Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

ΠΟΠΗ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ " ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ "

 Edvard Munch - Κραυγή

Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο;
 Να θέλεις να πονέσεις
 Και να μη ξέρεις γιατί
 Να θέλεις να πενθήσεις
 Και να μη ξέρεις ποιον
 Να θέλεις να κλάψεις
 Κα να μη ξέρεις για ποιον λόγο
 Τα δάκρυα να χύσεις
 Να θέλεις να πέσεις
 Και να μη βρίσκεις τρύπα
 Στο απύθμενό της να χαθείς
 Να θέλεις να μη βλέπεις
 Και τα βλέφαρα να μη σφαλίζουν
 Μα επίμονα και επίπονα να χάσκουν
 Και να σε τυραννούν
 Να θέλεις να μη ακούς
 Και τα αυτιά σου να γίνονται αυλοί
 Να συλλέγουν ήχους αδίστακτους και ακατάπαυστους
 Και τότε παραδίνεσαι και λες
 “Μιας και δε μπορώ να χαθώ
 Ας υπάρξω
 Αφού αλλιώς δε γίνεται να κάνω
 Ας δράσω και ας αδράξω
 Το πλείστο αχόρταγα ας χορτάσω
 Ας ανθίσω  και ας λάμψω”
 Ελπίζοντας να πεις
 “Ίσως έτσι επιτέλους να ησυχάσω”

ΠΟΠΗ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ ¨Δρόμοι "

Πίνακας -  Peter Breughel




Δρόμοι
 Ευθείες γραμμές
 Που φτιάξαμε
 Για να φυλακίσουμε
 Τους εαυτούς μας

Και τους κάναμε στενούς
 Ίσα να χωράμε
 Για να μην αφήσουμε
 Τη δύναμή μας να λοξοδρομήσει
 Να εκφραστεί

και φτιάξαμε διαδρομές κυκλικές
 να πιστέψουμε
 πως μονότονα δεν είναι

και πορευόμαστε
 πειθήνιοι
 με μόνη επιλογή
 μπρός και πίσω να οδεύουμε

δρόμοι χωρίς προορισμό
 κίνηση ρομποτική
 της εποχής επιταγή
 πορείες μη επαναστατικές
 πλήθος άχρωμο ,
 αδιάφορο παρελαύνει
 κοιτάζοντας τα χνάρια των πελμάτων του
μήπως και κατανοήσει της κίνησης τον σκοπό





ΜΑΡΙΝΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ "Ανθρωποσύμβολα "

photography: I rest my case, 1975, source unknown


Τόσο που αγαπώ το Ύψιλον
τι γράμμα των θαυμάτων
για τα μικρά του
αφήνει κύκλους ανοιχτούς
_έλα λέει, μπες στην αγκαλιά μου
και στα μεγάλα του
ψηλώνει στ΄ανοιχτά
των ασύμπτωτων θλιμμένων οριζόντων
_που θα φτάσει;
ποια αλήθεια κρύβει
αυτής της ένωσης ο κορμός;

Μη με κακίζετε που τόσο το επιχειρώ
που όπου μπορώ το υπερβάλλω
που απ΄την σωστότητα εκπίπτω
είναι που ακόμα ονειρεύομαι
Ανθρωποσύμβολα
_έστω και ανορθόγραφα.


Μαρία Μαρινάκου_2015





ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΑΡΑ " ΠΑΡΕ ΜΕ ΚΥΜΑ "

Φωτογραφία - Χρυσάνθη  Καρά



Τη μοναξιά θα κάνω βάρκα, γκρίζα..τη θλίψη μου  πανιά
 και θα σαλπάρω με ανέμους, κόντρα θα πάω στο βοριά.
 Κύμα πικρό δεν σε φοβάμαι, χρόνια...πολλά με τυραννάς
 ότι αγαπώ μου το τσακίζεις, στα βράχια πάνω το σκορπάς.

Στα σκοτεινά θα σε γυρέψω, στο αλμυρό που κολυμπάς
 και θα ουρλιάξω, να μ' ακούσεις, "γιατί θανάτους με κερνάς;"
 Άπονο κύμα, άκουσέ με…άκουσε ετούτο τον καημό
 κι ύστερα αν θέλεις λύτρωσέ με, μέσα στα βάθη σου ας πνιγώ.

Ήταν Απρίλης μυρωμένος, κι αντάμωσα ένα δειλινό
 τον ήλιο που χαμογελούσε...έσταζε η ανάσα του ζωή
 στα μάτια του ο κόσμος όλος, καθάρια παιδική ψυχή.

Με πότισε με της αγάπης, τ' αθάνατό της το νερό
 κείνο που καίει το φυλλοκάρδι, λάβα στο στήθος μου…φωτιά
 μα ‘φυγε κι έμεινα μονάχη…πάρε με κύμα στα βαθιά.
17-1-15





Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

ΑΛΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΓΙΩΤΑΚΟΥ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ


Το Μάρτιο μήνα του 1923 έφυγε ο Νικολής για την ξενιτιά! Πολλά παιδιά είχε η μάνα του, κοιλάρφανος ο Νικολής, και τότε με πίκρα αποφάσισαν πως, μια και ήταν έξυπνος και δραστήριος, έπρεπε να φύγει για την Αμερική, όπου είχε έναν αδερφό η μάνα του και τον είχε καλέσει εκεί και ας ήταν μόνο δώδεκα περίπου χρονώ.
Έσφιξε η μάνα την καρδιά της, έκλαψε κρυφά και φανερά, τραγούδησε όλα τα τραγούδια της ξενιτιάς, καθώς μάζευε τα λιγοστά πραματάκια που θα έπαιρνε μαζί του και έτοιμος ο Νικολής για να φύγει. Έκλαψε και κείνος που έφευγε και άφηνε πίσω του πάρεξ τη μάνα του, αλλά και τα αδέρφια του και κυρίως τη Λενιώ του, που ήταν ένα χρόνο μικρότερή του και ήταν και πολύ φιλάσθενη και, όταν την έπιανε ο πυρετός και ο δυνατός εκείνος ξερόβηχας, αυτός ήταν καταπάνω της και τη φρόντιζε σαν να ήταν πολύ μεγάλος. Τα άλλα αδέρφια του ήταν πιο γερά και μεγαλύτερα. Ο Θωμάς ήταν 15 περίπου και η Κατίνα 14.
Μπορούσαν να κάνουν δουλειές, μπορούσαν να βοηθούν και τη  μάνα τους στα χωράφια και στα ζωντανά, που είχαν στο σπίτι και λίγα στο μικρό τους καλύβι.
Η φτώχια και η δυστυχία σύντροφοι μόνιμοι στη φαμίλια αυτή, που δεν έλεγε με κανένα τρόπο να απομακρυνθεί, έστω και για λίγο από κει.
 Όλα αυτά τα μέτρησε καλά στο μικρό του μυαλό ο Νικολής, έσφιξε την καρδιά του και δέχτηκε την πρόσκληση του θείου του και την προτροπή της μάνας του για να μπορέσει να βοηθήσει για λίγο και την οικογένεια.
 Στενοχωρήθηκε όμως για την απόφαση που πήρε.
Κρύφτηκε σε μια γωνιά στο κατώι και έκλαψε. Ύστερα έφευγε για πρώτη φορά από το χωριό του και όλα τώρα, εκεί που θα πήγαινε, θα του ήταν άγνωστα και περίεργα. Σε ποιον θα μπορούσε να μιλήσει εκεί, σε ποιον να πει τα φαρμάκια του ή τις χαρές του και με ποια γλώσσα που δεν ήξερε λέξη από τα αμερικάνικα;
 Όλα αυτά τα στριφογύριζε στο μυαλό του και ησυχία δεν μπορούσε να βρεί..
 Ύστερα ήταν και το άλλο. Το χωριό του το αγαπούσε πολύ.
Εκεί είδε το πρώτο φως του ήλιου, εκεί άκουσε τα γλυκά κελαηδήματα των πουλιών, εκεί έκανε τους πρώτους φίλους, εκεί ήταν τελικά κολλημένη η ψυχή του.
 Και τώρα; Τώρα θα τα άφηνε όλα αυτά και θα πήγαινε εκεί που δεν θα ήξερε κανέναν που δεν θα μιλούσε σε κανέναν, εκτός από το μπάρμπα του που τον είχε καλέσει. Τα σκέφτηκε όλα, τα ξανασκέφτηκε, αλλά τελικά έκανε την καρδιά του πέτρα και τα άφησε όλα στην άκρη.
Τώρα μόνο θα τα θυμόταν όλα! Και το χωριό του θα το είχε μπροστά του σαν ζωγραφιά, έτσι που το είχε σχηματίσει από τότε που το ένιωσε, μικρός, όταν με τη μάνα του πήγαινε στο αμπέλι και έβλεπε στα τσαμπιά τα σταφύλια να κρέμονται ολόγυρα στο κλίμα το στηριγμένο με ίσια ξύλα από δέντρο.
 Και ήταν τόσο ωραία και κόκκινα και στρογγυλά σα να σε προκαλούσαν να τα δεις, αλλά να μην τα πειράξεις. Αυτή την εικόνα θα θυμόταν τώρα έντονα εκεί στη μακρινή ξενιτιά και πότε θα έκλαιγε και πότε θα τραγουδούσε τον καημό του και τη λαχτάρα για γυρισμό..

Το χωριό του ανεβασμένο σε χίλια μέτρα ύψος, κάπου στις ορεινές κορφές των Αγράφων, ήταν σα να κυβερνούσε από κει ψηλά όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα που ξαπλώνονταν πέρα ως πέρα πότε με τα καταπράσινα στάρια, πότε με τα χρυσαφένια στάχια ενώ ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού έκαιγε τους θεριστάδες και κοκκίνιζε τα πρόσωπά τους λες και είχαν φωτιές από μέσα.
Και από τα ψηλώματα αυτά και ο ίδιος πέρναγε τον εαυτό του για σπουδαίο και αυτούς που ζούσαν κάτω στον κάμπο δεν τους λογάριαζε και πολύ, γιατί τους έτρωγε το λιοπύρι το καλοκαίρι και η ελονοσία, που είχε από κάποιον ακούσει ότι ήταν μια κακιά αρρώστια, που τους έλιωνε και γιατριά δεν μπορούσαν εύκολα να βρούνε.
Ως τότε που έφυγε  ο Νικολής δεν είχε ματαδεί άλλο μέρος εκτός από το δικό του χωριό που ήταν ανεβασμένο σαν αετοφωλιά σε κείνες τις ψηλές κορφές!
 Σ’ αυτό είχε ζήσει, σ’ αυτό είχε χαρεί τις δικές του ομορφιές , εκεί  στα ψηλώματα έπαιξε τη φλογέρα του και αντιλάλησε ο τόπος, εκεί άκουσε τα τριζόνια και το βουητό των μελισσών, εκεί γεύτηκε όλη τη γλύκα του δροσάτου αέρα το καλοκαιριού, κάτω από τον παχύ ίσκιο του έλατου και της καστανιάς, και το τσουχτερό κρύο το χειμώνα και κει χόρτασε τη φωτιά με τα μεγάλα κούτσουρα από οξιά και μυγδαλιά, που τριζοβόλαγαν και έφταναν τις φλόγες τους ως τα πάνω.
 Εκεί έζησε τα πάντα ο Νικολής και εκεί ήταν τα πάντα  για το Νικολή
 Να! Γιατί έκλαψε και πόνεσε!
Και σαν έφτασε η μέρα για να φύγει τον πήγε η μάνα του στο ξέφωτο στο βουνό, ανέβηκε εκείνος σε ένα μουλάρι, που τον περίμενε, και σε λίγο χάθηκε από τα μάτια της μάνας του και μαζί χάθηκε και το χαμόγελο από τα χείλη του και τη θέση του την πήρε η μελαγχολία και η αγωνία, για το πού πάει;
Και κει στο ξέφωτο η μάνα κόλλησε το πρόσωπό της στη γη και έκλαψε τόσο πολύ που σχημάτισαν τα δάκρυά της μια λακουβίτσα και εκεί άφησε και την καρδιά της και γύρισε με το κεφάλι σκυφτό στο σπίτι της. Στράγγισε καλά τα δάκρυά της, τα σκούπισε με το κεφαλομάντηλό της, για να μην τη δουν τα άλλα παιδιά κλαμένη, και κυρίως η Λενίτσα της και πονέσει και κείνη, και έμεινε σαν καρφωμένη στη γης μ’ έναν πόνο να της σκίζει τα σωθικά και να θέλει να φωνάξει πολύ, μα να μην μπορεί, μην τυχόν και την ακούσει η Λενιώ και τα άλλα της παιδιά.
Όχι! Κανένα από τα παιδιά της δεν έπρεπε να καταλάβει τον πόνο της. Αυτή και μόνο έπρεπε να τον ξέρει και κανείς άλλος.
 Όμως  όταν έλειπαν τα παιδιά εκείνη άφηνε την καρδιά της ελεύθερη και δεν έκλαιγε απλά, αλλά θρηνούσε.
 «Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει, είναι βαρύς ο χωρισμός, είναι βαρύ το χώμα μα η κακούργα ξενιτιά βαρύτερη ακόμα» τραγούδαγε και ξανατραγούδαγε η μάνα και η φωνή της ήταν σα μοιρολόι.
Ο καιρός περνούσε μα το φαρμάκι στο στόμα της μάνας κολλημένο δεν έλεγε να φύγει. Πήγε και στον παπά και του είπε τον πόνο της και έκλαψε πολύ, μα και κείνος τίποτε δε μπόρεσε να της κάνει παρά τις προσπάθειες του.
 «Κάνε κουράγιο και θα ξαναρθεί ο Νικολής. Για το καλό του πάει και για το καλό σας».
Τα άκουγε η μάνα και έφευγε με την καρδιά πιότερο ποτισμένη στον πόνο..Στο δρόμο μίλαε μοναχή της και όλο σκούπιζε τα μάτια της.







Στον ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΝΑΛΙ ΕΝΑ 90,4 ο "Γλαύκος και η Ίρις" της Σοφίας Νινιού στις 31/1/15



 Αυτό το Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

θα είμαι καλεσμένη της Κατερίνας Παπαγεωργίου


στην εκπομπή της "Χτυποκάρδια στα θρανία" στις 10 το πρωί

στο Δημοτικό Ραδιόφωνο του Πειραιά στους 90,4 στα fm  
ή  στο διαδίκτυο http://e-kanaliena.gr/ με εικόνα και ήχο 

για να παρουσιάσω το παραμύθι μου
 "Γλαύκος και Ίρις" της ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ

Ο Πειραιάς, το Κανάλι Ένα και η Κατερίνα Παπαγεωργίου 
θα υποδεχθούν το Γλαύκο και την Ίριδα
στον τόπο, που γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν
και παντρεύτηκαν...!!!

Σοφία Νινιού 








ΝΕΛΛΑ ΣΥΝΑΔΙΝΟΥ " EΡΩΤΑΣ ΖΩΗ "



Πάνω στις ράγες των τρένων ξεγλίστρησε
Η σορός του Έρωτα
Και σύρθηκε, όσο τα λιώματα αχνάρια της
Να σβήσουν

Ως τις τροχιές των αεροπλάνων εκτινάχτηκε
Νεκρός ο Φτερωτός
Και διαχύθηκε, όσο η υποψία υπόστασής του
Να εξατμιστεί

Θάλασσας είμαι θυγατέρα
Με γέννησε η πολύμορφη
Στην ακρογιαλιά κατέφυγα
Να πενθήσω τον χαμό του
Στην αγκαλιά της να γείρω
Άφτιαχτη με μαύρο ρούχο

“Φόρεσε χρώματα, επίορκη”, κραύγασε η μάνα,
“που τολμάς να αντιστέκεσαι σ’ αυτό που είσαι”.
“Γιατί δε βάφηκες και τα στολίδια σου πέταξες;”
“Πενθώ του Έρωτα τον θάνατο”, ψιθύρισα εγώ,
“και απόκαμα πια να θηρεύω πεθαμένους θεούς”.
“ Έρωτας είναι ν’ ανασαίνεις ”, τυφλή της Άτης,
“Ιδού η Ύβρις, ακολουθούν η Nέμεσις κι η Tίσις”.
“Διώκουν”, κραύγασε, “αν δεν τον αναγνωρίσεις”.

Κάτω από την επιδερμίδα της θάλασσας
Και βαθύτερα ως τις θολές κατωφέρειες
Κάτω από τις κοίλες καρίνες των πλοίων
Χωρατατζής ο Έρωτας δοκίμαζε τα όρια
Ένα αστείο παιδιάτικο μου σκηνοθέτησε
Καιροφυλακτούσε και κρυφτούλι έπαιζε

Με φόβιζε και φώναζε
Πως τάχα έχει πεθάνει
Και να τον ζωντανέψω

ν.σ.




ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΥΣΑ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ





Οι άνθρωποι συνεχίζουν

να κάνουν τα ίδια πράγματα


όπως και πριν,

ανάμεσά τους τα κενά,

μόνο ο αέρας περνάει 

η μόνη καλοσύνη

και έρχονται οι νύχτες, 

ξημερώνουν οι μέρες

οι άνθρωποι ζαλισμένοι 

κι ανάμεσά τους τα κενά.

Χρύσα Μιχαλοπούλου














Πέφτει η αυλαία του ήλιου 

πάνε χαμένες οι εξαιρέσεις 

και οι εξαιρετέοι 

όλοι μέσα σε ένα ντρουβά 

το απανωτό κρυφτούλι των σκιών 

παραμονεύει. 

ποιος θα κλείσει την ορθάνοιχτη 

πόρτα της λήθης; 

Αν εξαιρέσουμε τον ύπνο 

ο ήλιος δεν αντέχει 


Χρύσα Μιχαλοπούλου






Ο εύρωστος λόγος 



ξεδιαλύνει 

τους κόμπους 

μέσα μου 

και τα 

ανάλαφρα 

βήματα 

του χορού 

είναι τα στέρεα 

βήματα 

προς τη 

θεμελίωση 

της προσωπικής μου 

ελευθερίας.

Χρύσα Μιχαλοπούλου

Τα 

αστέρια 

πρέπει 

να 

έχουν 

και 



πλάτες.



Γιορτάζω σε έναν ελεύθερο χώρο

εκεί τρώω 

εκεί κοιμάμαι

κάτω από το άνθος που κρέμεται

το κλωναράκι.

Χρύσα Μιχαλοπούλου

Αρχόντισσα 

ενός 

φτωχού 

κελιού 














«Βραβείο Μένη Κουμανταρέα» από την Εταιρεία Συγγραφέων

Συστάθηκε η κριτική επιτροπή του βραβείου στη μνήμη του έλληνα πεζογράφου


Βραβείο μυθιστορήματος για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς «στη μνήμη του ιδρυτικού μέλους της και κορυφαίου πεζογράφου Μένη Κουμανταρέα» θέσπισε η Εταιρεία Συγγραφέων. Την απόφαση έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας έπειτα από έκτακτη σύγκλησή του μετά τον βίαιο θάνατο του έλληνα πεζογράφου.

Όπως σημειώνεται στο σκεπτικό της απόφασης, «στο έργο του Μένη Κουμανταρέα, η συγγραφική δεινότητα και η ξεκάθαρη ματιά αποτελούν αρετές που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του πεζογραφικού τοπίου στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και επηρέασαν το έργο πολλών νεότερων πεζογράφων. Ο Μένης Κουμανταρέας όχι μόνο υποστήριζε τους νέους συγγραφείς, αλλά και με το συγγραφικό του ήθος, αποτέλεσε γι' αυτούς λαμπρό παράδειγμα ώστε να συνεχίσουν τη μεγάλη παράδοση που ήδη είχε η χώρα μας μετά την περιώνυμη γενιά του '30 και τους μεταπολεμικούς πεζογράφους. Το έργο του, απαλλαγμένο από νατουραλίστικες ευκολίες, οδηγεί τον αναγνώστη στις δύσκολες ατραπούς της απαιτητικής λογοτεχνίας και σηματοδοτεί μια νέα πορεία στην ελληνική πεζογραφία, μακριά από ηθογραφικούς ακροβατισμούς και σχοινοτενείς περιγραφές. Η κάθε λέξη του έχει λόγο να υπάρχει μέσα στο κείμενο και φωτίζει απαραίτητες πτυχές που καθιστούν τους ήρωες του αναγνωρίσιμους και το ύφος του ξεχωριστό. Για το λόγο αυτό, η θέσπιση του βραβείου για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς αποτελεί και ένα στοίχημα τόσο για την Εταιρεία Συγγραφέων που το θεσμοθετεί όσο και για τους νέους συγγραφείς, για τους οποίους ευελπιστούμε ότι θα αποτελέσει σημείο αναφοράς».

Συστάθηκε ήδη κριτική επιτροπή Βραβείου Μένη Κουμανταρέα, η οποία απαρτίζεται από τους συγγραφείς και μέλη της Εταιρείας Θανάση ΒαλτινόΜάρω Δούκα και 
Αχιλλέα Κυριακίδη.

Παρακαλούνται οι ενδιαφερόμενοι να στέλνουν τα προς κρίση βιβλία (έκδοσης του 2015) στα μέλη της επιτροπής: Θανάσης Βαλτινός: Αστυδάμαντος 66-68, 116 34 Αθήνα, Τηλ.: 210-7218793, Fax: 210- 7256509, e-mail: xarisfnd@otenet.gr. Μάρω Δούκα: Θεμιστοκλέους 49, 154 51 Νέο Ψυχικό, Τηλ.: 210-6714739, e-mail: indoukas@googlemail.com. Αχιλλέας Κυριακίδης: Μικράς Ασίας 26, 115 27 Αθήνα, Τηλ.: 210-7795714, e-mail: achilleas.kyriakidis@gmail.com.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.tovima.gr/





Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ “ Άνθοβόλι Ψυχής ”




Γυμνό κορμί...
που πέτρωσε...
στης μοναξιάς...
τ' αγκίστρι...
το χάδι σου...
ναυάγησε...
στης λησμονιάς...
το δίχτυ...

Χάθηκες...
σ' άδικο βυθό...
ανήλιαγιο...
Ταξίδι...
κρύος Χειμώνας...
το Φιλί...
σ' απατημένο...
Απρίλη...

Ανθομαλλούσα...
Άνοιξη...
της Ζησης...
ο βαρκάρης...
θα κάνω...
την Ελπίδα μου...
βλαστό...
καμπίσιας χάρης...

Μέσ' το λιοπύρι...
θέριεψε...
η σπίθα...
των ματιών μου...
μιά Χρυσαφένια...
αστροφεγγιά...
κρύβει...
το πηγαιμό μου...

Ξεθάρεψαν...
οι γιασεμιές...
φλερτάρουν...
τα ζουμπούλια...
σε συγχορδία...
Έρωτα...
ηχούν...
γλυκά τραγούδια...

Και νά 'μαι εγώ...
από δίπλα σου...
φορώ...
τον Ήλιο πάλι...
ανθοστολίζω...
τ' Όνειρο...
λουλουδιασμένη...
αγκάλη...

Εσύ θά 'σαι...
τ' Αστέρι μου...
και η Ανατολή μου...
θά 'σαι...
το ρόδο...
της Καρδιάς...
που καρτερεί...
η Ψυχή μου..!!


Άγγελος Δημητρόπουλος
29/01/2015





ΒΕΛΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ " ΑΤΙΤΛΟ"


"Ήθελα να γράψω λίγες λέξεις σαν ξέσπασμα, όταν γύρω σκορπίζονταν εκατομμύρια από αυτές/ 
χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς έστω λίγη γλυκάδα στο χρώμα της όποιας γραφής τους/
 μετά το ξανασκέφτηκα, έτσι είναι ο κόσμος γεμάτος ανασφάλειες ή αντιδράσεις όπως κι οι λέξεις του/ 
το τελευταίο το κράτησα βαθιά, το έγραφα και το ξαναέγραφα, κάτι σαν τιμωρία ή λύτρωση."

 Γιάννης Βέλλης








ΣΤΕΛΛΑ - ΣΟΦΙΑ ΖΥΓΟΥΡΗ" ΘΕΟΙ.."


Θεοί» πολλοί κυκλοφορούν όμορφοι,
λαμπεροί,
ανάμεσά μας.
Κρατούν σφικτά, καμαρωτά, τα σύμβολα
της δόξας,
που τους όρισαν.
Την ασπίδα, τον κεραυνό, την τρίαινα,
το δόρυ,
τη σοφή κουκουβάγια.
Τα πίστεψαν, τα λάτρεψαν, και τέλος
έγιναν ένα μαζί τους.
Κάποια στιγμή κουράστηκαν να τα σηκώνουν
και τα άφησαν.
Βγήκαν έξω ανάλαφροι χωρίς αυτά.
Αλλοίμονο!
Κοινοί θνητοί, αδιάφοροι στα μάτια μας
ομοιάζουν.
Με καθημερινά, συνηθισμένα ονόματα, χωρίς
λάμψη κι ομορφιά.
Νοιώθουν ξαφνικά μόνοι και ασήμαντοι
και λυγίζουν.
Τι έφταιξε; Αναρωτιούνται.
Τα σύμβολα τους έχουν ξεγελάσει.
Μα είναι πια αργά!


(Στελλα Σοφία Ζυγούρη2009) -  Από "
 Στους δρόμους που περπάτησα.. "




 — 

ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ " Άνεμε φύσα πνοή."





Άνεμε που σκορπίζεις εύσπλαχνα

της ψυχής τον κονιορτό.

Φύσα πνοή λυτρωτική.

Διάφανο φως να μπει 

αρχή της πρώτης μνήμης.

Καμβάς ονείρου ανεξίτηλος

χρωμάτων και αρωμάτων μέθη

σκιές να αιχμαλωτίσει. 

Να βρει η ψυχή παλέτα φωτεινή 

τη λύπη να κουρσέψει.

Στο πιο ψηλό κατάρτι να ανεμίζει η ζωή

να την γυρέψω πάλι απ' την αρχή.
Ευαγγελία Λυμπεροπούλου





ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ ΒΕΛΛΟΥ " Τρεις πινελιές "



Το βιβλίο της Σοφίας Σκουλίκα –Βέλλου με τίτλο " Τρεις πινελιές " κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Όστρια, Τζώρτζ 20, Πλατεία Κάνιγγος, Αθήνα, τηλ. 2112136882.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ - ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ ΒΕΛΛΟΥ
ΤΙΤΛΟΣ - Τρεις πινελιές
 ΣΕΛΙΔΕΣ 102 
ΤΙΜΗ 9..ΟΟ  Ευρώ 
 ΣΧΗΜΑ 14Χ21

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η ποίηση της Σοφίας Σκουλίκα –Βέλλου είναι χωρίς εγωπάθεια , χωρίς τεχνοτροπία. Είναι μια περιπέτεια στον παράδεισο του έρωτα και στην θάλασσα των συναισθημάτων των απλών ανθρώπων Έχει μόνο βοηθό το συναίσθημα . .Σε παίρνει από την αποβάθρα και σε ρίχνει μέσα στην τρικυμία των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου ,που είναι και δικά σου προβλήματα Για αυτό σε συγκινεί η ποίηση της χωρίς αυτό να είναι προσχεδιασμένο .

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η Σοφία Σκουλίκα –Βέλλου γεννήθηκε στην Αθήνα .Είναι σύζυγος του Κ. Βέλλου αξιωματικού του εμπορικού ναυτικού και ευτυχισμένη μητέρα μιας κόρης .Έχει ταξιδεύσει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες .Μεγάλη της αδυναμία η θάλασσα από την οποία αντλεί και την έμπνευσή της .Συνηθίζει να λέει{Για μένα η ποίηση δεν χρειάζεται να είναι τέλεια...Αρκεί μόνο ,να είναι αληθινή. να με αγγίζει ,ό,τι αγαπώ ...από ό,τι πονώ ό,τι πονάς να μου θυμίζει}.

"Είμαι πολίτης του κόσμου .Μου αρέσουν τα ταξίδια αλλά πάντα έχω στις αποσκευές μου έναν Καζαντζάκη ,έναν Σολωμό, έναν Λειβαδίτη ,έναν Ρίτσο και πολλά ακούσματα από την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Ήπειρο .Την αγάπη μου για την ιστορία ,την τέχνη την έχω σε όλης μου της ζωής το ταξίδι .Αυτή η αγάπη παίρνει υπερφυσικές δυνάμεις στην ποίηση μου βοηθά τον προσανατολισμό της .Αλλωστε ο ποιητής πρέπει να είναι βαρόμετρο της ίδιας της κοινωνίας . Ελπίζω οι στίχοι μου να είναι ταξιδιώτες του χρόνου .Να είναι κληρονομία για την νέα γενιά . Aυτό είναι και το μεγάλο όραμα όλων των ανθρώπων που υπηρετούν την ποίηση ." Σοφία Σκουλίκα –Βέλλου 

ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

Ήρθε ο Οχτώβρης,μαζί του η βροχή,
{αστράφτει κλείσε το τζάμι 
έρχεται βροχή ,
περίμενε το παιδί .
Μα το παιδί δεν εφάνει
ούτε θα φανεί .
έχει μείνει μέσα στη βροχή, 
το πεπρωμένο κόκκινο
έχει βαφεί .
Μοτοσικλέτα σε στροφή
απρόσμενα σαράβαλο έχει γενεί,
ευχήσου του
μάνα {ώρα καλή}.
Απρόβλεπτους κανόνες 
έχει η φθαρτή ζωή .
Κόκκινο γιορντάνι 
μέρα πικρή φορεί ! 
Στο τσαλακωμένο κορμί 
πέλαγος λουλούδια έχει χυθεί . 
Τώρα ο Χρήστος
σε άλλο κόσμο κυκλοφορεί. 
{Ήρθε ο Οχτώβρης μάνα },... Είχε πει 
Όλα τα όνειρα έπνιξε βροχή.
Κάποιος θα πει ,
κακή χρονική στιγμή,
η χαρά έχει σβηστεί .. 
Η καρδιά της απελπισμένη ,
σπασμένη λύρα χωρίς χορδή .
Δόλια μάνα από που να κρατηθείς ,
τον πόνο πως να αποδεχτείς ;









,



ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ ΜΑΡΙΑ "Το Παράθυρο του Τρελού ¨και η μετάφρασή του στα Αλβανικά από την ΚΛΑΡΙΤΑ ΣΕΛΜΑΝΙ

 Igor Morski


Μαρία Αυγερινού - Το Παράθυρο του Τρελού 


Προοπτική δεν υπάρχει

ούτε ύπαρξη

ένα παράθυρο μόνο κι ένας τρελός

που κρύβεται να σωθεί

απ’ τον κόσμο, τις σκέψεις

την απελπισία μιας ελπίδας

ενισχύοντας την τρέλα

κομματιάζοντας τον αέρα

καταπίνοντας σύννεφα

στο αδιόρατο παρατείνει και απειλεί

υποφέρει στην αυτοσυντήρηση

ζητά απαντήσεις στην αοριστία

απλώνει εικόνες στο πατρικό σκαλοπάτι

πέφτει στα γόνατα, μπουσουλά σαν νήπιο

κι όλο περισσότερο πασχίζει να μάθει

γδέρνοντας το πάτωμα

γράφοντας στην απομόνωση

για ότι τον στοίχειωσε για ότι δεν έζησε

γυρεύοντας τον σε άλλη διάσταση

στην αγκαλιά μιας ΑΓΑΠΗΣ

κι ότι μακριά τον κράτησε: ένα βιβλίο, μια πένα, μια απουσία

σκηνές ζωής

καλούπια γυαλιστερά

απορημένες ελλείψεις

που διαπιστώνουν καχύποπτα

καθηλωμένα, άψυχα

την αλήθεια μιας βιογραφίας.

Ίσκιος κρεμασμένος

πληγές που στάζουν στον τοίχο

όπως πάντα

όπως τότε.

Νυχοπατώντας αμετακίνητος

αγανακτά σε διαλόγους

σε διαλογισμούς με δεμένα χέρια

τον χρέωσαν κι αυτά

καρφώθηκαν σε κάδρο, μάτωσαν οι στιγμές, ζάρωσαν.

Τι ωφελεί άραγε;

Το σκοτάδι λήθαργος αλαφιασμένος έγινε.

Κοιμήσου ύπαρξη,

αδίκως ξοδεύεσαι

στην χαραμάδα μιας απόφασης θα μείνεις

Έμβρυο του εαυτού σου.

Θ’ αλλάξεις πρόσωπο σαν βγει η νύχτα,

σαν τρίξουν τα σανίδια

κι η αρρώστια ακούσει ρωγμές γηρατειών.

Θ’ ανοίξεις το παράθυρο στον τοίχο

να δραπετεύσει η παράνοια

στην εξαθλίωση μιας βιογραφίας

και θα βρεθείς Μόνος.

Μαρίa Αυγερινού



Klarita Selmani - Dritarja e të çmendurit (Maria Avgerinou)

Përktheu: Klarita Selmani


Perspektivë nuk egziston

as egzistencë

vetëm një dritare dhe një i çmendur

që fshihet për të shpëtuar

nga bota, mendimet

dëshpërimi i një shprese

duke ngritur dozën e shpërfytyrimit

duke copëtuar ajrin

duke gëlltitur re.

qënësi e padukshme që turfullon dhe kërcënon

duke vuajtur në vetë-mbajtje

duke kërkuar përgjigje i pasigurt

shpërndan imazhe në shkallëzimin prindëror,

rënë në gjunjë duke u zvarritur si një foshnjë

e vuan gjithnjë e më shumë për të mësuar

duke gervishtur dyshemenë

duke shkruar në vetmi

për gjithshka që e shënoi, për gjithshka që nuk jetoi

duke e kërkuar atë në një dimension tjetër

në krahët e një DASHURIE

dhe gjithshka që e mbajti larg: një libër, një laps, një mungesë

skena jetese

kallëpe të ndritshëm

mangësi mëdyshëse

që konsiderohen të dyshimta

gozhduar, pa shpirt

të vërtetën e një biografie.

Hije e varur

mbushur plagë që rrjedhin mbi mur

si gjithmonë

si atëherë.

Duke ecur në majë të gishtave, i palëvizshëm

indinjohet dialogjeve

medition me duar të lidhura

e lanë vetëm edhe ato, duart

u gozhduan në kornizë duke përgjakur momentet,

u vyshkën.

Ç'vlerë ka?

Në tmerr letargjik u shndërrua errësira.

Fli ekzistencë!

shpenzohesh padrejtësisht

në skutën e një vendimi do të mbetesh.

Fetus i vetëvetes.

Do të ndryshosh pamje, sapo të bjerë nata

kur të fillojnë të kuisin derrasat

dhe sëmundja të depërtojë nga të çarat e plakjes.

Do të hapësh dritaren në mur

për të arratisur marrëzinë

në mjerimin e një biografie

dhe do të gjendesh Vetëm.

Përkthimi nga greqishtja: KlaritaSelm@ni