«Άντε αγόριμ στα Μσίρια μπεκ καζαντίσ’ς λίρες».
«Άντε παιδί μου στην Αίγυπτο μπας και καζαντίσεις».
Με αυτά τα λόγια αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους οι Λημνιοί τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η Αίγυπτος αποτελούσε τη Γη της Επαγγελίας, όχι μόνο για τους Λημνιούς αλλά γενικότερα για τη ρωμαίικη φτωχολογιά. Για κάποιους μάλιστα υπήρξε Ελντοράντο καθώς έγιναν πάμπλουτοι αλλά και στους υπόλοιπους έδινε ευκαιρίες για μια ζωή καλύτερη από εκείνη που είχαν στο νησί. Γιατί όμως οι Λημνιοί έφευγαν κατά χιλιάδες στην Αίγυπτο και σε άλλους προορισμούς προς αναζήτηση τύχης; Τι τους εξωθούσε σε αυτό το μαζικό φευγιό; Τα αίτια ήταν οικονομικά, φυσικά, αλλά για να τα κατανοήσουμε πρέπει να πάμε λίγο πίσω και να δούμε τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί.
Η Λήμνος είναι ένα νησί, η οικονομία του οποίου στηριζόταν ανέκαθεν στην αγροτική παραγωγή. Από τα μεσαιωνικά χρόνια, από την ύστερη βυζαντινή περίοδο τουλάχιστον, που έχουμε στοιχεία, οι Λημνιοί είτε δούλευαν τη γη ως καλλιεργητές είτε ήταν ποιμένες. Όμως, δούλευαν σε γη που δεν τους ανήκε. Ένα μεγάλο μέρος ανήκε σε μοναστήρια, κυρίως του Άθω, ενώ υπήρχαν ιδιοκτησίες και άλλων μονών, λ.χ, της Πάτμου, καθώς και πατριαρχικά κτήματα. Οι υπόλοιπες γαίες του νησιού ήταν ιδιοκτησίες επιφανών αξιωματούχων, στους οποίους δίνονταν κατά καιρούς ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους προς τον αυτοκράτορα. Οι γαίες αυτές ήταν τεράστια αγροκτήματα, που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων και ολόκληρα χωριά, όπου έμεναν οι ντόπιοι που τα καλλιεργούσαν και απέδιδαν το εισόδημα στον ιδιοκτήτη. Πολλά χωριά ή τοποθεσίες της Λήμνου έχουν μέχρι σήμερα το όνομα του βυζαντινού άρχοντα στον οποίο ανήκαν: του Σκανδάλη, του Βισίνου, του Ρωσσοπούλου, του Κοντοπούλου, του Ρεπανίδη, του Ρωμανού, του Κοντέα, του Κάσπακα, του Μούρτζεφλου, του Κοντοβράκη κλπ.
Αυτή η μορφή γαιοκτησίας παρέμεινε ίδια για αιώνες· δεν άλλαξε και πολύ ως τα μέσα του 20ου αιώνα, απλά άλλαζαν οι ιδιοκτήτες της γης. Όταν οι Ενετοί παρέδωσαν τη Λήμνο στον Μωάμεθ το 1479, τα αγροκτήματα που κατείχαν οι φιλοδυτικοί άρχοντες, οι οποίοι αναχώρησαν με τους Ενετούς, πέρασαν σε Οθωμανούς αγάδες. Κι όταν λέω Οθωμανούς δεν εννοώ απαραίτητα Τούρκους αλλά και Ρωμιούς ανθενωτικούς που συνεργάστηκαν και κάποιοι αλλαξοπίστησαν για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Η δε μοναστηριακή περιουσία παρέμεινε ως είχε, σε κάποιες περιόδους αυξήθηκε κιόλας σε σχέση με πιο πριν.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα που επιτρέπεται στους Χριστιανούς να έχουν ακίνητη περιουσία, αγοράζουν αγροκτήματα και εύποροι Λημνιοί, κυρίως ναυτικοί και μετανάστες, οπότε υπάρχει μια διαφοροποίηση του ιδιοκτησιακού. Όμως, όλους αυτούς τους αιώνες η πλειοψηφία των Λημνιών συνέχισε να είναι σαρκουδεμέν’, όπως λέγανε οι ίδιοι, δηλαδή σκλάβοι στον τόπο τους, χωρίς προοπτική.
Στην αυγή του 20ού αιώνα έχει διαμορφωθεί η εξής κοινωνική διαστρωμάτωση. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι κεχαγιάδες. Δηλαδή αγρότες που διαφεντεύουν μεγάλα ή μικρά αγροκτήματα, τα οποία ανήκουν είτε σε Τούρκους είτε σε Ρωμιούς γαιοκτήμονες είτε σε αγιορείτικα μοναστήρια. Η οικονομική κατάσταση του μεγαλύτερου μέρους των κατοίκων είναι άσχημη. Η γη καλλιεργείται με τις πατροπαράδοτες πανάρχαιες μεθόδους -υπάρχει ακόμα το ησιόδειο ξύλινο αλέτρι, ηλικίας 2.500 ετών περίπου- και φυσικά η απόδοσή της είναι κακή. Οι αγρότες, οφείλουν να αποδώσουν το νόμιμο φόρο στον φοροεισπράκτορα, σε σιτηρά, γάλα, τυριά, αβγά, κρέας, ο οποίος συχνά εκβιάζει και παίρνει πολλαπλάσια ποσότητα από τη νόμιμη.
Επιπλέον υπάρχει το δικαίωμα του αφεντικού, του γαιοκτήμονα, ο οποίος καρπώνεται σημαντικό μέρος της παραγωγής από τα σιτηρά, αμνοερίφια, μούστο, κρασί, ρακί. Το δικαίωμα προσαυξάνεται με το βδομαδιάτικο «ταγίν’» και το χρονιάτικο «παρασπόρ», δηλαδή με ποσότητες προϊόντων επιπλέον του συμφωνημένου, που είχαν καθιερωθεί εθιμικά και δεν μπορούσε κανείς κεχαγιάς να τις αρνηθεί, διότι θα τον έδιωχνε το αφεντικό από το τσιφλίκι. Κάθε εβδομάδα ο κεχαγιάς όφειλε να πάει στο σπίτι του αφεντικού, ο οποίος ζούσε στην πρωτεύουσα, το Κάστρο ή σε κάποιο κεφαλοχώρι και ανάλογα με την εποχή να φέρει στην αρχόντισσα: γάλα, τυριά, αβγά, κοτόπουλα, σταφύλια, κηπευτικά αλλά και να κάνει διάφορα θελήματα που του ζητούσε.
Υπήρχαν και μικροϊδιοκτήτες, που νοίκιαζαν «τεμσάρικα» χωράφια για να αυξήσουν τη γη τους, με την υποχρέωση να δίνουν τη μισή σοδειά στον ιδιοκτήτη. Αυτοί στην ουσία εξαρτιόνταν οικονομικά από τους πιο εύπορους, από τους οποίους δανείζονταν, όταν οι χρονιές ήταν δύσκολες. Πολλοί ήταν σε πιο χαμηλή θέση από τους κεχαγιάδες. Αναγκάζονταν να δίνουν τα αγόρια τους να δουλέψουν ως τσομπανέρια στα κοπάδια κάποιου κεχαγιά, να «στοιχίζνε» όπως λέγανε, με αντάλλαγμα ένα πινάκι στάρι κι ένα αρνί το Πάσχα και μόνη αμοιβή για το παλικάρι ένα πιάτο φαγί και μια καινούργια φορεσιά. Τα δε κορίτσια τους τα έστελναν ως υπηρέτριες σε πλουσιόσπιτα.
Από ό,τι αντιλαμβανόμαστε, οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών του νησιού μόλις που μπορούσαν να θρέψουν την οικογένειά τους. Συνηθισμένη τροφή ήταν το μ’γαδόψωμο, δηλαδή ψωμί φτιαγμένο από μιγάδ’, αλεύρι ανάμικτο προερχόμενο από μίγμα σιταριού και κριθαριού. Μια ευρεσιτεχνία για να αυγαταίνει το λιγοστό σιτάλευρο. Οι περισσότεροι κατοικούσαν σε άθλιες καλύβες με υποτυπώδεις έως ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής. Συχνά δεν έμεναν καν στα χωριά, αλλά σε μάντρες μια με δυο ώρες δρόμο μακριά από τον πιο κοντινό οικισμό. Για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν υπήρχαν σοβαρές προοπτικές οικονομικής προόδου. Γι’ αυτό ο Λημνιός ξενιτεύεται μήπως και καζαντίσει. Ξενιτεύεται για να επιβιώσει ο ίδιος, για να στείλει χρήματα στην οικογένειά του, για να παντρέψει τις αδερφές του και, αν προλάβει, να παντρευτεί κι ο ίδιος, σε μεγάλη ηλικία.
Για τα αγόρια ως τις αρχές του 20ού αιώνα δύο ήταν οι κύριοι δρόμοι της μετανάστευσης. Η Μικρασία και η Αίγυπτος. Μικρό ποσοστό μεταναστών αναζητά την τύχη του σε άλλες περιοχές: Αμερική, Αφρική ή Ευρώπη. Στη Μικρασία οι περισσότεροι Λημνιοί δούλευαν εποχιακά, έκαναν κάποια σιρμαγιά και επέστρεφαν στο νησί, όπου αγόραζαν χωράφια ή έχτιζαν σπίτι.
Στην Αίγυπτο συνήθως έφευγαν σε μικρή ηλικία, 15-16 ετών. Τον πρώτο καιρό δούλευαν ως υπηρέτες, δηλαδή παραγιοί στο κατάστημα κάποιου συγγενή ή συγχωριανού. Αν ήταν τυχεροί και το αφεντικό ήταν τίμιο, δημιουργούσαν ένα μικρό κεφάλαιο και ξεκινούσαν δικιά τους επιχείρηση. Όμως, υπήρχαν περιπτώσεις που το αφεντικό ήταν σκληρό και οι νεαροί το έσκαγαν για να γλιτώσουν. Ακόμα και αυτοκτονίες είναι γνωστές. Υπολογίζεται ότι το 1910 ζούσαν στην Αίγυπτο πάνω από 5.000 Λήμνιοι.
Οι κοπέλες έφταναν στην Αλεξάνδρεια σε ηλικία 10-12 ετών και εργάζονταν ως παραδουλεύτρες. Συνήθως κάποια συγγενής, που ερχόταν για διακοπές στο χωριό, έπειθε τους γονείς να αφήσουν τη θυγατέρα τους να πάει μαζί της. Και υποσχόταν να την προικίσει και να την αποκαταστήσει. Αλλά υπήρχαν και «πρωτόγονες» μέθοδοι που άγγιζαν τα όρια της δουλεμπορίας. Οι ταχυδρόμοι, που έκαναν μεταφορές αγαθών μεταξύ των Λημνιών του νησιού και της Αιγύπτου, περιφέρονταν στα χωριά και έταζαν παραμυθένια ζωή σε όσα κορίτσια δέχονταν να πάνε μαζί τους. Συγκέντρωναν ένα αριθμό παιδιών, τα οποία τους ακολουθούσαν όταν αναχωρούσαν από το νησί. Μπορεί να φανταστεί κάποιος το τραγικό τριτοκοσμικό θέαμα που εκτυλισσόταν στα λιμάνια του Μούδρου και του Κάστρου, την ώρα της αναχώρησης. Η άθλια εικόνα των μικρών κοριτσιών που έφευγαν για το άγνωστο, συχνά προκαλούσε τη συγκίνηση ή την οργή ευαίσθητων πολιτών. Υπάρχουν επιστολές στις τοπικές εφημερίδες που καταγγέλλουν αυτή την συνήθεια και κατηγορούν τους ταχυδρόμους για αναλγησία και για έμμεσο «δουλεμπόριο». Φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια η τύχη των κοριτσιών δεν ήταν εξασφαλισμένη. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κοριτσιών που κατέφευγαν στη Λημνιακή Αδελφότητα και ζητούσαν προστασία από την σκληρή αφεντικίνα και βοήθεια για να επιστρέψουν στο χωριό τους.
Την δεκαετία του ’20 συμβαίνουν κοσμοϊστορικές αλλαγές. Η Αίγυπτος παύει να αποτελεί ελκυστικό προορισμό. Επίσης, η Λήμνος αποκόπτεται από τη μικρασιατική ακτή, με την οποία είχε στενές οικονομικές ανταλλαγές και κοινωνικές επαφές επί χιλιετίες και παράλληλα δέχεται έναν μεγάλο αριθμό Μικρασιατών προσφύγων, περίπου όσο το ένα τρίτο των γηγενών κατοίκων. Το νησί πέρασε μεν στο ελληνικό κράτος αλλά οι συνθήκες δεν άλλαξαν και πολύ. Η πλειονότητα του πληθυσμού συνεχίζει να ζει σε άθλια κατάσταση. Η καθιερωμένη για αιώνες κοινωνική διαστρωμάτωση την οποία περιέγραψα νωρίτερα, συνεχίζει να υπάρχει μέχρι και την δεκαετία του ’50. Δηλαδή τα αγόρια δουλεύουν ως τσομπανέρια, εργατάκια ή υπηρέτες σε μαγαζιά, τα κορίτσια πηγαίνουν ως δουλικά σε πλουσιόσπιτα και οι κεχαγιάδες καλλιεργούν και φροντίζουν τα αγροκτήματα των αφεντικών που ζουν στα κεφαλοχώρια και στην πρωτεύουσα ή εκτός Λήμνου. Τα τουρκικά κτήματα και τα μοναστηριακά που απαλλοτριώθηκαν, μοιράζονται κυρίως στους πρόσφυγες και ελάχιστα σε ντόπιους ακτήμονες. Οι μικροϊδιοκτήτες οδηγούνται σε απόγνωση. Η παραγωγή αφενός είναι εξαρτημένη από τα κέφια του καιρού αφετέρου είναι προαγορασμένη από εμπόρους στους οποίους είναι οικονομικά χρεωμένοι. Κάποιες αναπτυξιακές προσπάθειες για τη στήριξη της αγροτιάς και της τοπικής οικονομίας που έγιναν από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1928-1932 έμειναν ανολοκλήρωτες καθώς ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 1929 που παρέσυρε και το ελληνικό κράτος και το οδήγησε σε πτώχευση.
Η οικονομική κρίση εξαθλίωσε τον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που πεινούν, ειδικά τις χρονιές που η σοδειά δεν πάει καλά. Σε μια ανταπόκριση από τη Λήμνο διαβάζουμε πως το χειμώνα του 1928-29 «η βαρυχειμωνιά και οι παγετοί κατέστρεψαν ολοτελώς σχεδόν τη γεωργία και κτηνοτροφία, σε βαθμό μάλιστα απίστευτο, αφού στο 65-70% υπολογίζεται η θανή των ζώων και σε ανάλογο και μεγαλύτερο βαθμό των δημητριακών». Πολλοί ζουν από βοηθήματα, ενώ αυξάνονται τα συσσίτια για τους απόρους και ιδίως για τα παιδιά. Από το 1928 λειτουργεί η «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών και Δεσποινίδων Λήμνου» από θυγατέρες και συζύγους εμπόρων που προσπαθεί να βοηθήσει τους μη έχοντες ενώ δυο-τρία χρόνια αργότερα καθιερώνονται τα Μαθητικά Συσσίτια, τα οποία θα συνεχιστούν ως την δεκ. ’60.
Τα εμβάσματα από το εξωτερικό έχουν λιγοστέψει, η μετανάστευση σε Αίγυπτο και ΗΠΑ δεν είναι επιθυμητή πλέον καθώς κι εκεί υπάρχουν οικονομικά προβλήματα, οι επαφές με τη Μικρασία, που αποτελούσε παραδοσιακά την εμπορική και την εργασιακή διέξοδο για πολλούς κατοίκους, είχαν διακοπεί μετά το 1922. Πολλοί στρέφονται προς τη Θράκη και τη Μακεδονία για εποχιακή ή μόνιμη εργασία ως εργάτες σε έργα οδοποιίας, καπνεργάτες, μικροέμποροι, καλλιεργητές κλπ. Αυτό είναι γνωστό από δημοσιεύματα αλλά κι από προσωπικές μαρτυρίες. Δεν πάνε μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες, όπως η Αναστασία Ψευτούδη, μια Λημνιά που δούλευε στην Καβάλα ως καπνεργάτρια. Εκεί γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με τον, επίσης καπνεργάτη, Ανάσταση Μίσσιο. Αναφέρω αυτά τα ονόματα, διότι είναι οι γονείς του γνωστού συγγραφέα Χρόνη Μίσσιου που γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα από μητέρα Λημνιά.
Αρκετοί πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από εργολαβικές εταιρίες. Εργάζονται κάτω από άθλιες συνθήκες, υποσιτισμένοι, σχεδόν απλήρωτοι. Όσοι διαμαρτύρονται βιώνουν τρομοκρατία και απολύονται, όπως δεκάδες Λημνιοί που δούλευαν το Μάιο του 1929 στην εταιρεία οδοποιίας Καβάλας-Ξάνθης. Διαβάζουμε σε μια ανταπόκριση:
«Τους εργάτες τους οποίους έφερε από τη Λήμνο, ενώ τους είχε συμφωνήσει με 75 δραχμές, τώρα τους δίνει 40-45 δραχμές. Από αυτούς όμως πέταξε στους δρόμους τους 250, οι οποίοι νηστικοί, γυμνοί και άρρωστοι, δεν έχουν μια δεκάρα να γυρίσουν στα χωριά τους».
Αυτές οι συνθήκες οδηγούν αρκετούς να αναζητήσουν την τύχη τους σε υπερπόντιους προορισμούς: Αμερική, κάποιοι πρωτοπόροι στην Αυστραλία και στην υποσαχάρια Αφρική: Κονγκό, Μοζαμβίκη, Ροδεσία, Νότια Αφρική. Κι εκεί οι συνθήκες είναι σκληρές, πολλοί πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης αλλά τουλάχιστον είναι αφεντικά του εαυτού τους και καταφέρνουν να επιβιώσουν εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες που τους δίνονται, ακόμα και στις περιπτώσεις που δουλεύουν ως αγρότες. Επιτρέψτε μου να αναφέρω δυο τέτοια παραδείγματα που μου αρέσουν.
Το 1903 φτάνει στο Staten Island της Ν. Υόρκης ο Στίβεν Αναγνώστης από το Κοντοπούλι. Διαπιστώνει πως είναι παρθένος τόπος και εύφορος. Και τι κάνει; Αυτό που γνώριζε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο: γίνεται αγρότης και τροφοδοτεί την αγορά της Ν. Υόρκης με φρέσκα λαχανικά. Καλεί κι άλλους συμπατριώτες του και χιλιάδες μίλια μακριά από το νησί τους σε ένα άλλο νησί δημιουργείται ένα λημνιό χωριό από 20 οικογένειες που καλλιεργούν τη γη, μεταφέρουν με δικά τους καΐκια τα προϊόντα τους και τα πωλούν. Οι Lemnian farmers δέσποσαν στο Staten Island ως τα μέσα της δεκαετίας του ’20, που η περιοχή άρχισε να αστικοποιείται.
Η δεύτερη περίπτωση είναι του Νίκου Γιαννάκη από τον Κοντιά και του Νίκου Τρατάρη από το Πλατύ, οι οποίοι το 1928 έφτασαν στη λίμνη Νυάσα της κεντρικής Αφρικής. Διαπίστωσαν πως τα εδάφη ήταν εύφορα κι αναξιοποίητα και τα νερά της λίμνης γεμάτα με ψάρια. Και τι έκαναν: φύτεψαν καπνά με σπόρο από τη Λήμνο (ως την δεκ. του ’20 η Λήμνος είχε καπνά) και ασχολήθηκαν με την αλιεία με δίχτυα που επίσης έφεραν από τη Λήμνο. Κάλεσαν συγγενείς τους και σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε μια μεγάλη λημνιά παροικία στο Μαλάουϊ, όπως είναι το σημερινό όνομα της χώρας, στην καρδιά της Αφρικής, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στο μεταξύ στο νησί ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και ο εμφύλιος είχαν χειροτερέψει τα πράγματα. Σα να μην έφταναν τα άλλα δεινά, το 1949 ένας πρωτοφανής παγετός κατέστρεψε ολοκληρωτικά την αγροτική παραγωγή. Μια παλλημνιακή επιτροπή με επικεφαλής τον έπαρχο και τον μητροπολίτη απευθύνθηκε στις αρχές ζητώντας άμεση αποστολή σιτηρών, ζωοτροφών και σπόρων και αναστολή αποπληρωμής των δανείων αλλά εισέπραξε μόνο υποσχέσεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 γεννήθηκε μια ελπίδα με την καλλιέργεια του μπαμπακιού, η οποία ήταν πολύ αποδοτική, αλλά έσβησε γρήγορα για λόγους που δεν είναι της στιγμής να αναπτύξουμε, με αποτέλεσμα σε πολλούς να απομείνουν μόνο τα χρέη από τα δάνεια που είχαν πάρει για να ανοίξουν πηγάδια, να κάνουν γεωτρήσεις, να αγοράσουν εξοπλισμό.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, κατά τις δεκ. ’50 και ’60 η μετανάστευση των νέων να λάβει διαστάσεις μαζικής φυγής. Δυο νούμερα μόνο θα αναφέρω και θα κλείσω, τα οποία δείχνουν την αιμορραγία που υπέστη το νησί. Το 1950 στα δημοτικά σχολεία της Λήμνου φοιτούσαν 3.200 μαθητές. 25 χρόνια αργότερα, το 1975, φοιτούσαν τα μισά παιδιά ακριβώς: 1.600. Όλα αυτά τα χρόνια τα νιάτα της Λήμνου εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή στα υπερωκεάνια που αναχωρούσαν κατάμεστα από το λιμάνι του Πειραιά για την Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ.
Θ. Μπελίτσος, Ιωνίδειος Σχολή Πειραιά, 28.5.2023
Ημερίδα της Ομοσπονδίας Λημνιακών Συλλόγων (ΟΛΣΥ)
«Η μετανάστευση των Λημνίων και ο ρόλος του λιμανιού του Πειραιά»
Αναδημοσίευση από την εφ. Λήμνος, φ. 1062, 30.6.2023
-ο-ο-ο-
Φωτογραφίες από την εκδήλωση
|
Το πάνελ των ομιλητών
|
|
Ο πρόεδρος της ΟΛΣΥ Αντώνης Καραγιάννης
|
|
Με την Μαρία Βαγιάκου-Μουλαρά που συνόδεψε το Λύκειο Ελληνίδων Ν. Ιωνίας
|
|
Ορχήστρα και Χορευτικό του Λυκ. Ελληνίδων Ν. Ιωνίας
|
|
Ο βουλευτής Γιάννης Μπουρνούς, ο μόνος πολιτικός που παρευρέθηκε
|
Από https://belitsosquarks.blogspot.com/