Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ " Η ζωή εν τάφω "


ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ " Η ζωή εν τάφω "(1924)





«Η ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη, άρχισε να σχεδιάζεται μέσα στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στην προκάλυψη του Μοναστηριού της Σερβίας. Ένα κεφάλαιο κιόλας δημοσιεύτηκε από τότε στην εφημερίδα Νέα Ελλάδα, που έβγαινε στη Θεσσαλονίκη το 1917. Mετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο σύνολο μπήκε σαν επιφυλλίδα στη βδομαδιάτικη "Καμπάνα" της Μυτιλήνης. Το ανάτυπο από εκείνη την επιφυλλίδα (1924) στάθηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου. Από τότε το «Η ζωή εν τάφω» σημειώνει μια σταθερή πορεία ως τις μέρες μας, ανάμεσα σε πολλές και τρικυμιώδεις πολιτικές περιπέτειες, ενθουσιασμούς και παρεξηγήσεις. Η κυκλοφορία του βιβλίου είχε απαγορευτεί τα τέσσερα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και τα κατοπινά τέσσερα της Κατοχής. «Ο πόλεμος, η φρίκη και η αγωνία του, οι ανατριχιαστικές κι εφιαλτικές σκηνές του, υπάρχουν και περιγράφονται στο βιβλίο, για να δείξουν τη σημασία και την ομορφιά της ζωής. Και είναι ακριβώς το χαράκωμα, οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες του πολέμου, που έκαναν τον Στράτη Μυριβήλη να νιώσει τη ζωή ανάμεσα από το κορμί, να γνωρίσει και να διακηρύξει το πρωτείο του σώματος, να γίνει ο υλιστής και ο ηδονιστής που βλέπει τη ζωή σαν ερωμένη»

Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1917)

 σχεδιασμένο από τον Σπύρο Βασιλείου



Περιγραφή

Με τη.. «Ζωή εν τάφω», ο Στράτης Μυριβήλης, ζωντανεύει σε ένα κλασικό για τα ελληνικά γράμματα έργο - ύμνο στη ζωή και την ειρήνη - τις μνήμες του από τα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλάει με τη φωνή - με τα χειρόγραφα καλύτερα - του λοχία Κωστούλα. «Τούτα τα τετράδια», μας γράφει ο Μυριβήλης, «βρεθήκανε μέσα στο γελιό του Αντώνη Κωστούλα. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγαρικά χαρακώματα που πατήσαμε... Είναι βαρύ πράμα να ‘χετε μέσα σας έναν πεθαμένο που γυρεύει να μιλήσει και να του σφαλνάτε με την απαλάμη το στόμα. Γνέφει και κάνει παρακαλεστικά νοήματα προς την καρδιά σας απ το υπερπέραν. Θέλει να εκφραστεί. Ας μου συχωρεθεί τούτο το βιβλίο, γιατί μου είναι μια προσωπική απολύτρωση...»








Ο Μυριβήλης διδάσκει θεατρικό έργο σε στρατιωτικό θίασο, στο Μακεδονικό Μέτωπο (Νιγρίτα 1916-17).

(Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 106)

Ο Μυριβήλης κάνει την επίσημη είσοδό του στη νεοελληνική λογοτεχνία το 1931 με τη δεύτερη έκδοση της Ζωής εν τάφω. Για πρώτη φορά τότε η κριτική τον ανακαλύπτει με έκπληξη και εκδηλώνει τον θαυμασμό της. Από τότε και μέχρι σήμερα η ανταπόκριση του κοινού είναι συνεχής, παρόλο που το βιβλίο δεν ανατυπώθηκε ποτέ όσο διαρκούσε το καθεστώς Μεταξά. Τότε όπως και τώρα, για να το πούμε με τα κοινότερα λόγια που συνηθίζονται από όσους εκτιμούν τον συγγραφέα αυτό, έκανε εντύπωση η άνετη μετάβαση από τον ωμό ρεαλισμό στην πιο λυρική έκσταση και τανάπαλιν. Στην πραγματικότητα η εντύπωση αυτή επιτυγχάνεται από τον Μυριβήλη με τη συγκινησιακή παρόρμηση με την οποία φορτίζει τη γραφή του. Απέναντι στην τυφλή βιαιότητα του πολέμου και της άθλιας ζωής στα χαρακώματα, διαμαρτύρεται δίνοντας έμφαση με περιγραφές νατουραλιστικής τεχνοτροπίας ώστε να προκαλέσει τη φρίκη. Άλλοτε εκστασιάζεται απέναντι σε καταστάσεις που ικανοποιούν το πάθος για τη ζωή, όπως στο γνωστό πλέον σημείο όπου μέσα στον ζόφο του πολέμου, στα χαρακώματα, ανακαλύπτει μια παπαρούνα, υποβάλλοντας μια έντονη λυρική συγκίνηση. Απώθηση, λοιπόν, και έλξη είναι οι πρωτογενείς ορμές που πυροδοτούν τη συγκίνηση και τη γραφή του. Αλλά σε αυτή την κυρίαρχη στάση, συνδυασμένη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, έρχεται να προστεθεί μια άλλη επιλογή ύφους που μετατοπίζει το βάρος προς λύσεις που θα καλλιεργηθούν ολοένα και πιο συστηματικά από τον ίδιο μέχρι να εγκαταλείψει στο σχήμα απώθησης-έλξης που εφάρμοζε στα πρώτα του έργα: το λαϊκότροπο και προφορικό ύφος.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 391-392.http://www.greek-language.gr/






Η απήχηση του Η ζωή εν τάφω [πρώτη έκδοση, 1924] στον χώρο της κριτικής υπήρξε ομόφωνα και ανεπιφύλακτα θετική. Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν για την ποιότητά του ως εντύπου, το έργο έγινε δεκτό με αισθήματα ενθουσιασμού και θαυμασμού και με χαρακτηρισμούς ή εκτιμήσεις όπως «φωτογραφία αληθινή του πολέμου» (Μιχ. Ροδάς), «αληθινό έργο τέχνης» (Louis Roussel), «αληθινή αποκάλυψη» (Ι. Γρυπάρης), έργο που θυμίζει «τις ασύγκριτες εικόνες της Αποκάλυψης και μερικές υπερφυσικές συλλήψεις που ανταμώνεις στη παλιά ασιατική τέχνη» (Η. Βενέζης), «άξιο και υπεράξιο να κυκλοφορήσει παντού και να διαβασθεί απ’ όλους» (Άγγ. Σημηριώτης). Θεωρήθηκε, επίσης, ισάξιο προς τα αντιμιλιταριστικά έργα των Α. Λάτσκο, Α. Μπαρμπύς και άλλων Ευρωπαίων λογοτεχνών. Ωστόσο, τα πενιχρά τοπικά εκδοτικά δεδομένα δεν εξασφάλισαν τότε στο έργο τις δυνατότητες μιας ευρύτερης προβολής. Χρειάστηκαν άλλα έξι χρόνια, για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που οδήγησαν στα θεαματικά αποτελέσματα της δεύτερης έκδοσής του, στην Αθήνα το 1930, συνεπώς και στη γνωστοποίηση της πνευματικής δραστηριότητας του Μυριβήλη έξω από τα στενά όρια της Λέσβου.
Στο μεταξύ, ολόκληρο το κείμενο του έργου ξαναγράφηκε και τυπώθηκε […].

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ  


Η Όχτρα είναι οργανωμένη, πειθαρχημένη, πάνοπλη. Η Αγάπη είναι ανοργάνωτη, ξεθυμαίνει σε αισθηματισμούς, σε θρησκευτικούς εξορκισμούς. Τώρα ποιος θα οργανώσει, ποιος θ’ αρματώσει, θα κάμει σεβαστή την Αγάπη; Ο Χριστός το καταπιάστηκε με το καλό και δεν κατάφερε σπουδαία πράματα. Όμως πάλι αν γίνει με το στανιό, τότε παύει νάναι Αγάπη. Δεν καταλαβαίνω.

****
Η αποχαιρετιστήρια συνάντηση του Α. Κωστούλα με την αγαπημένη του πριν φύγει για το Μέτωπο
Στην πόρτα σου άκουσα σιγανά αναφυλλητά. Ήσουνα συ που έκλαιγες ολομόναχη μέσα στο σκοτάδι, έκλαιγες σιωπηλά όλη νύχτα. Μπήκα μέσα και δε μιλήσαμε. Έκλαιγες ήσυχα κ’ εγώ έκαμα πως ξεκουμπώνω το γελιό, πολύ απασχολημένος τάχα μ’ αυτή τη δουλειά. Γιατί μονάχα να σ’ ανερωτούσα τι κλαις, θα μ’ έπνιγε το κλάμα. Αυτό θάτανε κάπως αστείο για έναν επαναστάτη φορτωμένον μ’ όλη την πανοπλία του και με διακόσια φυσίγγια στις μπαλάσκες.

Έκλαιγε κ’ ένα κοριτσάκι κοντά σου πάνω σε μια κόκκινη πολυθρόνα, σιγά – σιγά κι αυτό. Φορούσε βελουδένια βυσσινιά ρόμπα και τόνα ποδαράκι του ήταν ξακάλτσωτο. Εγώ στο τέλος βάλθηκα να βλέπω τάχα με μεγάλη προσοχή αυτό το γυμνό ποδαράκι. Παρακολούθησες τη ματιά μου και τράβηξες ένα πανεράκι πλεγμένο από φύλλα καλαμποκιάς. Απ’ εκεί έβγαλες άλλο ένα καλτσάκι και πολεμούσες να το περάσεις στο πόδι του παιδιού.

- Μα αυτή η κάλτσα είναι άλλο χρώμα, είπα, και χαμογελούσα ηρωικά.
  Η φωνή μου έτρεμε.
  Εσύ τότες ξαφνικά άφησες το καλτσάκι μισοκρεμασμένο στο πόδι του παιδιού, μ’ αγκάλιασες σφιχτά κι άρχισες να κλαις ασυγκράτητα.
  Εγώ δεν έκλαψα. Μονάχα ένας κόμπος ανέβαινε ως το λαρύγγι μου και τον κατάπινα με πείσμα. Κρέμασα το ντουφέκι στον ώμο κ’ έφυγα σκυφτός. Ήμουνα βαρύς από θλίψη, ξιππασμένος από τη δύναμη της ανδρείας μου.

Στρατιώτης (Κωστούλας) στην περιοχή του Μοναστηρίου

****

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ’ ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. ‘Ετσι λένε κάτι σακιά γεμάτα με χώμα που μ’ αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ’ εδώ χρόνον – καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. ‘Ηρθαν και σάπισαν από νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα ‘καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Αλλά πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρισμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο. Από δω το θέαμα θα ‘ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που ‘ναι πάνω – πάνω. ‘Ενας απ’ αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου ‘καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαρά. 



‘Ηταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. ’Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα. Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. ‘Εχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ‘ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής. Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ. Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ’ ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. ‘Ετσι λέω θα ‘ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά: -Καληνύχτα… καληνύχτα και να ‘σαι βλογημένη. Γύρισα γρήγορα στ’ αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία… Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! ‘Αναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ’ αφουγκράζομαι. Είναι ένα παιδιάτικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό….

                                   ****


Ο  λόφος με τις παπαρούνες 
Ήταν ένας λόφος άλικος από τις παπαρούνες. Ξεκουραζόταν ένα Ρούσικο Σύνταγµα,που τραβούσε κι΄αυτό για τό μέτωπο. Εκεί µας σταµατήσανε κι εµάς. Είχε νερό µπόλικο και πρασινάδα εκεί δίπλα. Στήσαµε πυραµίδες τα όπλα και φάγαµε κοντά τους. Μας σίµωσαν κάτι µεγαλόσωµα παλικάρια µε τριανταφυλλιά µάγουλα, µε χοντρές µπότες και µπλούζες παιδιάτικες δίχως κουµπιά. Τα πηλίκιά τους είχαν κεραµίδι στενούτσικο.
-Γκίρτς;

-Γκίρτς.

-Κριστιάν;

-Κριστιάν.

-Ορτοντόξ;
-Ορτοντόξ.
Μας δεχτήκανε µε χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και µεις γελούσαµε, µας χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα µεγάλα τους χέρια µας χτυπούσανε στην πλάτη. Τραβούσανε και µας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σιντεφένια σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεµμασµένα µε αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε µε τον ορθόδοξο τρόπο. -Κριστιάν ! Κριστιάν !
Φάγαµε µαζί, κουβεντιάσαµε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρί ο ένας απí τη γλώσσα τí αλλουνού. Όµως συνεννοηθήκαµε περίφηµα. Η αγάπη κí η όχτρα έχουνε διεθνή γλώσσα. Βρήκα κí ένα νεώτατον αξιωµατικό, λεπτοκαµωµένο σαν κορίτσι, µε µεγάλα γυαλιά και γελαζούµενα χείλη, που θυµόταν απí το σκολειό του µερικά αρχαία, τσάτρα-πάτρα. Τα µαλλιά του ήταν ξανθιά σαν του καλαµποκιού, είχε κí ένα χρυσό µουστακάκι.
-Ηµείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώµεθαν ! Οδησσόν λίαν Έλληνες ! Λίαν !
Πήρε ύφος και µου απάγγειλε κάτι αλαµπουρνέζικα, πού, όπως µε βεβαίωσε, ήταν Όµηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάµανε µια µεγάλη χορωδία και µας τραγούδησαν λαϊκά τραγούδια. Κάµποσοι τα κοµπανιάριζαν µε κάτι µακριές µπαλαλάικες πού τις σήκωναν στη ράχη σταυρωτά µε το ντουφέκι τους. ∆εν κατάλαβα τα λόγια των τραγουδιών, µα σίγουρα θα µιλούσανε για ένα δάσος χιονισµένο, για ένα χωριό χιονισµένο, που οι µπουχαρίδες των καλυβιώ του θυµιάζουνε γαλάζιον καπνό µέσα στον παγωµένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες µε χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω απí τα κλειστά τους τζάµια, µε το λευκό κούτελο ακουµπισµένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά µε το δάχτυλο το αχνισµένο τζάµι και βλέπουνε στα χαµένα, µακριά, µακριά, το ρούσικο κάµπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέµελα. Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα µονοπάτι χαραγµένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα µονοπάτι που πήρε τα παλικάρια του χωριού και τα πήγε µακριά, µακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέµελα. Ίσως και πέρα από τη ζωή.
Οι µορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα µάτια βούρκωναν. Σαν τελείωσαν το τραγούδι µείναµε πολλήν ώρα ακίνητοι µαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της µουσικής, που ενώνει τις καρδιές γιατí είναι η γλώσσα τους η πανανθρώπινη. Σαν κάµαµε τις τετράδες για να φύγουµε, οι Ρούσοι βάλανε παπαρούνες µέσα στις µπούκες τωνντουφεκιών µας. Ήτανε σα µια παράξενη λιτανεία µε ατσαλένιες λαµπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούµενη φλόγα.
- Αντίο ! Αντίο !
Ο πολύ νέος αξιωµατικός πετά το καπέλο του, λυγερός , σχεδόν διάφανος µέσα στο φως.

-Χαίρε, λίαν, Έλληνες ! Χαίρε ! Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσµο ! Άφθονη σαν ποτάµι που χύνεται µέσα σí έναν κάµπο. Ανθισµένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να τις κόψεις. ∆εν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις.





ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (1890- 1969)



Ο Στρατής Μυριβήλης (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, πρωτότοκος γιος του Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας το γένος Γεωργιάδη. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Μετά την καταστροφή της Σμύρνης έφυγε για τη Λέσβο, όπου έζησε ως το τέλος του 1932, οπότε εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισε να γράφει τη Ζωή εν τάφω και το 1920 παντρεύτηκε την Ελένη Δημητρίου, με την οποία απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Από το 1925 ως το 1933 στήριξε το Εργατικό Κόμμα του Α.Παπαναστασίου, τόσο από τη Λέσβο, όσο και από την Αθήνα. Στη Λέσβο συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Σάλπιγξ, Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος και άλλες, δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και στρατεύτηκε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά την καταστροφή τάχθηκε υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως η Καθημερινή, η Εθνική, η Ακρόπολις, η Πρωία, η Απογευματινή, η Ελευθερία και περιοδικά όπως ο Θεατής, η Νέα Εστία, η Ελληνική δημιουργία, ο Ακρίτας, τα Στρατιωτικά Νέα. Εργάστηκε επίσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων (από όπου απολύθηκε το 1955 με το βαθμό του Διευθυντή Α’ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου δήλωσε ανοιχτά την αντίθεσή του προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1958 μετά από πέντε υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν) και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1940 για το Γαλάζιο βιβλίο) και το Σταυρό του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄ (1959). Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα.
Ο Μυριβήλης με τη σύζυγό του Ελένη Δημητρίου,
 πρόσφυγα από το Δικελί της Μικράς Ασίας
 που γνώρισε στη Μυτιλήνη, 
όταν ήταν αρχισυντάκτης της τοπικής 

εφημερίδας «Σάλπιγξ». 

Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά



 Η πρώτη εμφάνιση του Στρατή Μυριβήλη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915 με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες ιστορίες. Στα πρώτα του βήματα συνδέθηκε με τη λογοτεχνική γενιά του 1920, η οποία δέχτηκε έντονη την επίδραση του Κωστή Παλαμά των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων των αρχών του αιώνα (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή). Σύντομα ωστόσο αποδεσμεύθηκε από την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία των συγχρόνων του και αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αντιμιλιταριστές συγγραφείς της Ευρώπης και πρόδρομος της γενιάς του Τριάντα. Σταθμό στην πρώτη αυτή φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε η Ζωή εν Τάφω, που εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Το έργο Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1932) αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο προς τη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1933-1949), στην οποία κυριαρχεί η τάση προς άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία, τάση που άσκησε επιρροή και στο γλωσσικό και υφολογικό πεδίο του έργου του. Από τη δεύτερη αυτή περίοδο αναφέρουμε το μυθιστόρημά του η Παναγιά η Γοργόνα. Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. Εδώ εντάσσονται οι συλλογές διηγημάτων του Το πράσινο βιβλίο , Το γαλάζιο βιβλίο, Το κόκκινο βιβλίο και Το βυσσινί βιβλίο.http://www.ekebi.gr/





 ΠΗΓΕΣ 













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου