Εξομολόγηση
Το πρωί
της Μεγάλης Τετάρτης
η γειτόνισσα
άναψε θυμίαμα στο μπαλκόνι
κι εγώ που άπλωνα ρούχα
πνίγηκα
από την ανέκφραστη ειρωνεία μου
για το βαρύ άρωμα του λιβανιού.
Το μεσημέρι
της Μεγάλης Πέμπτης
ο γείτονας
παρήγγειλε σουβλάκια
κι εγώ κούνησα το κεφάλι μου
υποτιμητικά
διότι δε νήστευε από κρέας.
Το απόγευμα
της Μεγάλης Παρασκευής
το προαύλιο της εκκλησίας
γέμισε από πιστούς που περίμεναν
την περιφορά του Επιταφίου
κι εγώ υποτίμησα τα φαναράκια τους
ως δείγμα υποκριτικής ευλάβειας.
Το βράδυ
του Μεγάλου Σαββάτου
μετά τη λήψη του Αγίου φωτός
και το Ευαγγέλιο της Ανάστασης
οι πιστοί έφυγαν για τα σπίτια τους
κι εγώ κατηγόρησα τη λαιμαργία τους.
Η Κυριακή του Πάσχα
με βρήκε βαριά άρρωστη
τυφλή
με το δοκάρι της κατηγορίας στο μάτι
κουφή στα "Ουαί"
χωρίς χέρια
στο Μυστικό Δείπνο
χωρίς πόδια
στην πορεία για το Γολγοθά
και χωρίς πρόγευση
της Βασιλείας του Θεού...
Ο Ιούδας μέσα μου ζει
αναβιώνει το φιλί της προδοσίας.
Το μόνο για οποίο
θα παλέψω να διαφοροποιηθώ
είναι η απελπισία.
Η ταπείνωση και η συγχώρεση
είναι πάντα
η μοναδική και σωτήρια επιλογή μου...
Η κάθε στιγμή της ημέρας
κάθε ημέρας
είναι μια Μεγάλη Στιγμή
μια ευκαιρία που έχω σαν Ιούδας
να μην προδώσω το Θεό.
Η ιστορία ξαναγράφεται συνεχώς
στο ευαγγέλιο της ζωής!
Επί τον τύπον των ήλων
Αν θέλεις να βρεις τον Άνθρωπο
μη τον ψάξεις στο πλήθος του κόσμου
δεν αναπαύεται στις δάφνες του
ούτε στις ερημιές βρίσκεται
γλείφοντας τις πληγές του.
Ακολούθησε
τα στίγματα μέσα σου
ψηλάφισε
με τα μάτια της ψυχής
αποτυπώματα των καρφιών
εκείνων που σε σημάδεψαν
ως άλλον Άβελ.
Αποδέξου
πρωτίστως εσύ τη θυσία σου
κι έπειτα
γύρισε το βλέμμα στον ουρανό
θα δεις πως
ο καπνός ανεβαίνει κάθετα στο Θεό
η προσφορά σου γίνεται δεκτή
τότε θα ξέρεις
πως βρήκες τον Άνθρωπο
και τον γνωρίζεις πια.
Ποτέ μην αρνηθείς την Αλήθεια του
ομολογία πίστης χωρίς ενδοιασμούς:
"Οἶδατὸνἄνθρωπον"
Άστεγοι της ελπίδας
Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία
στα έσχατα της γης
ή καλύτερα ένας μύθος
από εκείνους
που τρομάζουν τα παιδιά
μα περισσότερο
συνετίζουν τους μεγάλους.
Ωστόσο η πραγματικότητα
ξεπερνά τη φαντασία
και καταγράφεται ως ιστορία:
Κάποτε
τότε που κάθε χρόνος
μετρούσε για δέκα
βάραινε στην ψυχή του κόσμου
η χαρά της ζωής.
Οι πόλεις έγιναν οχυρά μικρά
με την ξενηλασία
να προελαύνει πανηγυρικά!
Οπόταν μια κόρη
ξεκίνησε να πάει στους γέρους γονείς
κι ένας γιός στις αδερφές του
ένα τοίχος υψώθηκε
που τους γύρισε πίσω τσακισμένους.
Άλλοι πέθαναν μοναχοί
κι άλλοι επιβίωσαν μονάχα...
Κλειδώθηκαν
τα ρινίσματα της ελπίδας
στις αποσκευές της λήθης
με το κλειδί χαμένο
στην τσέπη του αοράτου εχθρού.
Οι άρχοντες έστρωσαν πικρό βάλσαμο
στα μονοπάτια της ψυχής
για να ντύσουν την απελπισία τους
οι άστεγοι της ελπίδας.
Μετά βαΐων και κλάδων
οι ξυπόλητοι
συνωστίσθηκαν στην αυλή της πλάνης
νομίζοντας πως το κακό
άφησαν έξω από τα τείχη.
Τίποτα δεν θύμιζε τα παλιά πια
και οι σάλπιγγες προανήγγειλαν
τις Μεγάλες Ημέρες...
Το πόσοι θυσιάστηκαν
στο βωμό του αγνώστου θεού
μετά το ατέρμονο πάθος
κανείς δεν το γνωρίζει.
Το μόνο που είναι σίγουρο
είναι πως οι άστεγοι της ελπίδας
δε βρήκαν τη λύτρωση
ζουν ακόμη ανάμεσά μας.
Την ημέρα
περιφέρονται σχεδόν αόρατοι
ενώ τη νύχτα
κάτι μικρό ανασταίνεται μέσα τους...
Πετούν στο δικό τους ουρανό
αυτόν που δακρύζει
επουλώνοντας τις πληγές τους...
Τσαμάκη Βασιλική
𝓡𝓮𝓰𝓲𝓷𝓪𝓟𝓸𝓮𝓽𝓲𝓬𝓪 (tsamakivasiliki.blogspot.com)
Οι εικόνες είναι από το pixabay.com