Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ παλιά, αλλά στις μέρες τις δικές μας, σε μια γειτονιά της Αθήνας, τον Άγιο Δημήτριο, υπήρχε ένα σπιτάκι κλειστό και έρμο. Οι ιδιοκτήτες του, αφού έζησαν ως τα βαθιά γεράματα, πέθαναν. Ήταν ένα καλό κι ευγενικό ζευγάρι. Παιδιά όμως δεν είχαν κι έτσι το σπίτι ερήμωσε μετά το θάνατό τους.
Ήταν πολύ όμορφο! Απλό και όμορφο. Με λίγα δωμάτια αλλά με κήπο γύρω του. Απ’ όλες τις μεριές ήταν τριγυρισμένο με δέντρα και λουλούδια. Απ’ την πίσω μεριά του περνούσε ένα πολύ μικρό ρεματάκι. Αυτός ήταν ο λόγος, που αν και οι καλοί άνθρωποι δεν υπήρχαν πια για να τον φροντίζουν, ο κήπος ήταν θαλερός χειμώνα-καλοκαίρι. Τα δέντρα καρπίζαν. Οι λεμονιές γεμίζαν λεμόνια κίτρινα και ζουμερά κι η μηλιά μήλα κόκκινα κάθε φθινόπωρο. Την άνοιξη μοσχοβολούσαν τα μικρά τους ανθάκια. Η ροδιά κοκκίνιζε τα λουλούδια της, μόλις ζέσταινε ο καιρός, και τα ρόδια της, μόλις δρόσιζε. Η ελιά ασημένια και καρπερή βασίλευε ανάμεσά τους. Στο πλάι του σπιτιού υψωνόταν ένας τεράστιος θάμνος, ο φιλάδελφος, που γέμιζε λευκά μεταξένια άνθη στο τέλος της άνοιξης έως και την αρχή του καλοκαιριού. Αυτό που εντυπωσίαζε όμως κάθε περαστικό ήταν οι τριανταφυλλιές, που ανθίζαν όλο το χρόνο, μοσχομυριστές. Τριαντάφυλλα όλων των χρωμάτων στόλιζαν τον κήπο. Μα το πιο όμορφο απ’ όλα ήταν το κατακόκκινο Ρόδο του Ισπαχάν. Χρόνια ολόκληρα περνούσα μπροστά απ’ το έρμο σπίτι με τον υπέροχο κήπο και δεν ήξερα αν έπρεπε να λυπηθώ ή να χαρώ.
Πριν από μερικούς χειμώνες λοιπόν, καθώς πλησίαζα, βλέπω ένα μικρό αγοράκι στην πόρτα του. Δεν άργησα να καταλάβω πως ήταν διαφορετικό από μας. Σκουρόχρωμο. Η επιδερμίδα του θύμιζε σοκολάτα. Μπορεί να θύμιζε και ψωμί ξεροψημένο. Παραξενεύτηκα. Μόνο του ένα παιδάκι; Είχα κάνει λάθος! Όταν βρέθηκα κοντά είδα και τη μητέρα του. Απ’ το ντύσιμό της κατάλαβα. Ήταν πρόσφυγες από το Ιράν. Μου χαμογέλασε, όταν με είδε, και της χαμογέλασα κι εγώ. Έτρεχα για τη δουλειά. Δεν είχα χρόνο για κάτι παραπάνω.
Το μεσημέρι γυρνώντας στο σπίτι μου, έλυσα όλες μου τις απορίες. Η μαμά και το παιδάκι είχαν βρει καταφύγιο στο ακατοίκητο σπίτι.
Κάθε μέρα που περνούσε αυξάνονταν οι πληροφορίες. Η γειτονιά ενδιαφέρθηκε να βοηθήσει, γιατί το σπίτι δεν είχε ούτε φως ούτε νερό. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Έπρεπε κάτι να γίνει για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Φυσικά κανείς μας δε μιλούσε τη γλώσσα τους. Χωρίς πολλές κουβέντες ο καθένας από τους γείτονες έδινε ό,τι μπορούσε για να διευκολύνει τη ζωή τους. Βρέθηκε τρόπος να ετοιμάζουν το φαγητό τους, ρούχα για να ντυθούν και να σκεπαστούν, σόμπα για να ζεσταθούν. Κάθε Παρασκευή, που έχουμε τη λαϊκή, ο πατέρας μου της έδινε χρήματα να ψωνίσει ό,τι χρειαζόταν. Στο Ιράν έχουν άλλες διατροφικές συνήθειες. Κανείς δεν μπορούσε να τους προσφέρει μαγειρεμένο φαγητό, γιατί δεν τρώνε ό,τι κι εμείς.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά, που είδαμε την Ιρανή και το παιδάκι της να περνούν έξω από το σπίτι μας. Ήταν μεσημέρι κι είχα επιστρέψει από τη δουλειά. Οι νεραντζιές μας ήταν φορτωμένες πορτοκαλόχρυσα νεράντζια. Εκείνη λοιπόν, νόμισε πως ήταν πορτοκάλια και μ’ ένα νεύμα ζήτησε την άδειά μας να κόψει. Την σταματήσαμε έντρομοι και της δώσαμε να καταλάβει πως δεν τρώγονται. Η μητέρα μου έτρεξε μέσα και τις έφερε μερικά από τα πορτοκάλια μας να της προσφέρει. Έτσι καταλάβαμε τη συνήθειά τους να τρώνε πολλά φρούτα.
Πάντα θα σκέφτομαι τι πίκρα θα γεύονταν, αν δεν την είχαμε εμποδίσει να κόψει νεράντζια. Λες και δεν τους έφτανε η πίκρα που είχαν στην ψυχή τους, επειδή ήταν μακριά από την πατρίδα τους και τους δικούς τους! Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν αλλιώς. Έπρεπε να φύγουν για να γλυτώσουν από τον άδικο πόλεμο, που είχε ξεσπάσει στη χώρα τους.
Τα παιδιά της γειτονιάς μάζεψαν παιχνίδια, αγόρασαν χρωματιστούς μαρκαδόρους και μπλοκ ζωγραφικής για το μικρό αγοράκι. Το είχαν δει ένα Σάββατο πρωί, που δεν είχαν σχολείο, να προσπαθεί να παίξει με ένα άδειο κουτί, που είχε βρει στο δρόμο. Δεν είχαν διανοηθεί ποτέ κάτι τέτοιο. Το συζήτησαν με τους γονείς τους και η λύση βρέθηκε. Τόσα παιχνίδια τους περίσσευαν! Γραφική ύλη όμως, του αγόρασαν καινούργια. Οι οικογένειες της γειτονιάς δεν είχαν πολλά χρήματα. Γι’ αυτό σκέφτηκαν τρόπους να βοηθήσουν σωστά, αφού όλοι τους στερούνταν πολυτέλειες κι ελάχιστα πράγματα τους περίσσευαν. Τι χαρά που πήρε η Ιρανή, όταν μια λάμπα με γκαζάκι φώτισε τις νύχτες τους! Φρόντισε μια γειτόνισσα να της την προμηθεύσει.
Το κακό ήταν πως δεν υπήρχε στην αγορά ένα ελληνο-ιρανικό λεξικό για να συνεννοηθούμε. Με υπομονή και θέληση όμως σιγά σιγά η Φατμέ, έτσι την λέγαν την Ιρανή, άρχισε να μαθαίνει λίγα ελληνικά και όλα έγιναν πιο εύκολα.
Κάθε πρωί η Φατμέ μάς έφερνε τριαντάφυλλα από τον κήπο για να μας ευχαριστήσει ευγενικά για όσα της προσφέραμε. Πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι στο βάθος της καρδιάς τους! Πόσο ίδια εκφράζουν την αγάπη τους!
Κι εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω πως εκείνα τα πανέμορφα και μυρωδάτα τριαντάφυλλα που τόσα χρόνια θαύμαζα, στολίζαν το σπίτι μας. Η μητέρα μου τα ακουμπούσε στο περβάζι του παραθύρου, έξω, για να έχουν δροσιά. Μια μέρα έτσι που ήταν όμορφα, τα έβγαλα φωτογραφία με το κινητό μου. Τα έδειξα στη δουλειά κι είπα στους συναδέλφους μου την ιστορία. Τους εντυπωσίασε πολύ το Ρόδο του Ισπαχάν. Κουβέντα στην κουβέντα συνειδητοποιήσαμε όλοι ότι το Ισπαχάν ήταν η παλιά πρωτεύουσα του Ιράν, όταν ακόμα το έλεγαν Περσία.
Τι μυστήριο κι αυτό! Τόσα χρόνια λοιπόν, αυτή η τριανταφυλλιά επέζησε, γιατί επρόκειτο να έρθει να τη συναντήσει μια μητέρα μόνη και τρομαγμένη από εκείνα τα μέρη; Και ποια θεία έμπνευση είχε υπαγορεύσει στους παλιούς νοικοκυραίους να την φυτέψουν στην αυλή τους;
Το συζήτησα με τη νονά μου την Κυριακή, που πήγα να την δω. Πίστευα πως θα μπορούσε να μου το εξηγήσει. Είχε διαβάσει πολύ στη ζωή της κι είχε και ταξιδέψει πολύ. Πιάσαμε μια συζήτηση που κράτησε ώρες.
«Ο Θεός όλα τα έχει φτιάξει με σοφία, παιδί μου», μου είπε. «Οι άνθρωποι, που ξέρουν ν’ αγαπούν, πράττουν αυτό που πρέπει, γιατί ακούν με την καρδιά τους το καλό» συμπλήρωσε.
Είχε δίκιο. Το ήξερα ήδη από το σχολείο και αυτή μου το θύμισε. Η αγάπη είναι το κλειδί για όλα. Είναι ο σκοπός της ζωής μας. Όταν αγαπάμε, τίποτα δε φαίνεται πια μυστήριο και παράξενο. Κι ο ξένος δεν είναι ξένος. Είναι αδελφός. Και ο ολάνθιστος φιλάδελφος κάθε που ζέσταινε ο καιρός επί τόσα χρόνια το φώναζε. Φίλοι κι αδελφοί είναι οι άνθρωποι. Πρέπει να είναι.
Πόσα χάθηκαν, πόσοι χάθηκαν, μα έμεινε η αγάπη του φιλάδελφου και το άρωμα των ρόδων ανάμεσά τους να σφραγίζει την αιωνιότητα και το ανθοδοχείο στο περβάζι πάντα εύκαιρο ν’ αγκαλιάσει το εφήμερο. Μεγαλύτερο κακό από το μίσος δεν υπάρχει. Γεννά πολέμους. Κι ένας τέτοιος καταστροφικός πόλεμος κράτησε μακριά τη Φατμέ και το γιο της από το σπίτι της. Σαν άνεμος άγριος την άρπαξε και την πέταξε στη δικιά μας γη. Η χώρα μας όμως είναι ζεστή κι ηλιόλουστη και αγαπά τον άνθρωπο χιλιάδες χρόνια τώρα. Αυτό το μικρό σπιτάκι με τον κήπο του έστεκε άδειο χρόνια τώρα κι άντεξε χρόνια τώρα, ώσπου ήρθε μια μάνα κι ένα παιδί να του κρατήσουν συντροφιά.
Ξαφνικά όλα μου φάνηκαν τόσο απλά! Αγάπη και φιλοξενία ήταν η απάντηση σε κάθε απορία μου. Κι έφεραν καλοτυχία και στη Φατμέ με το γιο της. Μετά από ενάμιση χρόνο περίπου, ήρθε ο άντρας της και φύγαν όλοι μαζί για τη Φινλανδία, όπου μπορούσε να δουλέψει νόμιμα. Συγκινηθήκαμε όλοι, γιατί ξέραμε πως είναι αποχωρισμός για πάντα. Χαρήκαμε πολύ βέβαια, γιατί ενώθηκε η οικογένεια και αποκαταστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο.
Κάποια φορά, είχαν καταφέρει οι δικοί της και της είχαν στείλει δέμα από την πατρίδα. Και τότε μια μεγάλη έκπληξη μας περίμενε. Είχαν στείλει δώρα για όλους μας. Τα ’χασαμε! Μας φάνηκε αδιανόητο, γιατί συνδέουμε την προσφυγιά με τη φτώχεια. Τότε ήταν που καταλάβαμε τι πάει να πει ξεσπίτωμα. Οι άνθρωποι είχαν αναγκαστεί να χάσουν τα σπίτια τους και τα καλά τους με αντάλλαγμα την επιβίωσή τους. Η γειτονιά μας στάθηκε καταφύγιο γι’ αυτούς.
Έχουν περάσει πια χρόνια κι η Φατμέ μιλάει με αρκετούς από εμάς μέσω σκάυπ. Η οικογένειά της έχει αυξηθεί. Η μακρινή βορεινή Φινλανδία τους εξασφάλισε το μέλλον τους. Το μικρό σπιτάκι, που τους ζέστανε δυο χειμώνες δεν υπάρχει πια. Ο κήπος ξεριζώθηκε από μπουλντόζες, που φιλοδόξησαν να τον κάνουν παρκάκι. Μόνο η λεμονιά επέζησε. Πάνε οι τριανταφυλλιές! Όλες! Και το Ρόδο του Ισπαχάν. Πάει κι ο φιλάδελφος!
Το καλύτερο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως επέζησαν για να προσφέρουν στους ξένους και μετά χάθηκαν. Μπορεί να μην άντεχαν την ερημιά που θα ακολουθούσε. Ποιος ξέρει;
Κι ο πατέρας μου δεν υπάρχει πια. Λίγες μέρες πριν να φύγει η Φατμέ πέθανε. Φαίνεται πως κι αυτός άντεξε όσο χρειαζόταν να στηρίζει αυτήν και το παιδάκι της κάθε Παρασκευή για τα ψώνια της λαϊκής. Δε θα την ξεχάσω ακουμπισμένη σ’ έναν τοίχο στο νεκροταφείο περιμένοντας με μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα να τον αποχαιρετήσει για πάντα.
Αισθάνομαι βαθειά υπερηφάνεια για όλους μας που αγκαλιάσαμε φιλόξενα τους κατατρεγμένους, τιμώντας την αρετή αυτή που έρχεται από την αρχαιότητα. Και μεγαλώνει η υπερηφάνεια αυτή κάθε που θυμάμαι πως παράλληλα μ’ εμάς ο συμπατριώτης της, που ακόμα περιφέρεται στους δρόμους της φτωχικής μας γειτονιάς με το τρίκυκλό του γεμάτο παλιοσίδερα για μεταπώληση, έμπαινε στο σπιτάκι, στο οποίο η Φατμέ είχε βρει καταφύγιο, για να εισπράξει ενοίκιο για ένα ακίνητο, που δεν του ανήκε. Θυμάμαι κι εγώ κι οι γείτονές μου τον τρόμο στα μάτια της.
Ποιος φόβος φυλάει τα έρμα; Κι έρμα είμασταν κι είμαστε όλοι μας σε μια κοινωνία που έχει χάσει τα ίσα της και παραπατάει. Εκτός από παρατημένοι κι αφύλαχτοι όμως, τώρα είμαστε κι ανήμποροι. Οι περισσότεροι στη γειτονιά. Κι η δικιά μας οικογένεια πλέον δε διαθέτει ούτε όσα λεφτά έδινε στην Ιρανή κάθε Παρασκευή για να ψωνίσει στη λαϊκή αγορά. Κι η Ιρανή, που αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όσα της προσφέραμε, υλικά και ηθικά, αλλά πλούσια δεν έγινε, μας καλεί να πάμε στη Φινλανδία να μείνουμε στο σπίτι τους. «Μα δεν έχουμε λεφτά ούτε για το αεροπλάνο…» της είπαμε κι εκείνη θέλει να μας πληρώσει τα εισιτήρια. «Υπάρχει και φιλότιμο, Φατμέ!» θέλουμε να της πούμε, αλλά η περήφανη και ταπεινή αυτή λέξη δε μεταφράζεται. Μια μπουκιά ψωμί, που λέει ο λόγος, της το κεράσαμε. Ας τρώει τώρα το ψωμί του Βορρά στην υγειά μας! Αυτό μας φτάνει και μας περισσεύει! Ο λόγος της μας χόρτασε!
Γιατί η φιλοξενία, που στην ουσία της είναι αγάπη, δε γυρεύει ανταπόδοση ούτε ψάχνει για πληρωμή. Δίνεται απλόχερα κι απ’ την καρδιά σου μέσα. Κι άμα τα φυλλοκάρδια ανοίξουν, δεν κλείνουν πάλι. Όμοια με το ρόδο του Ισπαχάν. Μοσχοβολάει μόνο μέχρι να φυλλορροήσει, μα δε χάνεται. Μένει τ’ άρωμά του κλεισμένο στου νου τα συρτάρια, που πρώτα ανοίγουν και μετά για πάντα σφαλίζουν.
Σοφία Δ. Νινιού
Από την ανέκδοτη συλλογή με διηγήματα και ποιήματα με τίτλο «Απουσίες και πορτραίτα»
Φωτογραφία : Σοφία Δ. Νινιού