I
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
II
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;
Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.
Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.
Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;
Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.
III
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,
Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,
Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;
ΙV
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
...
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μού τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ’ εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Και να που ανασηκώθηκα· το πόδι στέκει ακόμα·
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.
Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας κι έλαμπε σα χρυσάφι.
Νιότη απ' τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
[Πώς θα γυρίσω μοναχή στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή και το στρατί μού κρύβει.
Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές και δε μπορεί να γίνει
να καίγουνται τα χείλια μου και νάμαι μπρος στην κρήνη]
Μερικά σχόλια για τη δομή του ποιήματος (Από http://www.asda.gr/hgianniris/EPITAFIO.htm) Ο Επιτάφιος αποτελείται από είκοσι ισομεγέθη μέρη. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διάσταση στην ανάπτυξη του έργου που ξεπερνάει αυτή την "αριθμητική" ή "ποσοτική" διαίρεση και αντιστοιχεί περισσότερο προς τη λαϊκή συμπεριφορά ενός θρήνου για θάνατο, δηλαδή ενός μοιρολογιού, αλλά αντιστοιχεί επίσης και στο πνεύμα του Επιταφίου και της Ανάστασης του Πάσχα. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ: Στην αρχή το έργο ξεκινάει με τη διαπίστωση του θανάτου από τη μάνα: "πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω, και δεν σαλεύεις... (μέρος Ι) Ύστερα η μάνα εκφράζει την απόγνωσή της: "Πώς μ' άφησε να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη;" (μέρος ΙΙ) ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΩΜΑ: Ακολουθεί η λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιού της που τώρα είναι νεκρό στα χέρια της: Μαλλιά, φρύδι, μάτια, χείλια, στήθη, μπούτια, για να κορυφωθεί με εκείνο το "και γω μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μ' τέτοιον άντρα - σού κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα" (μέρος ΙΙΙ). Η ΜΟΙΡΑ: Ύστερα η μάνα σκέφτεται τη μοίρα, την κακιά ώρα: "Ποιά μοίρα στόγραφε... είχες τα μάτια σκοτεινά... και γω η φτωχιά κι ανέμελη ουδέ κακόβαλα στιγμή..." (μέρος VI) Ακολουθεί η απουσία, το κενό που αφήνει πίσω του: "θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα" (μέρος V) Ο ΘΡΗΝΟΣ: Ο Θρήνος στον οποίο ξεσπάει η μάνα είναι ένα από τα κύρια σημεία του πρώτου μέρους: Μέρα Μαγιού σε χάνω... Πώς θα γυρίσω μοναχή;... σιωπή κοιμάται το μωρό μου... ποιός μουτο πήρε;... πού πέταξε τ΄αγόρι μου, ... δεν έμενες στο σπίτι... (Μέρη VI, VII, VIII) Η ΥΒΡΙΣ: Ακολουθεί μιά κορυφαία στιγμή, της οργής, της ύβρεως, καθώς η μάνα στρέφεται προς το Θεό: "αν ήσουν δίκαιος δίκαια θα μοίραζες την πλάση" (μέρος IX) ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ: Αμέσως μετά, η μάνα καταπέφτει και αρχίζει το μοιρολόι, τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΘΡΗΝΟ: "και κει που σε καμάρωνα, πλατάνι παλικάρι, έτρεμα μη πνοή αγεριού στον ουρανό σε πάρει", μές στη ματιά σου διάβαζα της ζωής την άλφα-βήτα"... "η έρμη ντρέπουμαι γιόκα μου εσύ να λείπεις κι ακόμα εγώ νάχω φωνή"... (μέρη X, XI, XII, XIII) Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ: Μετά το μοιρολόι, που ήταν και ο κυρίως ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ, η μάνα περνάει σε μια μεταβατική κατάσταση, λίγο πριν την Ανάσταση: "τώρα που μου μίσεψες μου λύθηκεν η γλώσσα...", στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι... κι ακόμα μήτε να πνιγώ μήτε ν' ανέβω πάνω", λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι", ... "αχ γόκα μου δεν πάει μου να σε κλάψω" ... "κόσμος περνά και με σκουντά... μ' ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιούς ξανοίγω" (μέρη XIV, XV, XVI, XVII). Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ: Το έργο τελειώνει με την Ανάσταση: "Δεν είναι ξόδι τούτο δω, πιότερο γάμος μοιάζει" ... "γιε μου το ξέρεις, πιο από πριν, τώρα κοντά σου στέκω" ... "ξύπνα να δεις να πεις να το χαρείς ακέριο τ' όνειρό σου" λεει η μάνα γιατί σμίξαν οι ανθρώποι και οι λύκοι αποτραβηχτήκαν... "γλυκέ μου εσύ δεν πέθανες, μέσα στις φλέβες μου είσαι" ... "στ' αδέρφια σου σμίγω την οργή μου, σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου εσύ πουλί μου" (μέρη XVIII, XIX, XX). ΠΗΓΕΣ http://www.asda.gr/hgianniris/EPITAFIO.htm http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/giannhs_ritsos/epitafios-i.htm http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=1508
|
Καλό μήνα Γεωργία μου κι από δω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο το αφιέρωμά σου, τεκμηριωμένο! Απόλαυσα και το φωτογραφικό υλικό επίσης!
Χίλια μπράβο!
Καλά να περάσεις σήμερα!
καλό μήνα Αριστέα μου και από εμένα :)
ΑπάντησηΔιαγραφήσε ευχαριστώ πολύ ..αυτή τη φορά αισθάνομαι ότι έκανα άθλο γιατί από εχθές το πρωί το Ιντερνετ μου "κολλάει " αφάνταστα .....
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘεσσαλονίκη, Μάης 1936: Η ζωή και ο θάνατος του Τάσου Τούση, του ανθρώπου που έγινε σύμβολο
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://aftercrisisblog.blogspot.com/2014/04/blog-post_30.html
Ευχαριστούμε πολύ !! Πρόσθεσα το σχόλιό σας στην δημοσίευση ..
Διαγραφήτο διάβασα ήταν εξαιρετικο !!!