ΤΑ ΠΑΘΗ
Α'
Ιδού εγώ λοιπόν
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου·
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς·
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!
Β'
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Όμηρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!
α'
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει κα- θημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπά- νας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρή- γορο των πολυβόλων. Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δα- δί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολε- το, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολ- λές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαι- μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέ- ρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμω- ναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι. Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλ- λαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά πα- λιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλα- στοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελά- τες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχών- τας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριά- ζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επρο- χωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλού- σιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγο- ρο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώ- ρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκό- μοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχα- με ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυ- τές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θα- νάτου. Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πια- σμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περί- πολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιο- φύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς. Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτο- βολίδες.
β'
Γ'
Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων
και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς
και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας
και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα
και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας
αιώνες κι αιώνες.
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε
την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
Δ'
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.
Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μού άναψαν
γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές Ελένες!
Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!
Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
γ΄
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ
Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους υστέρα από τρεις σωστές
εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για
τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και
ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια
ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους
ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη
την όψη μας.
Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να 'χει μαζί του κάτι παλιές
εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το 'χαμε κιό-
λας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος
εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με
άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε
όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και
παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μή-
νες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λο-
γαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο
Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας
τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίπο-
τε, μονάχα με τα μάτια τού δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.
Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σαν να
'χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης, γύρι-
σε και «Λοχία» είπε «τι βαρυγκομάς; Αυτοί που 'ναι ταγμένοι για τη
ρέγγα και το χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι
στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβά-
τια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε
ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο
μερτικό δικό του στον ήλιο». Και ο Ζώης: «Τι λοιπόν, θαρρείς ότι
δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς, που κά-
θομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;» Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης:
«Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τα 'χει
από τα πριν χαμένα, κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα
πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν, έννοια σου, και
γι' αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά - γρήγορα κείνοι που είναι ναν
τα 'βρουν, θαν τα 'βρουν». Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης: «Και ποιος
λες τάχα του λόγου σου ότι θαν τα 'βρει;» Τότε ο Λευτέρης, αργά, δεί-
χνοντας με το δάχτυλο: «Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου,
η ώρα ετούτη που μας ακούει».
Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβί-
δας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρ-
πες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ' αυτί
μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα 'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοί-
ξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια
μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και
σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέ-
χουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κό-
πους ίσαμε κει. Και τα πρόσωπα τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγ-
γα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να
φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα
δ'
ΕΝΑ τό χελιδόνι * κι ἡ Ἄνοιξη ἀκριβή
Γιά νά γυρίσει ὁ ἥλιος * θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες * νά ‘ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οἱ ζωντανοί * νά δίνουν τό αἷμα τους.
Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ ἔχτισες μέσα στά βουνά
Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ ἔκλεισες μές στή θάλασσα!
Πάρθηκεν ἀπό Μάγους * τό σώμα τοῦ Μαγιοῦ
Τό ‘χουνε θάψει σ’ ἕνα * μνῆμα τοῦ πέλαγου
Σ’ ἕνα βαθύ πηγάδι * τό ‘χουνε κλειστό
Μύρισε τό σκοτά * δι κι ὅλη ἡ Ἄβυσσο.
Θέ μου Πρωτομάστορα * μέσα στίς πασχαλιές καί Σύ
Θέ μου Πρωτομάστορα * μύρισες τήν Ἀνάσταση!
Σάλεψε σάν τό σπέρμα * σέ μήτρα σκοντεινή
Τό φοβερό τῆς μνήμης * ἔντομο μές στή γῆ
Κί ὅπως δαγκώνει ἀράχνη * δάγκωσε τό φῶς
Ἔλαμψαν οἱ γιαλοί * κι ὅλο τό πέλαγος.
Θέ μου Πρωτομάστορα * μ’ ἔζωσες τίς ἀκρογιαλιές
Ε'
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιών, πόσων οι στρατιές;
Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
ς'
Ο ποιητής των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου!
Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη
και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα
πάνω στα πόδια του όρους!
Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηίκιος.
Μικρά καράβια στου κάβου το γύρισμα
ξάφνου μπατάρουν και χάνονται.
Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη
απ' την άλλη μεριά του βυθού.
Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια
στα γένια θλιμμένων αγίων.
Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη
την άλω του πόντου δονούν.
Νηστικοί κατά κει τ' άδεια μάτια γυρίζουν οί γέροντες
Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά τους επάνω
στον άχραντο ασβέστη φορούν.
Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ
Ποιητής των νεφών και των κυμάτων!
Στον σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ
τα πινέλα μαζί τους και βάφω:
Τα καινούρια σκαριά
τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα!
Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Κανάρη!
Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Μιαούλη!
Ζ'
Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών
την πάσα Υποταγή και Δύναμη
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι·
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι Θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Η'
Ήρθαν
με τα χρυσά σιρίτια
τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία!
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας
και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας
έφυγαν.
«Γι' αυτούς» είπαν «ο καπνός της θυσίας
και για μας της φήμης ο καπνός
αμήν.»
Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα
όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε.
Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά
με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε:
Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο
κι η τριπλά εργασμένη προδοσία.
Για μας η αυγή στο χάλκωμα
και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη
ο δόλος και τ' αόρατο γάγγαμο.
Για μας το σύρσιμο στη γης
ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά
των ματιών η απονιά
κι η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση.
Αδελφοί μας εγέλασαν!
«Γι' αυτούς» είπαν «ο καπνός της θυσίας
και για μας της φήμης ο καπνός
αμήν.»
Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου
με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα
θύρα της Παράδεισος!
Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε
της πνοής σου παίγνιο
ε'
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την
απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να
βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους
είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με
τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος
κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτά-
ζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου
απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που
τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναί-
κες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες
άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που 'λεγες είχανε περάσει
μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφό-
δρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει
τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω
απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου
μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε
όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη
ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκε-
ρη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον εί-
χαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της
απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμέ-
να πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και
οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε
πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσα-
ς'
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ* και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη *λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά* στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά *στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια *της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
στον αιθέρα στέκει να *και στη θάλασσα μόνη της!
Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός* και δικού της μήτε αγάπη μια
μόνο πένθος αχ παντού *και το φως ανελέητο!
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό* τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό
τους παλιούς φίλους καλώ *με φοβέρες και μ’ αίματα!
Μα ’χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί* κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί
και στον έναν ο άλλος μπαίνουν* εναντίον οι άνεμοι!
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ *και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη *λησμονάτε τη χώρα μου!
Θ΄
Αυτός είναι
ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας!
Θύρες επτά τον καλύπτουνε
και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του.
Μηχανές αέρος τον απάγουνε
και βαρύν από γούνα και ταρταρούγα
στα Ηλύσια μέσα και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε.
Και γλώσσα καμιά δεν έχει, επειδή όλες δικές του -
Και γυναίκα καμιά, επειδή όλες δικές του -
ο Παντοδύναμος!
Θαυμάζουν οι αφελείς
και σιμά στη λάμψη του κρυστάλλου χαμογελούν οι μαυροφορεμένοι
και σκιρτούν των άντρων του Λυκαβηττού
οι ημίγυμνες τίγρισσες!
Αλλά πόρος κανείς για να περάσει ο ήλιος τη φήμη του στο μέλλον
Και ημέρα Κρίσεως καμιά, επειδή
εμείς αδελφοί, εμείς η μέρα της Κρίσεως
και δικό μας το χέρι που θ' αποθεωθεί -
Ι΄
Καταπρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!
Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά
και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε
αυτός αναίτια σκυθρωπάζει.
Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί
και τα σ' εμάς αόρατα
με τ' αυτί στην πέτρα
σοβαρός και μόνος προσέχει.
Ο χωρίς φίλον κανένα
μήτε οπαδό
που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του
και το μέγα μυστήριο στ' αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί
αυτός είναι
ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος!
Επειδή νου δεν έχει
κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει
και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας
μοναχά καταδέχεται να ουρεί.
Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος!
Που όταν όλοι εμείς πενθούμε
αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε
ιδεοφορεί.
Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε
μαχαιροφορεί.
ζ΄
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΊΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ
Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββά-
του, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες εζώσανε τον μικρό συνοι-
κισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλά-
κια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκα-
νε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα,
ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπε-
δο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με
τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος
φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε
κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος
δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμ-
μή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και
τα κοντά μαύρα ποδήματα ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα.
Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να
πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους,
μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται Αυ-
τός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες
ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε οποίον λάχαι-
νε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά
και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η
στιγμή να σταθεί και μπροστά στον Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλε-
ψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά
- μακριά μέσα στο μέλλον του - που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα
κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν' ανα-
σηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο
Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολου-
θούσε με τα τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια
του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει,
ν' αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε
την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το
μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός
από τη λίγη πέραση που 'χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη
γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε
σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι
στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα κέ-
ρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές
μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ' τον
ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ' ένα έρμο οικόπεδο,
γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα
η΄
ΙΑ'
Όπου, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί
όπου και να πατεί το πόδι σας
ανοίξετε μια βρύση
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Δροσερός ο κρουνός θ' αγαλλιάσω.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
μεγαλόφωνα το νου μου ν' απαγγείλει
ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου.
Δεν μπορώ
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω
ανοίξετε, αδελφοί
μια βρύση ανοίξετε
ΙΒ'
Και στα βαθιά μεσάνυχτα, στους ορυζώνες του ύπνου
άπνοια που με τυραννά και κακό κουνούπι της Σελήνης!
Τα σεντόνια παλεύω και τα μάτια πηχτά
στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:
Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι
των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες
εσείς που κατέχετε το μυστικό
σύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνι
Στα μάτια ένα δελφίνι σύρετέ μου
να 'ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να 'ναι η ώρα έντεκα!
Να περνά και να σβήνει την πλάκα του βωμού
και ν' αλλάζει το νόημα του μαρτυρίου
Οι αφροί του λευκοί ν' αναπηδούν επάνω
τον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν!
Να περνά και να λύνει το σχήμα του Σταυρού
και στα δέντρα το ξύλο να επιστρέφει
Ο βαθύς τριγμός να μου θυμίζει ακόμη
ότι αυτός που είμαι, υπάρχω!
Η ουρά του η πλατιά να μου αυλακώνει
από δρόμο ανεχάραγο τη μνήμη
Και στον ήλιο πάλι να με αφήνει
σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων!
Τα σεντόνια παλεύω και τα χέρια τυφλά
στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:
Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι
των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες
εσείς που κατέχετε το μυστικό
στην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μου
και σταυρώσετέ μου την με το δελφίνι
Το σημείο που είμαι αλήθεια ο ίδιος
με την πρώτη νεότητα ν' ανεβώ
ΙΓ'
Ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πώς να τ' ανοίξω;
Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, πού να κοιτάξω;
Γιοι των ανθρώπων, τι να πω;
Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα!
Εύγε πρώτη νεότης μου και αδάμαστο χείλι
που το βότσαλο δίδαξες της τρικυμίας
και στις μπόρες μέσα, της βροντής αντιμίλησες
Εύγε πρώτη νεότης μου!
Τόσο χώμα στις ρίζες μου έριξες, που κι η σκέψη μου χλόισε!
Τόσο φως μες στο αίμα, που κι η αγάπη μου πήρε
το κράτος και το νόημα τ' ουρανού.
Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη
και στα χέρια του Θανάτου άχρηστο σκεύος
και στα νύχια των αγροίκων, λεία κακή.
Γιοι των ανθρώπων, να φοβούμαι τι;
Πάρετέ μου τα σπλάχνα, τραγούδησα!
Πάρετέ μου τη θάλασσα με τους άσπρους βοριάδες
το πλατύ το παράθυρο γεμάτο λεμονιές
τα πολλά κελαηδίσματα, και το κορίτσι το ένα
που και μόνον αν άγγιξα η χαρά του μού άρκεσε
πάρετέ μου, τραγούδησα!
Πάρετέ μου τα όνειρα, πώς να διαβάσετε;
Πάρετέ μου τη σκέψη, πού να την πείτε;
Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη.
Με το στόμα φιλώντας εχάρηκα το παρθένο κορμί.
Με το στόμα φυσώντας χρωμάτισα τη δορά του πελάγους.
Τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα.
ΙΔ'
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε
και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας
και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
Τείχισε τις πλευρές του κόσμου
και από το μέρος τ' ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις
και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα
τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδίας μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο
και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.
Φύγανε
και βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
θ'
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
Είπεν ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες
απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής
των προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυ-
ριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φο-
ρές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και
μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση
της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ και χωρίς ποί-
μνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα δόντια του γυάλισεν η
αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της, καθώς που
τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.
Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξι-
μο, τρόμαξαν. Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και,
συχνά, μίλια μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοι-
πόν τα πέδιλα τ' απατηλά ποδέθηκαν. Και μισοί πιάνοντας τους άλ-
λους μισούς, από το 'να και τ' άλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια
λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η
θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων. Ασηκώστε το χέρι και μα-
ζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο. Σπιτικά μη
φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιου ή πατέρα ή μικρού
αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε. Ειδέ τύχει κανείς από σας κι ή
φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω, να ξέρει: επάνω του το κρίμα
και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.
Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός,
μακριά στο μαυράδι των νεφών και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων.
Σαν να πέρασε αγέρας χαμηλά βογκώντας και ν' απόριξε άδεια τα
κορμιά, δίχως μια στάλα θύμηση. Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψη-
λά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από
κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα, πόχουν τη μύτη σουγλερή
και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη
γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και
κατ' αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη
μέση, και πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέ-
σανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο αγέ-
ρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια, και στα λίγα καμένα λιθάρια
μεριές μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων.
Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα
χτυπούσανε ν'ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβά-
του δεν ακούστηκε, παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας
ούτε, παρεχτός την ώρα που 'γερνε μες στις φλόγες τις υστέρες να
καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή
ι'
ΙΕ'
Θεέ μου συ με θέλησες και να, σ' το ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα
την ικεσία δεν έστερξα
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;
Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου
κι η Αυγή, πριν προλάβω
στα δίχτυα της τα 'χει μακριά παρασύρει
που συ τη θέλησες!
Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα
στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού
που συ τη θέλησες!
Υψώνω χόρτα σαν να φωνάζω μ' όλα τα φρένα μου
και να τα πάλι που καταπέφτουν
από το κάμα του Ιουλίου
που συ το θέλησες!
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται;
Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.
Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω μου.
Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι.
Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους χάνομαι.
Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που είσαι
ημέρες και νύχτες
ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη
ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω
του δικού μου θανάτου
Ις΄
Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές
ενωρίς τη λεύκα μου άναψα
με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα
εκεί μόνος την έστησα:
Φύσηξες και με κύκλωσαν οι τρικυμίες
ένα ένα μου πήρες τα πουλιά -
Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω;
Κοίταξα μες στο μέλλον τους μήνες και τα χρόνια
που ξανά θα γυρίσουνε χωρίς εμένα
και δαγκώθηκα τόσο βαθιά
που αργά το αίμα μου ένιωσα ν' αναβλύζει ψηλά
και να στάζει απ' το μέλλον μου.
Έσκαψα μες στο χώμα την ώρα που ήμουν ο ένοχος
και τρέμοντας εσήκωσα το θύμα στα χέρια μου
και του μίλησα τόσο απαλά
που αργά τα μάτια του άνοιξαν και σταλάξανε τη δροσιά
στο χώμα που ήμουν ο ένοχος.
Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωτα
με του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνά
και το σπέρμα μου τίναξα τόσο μακριά
που αργά οι γυναίκες γύρισαν μες στον ήλιο και πόνεσαν
και γεννήσανε πάλι τα ορατά.
Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω;
Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές
ενωρίς τη λεύκα μου άναψα
με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα
εκεί μόνος την έστησα:
Φύσηξες και λαχτάρισαν τα σωθικά μου
ια'
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γω- νιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεν- νήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβου- νε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιη- τή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο. -Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών. -Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. -Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων. Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού, θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι. Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κα- τήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατά- ρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόρι- στε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Α- στικού μας Κώδικα. -Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρι- νο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια. -Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρω- ση των Ζευγαριών. -Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώ- νοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανε- βάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ρά- νουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κρά- ζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως. -Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών. -Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών. -Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρί- ξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λο- γιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα 'ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα 'χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα 'ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της κα- ταιγίδας από τ' ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να στα- θεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων! ιβ'
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα. Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη κι η ανάσα μου διώχνει απ' την όψη της γης τις στερνές τολύπες του ύπνου. Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου. Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα: Κρήνη την κρύπτη της Ελένης. Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού. Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα. Όθε με δόξα θα περάσω. Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα: Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος! Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση. Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα τους χρόνους της οργής πίσω απ' τα σίδερα. Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο τον βυθό της Μαρίνας. Όπου αγνός θα περπατήσω. Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά: Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος! Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. ΙΗ' Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν κορίτσια κυανά κι αλογάκια πέτρινα με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο. Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού άγιος, άγιος, φωνάζοντας. Ο νικήσαντος τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι. Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης μια στιγμή ζωγραφιζόμουν. Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο. Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους κλείνω κι εμπιστεύομαι. Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο. Γι' αυτών τα δόντια η ρώγα που μεθά στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων. Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματα μου! Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα το χέρι του Θανάτου αυτό χαρίζει τη Ζωή και ο ύπνος δεν υπάρχει. Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα. ΠΗΓΗ http://www.elytis.edicypages.com/526351158870/529974158870
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου