Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΑΚΗΣ « ΤΑ ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ- Η ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΚΤΙΣΤΑΔΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΤΑΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ.........»




Τα Κουδαρίτικα είναι η συνθηματική γλώσσα των "κουδαραίων" δηλαδή των κτιστών της Ηπείρου. Κουδαρίτικα με διαφορές απαντώνται και στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας. Συναντώνται επίσης στους κτίστες των Τζουμέρκων καθώς και στην Μακεδονία και στην Θράκη....
Στην πραγματικότητα, τα κουδαρίτικα δεν αποτελούν ιδιαίτερη γλώσσα ή διάλεκτο, αλλά απλώς αποτελούνται από διάφορες ελληνικές και ελάχιστες βλάχικες λέξεις. Εκείνοι που τις προφέρουν δίνουν διαφορετικό νόημα από το πραγματικό. Τα καδαρίτικα δημιουργήθηκαν από τους χτίστες, προκειμένου να συνεννοούνται την ώρα της δουλειάς χωρίς να γίνονται κατανοητοί από τους άλλους, κυρίως από τον εργοδότη τους.
Οι μάστορες ήταν οργανωμένοι σε ομάδες ή μπουλούκια ή νταϊφάδες, ή τσούρμο, ή ισνά-φια ή συντεχνίες...Αυτές οι ομάδες ήταν εποχιακές. Διαρκούσαν από την άνοιξη ως το χειμώνα, που τελείωνε λόγω καιρού και η εργασία τους, για να οργανωθούν ξανά την επόμενη άνοιξη και ούτω το καθεξής. Δεν υπήρχαν γραπτές συμβάσεις εργασίας, διότι οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι. Συμβόλαιο ήταν ο λόγος του πρωτομάστορα. Ζούσαν κοινοβιακά και την αμοιβή τους την καθόριζε ο πρωτομάστορας, ανάλογα με την αξία τους.

Βούζιος, μη ξυφλιάς, τουλίζ’ ου μπαρός (=Σιωπή, μη μιλάς, ακούει το αφεντικό). Αυτή η συνηθισμένη προειδοποιητική έκφραση είναι ίσως η μεγαλύτερη απόδειξηγια τη διαδεδομένη χρήση αλλά και την τεράστια χρησιμότητα της συνθηματικής γλώσσας των μαστόρων. Τα Κουδαρίτικα ή Μαστόρικα ήταν το κύριο μέσο μυστικήςεπικοινωνίας μεταξύ των λαϊκών μαστόρων της πέτρας και στην ξενιτιά που δούλευαν αλλά και στο χωριό της καταγωγής τους. Το επαγγελματικό αυτό γλωσσάριο αποτελούνταν από λέξεις-δάνεια από το τοπικό ιδίωμα, αλλά και από άλλες γλώσσες, όπως τα Βλάχικα, τα Αρβανίτικα, τα Ρόμκα(=γύφτικα), τα Αλειφιάτικα, τα Σώπικα, τα Μουτζούρικα και κυρίως από λέξεις που τις επινόησαν οι ίδιοι οι μάστορες.
Φυσικά, η συνθηματική αυτή γλώσσα ήταν ευρύτατα διαδεδομένη ανάμεσα σ’ όλα τα μπουλούκια των μαστόρων, απ’ όπου κι αν κατάγονταν, αλλά παρουσίαζε μικρές διαφορές από περιοχή σε περιοχή.Τι κρεμμύδω φορείς; (=Τι ώρα είναι;)Οι περισσότερες λέξεις και οι εκφράσεις των Κουδαρίτικων περιστρέφονταν γύρω από τη ζωή, τις ανάγκες, το περιβάλλον και τις συνθήκες εργασίας των μαστόρων καθώς και τις σχέσεις τους με τα αφεντικά και τις οικογένειες τους. Μερικές φορές στα διαλείμματα της κοπιαστικής εργασίας τους, οι μάστορες σχολίαζαν κολακευτικά τα σωματικά χαρίσματα ορισμένων γυναικών και καυτηρίαζαν ειρωνικά την ασχήμια ορισμένων άλλων.
Άραξι μια φουντιάρα (=Δώσε μου ένα τσιγάρο).


Όμως ποιοι ήταν οι λόγοι που ώθησαν αυτούς τους κατά κανόνα αγράμματους τεχνίτες να «κατασκευάσουν» μια συνθηματική γλώσσα; Ο κυριότερος λόγος είναι η ανάγκητης επιβίωσης μέσα από τις κακοτοπιές της ζωής στη ξενιτιά. Η αδυναμία που αισθάνονται οι μαστόροι απομονωμένοι καθώς γυρίζουν σ’ έναν κόσμο ξένο, άγνωστο, με άλλα συνήθεια, μακριά από τα χωριά τους, τους αναγκάζει να συνενωθούν περισσότερο ανάμεσα τους και να αμυνθούν απέναντι στονεργοδότη τους, που ανήκει σε μιαν άλλη τάξη κοινωνικά και οικονομικά ανώτερη. Πρέπεινα είναι κάθε στιγμή πανέτοιμοι, απέναντι στον συχνά αλλόγλωσσο ή αλλόθρησκο νοικοκύρη, που κάποτε ζητάει να εκμεταλλευτεί με κάθε μέσο τους εργάτες που δουλεύουν στο σπίτι του. Πρέπει μάλιστα να λάβουμε υπόψη μας ότι κανένα μέσο άμυνας δεν υπάρχει γι’ αυτούς απέναντι στον κακοπληρωτή νοικοκύρη, μια και στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ούτε δικαστήριο, ούτε αστυνομία υπήρχε στα απομακρυσμένα χωριά που γύριζαν. Αλλά και αν υπήρχαν, σε γειτονικά χωριά ή πόλεις, ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να χάσουν πολύτιμο χρόνο διακινδυνεύοντας ένα αμφίβολο αποτέλεσμα. Μοναδική τους άμυνα ήταν η τμηματική εγκατάλειψη του γιαπιού που με τα χρόνια έγινε όρος απαράβατος και κανένα άλλο ισνάφι δεν καταπιανόταν να αποτελειώσει το έργο αν ο νοικοκύρης δεν ταχτοποιούσε τους λογαριασμούς του με το προηγούμενο ισνάφι. Δεν ήταν όμως αυτός ο μοναδικόςτρόπος άμυνας των μαστόρων απέναντι στους δύστροπους εργοδότες. Η ανάγκη τους οδηγούσε να εφεύρουν πολλούς τρόπους και ανάμεσα σ’ αυτούς η πολύωρη διακοπή εργασίας, για το μεσημεριανό φαγητό, στις περιπτώσεις που δούλευαν μεροκάματο... Μας γράπωσε η χουζούρω (= Μας έπιασε η βροχή)



 

Λέξεις
αβδάλ', το = το τυρί
αράζου = δίνω
ασπρούδ, το = το γάλα
βαλαζόν', το = το πρόβατο
βλαστάρ', το = ο αδελφός
γκαβιάζου = κτυπώ
γκουλιάτ'ς, ο = ο χωροφύλακας
θόδου, η = η ρακή
κάλου, η = η ασβέστη
καντζιουμέν', η = η έγκυος
καρόφ'λλου, το = το τσιγάρο
καψάλα, η = η φυγή
κλωνάρια, τα = τα χέρια
κούφιου, το = το σπίτι
κράνια, τα = τα χρήματα
λαγός, ο = το παιδί
μάνο, το = το ψωμί
μακρινίτσα, η = δρόμος
μαλέτσ'κους, ο = ο μικρός
μπαζμάδ', το = το γαϊδούρι
ντάρους, ο = ο γάμος
ξισέρουμι = έρχομαι, πηγαίνω, φεύγω
ράικους, ο = ο ήλιος
σαλούτου, η = η δραχμή
στήσους, ο = ο τοίχος
στουρνάρια, τα = τα αυγά
τσλίζου = ομιλώ, γνωρίζω
φουράου = έχω, είμαι


ΠΗΓΗ - http://www.remen.gr/2012-12-21-14-16-01

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ  ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ http://lithoglyptamastoroxorion.blogspot.gr/2011_12_01_archive.html





1 σχόλιο:

  1. ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΝΕΣΤΟΡΙΤΩΝ ΜΑΣΤΌΡΩΝ : ΑΝ ΝΑΙ ΘΑ ΣΑΣ ΕΙΜΟΥΝ ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΑΘ ΘΑ ΜΟΥ ΣΤΕΛΝΑΤΕ 10 ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΟΥΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή