{ Η εφεύρεσις των χρημάτων}
Ὁ πρῶτος λοιπόν, μοῦ φαίνεται, ὅτι ἤθελεν εἰπεῖ: Ἡ ἐφεύρεσις τῶν χρημάτων εὐκόλυνεν τοὺς τρόπους τῆς ζωοτροφίας, ἔδωσεν ἐκεῖνα τὰ εἴδη εἰς ἓν γένος, ὁποὺ δὲν τὰ εἶχε, ηὔξησε τὰς ἰδέας τῶν ἀνθρώπων, αὐξάνοντας τὸν ἀριθμὸν τῶν πραγμάτων. Ἐγκαρδίωσεν τοὺς τεχνίτας, τιμῶντας καὶ ἀγοράζοντας τὰ τεχνουργήματά των, καί, τέλος πάντων, ἐτίμησε τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν κατέστησεν εὐγενῆ καὶ χρηστοηθῆ.
Ὁ ἄλλος, βέβαια, ἤθελεν ἀποκριθῆ: Ἡ ἐφεύρεσις τῶν χρημάτων ἠθέλησεν κατ᾿ ἀρχὰς νὰ μετρήσῃ τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα πράγματα, ἔπειτα ἐμέτρησεν καὶ τὰ μὴ ἀναγκαῖα, καὶ μετὰ ταῦτα ἔγινεν ἀνταμοιβὴ καὶ μέτρον τῆς ἀρετῆς. Ἀλλ᾿ αὐξάνοντας περισσότερον τὰ μέτρα ἀπὸ τὰ μετρητά, ἐξ ἀνάγκης καὶ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ των τὰ μετρητὰ ἐμέτρησαν τὰ μέτρα, καὶ ἐξακολούθως τὴν σήμερον τὰ χρήματα μετρῶνται ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ οἱ ἠθικοὶ ὁρισμοὶ κατεστάθησαν μέτρα τοῦ χρυσοῦ . Ἡ ἐφεύρεσις τῶν χρημάτων κατέστησεν τοὺς ἀνθρώπους ἐχθροὺς τῆς φύσεως καὶ τοῦ ἑαυτοῦ των. Ἡ ἐφεύρεσίς των κάμνει νὰ πιστεύουν οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων, μεγαλείτερον τὸ μικρὸν ἀπὸ τὸ μεγάλον . Ἡ ἐφεύρεσίς των ἔφθειρε τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴν πολυτέλειαν , καί, τέλος πάντων, τὰ χρήματα ἔδωσαν ὕπαρξιν ἄλλων δύο γενῶν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὅθεν, ἐκτὸς τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ τοῦ θηλυκοῦ, τὴν σήμερον εὑρίσκεται τὸ τρίτον γένος, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τῶν πλουσίων, καὶ τὸ τέταρτον, τῶν πτωχῶν.
Ποῖος ἔχοντας κρίσιν στοχασμοῦ δὲν φρίττει θεωρῶντας τοὺς ἐνενήντα ἐννέα νὰ μὴν ζῶσι, νὰ μὴν δουλεύωσι, νὰ μὴν κοπιάζωσι δι᾿ ἄλλο τι, ἢ διὰ τὸν ἑαυτόν των, παρὰ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸ καλῶς ἔχειν τοῦ ἑνός; Καὶ ποῖος, βλέποντάς το, δὲν καταλαμβάνει, ὅτι ἡ αἰτία εἶναι, ὁποὺ ὄχι μόνον τὰ φυσικὰ καὶ ἠθικὰ ὑποδουλώθησαν εἰς τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι καταστάθησαν μέτρα τοῦ χρυσοῦ, καὶ ὅτι, ὅποιος ἔχει περισσοτέρας μονάδας χρυσίου, ἠμπορεῖ νὰ ἀγοράσῃ περισσοτέρους ἀνθρώπους; Χειρότερον πρᾶγμα γίνεται ἀπὸ αὐτὸ ἆραγε; Οἱ ἄνθρωποι νὰ οὐτιδανωθῶσι τόσον, ὥστε ὁποὺ μὲ ἄκραν ἀδιαντροπίαν νὰ ἀκούῃ τινὰς τὸν ὀθωμανὸν νὰ λέγῃ, ὁμοίως καὶ τὸν βρεττανόν, «σήμερον ἀγόρασα δέκα ἀνθρώπους»!
Πῶς ἠμπορεῖ, ἐκεῖνος ὁποὺ τὰ στοχάζεται, νὰ ζήσῃ, καὶ νὰ ἠξεύρῃ, ὅτι, χωρὶς νὰ θέλῃ νὰ πωληθῇ ἕνας, τὸν ἀγοράζουν μὲ βίαν, καὶ μάλιστα νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὑποχρεωμένος νὰ ἀγοράσῃ ἄλλους, καὶ νὰ γίνῃ κακός, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας; Ὁποία εἶναι ἡ καλωσύνη, ὁποὺ μᾶς ἦλθεν ἀπὸ τὴν ἐφεύρεσιν τῶν χρημάτων; Ἴσως ὁποὺ μᾶς εὐκόλυνεν τὰς ἀμοιβαίας διαλλαγάς; Ἀλλὰ ποία ἀνάγκη ἦτον, διὰ νὰ μᾶς τὰς εὐκολύνῃ; Καὶ πῶς ἐζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, πρὶν νὰ ἐφεύρουν τοὺς χρυσοῦς ἀριθμούς; Οἱ Ἀμερικάνοι πρὸ τεσσάρων αἰώνων δὲν ἔτρωγον ἴσως, δὲν ἐνδύοντο, δὲν εἶχον ἴσως ὅλας τὰς ἀρετάς, μὴν ἔχοντες κανένα ἐλάττωμα; Ἀπέθανον ἀπὸ πεῖναν ἴσως οἱ Λάκωνες, ὁποὺ δὲν ἐμεταχειρίζοντο τὸν χρυσόν; Ἢ μήπως δὲν ἠφανίσθη ὅλη ἡ Ἑλλὰς ἐξ αἰτίας του; Δὲν τυραννεῖται μέχρι τῆς σήμερον ἀπὸ αὐτόν; Καί, τέλος πάντων, τὸ ἀνθρώπινον γένος δὲν ἀσχημώθη τόσον ἀπὸ αὐτόν;
Δὲν πωλεῖται ἴσως ἡ δικαιοσύνη διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν ἀγοράζονται ἴσως οἱ κριταὶ διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν σκεπάζει ἴσως ὁ πλούσιος τὰς ἀνομίας του διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν χάνει ἴσως ὁ πτωχὸς τὰ δίκαιά του διὰ τῆς ἐλλείψεως τοῦ χρυσοῦ ; Διατί, τάχατες, νὰ βλέπωμεν ἕνα ἄνθρωπον νὰ ὁρίζῃ ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ δέκα ἄνθρωποι νὰ τρέχουν ὄπισθεν εἰς τὸν ἕνα, ὡσὰν νὰ ἦτον αὐτοὶ χοῖροι, καὶ αὐτὸς χοιροβοσκός;
Τί περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἔχει αὐτός, ὁποὺ τόσον αὐστηρῶς καὶ ὑπερηφάνως κτυπᾶ, ὑβρίζει καὶ καταφρονεῖ τοὺς ἄλλους; Διατί, διατί, ὁ ἕνας νὰ ὀνομάζεται δοῦλος καὶ ὁ ἄλλος κύριος; Διατί ὁ πλούσιος νὰ τρώγῃ, νὰ πίνῃ, νὰ κοιμᾶται, νὰ ξεφαντώνῃ, νὰ μὴν κοπιάζῃ καὶ νὰ ὁρίζῃ, ὁ δὲ πτωχὸς νὰ ὑπόκειται, νὰ κοπιάζῃ, νὰ δουλεύῃ πάντοτε, νὰ κοιμᾶται κατὰ γῆς, νὰ διψῇ, καὶ νὰ πεινᾷ;
Ποία εἶναι ἡ αἰτία, ὦ ἄνθρωποι, παρὰ ἡ ἐφεύρεσις τοῦ χρυσοῦ; Ποία ἀνάγκη μᾶς βιάζει, λοιπόν, νὰ τὸν φυλάττωμεν; Μήπως οἱ ἄνθρωποι ζῶσι μὲ μέταλλα, ἢ μήπως διὰ τοῦ χρυσοῦ καλλιεργεῖται ἡ γῆ; Καὶ διατί τάχατες δὲν ἤθελον ἠμπορέσει νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὸν χρυσόν; Καὶ τί ἤθελε γίνει ὁ χρυσός, ἂν τοῦ ἔλειπεν ἀπὸ ὅλους ἡ ὑπόληψις ; Καὶ διατί τοσαύτη ὑπόληψις εἰς ἓν μέταλλον ;
Δὲν εἶναι ἴσως ἡ πρώτη καὶ ἡ κυρία πρόξενος τόσων φοβερῶν πλημμελημάτων ὁ χρυσός ; Δὲν πωλεῖται ἡ τιμὴ ἴσως διὰ τοῦ χρυσοῦ; Δὲν ἀγοράζεται ἴσως ἡ ἀξιότης δι᾿ αὐτοῦ; Δὲν κλαίει, τέλος πάντων, τὸ ἀνθρώπινον γένος ἐξ αἰτίας του; Ἐν ἑνὶ λόγῳ δὲν εἶναι πρόξενος τῆς πολιτικῆς ἀνυποφόρου ἀνομοιότητος καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς προερχομένων μυρίων κακῶν; Φεῦ! Βαβαί!...
ΠΗΓΗ http://users.uoa.gr/~nektar/history/3contemporary/hellenic_polity.htm#00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου