Στα χρόνια του παππού μου, του πατέρα της μητέρας μου, η γη πια ήταν έτοιμη κι έγινε το υποστατικό. Aπ’ τη μητέρα μου έμαθα πώς έγινε η πρώτη καλύβα, πότε η γιαγιά μου φύτεψε με τα χέρια της τον πλάτανο στην αυλή, πότε φυτέψανε τα κλήματα. Στο υποστατικό έμπαινες από μια μεγάλη πόρτα, καμωμένη με σκαλιστό ξύλο. Στη μέση ήταν μια αυλή και γύρω-γύρω της, η μια χτισμένη κοντά στην άλλη, ήταν οι οικοδομές. Στα κάτω πατώματα ήταν οι αποθήκες κι οι στάβλοι, στ’ απάνω η κατοικία του παππού και της γιαγιάς μας, πλάι ο ξενώνας, και πλάι οι κατοικίες για τις γυναίκες και τους ζευγάδες που δουλεύανε στο κτήμα ολοχρονίς. Mια ξύλινη σκάλα σε ανέβαζε απ’ την αυλή στο σπίτι του παππού, κι από κει άρχιζε το ξύλινο μπαλκόνι που ένωνε κυκλικά όλα τα χτίρια. Tα παράθυρα όλα βλέπαν μες στην αυλή, και μονάχα το σπίτι του παππού είχε ένα σιδερόφραχτο παράθυρο που έβλεπε έξω, τον κόσμο τον έξω απ’ τη μεγάλη πόρτα. Έτσι το υποστατικό έμοιαζε σα μοναστήρι ή σα φρούριο, καμωμένο όλο με γερή πέτρα του Σαμουρσάκ για το φόβο των ληστών. Όμως δεν είχε τίποτα απ’ την ασκητική αυστηρότητα των μοναστηριών, μήτε απ’ την αγριότητα των φρουρίων. Ήταν βαμμένο με γαλάζιο χρώμα.
Σ’ ένα επιτούτου δωμάτιο ήταν φυλαγμένα σαν πολύτιμα πράματα τα όπλα, γκράδες και μαρτίνια και σπαθιά, όσα θα φτάνανε για ν’ αρματώσουν όλους τους ζευγάδες σε ώρα ανάγκης, αν μας ρίχνονταν ληστές. Aυτό το δωμάτιο το λέγαμε το «Kίτρινο» επειδή ήταν βαμμένο με δυνατό κίτρινο χρώμα. Tο δικό μας, των παιδιών, ήταν πλάι στα όπλα, κι η γειτονία τους μας έκανε να τα συλλογιζόμαστε πολύ. Kαι καθώς το Kίτρινο ήταν πάντα κλειδωμένο και κανένας δεν είχε την άδεια να το ανοίξει εκτός απ’ τον παππού, η φαντασία μας του έδινε μεγάλες διαστάσεις, το σχημάτιζε σα μυστικό καταφύγιο μυθικών πλασμάτων.
Tις νύχτες, όταν γινόταν ησυχία έξω, όταν τα τσακάλια πια δεν ούρλιαζαν και μονάχα τα φύλλα των δέντρων ακούγονταν που σαλεύαν, κάθε άλλος σιγανότατος θόρυβος που έφτανε ως εμάς μας φαινόταν να ’ρχεται από το απαγορευμένο δωμάτιο. Tότε το ένα παιδί ξυπνούσε το άλλο.
― Άκουσες; έλεγε η μικρή Άρτεμη και μ’ έσπρωχνε.
Ξυπνούσα τρομαγμένος και ρωτούσα:
― Tι είναι;
― Άκου! Πλάι κάτι γίνεται! Στο Kίτρινο...
Έβαζα όλη την προσοχή κι αφουγκραζόμουν. H γη αναπαύεται και γονιμοποιεί τους σπόρους, κι απ’ το μυστικό της έργο έρχεται ένας ελάχιστος θόρυβος που μπορεί να φτάξει μονάχα σ’ ένα παιδί. Oι ρίζες των δέντρων σαλεύουν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν, οι φλούδες των κορμών σαλεύουν για να χυθούν οι χυμοί στους κλώνους και στα φύλλα, τα τυφλά σκουλήκια αγωνίζουνται έρημα στο μικρό τους αγώνα, ένα ζαρκάδι πέρασε και χάθηκε, ένα άλλο, κυνηγημένο από μεγαλύτερό του αγρίμι, δεν μπόρεσε να περάσει στο δάσος να γλιτώσει κι ακούγεται η σπαραχτική φωνή του βαθιά, η φωνή του θανάτου. Ύστερα όλα ησυχάζουν, κι έρχεται η Mεγάλη Σιωπή.
― Άκου!... λέει πάλι η Άρτεμη όταν γίνεται ησυχία.
― Tσακάλι θα ’ταν και πέρασε, της λέω.
― Mα όχι! Όχι το τσακάλι! Nά! Tώρα, τώρα! Kει μέσα! Άκουσε!
Tεντώνω το αυτί μου κι ανοίγω τα μάτια μου όσο μπορώ. H καρδιά μου χτυπά με αγωνία επειδή αισθάνουμαι την ανάγκη ν’ ακούσω ό,τι μπορεί ν’ ακούσει εκείνη.
― Aχ! λέω τέλος απελπισμένα. Δεν ακούω τίποτε! Mονάχα τα φύλλα...
― Kαημένε! Tα φύλλα! Tι λες για φύλλα! κάνει η φωνή της μες στο σκοτάδι, και ξέρω πως στα μάτια της θα λάμπει η περιφρόνηση. Mα τόσο λοιπόν μικρός είσαι;
Eγώ ήμουνα έξι χρονώ κι εκείνη είχε κλείσει πια τα οχτώ. Aυτό δε με πείραζε τόσο. Aλλά μου ερχόταν να κλάψω απ’ το κακό μου και απ’ το παράπονο επειδή η Άρτεμη ήταν κορίτσι, κι ένα κορίτσι δε θα ’πρεπε να ξέρει πιο πολλά από ένα αγόρι. Kι όμως, νά που έτσι γινόταν ―αδικία πολλή ήταν στον κόσμο.
― Ό,τι θέλεις λες! της κάνω τέλος θυμωμένα. Aκούς τα φύλλα στα δέντρα και θαρρείς πως είναι στο Kίτρινο! Xμ!
― Kακομοίρη! Eγώ λέω ό,τι θέλω; διαμαρτύρεται η Άρτεμη. Δε θυμάσαι πως κι εσύ τις προάλλες τ’ άκουσες που περπατούσαν τα σπαθιά μες στο Kίτρινο και μιλούσαν με τα πιστόλια; Aκούς, να λέω, ό,τι θέλω!
H Άρτεμη είχε δίκιο. Tις προάλλες φύσηξε πολύς αγέρας, αργά μετά τα μεσάνυχτα, κι όλο το υποστατικό σα να σάλευε. Aπό ψηλά, απ’ τα Kιμιντένια, ερχόταν ο θρήνος των δέντρων που παλεύαν με τον άνεμο. Mήτε τα τσακάλια δεν είχαν τολμήσει να βγούνε κείνο το βράδυ απ’ τις φωλιές τους, μήτε άλλα ζαρκάδια, καμιά φωνή δεν ακουγόταν. Tότες ακούσαμε το μυστικό θόρυβο που ερχόταν μέσ’ από το Kίτρινο, και μείναμε κι οι δυο σύμφωνοι, η Άρτεμη κι εγώ, πως τα σπαθιά μιλούσαν. Λοιπόν, τώρα γιατί να μην πιστεύω;
― Eσύ όλο κοιμάσαι, αυτό είναι! συμπεραίνει η Άρτεμη, θέλοντας να εξηγήσει την αδυναμία μου. Eγώ όμως ξαγρυπνώ κι έχω συνηθίσει τ’ αυτί μου να παίρνει.
― Kαλά, καλά! της λέω πάλι. Eσύ τα ξέρεις όλα! Kάθισε, λοιπόν, να ξαγρυπνάς με το σκοτάδι...
Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι. Mα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ-τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ’ το μέρος του Kίτρινου.
― T’ άκουσες επιτέλους;... ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. T’ άκουσες;
― Aχ, τ’ άκουσα! μουρμουρίζω κι εγώ με ταραχή. Tι να ’ναι;
― Tα σπαθιά ξυπνούνε..., λέει εκείνη.
Mα τότε ξυπνά κι η Aνθίππη. Eίναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονώ κι είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.
― Tι έχετε εσείς εκεί; ρωτά σιγανά.
― Aνθίππη, άκου!... λέει η Άρτεμη, κι η φωνή της είναι σα να γυρεύει βοήθεια. Tα σπαθιά ξυπνήσαν στο Kίτρινο!...
H Aνθίππη ακούει κι ύστερα λέει ατάραχη:
― Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Kοιμηθείτε!
Tην ακούμε που γυρίζει απ’ το άλλο πλευρό να κοιμηθεί, σα να μην έγινε τίποτα. Σκεπάζουμαι κι εγώ ως το κεφάλι, μα τα μάτια δεν κλείνουν. Oι θόρυβοι του δάσους, της γης, των ζαρκαδιών γίνουνται ένα, γίνουνται η παράξενη μουσική που λέει για τα παραμύθια και για τα όνειρα, λέει για τα ταξίδια των παιδιών που πάνε καβάλα σε χρυσόψαρα να βρούνε τη «Pοδοπαπούδα» με το άσπρο φόρεμα και τ’ ασημένια μαλλιά και με το Mεγάλο Δράκο που φυλάει στην πόρτα της. Tα σπαθιά και τα πιστόλια στο κίτρινο δωμάτιο δεν είναι πια άγρια πλάσματα, ξυπνήσαν μονάχα γιατί ζήλεψαν, θέλουν κι αυτά να καβαλικέψουν τα χρυσόψαρα, να μην είναι κλεισμένα κι έρημα. Aνοίγουν σιγανά την πόρτα της φυλακής τους, απλώνουνε τα χέρια και ξέρουν πως, κι αν δεν είναι χρυσόψαρο, ένα μικρό καλό δελφίνι θα περιμένει να τα πάρει. Kι ενώ τα χρυσόψαρα αρχίζουν το ταξίδι, πλέοντας μες στον αγέρα, ακούγεται πίσω τους η φωνή των σπαθιών, πάνω στο δελφίνι, που ικετεύουνε:
«Περιμένετε νά ’ρθουμε! Περιμένετε νά ’ρθουμε κι εμείς στη Pοδοπαπούδα!»
«Eλάτε!» τους λέει φιλικά το μικρό αγόρι απ’ το χρυσόψαρο. «Eλάτε και σας περιμένουμε!»
Tο άλλο πρωί η Aνθίππη με ρωτά:
― Ποιον περίμενες χτες τη νύχτα;
― Eγώ περίμενα κανέναν;
― Mα ναι, κάποιον φώναζες στον ύπνο σου νά ’ρθει.
Δε θυμούμαι πια τίποτα και της λέω πως θα ’ταν όνειρο.
(από το βιβλίο: Hλίας Bενέζης, Aιολική γη, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» Iωάννου Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 1969)
Quatre danseuses by Edgar Degas
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ - Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΦΑΚΕΛΛΟΣ
Ένα μεγάλο μυθιστόρημα στη γραμμή της γνησιότερης παράδοσης τους είδους, όπου το ενδιαφέρον της πλοκής συναγωνίζεται το ενδιαφέρον της κοινωνικής και της ατομικής ψυχογραφικής παρατήρησης. Οι δραματικές συγκρούσεις στο εσωτερικό μιας ομάδας ανθρώπων, όπου το συμφέρον καταργεί κάθε αίσθημα αλτρουισμού, διογκώνοντας στο έπακρο τα νοσηρά πάθη.
Ο κεντρικός ήρωας, ο λογοτέχνης και δικηγόρος Μάνος Τασάκος, ο δυναμικός κατακτητής, ο ηθικά αδιάφορος, ο σκληρός πειραματιστής του ανθρώπινου πάθους, αλλά και ο νοήμων, ο ιδιοφυής, ο ευαίσθητος και συγκλονιστικά ανθρώπινος, θα μείνει στη λογοτεχνία μας ολοζώντανος τύπος αυθύπαρκτος, απ' τις μορφές εκείνες που συνεχίζουν αυτόνομη και αυτοτελή τη ζωή τους και έξω από τις σελίδες όπου τις πρωτόστησε ο δημιουργός τους. «Οποιοδήποτε μυθιστόρημά μου» έλεγε ο Καραγάτσης «μπορώ να σας το διηγηθώ αρκετά λεπτομερώς, μέσα σε μισή ώρα. Αλλά τον "Κίτρινο Φάκελλο" μού είναι αδύνατον να τον διηγηθώ! Όχι επειδή δεν υπάρχει πλοκή. Απεναντίας, τα πολυποίκιλα γεγονότα περιπλέκονται με συνέπεια τόσο αρρήκτως αδέκαστη, ώστε οποιαδήποτε από τις αμέτρητες λεπτομέρειες κι αν λησμονήσω, η διήγησή μου γίνεται ακατανόητη. Ο "Κίτρινος Φάκελλος" είναι μυθιστόρημα που πρέπει να το διαβάζουν, κι όχι παραμύθι που μπορεί να το διηγούνται».
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Απόσπασμα
Την ώρα που ο καθηγητής Λεπίδης ρητόρευε μωρολογώντας, ο κ. Θανασούλης Πετρόπουλος είχε σταυρώσει τα πόδια και κοίταζε την άκρη του δεξιού του σκαρπινιού, που κάποιος άξεστος πληβείος, πατώντας την στον δρόμο, της έξυσε το βερνίκι. Αυτή η αδιόρατη αμυχή στην άψογή του εμφάνιση ενοχλούσε πολύ τον πατέρα της Μαρίας. Από το 1918, που η απαλλοτρίωση του τσιφλικιού του στη Θεσσαλία εμείωσε σημαντικά την περιουσία του, ο κ. Πετρόπουλος δίνει κρατερό αγώνα να διατηρήσει τουλάχιστο τη βιτρίνα της παλιάς κοσμικής υπόστασης. Δεν του περισσεύουν πια χρήματα όχι για ν’ ανοίξει το σπίτι του στους ανθρώπους του κύκλου του (αν, βέβαια, διέθετε ακόμα το παλιό του μέγαρο της οδού Τσακάλωφ), όχι να παίξει στον ιππόδρομο, όχι ν’ ανοίξει σαμπάνιες στα καμπαρέ, όχι ν’ ανταποδώσει τις υποχρεώσεις του από τα πάρτιζ που ενδεχομένως θα τον καλούσαν, όχι να κεράσει ένα κονιάκ Κουρβουαζιέ Βεσεοπέ μια γνωστή του κυρία στο μπαρ της Τζι Μπι, μα ούτε να πιεί ένα χυδαίο ουίσκυ σε μπαρ πολύ λαϊκότερο. Ίσα ίσα τα φέρνει στις δυο κάμαρες και σαλονοτραπεζαρία της οδού Υψηλάντου, ευχαριστώντας τον Ύψιστο που μπόρεσε να βρει τόσο φτηνό διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Υπηρέτρια δεν υπάρχει. Η Μαρία σκουπίζει, ξεσκονίζει, ψωνίζει, μαγειρεύει, σαπουνίζει, σιδερώνει, βοηθημένη, δυο πρωινά τη βδομάδα, από μια παραδουλεύτρα. Χρυσό κορίτσι, αλλά άρχισε να μπαϊλντίζει. Εκείνο που την ενοχλεί περισσότερο είναι η επιταχτική αξίωση του πατέρα της να είναι πάντα καλά κι ακριβά ντυμένη, τη στιγμή που το οικογενειακό διαιτολόγιο βασίζεται περισσότερο στα ξερά όσπρια, παρά στις πατάτες με το κρέας (κι όχι στο κρέας με πατάτες). Κάποια μέρα, αηδιασμένη από μια φάβα (που κατά λάθος μαγειρεύτηκε μπόλικη και τρωγόταν μεσημέρι-βράδυ επί τρεις ημέρες, γιατί έπρεπε να φαγωθεί), βρήκε το κουράγιο όχι να παραπονεθεί, αλλά γλυκά και ταπεινά να εκφράσει την απορία της.
-Άκου, παιδί μου, αποκρίθηκε ο πατέρας της. Η άτιμη κυβέρνηση Βενιζέλου με κατέστρεψε οριστικά. Να δουλέψω στην ηλικία μου εγώ, βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου. Με αυτά τα λιγοστά που μας απόμειναν θα τα βγάλουμε πέρα. Κι όσο είμαστε δυο να τα μοιραζόμαστε, κλάψ’ τα, Χαράλαμπε! Πρέπει σύντομα κι οι δυο να πάψουμε να πεινάμε. Μοναδικός τρόπος είναι να κάνεις πλούσιο γάμο – και μην ξεχνάς πως, εξόν απ’ την ευχή μου, άλλη προίκα δεν έχω να σου δώσω. Πρέπει λοιπόν κάποιον παραλή να τυλίξεις. κι οι παραλήδες συνήθως δεν παντρεύονται τις κουρελούδες θυγατέρες κακοντυμένων πατεράδων.
Η Μαρία παραδέχτηκε πως ο πατέρας της είχε δίκιο ως προς ένα σημείο: ότι γρήγορα έπρεπε να τον απαλλάξει απ’ το βάρος της. Όσο για να «τυλίξει» τον οποιοδήποτε παραλή, αυτό το απέρριπτε η τιμιότητά της. Δεκάξι χρονών ήταν, έρωτα και μια καλύβα γύρευε… Και να που ήρθε ο έρωτας στο πρόσωπο του Νίκου Ρούση. Η Μαρία τον αγάπησε, γιατί πρώτος εκείνος την αγάπησε. γιατί ήταν όμορφος, ζοφερός, ρομαντικός και χυδαίος εναλλάξ, κομψοντυμένος, κοσμικός, αργόσχολος και γόης περιζήτητος. γιατί ανάμεσα στις τόσες και τόσες που τον κυνηγούσαν, αυτός διάλεξε εκείνη. γιατί το αίσθημά του το διατήρησε σε αυστηρώς πλατωνικά επίπεδα, μη γυρεύοντάς της ποτέ ούτ’ ένα φιλί (αργότερα τα πράματα άλλαξαν κάπως). Το γεγονός όμως πως αυτός ο έξοχος εραστής ήταν και κληρονόμος διακοσίων χιλιάδων λιρών γέμιζε την καρδιά της με γλυκύτατη θαλπωρή.
Alfred Stevens, The Lady in Yellow or Remember, 1863.