Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα





Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα (Σπέτσες, 1821Σπέτσες, 19 Μαρτίου 1900) ήταν Ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αιώνα, της οποίας η τραγική ζωή έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος και ενός θεατρικού έργου.

Η Μπούκουρα-Αλταμούρα ήταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας. Παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές.
Αλλά καθώς οι ακαδημίες καλών τεχνών ήσαν κλειστές στις γυναίκες, μεταμφιέστηκε σε άνδρα και με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας το 1848 πέρασε τις εξετάσεις και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης.

Κάτω από αυτή τη μεταμφίεση έζησε πάνω από τέσσερα χρόνια, ταξιδεύοντας από τη Ρώμη στη Νάπολη και από τη Σιένα στην Ασίζη, σπουδάζοντας και αντιγράφοντας τους κλασσικούς, παίρνοντας μέρος σε διαγωνισμούς, συναναστρεφόμενη γνωστούς Ιταλούς ζωγράφους της εποχής, που εκτιμούσαν το ταλέντο της χωρίς να υποψιάζονται καν την πραγματική της ταυτότητα. Ως το 1852, οπότε σε μια ελληνική βραδιά, παρασυρμένη από τη νοσταλγία που ξύπνησε μέσα της ένα παλιό τραγούδι της επανάστασης και λησμονώντας το υποτιθέμενο φύλο της, αγκάλιασε και φίλησε με ενθουσιασμό τη νεαρή Ελληνίδα που τραγουδούσε, κάτω από τα σκανδαλισμένα βλέμματα της ομήγυρης. Για να αποφύγει τη μονομαχία και τη συμπλοκή των Ιταλών φίλων της με τους συνοδούς της νεαρής «αοιδού», η Ελένη ανέβηκε σε ένα τραπέζι και εξήγησε ενώπιον όλων τις αιτίες και το ιστορικό της μεταμφίεσης της
Franceso Saverio Altamura

 Ερωτεύθηκε τον ιταλό ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Franceso Saverio Altamura) και απέκτησε μαζί του τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της με τον Αλταμούρα, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ (Jaine Benhman Hay), παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε κατόπιν στην Ελλάδα με τον Ιωάννη και την Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας. Μέσα σε λίγα χρόνια κατόρθωσε να επιβληθεί στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της πρωτεύουσας. Οικονομικά ανεξάρτητη, ασκώντας την τέχνη της ως επάγγελμα και απολαμβάνοντας τη γενική εκτίμηση, η Ελένη Αλταμούρα έζησε επί είκοσι χρόνια μια ζωή που ελάχιστες γυναίκες της εποχής της είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν. Οι πίνακές της πουλιόταν καλά και συνεργαζόταν με γνωστούς ζωγράφους της εποχής, όπως ο Ν. Λύτρας.

 Το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μάνα. Όμως, η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Αυτοπροσωπογραφία του Ιωάννη Αλταμούρα, 1873
 
Οι θάνατοι δύο παιδιών της, της κατάφεραν ένα δυνατό πλήγμα από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Σε ηλικία 60 ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σαν ερημίτης.
Η πρώτη φορά που δέχτηκε να βγει από το σπίτι της ήταν λίγο πριν από τον θάνατό της, όταν η διευθύντρια της Εφημερίδος των Κυριών, Καλλιρρόη Παρρέν, την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη και την πήρε για λίγες μέρες μαζί της στην Αθήνα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A’ Νεκροταφείο Αθηνών, στον κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα – Aλταμούρα.
Η Ελένη Αλταμούρα υπήρξε ίσως η πρώτη γυναίκα της νεότερης Ελλάδας η οποία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον «πόθο» της δημιουργίας.
Η τραγική ζωή της Ελένης Μπούκουρα – Αλταμούρα έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος: «Ελένη ή ο κανένας» της Ρέας Γαλανάκη, Εκδόσεις Άγρα, 1998, κι ενός θεατρικού έργου: «Ελένη Αλταμούρα» του Κώστα Ασημακόπουλου, Εκδόσεις Δωδώνη, 2005.

"Η Απελπισία" της Ελένης Αλταμούρα


 ΠΗΓΕΣ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
http://stoupaspaintingonline.wordpress.com/
http://blogs.sch.gr/ksergaki/


                         ΒΙΒΛΙΟ «Ελένη ή Ο Κανένας»


ο 
Το βιβλίο αυτό της Γαλανάκη βασίζεται στην περιπετειώδη ζωή της ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα.
Ο τίτλος του έργου παραπέμπει στην Οδύσσεια του Ομήρου και στην Ελένη του Ευριπίδη. Κανένας ήταν το όνομα με το οποίο συστήθηκε ο Οδυσσέας στον Πολύφημο. Με αφορμή κάποια άλλη Ελένη έγινε ο Τρωικός πόλεμος, η Ελένη ήταν στην Αίγυπτο παγιδευμένη, ενώ το δημιούργημα της θεάς Ήρας ήταν στην Τροία. Επίσης το βιβλίο στην δομή χωρίζεται σε τρία μέρη και τα κεφάλαια αριθμούνται από το Α έως το Ω σαν ραψωδίες. Ο Οδυσσέας χρησιμοποίησε ένα άλλο όνομα για να σωθεί, από τον Πολύφημο και να πετύχει το στόχο του την φυγή από το νησί, για το ταξίδι της επιστροφής του. Έτσι η Ελένη μεταμφιέστηκε για να μπορέσει να σπουδάσει στην Φλωρεντία και να μελετήσει με γυμνό μοντέλο, να πετύχει το δικό της στόχο. Δυστυχώς όμως δεν ξέρει ποια Ελένη είναι, ποια είναι η αληθινή και βασανίζεται ψάχνοντας να την αποκαλύψει.


Πορτρέτο της Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα από τον Σαβέριο Αλταμούρα

                               Περίληψη σε μονόλογο της πρωταγωνίστριας

    «Γυρίζω στο παρελθόν μιας και δεν έχω μέλλον. Κρατάω το βάρος των πράξεων μου και ταξιδεύω στην καταδίκη του ονείρου μου, στην ανούσια τόλμη μου, στο καταραμένο πάθος μου για ελευθερία και στην ανάγκη των χεριών μου για ζωγραφική. Αυτή ήταν η αιτία που με ώθησε να ντυθώ άνδρας και να γνωρίσω την τέχνη της ζωγραφικής, να σπουδάσω, να κάνω αυτό που τότε ήταν απαγορευμένο για κάθε γυναίκα. Ανάβω το κερί, το κοιτάω και οι σκέψεις μου πετάνε στα παιδικά μου χρόνια, στο μαθητικό μου παράπτωμα, στην σχολική τιμωρία που ήταν απόδειξη τι αγαπούσα να κάνω, το δάκρυ να κυλάει μου θύμιζε την μόνη αντρική φιγούρα αγάπης που είχα , τον πατέρα μου, του ανθρώπου  που με μεγάλωσε στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, όπου η Ελλάδα σαν πονεμένη γυναίκα, προσπάθησε να γιατρευτεί από τις πληγές της.
Πατέρα, εσύ που υπενθύμιζες πως είμαι Ελληνίδα, άραγε είναι ευχή ή κατάρα αυτό ;  Όμως άλλη χώρα έμελε να με πληγώσει , η Ιταλία, η Ρώμη, οι σπουδές στην Φλωρεντία, γιατί εκεί γνώρισα τον έρωτα. Τον ζωγράφο και επαναστάτη , αλλά και δραπέτη από τη ζωή μου  Σαβέριο Αλταμούρα, που μου χάρισε τρεις χαρές και μου έδωσε τέσσερις λύπες, γιατί ο θάνατος του μαχαιριά ήταν για μένα και ας ήταν μακριά, γιατί μου πήρε το ένα παιδί  μαζί του εν ζωή και τα άλλα δύο στον ουρανό. Ο γιός μου Ιωάννης Αλταμούρας που μυήθηκε στον κόσμο της ζωγραφικής πήγε να ζωγραφίσει στον ουρανό και η κόρη μου να είναι το μοντέλο του εκεί.  Κι εγώ μόνη μου εδώ έγκλειστη στις Σπέτσες, στην πατρίδα , την Ιθάκη μου, στην μετά ζωή , τη ζωή των γυναικών να σκέφτομαι αν η ζωή μου είναι η τιμωρία της αμαρτίας μου. Ποια από όλες τις Ελένες ζει ; Αίνιγμα μου είπε δημοσιογράφος που ήρθε εδώ για μένα . Αίνιγμα ένα παραμύθι που θα διαβαστεί και θα ξαναδιαβαστεί.»   
ΑΠΟ http://a34lykxalk.blogspot.gr/2012/01/blog-post_23.html



·  
Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας (απόσπασμα)
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
 (εκδ. Άγρα) του 1998 
είναι η φωτογραφία 
της Ελένης με κοντά μαλλιά 
και ντυμένης ως άνδρας.

Η πρωτοκόρη κι η αγαπημένη του πατέρα της. Όχι τόσο για τα τυχαία πρωτεία —μολονότι η σπορά κι η γέννησή της ποτέ δεν θα μπορούσαν να αποσπαστούν από τη χρονιά της Επανάστασης— όσο γιατί του έμοιαζε. Και πάλι, όχι στην όψη τόσο, όσο στην περηφάνια και την αποκοτιά. Τούτη η κόρη είχε μεγαλώσει στα ταραγμένα χρόνια του ξεσηκωμού, γεγονός που κατά τον κύρη της δεν θα μπορούσε να αποσπαστεί από τη μανία της να ζωγραφίζει, αν δεν ήταν κιόλας η αιτία. Το εξηγούσε λέγοντας, από την προσωπική του πείρα, πως εκείνα τα τρομερά χρόνια ανέσυραν από τον καθένα, μικρόν ή μεγάλο, κάτι παραπάνω από αυτό που σε κανονικές συνθήκες έδειχνε πως ήταν. Καλό ή κακό δεν εμετρούσε, σίγουρα όμως κάτι παραπάνω από το συνηθισμένο. Κι αυτό συνέβαινε εξαιρετικά απλά, όπως κατά καιρούς ανάβει ένα θαύμα και, πριν σβήσει, δίνει στα πάντα ένα πιο κόκκινο φως.
Ο καπετάν Γιάννης δεν αναζήτησε περισσότερες ερμηνείες για τη μανία της κόρης του να ζωγραφίζει, αφού το θαύμα πρέπει να μένει σε μεγάλο βαθμό ανερμήνευτο. Ας το εξηγούσε μόνη της η Ελένη, μπαίνοντας στα γράμματα και στην καλλιτεχνία, μιας και οι καιροί επέτρεπαν στις θυγατέρες των προεστών ή των πιο εύπορων αγωνιστών να λάβουν καλή μόρφωση, κι ας έμενε για πάντα η θάλασσα στα χέρια των αντρών. Παρά τα θαύματα, που ως και πάνω στα αλμυρά της ύδατα είχανε πρόσφατα συμβεί, δεν έβλεπε την πρωτοκόρη του να κυβερνά εμπορικό καράβι οπλισμένο με κανόνια, ούτε βέβαια πειρατικό. Ούτε και θα μπορούσε να ναυμαχεί, κι ας του έλεγε η συμβία του πως τούτη η πρώτη θυγατέρα, πιο πολύ από τις άλλες δυο, καθόταν στα κατώφλια των σπιτιών κι άκουγε τα παραμύθια που λέγαν οι γυναίκες την ώρα του αποσπερίτη, έως αργά. 


Τα παραμύθια, που εκείνα τα χρόνια όλα εστιάζονταν στο παραμύθι της Μεγάλης τους Κυράς. Το όνομά της ακουγόταν πάντα από τις γυναίκες των ψαράδων σιγανά, σχεδόν με τρόμο, αφού το πνεύμα της δεν πρέπει να είχε ολότελα αναπαυτεί και τρογυρνούσε. Τη σκότωσαν προτού καλά καλά προλάβει να γεράσει, εδώ στο νησί. Την πυροβόλησαν μπαμπέσικα σε έναν καβγά που ξέσπασε ανάμεσα σε δυο σπουδαίες κι αντίπαλες φαμίλιες, τη δική της και μιαν άλλη, όταν ο γιος της έκλεψε την κόρη που αγαπούσε από το άλλο σόι. Για χρόνια κανείς δεν κατονόμαζε τον δολοφόνο, αν και όλοι γνώριζαν ποιος ήταν. Γι' αυτό, συνεχίζοντας τον θρήνο οι γυναίκες, υπαινίσσονταν το όμαιμο, το αρβανίτικο βόλι, κι έσερναν τη φωνή τους πίσω μέχρι τη σημαδεμένη γέννηση της Λασκαρίνας. Έλεγαν, τέτοια γεννητούρια μέσα στης Πόλης τα μπουντρούμια, πώς θα μπορούσαν να έχουν τέλος διαφορετικό; Διότι εκεί είχε πάει με τα χίλια βάσανα η νεαρή της μάνα, για να επισκεφτεί τον άντρα της ετοιμοθάνατο στη φυλακή, όπου τον είχαν κλείσει ως επαναστάτη εναντίον της Πύλης στα Ορλωφικά. Κι ενώ εκείνος ξεψυχούσε, η γυναίκα δίπλα γέννησε το πρώτο τους παιδί, μια θυγατέρα. Αυτήν, που εκεί μέσα, αλάλητη ακόμη, πήρε όρκο με την πρώτη της ανάσα να εκδικηθεί. Αυτήν, που εδώ στο νησί στάθηκε δυο φορές στην εκκλησία νύφη και χήρα, κι έκαμε εφτά παιδιά. Αυτήν, που στον ξεσηκωμό στάθηκε πολέμαρχος και κυβερνήτης με προσωπική παντιέρα στον «Αγαμέμνονα», το ονομαστό της πλοίο, και ξοπίσω της ακολουθούσαν οι γιοι κι οι γαμπροί της καπετάνιοι στα πλοία του προσωπικού της στόλου.
Και καθώς οι γυναίκες συνεχίζαν να μοιρολογιούνται, πότε ενώνοντας τα βάσανα και τις ανδραγαθίες της Μεγάλης τους Κυράς, πότε διαχωρίζοντάς τα κι εξηγώντας το ένα ως αίτιο ή ως αποτέλεσμα του άλλου, η Ελένη, μικρή ακόμη, έπλαθε με τον νου της τις εικόνες. Αν και νήπιο όταν έγινε το φονικό, ισχυριζότανε στη γειτονιά ότι θυμότανε τη Λασκαρίνα, και περιέγραφε το πρόσωπό της. Οι γυναίκες σκέφτονταν πως ίσως το ήξερε με τον τρόπο που οι αγιογράφοι ξέρουνε τις φυσιογνωμίες των αόρατων αγίων, σαν έρχονται να τους επισκεφθούνε στο κελί ή στο όνειρο, ραίνοντας μύρα τριγύρω. Άλλωστε, εκείνα τα χρόνια ζωγραφίζαν τη Μεγάλη τους Κυρά κι άλλοι σπουδαίοι ζωγράφοι, πότε όρθια να οδηγεί το πλήρωμα στη μάχη, πότε καβάλα στο άλογο, πότε να στέκεται δίπλα σε μάρμαρα με το γυμνό σπαθί στο χέρι. Σε μιαν άλλη πάλι ζωγραφιά η Κυρά βρισκότανε σε περιποιημένο κήπο, έχοντας στα μαλλιά της ρόδα, στο αριστερό της χέρι ένα καλαθάκι με λουλούδια και στο δεξί ένα μαντήλι δαντελένιο. Καμιά, ωστόσο, απεικόνιση δεν έμοιαζε στον τρόπο που την έβλεπε η Ελένη, εμπλουτίζοντας καθώς μεγάλωνε τη νηπιακή της εικασία με τις αμφιβολίες, που επιτρέπουν τόσο τα τεκμήρια όσο και τα παραμύθια. Το διαπίστωσε όταν, μεγάλη πια και ζωγράφος, είδε μερικές από τις απεικονίσεις της Κυράς. Αλλά τότε είχε πλέον καταλάβει πως η ζωγραφική μπορεί να αποδώσει το ίδιο πρόσωπο με πολλές εικόνες, είτε από την ίδια την ελευθερία της τέχνης είτε διότι ένα πρόσωπο είναι πάντα πιο πολλά.
ΑΠΟ http://digitalschool.minedu.gov.gr/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου