Ύπουλη η ξενιτιά τα μαύρα βάζει του κοριτσιού την αγκαλιά δε λογαριάζει, του ουρανού το άσπρο δε κοιτάζει. Θέλει αργά το χρόνο να κυλά σαν το νερό στη ρεματιά. Θέλει το βάλσαμο σφικτά μέσα στις πάνες να κρατά. Της μάνας τα αναφιλητά κι απόψε τα ρουφά, μην ακουστούν στη σιγαλιά και τρομάξουν τα πουλιά. Ύπουλη η ξενιτιά την μοναξιά μοιράζει, της αδελφής τα μάτια δεν αδειάζει στης θάλασσας το γκρι δεν μοιάζει. Θέλει τα αστέρια να μετρά κάθε βράδυ να παραμιλά και μια αγκαλιά μακριά σε άλλη γειτονιά να κρατά. Του παιδιού τη χαρά τη λησμονά, τη λαχτάρα του δεν την κοιτά και την ακουμπά γλυκά στου ονείρου την τροχιά. Κάποτε όμως θα γυρίσει στο δρόμο θα θρηνήσει και αγάπη θα ζητήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου