Τα πρωινά είχαν άρωμα από γιασεμί έλεγε, το τιτίβισμα των πουλιών την ξυπνούσε ανελλιπώς κάθε πρωί την ίδια ώρα.
Ο καθαρός αέρας που της δρόσιζε το πρόσωπο μόλις πατούσε το πόδι της στην αυλή του σπιτιού ήταν η αφετηρία μιας καινούργιας και δημιουργικής μέρας, άλλη μια ευκαιρία για ζωή.
Η ώρα του πρωινού καφέ, ήταν για εκείνη πράξη ιερή, σχεδόν με τελετουργία ετοίμαζε την κούπα της, σερβίριζε και τον άφηνε να κρυώσει λιγάκι ως που να ντυθεί. Η μυρωδιά του την ζάλιζε γλυκά πίνοντας τον.
Στο διάβα της για την δουλειά καλημέριζε τους πάντες με χαμόγελο και το ίδιο εισέπραττε, καθώς έμπαινε στο γραφείο αυτή η τάξη που αντίκριζε ένιωθε πάντα πως της ταίριαζε πολύ, γι'αυτό εξ'άλλου είχε διαλέξει μόνη το επάγγελμα της.
Παρ' όλα αυτά λαχταρούσε το τέλος του οχτάωρου της, τα βραδάκια μαζευόντουσαν με την παρέα της στα σπίτια τους για φαγητό, καμιά ταινία και κουβέντα μέχρι πρωίας, εντός των ωρών που βρισκόταν στην δουλειά ερχόταν πάντα η ενημέρωση με τηλεφώνημα για το ποιο θα ήταν το αποψινό τους στέκι.
Το βάδισμα της προς την πιάτσα των ταξί πρόδιδε την χαρά της για την βραδιά που θα ακολουθούσε, ταχύ κι ανάλαφρο.
Με το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού η πόρτα άνοιγε, οι γνωστές φάτσες ήταν όλες εκεί και σκεφτόταν πως η μέρα δε θα μπορούσε να λήξει καλύτερα.
Το ξυπνητήρι του κινητού χτύπησε με το γνωστό κι αποκρουστικό ringtone του, "όνειρα" είπε με μια δόση ειρωνείας στον τόνο της φωνής της, καθώς χασμουριόταν. Έκλεισε το στόμα της απότομα καθώς της μύρισε κάτι άσχημα, είχε ξεχάσει το παράθυρο της κουζίνας ανοιχτό και το σπίτι βρομούσε από τα καυσαέρια των πρωινών οδηγών.
Δεν τόλμησε καν να βγάλει το κεφάλι της από το παράθυρο καθώς πήγε να το κλείσει, στην εικόνα μόνο του κάδου που ήταν ξεχειλισμένος από σκουπίδια φαντάστηκε την δυσοσμία, "τι κάνει ο δήμαρχος" μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.
Άναψε την καφετιέρα και πήγε να ντυθεί, γέμισε την κούπα της καφέ και πήγε να πιει βιαστικά, κάηκε, πέταξε μια βρισιά και έχυσε τον καφέ στο νεροχύτη. Μπήκε στο ασανσέρ και με γοργό βήμα προχωρούσε για να μη χάσει το μετρό, δεν αντάλλαξε κουβέντα με κανέναν, ούτε στο δρόμο, ούτε εντός του μεταφορικού.
Πριν μπει καλά καλά στο γραφείο άκουσε τις φωνές των συναδέλφων της, κλασσικά πράγματα σκέφτηκε, είχε πάψει να δυσανασχετεί πλέον, ήταν ευγνώμων που είχε βρει αυτή τη δουλειά ακόμη κι αν την βαριόταν φοβερά.
Συνήθως ξεπερνούσαν το οχτάωρο και η γκρίνια κάθε φορά ήταν και μεγαλύτερη σχετικά με την πληρωμή των υπερωριών τους.
Τα τηλέφωνα απέφευγε να τα σηκώνει, φοβότανε μη και είναι από καμιά τράπεζα πάλι, είχε δώσει τον αριθμό του γραφείου της, ώστε να μη την ενοχλούν στο σπίτι για τα χρωστούμενα της.
Περασμένα μεσάνυχτα ξεκίνησε για το σπίτι, που λεφτά για ταξί είπε από μέσα της και ξεκίνησε με τα πόδια προς το σπίτι κι ας φοβόταν με όλα αυτά που άκουγε στις ειδήσεις.
Περπάτησε βαριά και βαρεμένα μέχρι το σπίτι, άνοιξε την πόρτα της γκαρσονιέρας της και χύθηκε με μιας στο κρεβάτι.
Πήρε το λάπτοπ της από το κομοδίνο για να σκοτώσει την μοναξιά, αφού δε νύσταζε παρά την κούραση της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου