάνω...
Τον άκουγα να μιλάει με πάθος κι αναρωτιόμουν, αν όλα αυτά συνέβαιναν πραγματικά σ`εμένα ή μου τα είχε διηγηθεί κάποιος που ίσως μου έμοιαζε, όπως περίπου γυρνά κανείς από το άλλο πλευρό κι ο εφιάλτης χάνεται και δε γυρίζει. Όμως δε χωρούσε αμφιβολία πως εκείνο το αγόρι που είχε κουρνιάσει στην παλιά ψάθινη καρέκλα ήμουν εγώ κι ο άντρας αντίκρυ ο πατέρας μου, που τόσο αγαπούσα. Και να που τώρα έπρεπε να δω μαζί του κάτω από την τρικυμισμένη επιφάνεια κάθε πτυχή του σκοτεινού βυθού να ερμηνεύσω με πόνο την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού και το ανεπαίσθητο άγχος, που βάραινε χρόνια και χρόνια τη ζωή μας, σαν σύννεφο πριν απ`τη μπόρα.
“Μόνο ο Θεός; Νομίζεις πως αρκούν οι προσευχές σαν πετάξεις τη ζωή σου στα σκουπίδια;” είπα κι αμέσως το μετάνοιωσα.
“Ήταν δύσκολα χρόνια παιδί μου, είπε αναστενάζοντας. Εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις! Από τον πόλεμο και μετά, όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου και τον κόσμο, παντού φτώχεια και δυστυχία έβλεπα. Είπαμε το ψωμί ψωμάκι! Στην Κατοχή, έτσι κι αλλιώς, ήταν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Αλλά και μετά δεν είδαμε άσπρη μέρα. Έτρεχαν τότε στα σοκάκια φωνάζοντας “ζήτω η λευτεριά”κι οι καμπάνες του χωριού χτυπούσαν· τι να`βλεπες! Οχτώ χρονών ήμουν τότε θαρρώ...Με την αδερφή μου στον πόλεμο είχαμε μοιραστεί σ`ένα χαντάκι έξω απ`το χωριό ένα κομμάτι ψωμί. “θα σου το χρωστάω, αν ζήσουμε”, της είχα πει. Να δεις που κι αυτή ακόμα θα το θυμάται...”
Σταμάτησε να μιλά. Κάποιο παράπονο τον έπνιγε. Μου φάνηκε σαν να πέρασαν ώρες πολλές. Αρκετές για να γεράσει ένας άνθρωπος ή να ωριμάσει κάποιος άλλος. Ήταν αργά κι ησυχία απόλυτη βασίλευε στο δρόμο της γειτονιάς, στο σπίτι και στην τσιμεντόστρωτη αυλή. Απόφευγα να τον κοιτάζω. Ένα βάρος στο στήθος δυσκόλευε την ανάσα μου κι όλο προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άλλο, οτιδήποτε, παρά να τον κοιτάζω έτσι γερασμένο και τσακισμένο.
“Πατέρα, τόλμησα να πω, ας τ`αφήσουμε όλα αυτά. Τι μας λείπει; Γιατί δε μπορούμε να`μαστε ευτυχισμένοι;”
“Γιατί ο χρόνος τραβάει μόνο μπροστά, παιδί μου! Αν γύριζε πίσω, θα ήταν όλα εύκολα! Σου τα`πα για να ξέρεις τι άνθρωπος είναι ο πατέρας σου. Να τα θυμάσαι σαν πεθάνω. Πέρασα πολλά παιδί μου! Ούτε εμένα με συγχώρησε η μάνα σου που πήρα τα λεφτά και τους τα`δωσα πάνω που ήθελε να αγοράσουμε ένα κτήμα. “Είναι μέσα στο σχέδιο τώρα”, μου λέει διαρκώς. “Θα το κόβαμε οικόπεδα! Θα είχαμε κάτι να αφήσουμε και στα παιδιά...” Όμως, είχα δώσει το λόγο μου παιδί μου! Όταν ο θείος σου ο Αλέκος μας τα γύρισε, πήρα το όπλο νύχτα και πήγα να τον βρω. Του`πα “Αλέκο, ήρθα να σε σκοτώσω!” Ήμουν πιωμένος πολύ κι ήξερε πως ήμουν αποφασισμένος κι έτρεμε σα δαρμένο ζαγάρι. Τι τα θες; Κι αυτός βρακί δεύτερο δεν είχε... “Θα την πάρεις την αδερφή μου και θα στα βρω τα λεφτά, μα που να πεθάνω! Αν με γελάσεις, θα πεθάνουμε κι οι δυο!” Κατάλαβες; Κατάλαβες, παιδί μου; 
“Δεν ήσουν ικανός εσύ να κάνεις το κακό! Μόνο λόγια ήταν! Έτσι δεν είναι πατέρα;” ρώτησα μ`έναν κρυφό φόβο για την απόκρισή του, σαν ρίγος στη ραχοκοκκαλιά.
“Ήμουν σ`απόγνωση παιδί μου! Ο κάθε απελπισμένος είναι ικανός! Ο Θεός με φύλαξε...Μονάχα το καλό έρχεται δύσκολα...”
“Θέλω να πέσω, δε νιώθω καλά”, είπα και σηκώθηκα με κόπο. Σ`όλο μου το κορμί με τρυπούσαν μαχαιριές σαν να είχα περάσει τη μέρα μου στα κάτεργα.
“Πήγαινε παιδί μου. Καληνύχτα! Σε στεναχώρησα κι εσένα”, άκουσα πίσω μου ψιθυριστά. 
Με βήματα αργά, πέρασα ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και τις γλάστρες με τον βασιλικό, ανέβηκα τα τέσσερα σκαλάκια σαν υπνωτισμένος, διέσχισα τον διάδρομο, άνοιξα την πόρτα του δωματίου και ψηλαφητά, χωρίς να ανάψω το φως, βρήκα το κρεβάτι μου κι έπεσα σαν δέντρο κομμένο.

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου