Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του πανεπιστημιακού Αθανάσιου Χρηστομάνου. Εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε σε παιδική ηλικία έπασχε από κύφωση, ασθένεια που επηρέασε καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές του το 1887 και έφυγε για σπουδές Φιλολογίας στη Βιέννη. Το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ και διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών και συνοδός της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισσάβετ, θέση την οποία διατήρησε ως το 1893 συνεχίζοντας παράλληλα τις μελέτες του. Το καλοκαίρι του 1892 ασπάστηκε το καθολικό δόγμα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και ακολούθησαν πέντε μήνες μοναστικής ζωής (από το Νοέμβριο του 1892 ως το Μάρτιο του 1893) στο Μόντε Κασσίνο. Από το 1895 ως το 1899 παρέμεινε στη Βιέννη, όπου πραγματοποίησε πανεπιστημιακή καριέρα, αρχικά ως λέκτορας της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Έφυγε από τη Βιέννη έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του Βαρώνου-Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ και δημοσιεύσει δύο έργα στα γερμανικά: την ποιητική συλλογή Orphische Lieder και το δράμα Die graue Frau, και τα δυο έντονα επηρεασμένα από το ρεύμα του συμβολισμού. Λόγος της αναχώρησής του από τη Βιέννη σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους ήταν η δημοσίευση του έργου του Tagebucher. Ο Χρηστομάνος δημοσίευσε το έργο μετά το φόνο της Ελισσάβετ από έναν Ιταλό αναρχικό στη Γενεύη, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αυλής και την παραίτησή του από το Πανεπιστήμιο. Ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία και εγκαταστάθηκε το Νοέμβριο του 1901 στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη Νέα Σκηνή, θίασο που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής σκηνικής πράξης. Οι σημαντικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την προσπάθειά του το 1905 και να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Το 1908 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το έργο του για την Ελισσάβετ με τίτλο Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ. Σελίδες ημερολογίου με πρόλογο του Μ. Μπαρρές και άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το μυθιστόρημα Η κερένια κούκλα στην εφημερίδα Πατρίς. Την ίδια χρονιά ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη ανέβασε χωρίς επιτυχία το έργο του Τα τρία φιλιά. Πέθανε στην Αθήνα το 1911. Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος υπήρξε ένας από τους πρώτους έλληνες αισθητιστές λογοτέχνες· συνδύασε επίσης στο έργο του συμβολιστικά, νεορομαντικά, ποιητικά και ρεαλιστικά στοιχεία, ενώ έντονη είναι η παρουσία του μελαγχολικού τόνου στα γραπτά του. Η σκηνοθετική του δράση στα πλαίσια της Νέας Σκηνής αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ο Χρηστομάνος ανανέωσε τη θεατρική πράξη ακολουθώντας τα χνάρια των ευρωπαίων σκηνοθετών Αντρέ Αντουάν και Όττο Μπραμ, υπήρξε ένας από τους πρώτους έλληνες σκηνοθέτες με τη σύγχρονη σημασία του όρου και πρόβαλε ένα εντελώς νέο για τα ελληνικά δεδομένα υποκριτικό ύφος και έργα από το σύγχρονο διεθνές και ελληνικό ρεπερτόριο (Ίψεν, Τσέχωφ, Στρίντμπεργκ, Μαίτερλιγκ, Ξενόπουλου, Παλαμά και άλλων). Παρά την πτώση της ποιοτικής στάθμης του ρεπερτορίου του θιάσου υπό την πίεση των οικονομικών αναγκών, η Νέα Σκηνή διατήρησε ως το τέλος της την αξιόλογη αισθητική των παραστάσεών της και υπήρξε μεγάλο σχολείο για ηθοποιούς, σκηνογράφους, ενδυματολόγους οι οποίοι κυριάρχησαν αργότερα στην ελληνική σκηνή.
Εργογραφία
(πρώτες ελληνόφωνες αυτοτελείς εκδόσεις)
I.Πεζογραφία
• Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ. Αθήνα, τυπ.Π.Δ. Σακελλαρίου, 1908.
• Η Κερένια κούκλα· Αθηναϊκό μυθιστόρημα. Αθήνα, Φέξης, 1911.
ΙΙ.Θέατρο
• Die graue Frau. Βιέννη, 1898.
• Τα τρία φιλιά· Τραγική σονάτα σε τρία μέρη. Αθήνα, εκδ.Πανός, 1909.
• Η Σταχτυά γυναίκα. Αθήνα, χ.χ.
• Ο κοντορεβυθούλης. Αθήνα, 1909.
ΙΙΙ.Ποίηση
• Orphische Lieder. Βιέννη, 1899.
ΙV. Μελέτες
• Γενεαλογικά μελετήματαΑ΄ · Το γένος Λίμποβα. Αθήνα, 1897.
Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ
Ο Κ Χρηστομάνος βρέθηκε το 1888 στη Βιέννη, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του -το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ- και είχε την ευκαιρία να διευρύνει τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Εκεί το Μάιο του 1891 ζητήθηκε αρχικά από τον αδελφό του και -κατόπιν της άρνησης του- από τον ίδιο το Χρηστομάνο να διδάξει ελληνικά στην αυτοκράτειρα Ελισσάβετ, περισσότερο γνωστή και ως πριγκίπισσα Σίσσυ. Τα αποσπασματικά τρία χρόνια (1891-1893) που πέρασε κοντά της ο Χρηστομάνος ως δάσκαλος αλλά και συνοδός της (ακόμα και σε σύντομο ταξίδι στο αυτοκρατορικό ανάκτορο της Κέρκυρας), θα τον σημαδέψουν βαθιά και θα τον ωθήσουν να διαμορφώσει λατρεία στο πρόσωπο της Σίσσυ.
Το 1898, λίγο μετά τη δολοφονία της αυτοκράτειρας, αποφάσισε να δημοσιεύσει ένα βιβλίο αφιερωμένο σ’ αυτήν, το «Tagebucher» («Φύλλα ημερολογίου»), το οποίο όμως προκαλέσε την έντονη δυσαρέσκεια των Ανακτόρων που, χαρακτηρίζοντας τον ως ανεπιθύμητο, τον υποχρεώνουν να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο και να επιστρέψει στην Ελλάδα. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867 - 1911), φύση ευαίσθητη, μελαγχολική, ρομαντική, αποζητούσε τη ρέμβη και τη μοναξιά και τρεφόταν από τους καρπούς των κήπων του αισθητισμού. Η ωραιοπάθεια και η ωραιολατρεία του, η εκλογή της σπάνιας λέξης και το κυνήγι του περίτεχνου ή του ασυνήθιστου στην έκφραση φανερώνουν πολύ καλά τι οφείλει το πνεύμα του και το ύφος του στους συγγραφείς του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος, που βρισκόταν στην ακμή του ακριβώς στα χρόνια, κατά τα οποία ο ίδιος διαμορφωνόταν πνευματικά: στα 1891 - 1895 π.χ. ο Wilde και ο D' Annunzio είχαν φτάσει στο απόγειο της λογοτεχνικής τους δόξας. Έτσι, η ωραιολογία και η απαισιοδοξία αποτέλεσαν τα κύρια γνωρίσματα που σφράγισαν "Το Βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ" και την "Κερένια Κούκλα" - τα δυό βασικά δηλαδή βιβλία του. Γεννήθηκε αρτιμελής, αλλά ένα τραγικό ατύχημα στην παιδική του ηλικία στάθηκε η οδυνηρή αιτία του ραχητισμού του· στη δυσμορφία αυτή του σώματός του οφείλεται ο εγωκεντρικός και εσωστρεφής χαρακτήρας του. Ο πατέρας του, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διάσημος χημικός, τον έστειλε μαζί με τον αδελφό του Αντώνη στη Βιέννη γι' ανώτερες σπουδές. Εκεί σπούδασε φιλοσοφία, έμαθε ξένες γλώσσες, απέκτησε ευρύτατη μόρφωση. Εκεί έζησε την πιο σημαντική και την πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής του: η αυτοκράτειρα της Αυστροουγγαρίας Ελισάβετ τον κάλεσε και τον διόρισε προσωπικό της συνοδό, για να έχει την ευκαιρία να μιλά ελληνικά. Όπως γράφει ο ίδιος: "Εκείνη μ' έμαθε να ξανοίγω μέσα μου την εικόνα του εγώ μου και να αφηγκράζωμαι τη μουσική των σκέψεών μου... Με τα δικά της μάτια ανακάλυψα την ωριοσύνη που κοίτεται κρυμμένη μέσα στη ζωή... Σ' Εκείνη χρωστώ ό,τι είμαι... Είναι αρκετή ευτυχία που έζησα για να αποκτήσω αυτό που για μένα ήτον Εκείνη... Φυσικά, ο ερχομός μου, η παρουσία μου, η αναχώρησίς μου δεν είναι για Εκείνην παρά ένα επεισόδιο... Αλλά για μένα αυτό το επεισόδιο έγινε η ίδια μου η ζωή". [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ - ΣΤΗΝ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗ
Τὸ θαλαμηγὸ τῆς Αὐτοκράτειρας εἶναι κομψὸ καὶ λουσσᾶτο. Οἱ καμπίνες ποὖναι προορισμένες γιὰ τὴ Μεγαλειότητά Της, πολὺ βαθιὰ στὴν καρίνα το πλοίου, ἔχουν τὰ ἰδιαίτερα γνωρίσματα τῆς κατοικίας ἑνὸς ναυτικοῦ. Εἶναι ἁπλούστατες καὶ πρακτικὰ βαλμένες, κι ὅμως μαντεύει κανεὶς ἀμέσως τὴ διαμονὴ μιᾶς ὑπέροχης προσωπικότητος. Κ' ἐδῶ ὅλα τὰ ἔπιπλα σκεπασμένα μὲ ἄσπρα λινὰ ντύματα ποὺ κάτω τους δὲ βάζει ὁ νοῦς τὸ μετάξι· καὶ παντοῦ λουλούδια. Ἡ καμπίνα τοῦ λουτροῦ εἶναι στἀλήθεια τὸ κυριώτερο διαμέρισμα καὶ μὲ περισσότερη εὐμάρεια ἀπὸ τἄλλα ταχτοποιημένο. Στὰ ταξίδια της ἡ Αὐτοκράτειρα κάνει μόνο θαλάσσια λουτρά: μιὰ βαρκοῦλα, ἐνόσῳ περπατεῖ τὸ πλοῖο, τραβᾷ ἀλάργα στὸ πέλαγος καὶ τῆς φέρνει τὸ νερὸ τἀμάλαγο ἀπ' τὰ βαθιὰ κι ἀπ' τἀμάλαγα. Στὸ κατάστρωμα ἐπάνω εἶναι στημένο ἕνα κιόσκι στρογγυλὸ ὅλο κρύσταλλα, ποὺ βλέπει ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς τὴ θάλασσα: εἶνε ντυμένο ἀπομέσα μὲ γαλάζιο μετάξι capitonné κ' ἔχει στόρια ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν κ' ἕνα ντιβάνι ἡμικυκλικό, κι αὐτὰ ἀπὸ μετάξι ὁμοιόχρωμο. Ἐδῶ μέσα ἡ Αὐτοκράτειρα κάθεται καὶ τὴ χτενίζουν τὸ πρωῒ καὶ συνάμα διαβάζει ἢ γράφει μαζί μου: ἐνόσῳ βρίσκεται σ' αὐτὸ τὸ κιόσκι, ὅλα τὰ παραπετάσματα εἶναι κατεβασμένα. Ἐκτὸς ἀπ' αὐτὲς τὶς ὧρες, μόνον ὅταν βρέχῃ ἢ σὰν ἔρθῃ καμμιὰ φουρτοῦνα, ἀποτραβιέται ἐκεῖ μέσα, ἀλλὰ τότε ἡ θέα πρὸς τὴ θάλασσα μένει πάλιν ἀνοιχτὴ κ' ἐλευθερωμένη. Μόνη της μοῦ ἔδειξε καὶ μοῦ ἐξήγησε ὅλ' αὐτά.
− Ὅταν κάνῃ μεγάλη τρικυμία καὶ βρισκόμαστε στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, βάζω συνήθως καὶ μὲ δένουνε μὲ σχοινιὰ σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν πολυθρόνα. Λαβαίνω, βλέπετε, τὶς ἴδιες προφυλάξεις μὲ τὸν Ὀδυσσέα, ἐπειδὴ τὰ κύματα μὲ τραβοῦν κ' ἐμένα τὸ ἴδιο.
Μὰ ἡ ξέχωρή της περιοχή, τὸ λημέρι της, ὅπως ἡ ἴδια μοὔλεγε, εἶναι ἡ πρύμη τοῦ πλοίου καὶ μὶα ἀπὸ τὶς γέφυρες τῆς βάρδιας· κι αὐτὲς ἔβαλε καὶ τὶς κλείσανε μὲ καραβόπαννα ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴ φαίνεται πιὰ τίποτ' ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ μονάχα ἡ θάλασσα νὰ ξανοίγεται ἀπεριόριστη. Αὐτὴν τὴν τέντα τὴν περίφραχτη τὴ βάφτισα ἐγὼ «Τσαντήρι τῆς Ἰζόλδης», − ἐπειδὴ ἔτσι, σὲ τέτοιο μέσα πορφυρόφαντο τσαντήρι, ἀθώρητην ἀπ' τοὺς ναῦτες κι ἀπ' τὴν καρδιά του ἀκόμα, τὴν πήγαινε ὁ πιστὸς Τριστὰν τὴ γλυκειὰν ἀγάπη τῆς ψυχῆς του νύφη τοῦ βασιλιᾶ του. Αὐτὴ ἡ ὀνομασία πολὺ τῆς ἄρεσε τῆς Αὐτοκράτειρας. Κ' ἔχει μερικὲς ὧρες ποὺ προτιμᾷ τὴ γέφυρα τῆς βάρδιας, ἄλλες πάλι τὴν πρύμη: τὸ πρωῒ τὴ γέφυρα, τὸ μεσημέρι τὴν πρύμη, καὶ τὸ βράδυ πάλι τὴ γέφυρα. Ἀλλὰ πρὸς τὸ βράδυ ὅλες οἱ λινάτσες κατεβάζονται καὶ τότες οἱ ναῦτες καθὼς κι ὅσοι εἶναι στὸ καράβι χάνονται μπρὸς ἀπ' τὰ μάτια της καὶ προσπαθοῦν ὅσο μποροῦνε νὰ μένουν ἀόρατοι − − Ἀργὰ τὴ νύχτα μόνον, ὅταν τἄστρα τρεμοφέγγουν ἀμίλητα πάνω ἀπ' τὸ μαῦρο καραβι ποὺ πλέει σιγαλά, ἔρχεται ἀπ' τὴν πλώρη τὸ τραγούδι τῶν ναυτῶν ὣς μέσα στὸ ἔρημικὸ τσαντήρι τῆς ὀνειρεμένης Βασίλισσας, τῆς παραμυθένιας…
Σήμερα μόλις τελείωσαμε τὸ μάθημα μὲς τὸ κιόσκι, μὲ φώναξεν ἐπάνω στὴ γέφυρα. Στὸ τσαντήρι τῆς Ἰζόλδης μόνο ἕνα ἄνοιγμα ἦτον ἀφημένο ποὺ κι αὐτὸ ἔκλεινε μ' ἕνα κρεμαστὸ χαλί.
Μπροστὰ μας δὲν εἴχαμε παρὰ τὴ θάλασσα τὴν ἀτέρμονη, ἔρημη καὶ βουρκωμένη, βαθιόμαβια μολυβένια ποὺ τὸ χρῶμα της αὐτὸ ἔκανε σχεδὸν αἰσθητὸ τὸ βάρος τῶν νερένιων ὄγκων της· κι ἄσπρα γαϊτάνια ἀπὸ ἀφροὺς ρήγωναν καὶ πλούμιζαν αὐτὸ τὸ κρασᾶτο μαβὺ τὸ πένθιμο καὶ ἀπέραντο. Γλάροι μὲ σιγαλερὲς φτεροῦγες σὰν τόξα τανυσμένα πετοῦσαν πίσω μας· καὶ κάθε λίγο βγάζανε κάτι στριγγὲς κραυγές.
− Στὸ κάθε ταξίδι μου, οἱ γλάροι ἀκολουθοῦν τὸ πλοῖο μου, εἶπεν Ἐκείνη, καὶ πάντα βρίσκεται ἀνάμεσά τους κ' ἕνας βαθύχρωμος, σχεδὸν μαῦρος, σὰν κ' ἐκεῖνον ἐκεῖ.
Καὶ μοὔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό της ἕνα γλάρο μαυρειδερὸ ποὺ πετοῦσε πιὸ μπρὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἔπειτα πρόσθεσε:
− Νὰ δῆτε ποὺ αὐτὸς θἄρθῃ μαζί μας σχεδὸν ἴσα μὲ κοντὰ στὴν Κέρκυρα. Πολλὲς φορὲς ὁ μαῦρος γλάρος μ' ἔχει ἀκολουθήσει ὁλόκληρη ἑβδομάδα ἀπὸ μιὰν ἤπειρο ὣς τὴν ἄλλη. Μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι ἡ Μοῖρα μου ποὺ μὲ παραφυλάει.
Τὸ «Μιραμάρε» ἔκαμε σταθμὸ στὴν Πόλα, ἐπειδὴ ἡ Αὐτοκράτειρα σκόπευε νὰ ἐπιθεωρήσῃ τὸ παλιὸ καταδρομικὸ «Πελεκάνος», ποὺ μετασκευαζότανε τώρα στὸ Ναύσταθμο σ' αὐτοκρατορικὸ θαλαμηγό. Τὸ πλοῖο ποὺ τὴν περίμενε αὐτὴ τὴν ἐπίσκεψη ἤτονε σημαιοστόλιστο. Καὶ πῆγε νὰ τὸ ἰδῇ μαζὶ μὲ τὴν Κυρία τῆς Τιμῆς της μέσα σὲ μιὰ δωδεκάκουπη βάρκα τοῦ «Μιραμάρε» καὶ στὰ μισὰ τοῦ δρόμου ἦρθε νὰ τὴν ὑποδεχθῇ μιὰν ἄλλη λέμβος τοῦ πολεμικοῦ, γεμάτη ναυάρχους καὶ διαφόρους βαθμοφόρους τοῦ λιμένος. Ἀπ' τὶς ἐρημιὲς τοῦ πνεύματος ὅπου πλανιότανε ξανάμπαινε τώρα μὲς τὴν ἀτμοσφαῖρα τῆς αὐτοκρατορικῆς περιωπῆς της μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ κ' ἐδῶ ἔφερνε μαζί της τὸ ἀλάλητο ὕψος, τὴν ἄφθαστη χάρη τῆς ξέχωρα δικιᾶς της φύσεως: σ' ὅλων αὐτῶν ποὺ γύρω της στέκονταν τὴν ὄψη ἔβλεπα περίχυτο τὸ μαγεμένο θάμπωμα ἀπ' τὴν ποίηση τῆς παρουσίας της, ἀλλὰ συνάμα ἔνοιωθα πὼς δὲν καταλάβαιναν τὴν αἰτία τὴ μοναδική, παρὰ ἐξηγούσανε σφαλερὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ αἰσθάνονταν τότε μὲ τὴν ἀψηλή της θέση.
Σήμερα εἶπε:
− Ἡ ζωὴ στὴ θάλασσα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ ταξίδι: εἶναι μιὰ ζωὴ καλυτερεμένη, πιὸ βαθειὰ καὶ προπάντων πιὸ ἀληθινή· γι' αὐτὸ προσπαθῶ νὰ τὴν ἀπολαβαίνω ὅσο μπορῶ πιὸ τέλεια καὶ πιὸ πολὺν καιρό. Ἐδῶ στὸ ἀφρόζωστο καράβι βρίσκεται κανεὶς σὰν ἐπάνω σ' ἕνα νησὶ ἀπ' ὅπου ὅλες οἱ δυσαρέσκειες καὶ οἱ σχέσεις οἱ ἀνθρώπινες ἔχουν ἐξορισθῆ. Εἶναι μιὰ ζωὴ ἡδονική, λαγαρὴ καὶ κρυσταλλωμένη, χωρὶς πόθο καὶ χωρὶς συναίσθηση τοῦ χρόνου: − τὸ αἴσθημα τοῦ καιροῦ ποὺ περνᾷ εἶναι πάντα ὀδυνηρό, γιατὶ μᾶς κάνει νὰ αἰσθανόμαστε τὴ ζωή μας.
Στὴ γέφυρα ἐπάνω μοῦ εἶπε, δείχνοντάς μου παλι τὸ μαῦρο γλάρο ποὺ ὄλο καὶ σάλευε ἀθόρυβες μεγάλες φτεροῦγες, διάφεγγες στὸν ἥλιο, καὶ πότε δεξιά, πότε ἀριστερὰ τοῦ καραβιοῦ ἔλαμνε ἀπάνωθέ μας στὸν αἰθέρα:
− Μοῦ προφητεύει πὼς θὰ τελειώσω στὴ θάλασσα. Ὅταν ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ πὼς πέθανε ὁ Σέλλεϋ, ἀμέσως μοὖρθε κ' ἐμένα αὐτὴ ἡ σκέψη ἢ .. αὐτὴ ἡ λαχτάρα!
Περνούσαμε μπρὸς ἀπ' τὰ νησιὰ τῆς Δαλματίας. Ἡ θάλασσα ἦτον τώρα ἡσυχώτερη. Πέρα οἱ ἀκρογιαλιὲς πρασίνιζαν. Τὴν ἀρώτησα, ἂν δὲν αἰσθανότανε τὴν ἐπιθυμία νὰ πατήσῃ πάλι τὸ πόδι της στὴ γῆς. Κ' ἐκείνη εἶπε:
− Ἡ ζωὴ στὸ πλοῖο ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ὀμορφιὰ ἀπ' τὸ κάθε ἀκρογιάλι. Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἐπιθυμῇ κανεὶς νὰ πάῃ πούποτα παρὰ μόνο ἐπειδὴ ἀνάμεσά μας καὶ τοῦ πόθου μας βρίσκεται τὸ ταξίδι. Ἂν πήγαινα σ' ἕναν τόπο ποὺ νἄξερα πὼς δὲ θὰ μποροῦσα πιὰ νὰ ξαναφύγω, καὶ Παράδεισος νὰ ἤτονε, θὰ μοῦ φαινότανε Κόλασις ἡ διαμονὴ σ' αὐτόν. Ἡ ἰδέα πὼς σὲ λιγάκι θἀφήσω πάλι κάποιο μέρος μὲ συγκινεῖ καὶ μὲ κάνει νὰ τἀγαπῶ. Κ' ἔτσι θάβω κάθε φορὰ ἕνα ὄνειρο ποὺ σβήνει πρόωρα γιὰ νἀρχίσω νὰ στενάζω γιὰ κάποιο ἄλλο ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει γεννηθῆ.
Στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα τῆς φέρνουνε νὰ πιῇ γάλα ἀπὸ μιὰ γίδα Μαλτέζικη ποὺ τὴν ἔχουν πάρει μαζὶ ἀπ' τὴ Βιέννη.
− Κάνει τὸ ταξίδι χωρὶς κανέναν ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸ ὡραῖο, μοὖπε ἡ Αὐτοκράτειρα, καθὼς πήγαμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὴ βασιλικὴ κατσίκα στὸ ξύλινό της ἀνάχτορο. Ἀλλὰ ἔχει πολὺ ἀνεπτυγμένο τὸ αἴσθημα τοῦ καθήκοντος, γιατὶ εἶναι Ἀγγλίδα: αὐτὸ ἔχει πιὸ μεγάλη ἀξία ἀπὸ κάθε αἰσθητική. Γι' αὐτὸ κι' ἐγὼ τὴν πῆρα μαζί μου. Δὲν ὑπάρχουν καλύτερες «nurses» ἀπὸ τὶς Ἀγγλίδες.
Ὑστερώτερα μοῦ εἶπε:
− Οἱ ἄνθρωποι νομίζουν πὼς ἔχουν ὑποδουλώσει τὴ φύση καὶ τὰ στοιχεῖα μὲ τἀτμόπλοια καὶ τὰ ἐξπρὲς τραῖνα τους. Ἀπεναντίας ὅμως ἡ φύσις τώρα ἔχει βάλει τοὺς ἀνθρώπους στὸ ζυγό. Ἄλλοτε αἰσθανόταν κανεὶς τὸν ἑαυτό του θεὸ σὲ καμμιὰ βαθιὰ κρυμμένη λαγκαδιὰ ποὺ δὲν ἔβγαινε ποτέ του νὰ κάνῃ ἕνα βῆμα παραέξω ἀπὸ τὰ φρύδια της − σὰν τὸν ποντικό στὴν τρύπα του. Τώρα ποὺ γινήκαμε globertotters καὶ πήραμε σβάρνα τὴν ὑδρόγειο, κυλοῦμε σὰν τὶς σταγόνες μὲς τὴ θάλασσα καὶ στὰ τελευταία θὰ τὸ καταλάβωμε πὼς δὲν εἴμαστε τίποτα περισσότερο.
− Στὴ θάλασσα μέσα ἡ ἀναπνοή μου πλαταίνει, μοῦ εἶπε ἀκόμη ἐπάνω στὴ γέφυρα· ρυθμίζεται σύμφωνα μὲ τὸ σάλεμα τῆς θάλασσας: ὅσο πιὸ πλατιὰ ἁπλώνονται καὶ φουσκώνουν τὰ κύματα, τόσο βαθύτερα ἀνασαίνω ἐγώ.
− Ναί, Μεγαλειοτάτη, ἀνάμεσά μας, τῶν φτωχῶν θνητῶν ποὔμαστε, καὶ τῶν πραγμάτων ποὺ δὲν πεθαίνουν ὑπάρχουν κάποιες βαθειὲς σχέσεις ποὺ οἱ νόμοι τους μένουν κρυμμένοι σ' αἰώνια μυστήρια.
− Ἐγὼ φαντάζομαι, μοῦ εἶπε, πὼς ἡ θάλασσα μᾶς παίρνει ὅ,τι ἔχομε ἀνθρώπινο, πὼς δὲν ἀνέχεται μέσα μας τίποτα ἀπ'τὴν ἐπίγειο ζωοσύνη. Μέσα στὴν τρικυμία πολλὲς φορὲς θαρρῶ πὼς κ' ἐγὼ ἡ ἴδια ἔχω γίνει ἕνα κῦμα ποὺ ἀφρίζει.
Κ' ἐγὼ τὴν κύτταζα σὰ θαμπωμένος − −
Σήμερα πάλιν ἡ θάλασσα εἶναι κυματοῦσα κι ἀγριεμένη. Μοῦ ζήτησε νὰ τῆς διαβάσω μερικὲς σελίδες ἀπὸ τὸν «Κύκλο τῆς θάλασσας τοῦ Βοριᾶ» τοῦ Χάϊνε. Ἡ δεύτερη στροφὴ τῆς «Τρικυμίας» μ' ἔκαμε νἀνατριχιάσω καθὼς τὴ διάβαζα, τόσο μοῦ φάνηκε παρμένη ἀπὸ ἐπάνω της:
− O Meer!
Mutter der Schönheit, der schaumentstieg' nen!
Schon flattert, leichenwitternd,
Die weisse, gespenstische Möwe
Und wetzt an dem Mastbaum den Schnabel… [1]
Καὶ παρακάτω:
− Fern an schottischer Felsenküste..
Steht eine schöne kranke Frau,
Zartdurchsichtig und marmorblass..
Und den Wind durchwühlt ihre langem Locken
Und trägt ihr dunkles Lied
Űber daw weite, stürmende Meer…[2]
Περίφοβα σήκωσα τὰ ματια μου πρὸς τὰ δικά της καὶ εἶδα τὰ βλέμματά της νὰ σέρνωνται μαζὶ μὲ τὸν ἀγέρα πάνω στὸ ἄραχνο καὶ μανιασμένο πέλαγος…
Κ. Χρηστομάνος, Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, Αθήνα, τυπ, Σακελλαρίου, 1908, σσ. 136−145
1 Ὦ θάλασσα!
Μάννα τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἀφρογεννημένης!
Νὰ τὸν ποὺ μύρισε κιόλας τὸ Χάρο
Ὁ ἄσπρος γλάρος − τὸ βρυκολακιασμένο
Πουλί − καὶ στὸ κατάρτι ἀκονίζει τὸ ράμφος…
2 Μακριὰ στῆς Σκωτίας τοὺς θαλασσοδαρμένους βράχους
Στέκεται μιὰν ὥρια κι ἄρρωστη γυναῖκα
Χλωμὴ καὶ διάφανη σὰ μαρμαρένια..
Κι ὁ ἀγέρας ἀναδεύει τὰ μακριὰ μαλλιά της
Καὶ παίρνει ἀπὸ τὸ στόμα της τὸ σκοτεινὸ τραγούδι
Η Κερένια κούκλα
Το 1911, μετά το θάνατό του, εκδίδεται η «Κερένια κούκλα», αυτό το «αθηναϊκό μυθιστόρημα», όπως ο ίδιος το ονόμαζε, μια «ιστορία απλή και λυπητερή - γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή». Είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες σε εφημερίδες, το 1908, και οξυδερκείς κριτικοί, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, είχαν ήδη εντοπίσει τις αρετές - όσο και κάποια αδύνατα σημεία του. Η μεγάλη επίδραση που άσκησε ο Χρηστομάνος στην μετέπειτα πεζογραφία, με το περιορισμένο πεζογραφικό του έργο, την «Κερένια κούκλα» και το «Βιβλίο» επί της ουσίας, είναι αδιαμφισβήτητη και έχει υπογραμμιστεί από μια σειρά κριτικούς και νεοελληνιστές, από τον Τέλλο Αγρα ώς τον Μάριο Βίττι. Ο Χρηστομάνος ήταν περιβεβλημένος με την αχλύ του μύθου, ο οποίος, όπως φαίνεται, δεν άφησε το μυθιστόρημά του να περιπέσει στη λησμονιά, και συνέχισε να επανεκδίδεται, αν όχι αδιαλείπτως, πάντως, αρκετά συστηματικά. Προφανώς, επειδή το ίδιο το βιβλίο εξακολουθεί να μιλάει στον αναγνώστη, ασχέτως εποχής, και παρά τη λυρική υπερβολή που υπονομεύει σε ορισμένα σημεία τη διάρθρωση και την ανέλιξή του.
Η «Κερένια κούκλα» αφηγείται την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, με ολέθρια κατάληξη. Ενα όμορφο παλικάρι, ο ξυλογλύπτης Νίκος, παντρεύεται μια μεγαλύτερή του γυναίκα, τη Βεργινία, η οποία αρρωσταίνει βαριά όταν αποβάλει. Μια όμορφη μικρούλα, η Λιόλια, έρχεται να βοηθήσει με τις δουλειές του σπιτιού, ο Νίκος την ερωτεύεται, η Βεργινία το αντιλαμβάνεται και καθώς είναι παράφορα ερωτευμένη με το Νίκο, πηγαίνει μια ώρα αρχύτερα στον τάφο. Ο Νίκος παντρεύεται τελικά τη Λιόλια, η οποία γεννά ένα παιδί ίδιο με τη Βεργινία, που γρήγορα πεθαίνει. Η συνέχεια της ιστορίας είναι ακόμα πιο σκοτεινή.
Διαβάζοντας σήμερα την «Κερένια κούκλα», η οποία αποτελεί την καλύτερη απάντηση στην κακής ποιότητας ηθογραφία που κυριαρχεί στην εποχή του Χρηστομάνου, στέκεται στο πολύ ωραίο στήσιμο της ιστορίας, που σαν σιδερένιο στεφάνι εγκλωβίζει το ζευγάρι σε μια αμείλικτη μοίρα· στην εικαστική σχεδόν αναπαράσταση όχι μόνο των σκηνών του πλήθους, όπως το καρναβάλι, ο χορός, ούτε του πάθους, όπως στην υπέροχη σκηνή με τους εραστές κάτω από τις μυγδαλιές, αλλά και των μεμονωμένων προσώπων, των διαδρομών τους, της πόλης, κάθε κίνησης, κάθε ήχου, κάθε προοπτικής. Ο Βάσος Βαρίκας, το 1970, κάνει λόγο για «σελίδες αξιανάγνωστες, ακόμη και σήμερα, από τις καλύτερες της πεζογραφίας μας». Και όντως, ώς σήμερα, το έργο του Χρηστομάνου, με τον μεταφυσικό του συμβολισμό, με την ωραιολογία του, με την ποιητική του διάθεση και τον λυρισμό του, με την απαισιοδοξία του που καθόλου δεν εμποδίζει τη χαρά της ζωής να διεκδικήσει το μερίδιό της, με την ενσωμάτωση του άστεως στη ραχοκοκαλιά της ιστορίας, αποτελεί ένα θαυμάσιο ανάγνωσμα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Θα σας πω μιαν ιστορία απλή και λυπητερή — γιατί απλή και λυπητερή είναι η ζωή — —
. . Τι γρήγορα που φεύγομε και αφήνομε τον ήλιο και την θάλασσα, τα λουλούδια και το φεγγάρι! . . .
Τα παλαιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα — και τα χείλη των νέων που γελούνε φανερώνουν το τόξο της οδύνης: γιατί και χαρά δεν είναι παρά ένας καημός που περιμένει την ώρα του ναρθή — είναι ο άμμος πάνω από την πέτρα την αληθινή που τονέ σκορπάει ο άνεμος. Έτσι ξεγελιούνται κ’ οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές που πολλές φορές ανθίζουν προτού ναρθή η πίκρα του χειμώνα . . .
Εσείς που θα διαβάσετε αυτήν την ιστορία θα σκεφθήτε ίσως πως με περισσότερην υποταγή κ’ ευγνωμοσύνη πρέπει να ζήσωμε τη θλίψη της ζωής που μας έδωσε η Μοίρα. Αχ, όσους και να πυργώση η ανθρωπινή μας περιφάνεια άλικους βράχους μέσα στη ματιά του βίου, πάντα το θλιμμένο το ποτάμι θα κυλήση κάτω απ’ τις κλωνόγερτες ημέρες μας τα πονεμένα του νερά, βουβά κι αργά, προς τη μεγάλη θάλασσα τη σκοτεινή που είναι η ευτυχία η αληθινή — γιατί είναι η αιώνια αλήθεια . . .
✤✤✤✤
Στους εφτά της μήνες, εκεί πούπλενε η Λιόλια πεσμένη απάνω στη σκάφη, την έπιασαν άξαφνα οι πόνοι. Ήτον αυτού δα, για την καλή της τύχη, κ’ η πονόψυχη η Κερά Γιώργαινα και την εβοηθούσε στο περέχημα — η μόνη φιλενάδα της που την είχε πια σαν άλλη μητέρα: αυτή την έπιασε στα χέρια της, εκεί που ξεφώνιζε και τσάκιζε σε δυο σφίγγοντας με τα δυο της τα χέρια την κοιλιά της, και την πήγε στην κάμαρη και την έβαλε στο κρεββάτι και την παραστάθηκε. . .
Σε μιαν ώρα μέσα γέννησε.
Τόπιασε η Κερά Γιώργαινα στα χέρια της το παιδί που γεννήθηκε χωρίς πνοή: χλωμό-χλωμό, σαν από κερί ασπροκίτρινο με τα χειλάκια του και ταυτάκια του και τα δαχτυλάκια των ποδιών και των χεριών του μελανιασμένα, μαβιοκόκκινα. . . Το χτύπησε η Κερά Γιώργαινα πίσω στις πλάτες και στις πατούνες, το τράνταξε, του πέταξε νερό στο μουτράκι του με το στόμα της. . και σα δεν ανάσαινε μ’ όλ' αυτά, του φύσηξε δυνατά μέσα στο στοματάκι τον και μονομιάς φταρνίστηκε. . και σιγά-σιγά ρόδισε, μα μόλις — όσο ροδίζει εν’ άσπρο τριαντάφυλλο — κ’ έζησε. . κι άρχισε να κλαίη αχνά, καθώς μπήκε στη ζωή. . .
Σαν κερένια κούκλα ήτον το τσαμένο, σαν κούκλα πούβγαζε και λίγη φωνή άμα τηνέ ζουλούσαν. . .
— Κοριτσάκι είνε Λιόλια μου, μα ότι και νάναι να σου ζήση και σπιτονοικοκυρά! Δεν έχει τίποτα· μόνο λιγουλάκι χλωμούλι πουν’ εξ αιτίας που γεννήθηκε πριν τον καιρό. Αυτή θέλει όλο και στα ζεστά και να τη δης που θα σου γείνη θρεφτάρι. . .
Και τόλουσε το νεογνό μέσα σε χλιαρό νερό, πούτρεξε και τόφερε από το πλυσταρειό, κ’ έπειτα το τύλιξε μέσα σε λίγο μαλλί, που το τράβηξε απ’ το στρώμα, και σε κάτι φανελλίτσες πούψαξε και τις ηύρε μέσα στον κομμό, παλιές της Βεργινίας, και το φάσκιωσε με τα παννάκια πούχε η Λιόλια ετοιμάσει κάτι λιγοστά, από καιρό, και της τόβαλε της Λιόλιας στο κρεββάτι. . .
Κοιτόταν η Λιόλια, πονεμένη και χλωμή στο κρεββάτι, ολομόναχη, χωρίς να ξέρη τίποτα ο Νίκος, χωρίς τη θεια Ελέγκω κοντά της, γιατί κανείς δεν τόβαζε με το νου του αυτό το ξαφνικό. . έτσι γερή και δυνατή που ήτον. . .
Ως που να πάη και νάρθη η Κερά Γιώργαινα που πετάχτηκε σπίτι της να πάρη κάτι χρειαζούμενα για τη λεχώνα και για το παιδί: κάτι βαμπάκια, κάτι στύψες, λίγο γλυκοπόδιο, μια χούφτα γλυκάνισο να βράση του παιδιού, που τάχε απ’ τις δικές της γέννες, πλάκωσαν κι άλλες γειτόνισσες — γιατί άλλο δεν είναι να τις τραβήξη, όπως το κρέας τη μύγα και το ψάρι τη γάτα, από λείψανο και γεννητούρια κι όπου φανή η Κερά Γέννα κι ο Κυρ Χάρος σέρνουν όλο το γυναικομάνι αποπίσω τους, όπως ο Φασουλής κι ο Καραγκιόζης τη μαρίδα. Πλάκωσαν το λοιπόν αυτές όλες — που δεν πατούσαν το πόδι τους καμμιά τους στο σπίτι της Λιόλιας κ’ ήρθαν τώρα τάχατες να φανούνε χρήσιμες κι αυτές σε μιαν περίσταση, γιατί πού ξέρεις πως τα φέρνει ο Θεός καμμιά φορά και σου χρειάζεται κ’ εσένα η βοήθεια ταλλουνού! — και πέσανε μελίσσι πάνω απ’ το παιδί: Μοίρες να το μοιράνουν, εκεί που τόχε πάρει η Κερά Γιώργαινα πάλι στα χέρια της να το ξεφασκιώση, να του βάλη λίγο γλυκοπόδιο και καινούργιο βαμπάκι πούχε φέρει απ' το σπίτι — κ’ έλεγαν πια η καθεμιά το μακρύ της και το κοντό της:
— Χριστέ μου! για παιδί. Καλέ τι γατί 'ναι τούτο;!
— Δε μου το πιάνει εμένα το μάτι μου! δεν είναι για ζωή! Μπά — μπα — μπα — μπά — μπα!
— Αμή λίγο τόχεις; ποιός ξέρει με τι φόβους και τι καρδιοχτύπια σπάρθηκε. Για στάσου! πότε πέθανε η Βεργινία;
— Είχε δώδεκα ο Μάρτης. Τώρα έχομε, πόσες Οχτώβριο, δώδεκα του μηνός (και μετρούσε γλήγορα τους μήνες στα δάχτυλα, απομέσα της): δεν έκλεισαν καλά-καλά εφτά μήνες.
— Καταλαβαίνεις τώρα;! Ζωντανή ήτον ακόμα καλέ η μακαρίτισσα, ζωντανή και τάβλεπε. . Αχ, κακό που την ηύρε! . . . Πώς τα βαστάς, Θε μου, τα κεραμίδια ξεκάρφοτα — ά;. .
— Για δες το καλέ τι κίτρινο πούναι, πετάχτηκε μια γεροντοκόρη σταφιδιασμένη με φριζέ και με σάρπα στο κεφάλι. . ίδια κερένια κούκλα!
— Για να δω κ’ εγώ ποιά είν' αυτή η κερένια κούκλα; φώναξε μια κοντή που τάκουσε καθώς έμπαινε στην πόρτα κ’ έσπρωχνε τις άλλες που στέκονταν πάνω απ’ το κεφάλι της Κερά Γιώργαινας για να δη.
— Κερένια κούκλα! καλά λες! Μωρ' τ’ είναι τούτο; Μπααά!
Κι άξαφνα πετιέται μια ξεμπερδεμένη που ήτον η πρώτη κ’ η καλύτερη μέσα στο συρφετό, μια φιλενάδα της Ευρυδίκης (που την είχε στείλει εκείνη επί τούτο για να της πη τα μαντάτα), με μεγάλη μυστικότη, να μην ακούση η Λιόλια:
— Καλέ δε βλέπετε που μοιάζει της μακαρίτισσας;!
— Κάλε — κάλε — κάλε! ίδια! ίδια η Βεργινία, φτυστή! είπε ένα γραΐδιο με φακιόλι.
— Μπώ — μπώ — μπώ!!! έκαναν οι άλλες, η Βεργινία!!
— Για δες κατάρα!
— Εκ Θεού! Εκ Θεού!
— Νά και τα μαλλιά της τα κόκκινα!
— Αμ το μάτι! τί σου λέει το μάτι
— Έχει και τα κόκκαλα τα πεταγμένα κάτω απ’ τα μάτια! . . .
Η Λιόλια χωρίς νακούη τι λέγανε στην άλλη άκρη πούχε τραβήξη η Κερά Γεώργαινα το τραπέζι κ’ εκεί απάνω είχε όλα του παιδιού τα πράματα — αισθάνθηκε με της μητέρας τη μαντική ψυχή πως κάτι τρομερό γινόταν εκεί αποπάνω απ’ το παιδί της, αισθανόταν τις ματιές των γυναικών που περνούσαν πάνω απ' το κορμί της σαν πνοές παγωμένες, σαν ξουράφια που άγγιζαν ξυστά το πρόσωπό της. . κι ανατρίχιαζε σύσσωμη. . — κι η καρδιά της είχε γίνει κρούσταλλο. . .
Μόλις έφυγαν οι Μοίρες, φώναξε της Κερά Γιώργαινας και της ζήτησε το παιδί. Της τόφερε η Κερά Γιώργαινα, σα μουδιασμένη τώρα κι αυτή απ’ τα όσα είχε ακούσει. Χωρίς να τηνέ ρωτήση τι έλεγαν οι γυναίκες, κύτταζε η Λιόλια, κύτταζε το παιδί, βούλιαζε τη ματιά της μέσα στην κερένια σάρκα του, λες κ’ ήθελε να βγάλη απομέσα κάποιο φριχτό μυστικό πούχανε δη εκείνες, ψηλαφούσε με τη ματιά της το προσωπάκι το χλωμό, σα νάθελε να μαζέψη αποπάνω του τα λόγια των γυναικώνε: μαυράδια που το λέρωναν. . κ’ έξαφνα εκεί που κύτταζε πέρασε μπρος απ’ τα μάτια της ένα χλωμό φεγγάρι και φώτισε του παιδιού το πρόσωπο. . και τότε είδε. . και κατάλαβε κ’ έβγαλε μια φωνή — και λιγοθύμησε. . .
Αυτή η ματιά του φεγγαριού ήτον πιο τρομερή απ’ όλες τις άλλες. . .
Σαν ήρθ' ο Νίκος σπίτι, μεσημέρι περασμένο, ήτον κατακίτρινος: του τάχαν προφτασμένα οι γυναίκες τα γεννητούρια του παιδιού του και πως δεν ήτονε για ζωή, εφταμηνίτικο καθώς ήτον και καλύτερα, γιατί και να ζούσε δεν θα το χαιρόταν ούτ’ αυτός ούτ’ η Λιόλια επειδής που μοιάζε πολύ της μακαρίτισσας. Έτσι είναι αυτά, γιατ’ είν' ο ήσκιος της σχωρεμένης βλέπεις ακόμα μες το σπίτι. . εμ πάντα, όσο δεν έχει κλείσει χρόνος. . .
Φίλησε ο Νίκος τη Λιόλια κ’ έκαμε να της πη ένα δυο λόγια παρηγοριάς, μα κι αυτός ο ίδιος παρηγοριά ζητούσε. . . Όταν πήγε να δη το παιδί που κοιμόταν ασάλευτο σαν κούκλα από κερί, με τα δαχτυλάκια του και τη μυτίτσα του και τα ματόφυλλα σαν ψεύτικα, τρόμαξε κι αυτός απ’ τη μεγάλη ομοιότη με τη νεκρή τη Βεργινία. . . Είχ’ ελπίδα μέσα του ως τη στιγμή αυτή πως ήτανε μόνο λόγια των γυναικών απ’ την κακία τους — κ’ έσκυψε το κεφάλι σαν κάτω από μιαν κατάρα του Θεού. . .
Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και του αγόρασε μιαν κούνια.
Το μωρό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, χωρίς να βγάζη σχεδόν φωνή, σα μια κούκλα πούχε χαλάσει ο μηχανισμός της. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πιάση το βυζί της μάννας του, παρά ό,τι τούδιναν πια με το κουταλάκι ή με το ρογοβύζι, κι αυτό, το περισσότερο, το ξερνούσε: — θάλεγε κανείς πως κι απομέσα του ήτον κούκλα γεμάτη πίτουρα που άμα μια φορά μουσκέψουνε δεν πίνουν πια. . .
Σαν ήρθε η θεια Ελέγκω και το είδε καταλυπήθηκε και κούνησε απελπισμένα το κεφάλι της.
Έτσι του βγήκε σ’ όλην τη γειτονιά τόνομα: «η κερένια κούκλα».
Κι όσο περνούσαν οι μέρες, η Κερένια Κούκλα αντί να μεγαλώνη, ζάρωνε, αδυνάτιζε, γινόταν πιο κερένια. . . Έφερε ο Νίκος τον παιδίατρο κ’ είπε πως είναι ατροφικό.
Κ’ η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ’ έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ’ έκανε τη μητέρα. . .
Και την έσφιγγε η Λιόλια — που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες — την κερένια της την κούκλα μ’ όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους. Μα συνάμα την αγαπούσε πιο βαθιά από την κάθε μητέρα που τρέμει για το ζωντανό της το σπλάχνο, το παιδί της — την αγαπούσε αλλοιώς παρ' ανθρώπινα, υπερφυσικά: Αχ, αυτό το κερί που ήτονε ζυμωμένο το κουκλάκι της, ήτον κερήθρα βγαλμένη απ’ της ψυχής της την κυψέλη πούχε στραγγίζει απ’ αυτήν το μέλι της ευτυχίας της όλο! . . κ’ έκλεινε τα μάτια της για να μην ιδή ταχνάρι το φριχτό που άφησε η άλλη απάνω σ’ αυτό το μαλακό κερί της ψυχής της. . και πάλι τάνοιγε και το τήραγε και της ερχότανε να ξεφωνίση, γιατί έβλεπε πως το'χε κάμει πια δικό της η άλλη, πως τόχε βαθιά σημειωμένο με το νεκρό της το πρόσωπο για σφραγίδα. . και τόσφιγγε στο στήθος της μην της το πάρη. . κι αυτό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, μα έβγαζε μονάχα μιαν άχνα σα να της έλεγε κάτι από μέρους εκείνης της νεκρής της άφωνης.