Το Μάρτιο μήνα του 1923 έφυγε ο Νικολής για την ξενιτιά! Πολλά παιδιά είχε η μάνα του, κοιλάρφανος ο Νικολής, και τότε με πίκρα αποφάσισαν πως, μια και ήταν έξυπνος και δραστήριος, έπρεπε να φύγει για την Αμερική, όπου είχε έναν αδερφό η μάνα του και τον είχε καλέσει εκεί και ας ήταν μόνο δώδεκα περίπου χρονώ.
Έσφιξε η μάνα την καρδιά της, έκλαψε κρυφά και φανερά, τραγούδησε όλα τα τραγούδια της ξενιτιάς, καθώς μάζευε τα λιγοστά πραματάκια που θα έπαιρνε μαζί του και έτοιμος ο Νικολής για να φύγει. Έκλαψε και κείνος που έφευγε και άφηνε πίσω του πάρεξ τη μάνα του, αλλά και τα αδέρφια του και κυρίως τη Λενιώ του, που ήταν ένα χρόνο μικρότερή του και ήταν και πολύ φιλάσθενη και, όταν την έπιανε ο πυρετός και ο δυνατός εκείνος ξερόβηχας, αυτός ήταν καταπάνω της και τη φρόντιζε σαν να ήταν πολύ μεγάλος. Τα άλλα αδέρφια του ήταν πιο γερά και μεγαλύτερα. Ο Θωμάς ήταν 15 περίπου και η Κατίνα 14.
Μπορούσαν να κάνουν δουλειές, μπορούσαν να βοηθούν και τη μάνα τους στα χωράφια και στα ζωντανά, που είχαν στο σπίτι και λίγα στο μικρό τους καλύβι.
Η φτώχια και η δυστυχία σύντροφοι μόνιμοι στη φαμίλια αυτή, που δεν έλεγε με κανένα τρόπο να απομακρυνθεί, έστω και για λίγο από κει.
Όλα αυτά τα μέτρησε καλά στο μικρό του μυαλό ο Νικολής, έσφιξε την καρδιά του και δέχτηκε την πρόσκληση του θείου του και την προτροπή της μάνας του για να μπορέσει να βοηθήσει για λίγο και την οικογένεια.
Στενοχωρήθηκε όμως για την απόφαση που πήρε.
Κρύφτηκε σε μια γωνιά στο κατώι και έκλαψε. Ύστερα έφευγε για πρώτη φορά από το χωριό του και όλα τώρα, εκεί που θα πήγαινε, θα του ήταν άγνωστα και περίεργα. Σε ποιον θα μπορούσε να μιλήσει εκεί, σε ποιον να πει τα φαρμάκια του ή τις χαρές του και με ποια γλώσσα που δεν ήξερε λέξη από τα αμερικάνικα;
Όλα αυτά τα στριφογύριζε στο μυαλό του και ησυχία δεν μπορούσε να βρεί..
Ύστερα ήταν και το άλλο. Το χωριό του το αγαπούσε πολύ.
Εκεί είδε το πρώτο φως του ήλιου, εκεί άκουσε τα γλυκά κελαηδήματα των πουλιών, εκεί έκανε τους πρώτους φίλους, εκεί ήταν τελικά κολλημένη η ψυχή του.
Και τώρα; Τώρα θα τα άφηνε όλα αυτά και θα πήγαινε εκεί που δεν θα ήξερε κανέναν που δεν θα μιλούσε σε κανέναν, εκτός από το μπάρμπα του που τον είχε καλέσει. Τα σκέφτηκε όλα, τα ξανασκέφτηκε, αλλά τελικά έκανε την καρδιά του πέτρα και τα άφησε όλα στην άκρη.
Τώρα μόνο θα τα θυμόταν όλα! Και το χωριό του θα το είχε μπροστά του σαν ζωγραφιά, έτσι που το είχε σχηματίσει από τότε που το ένιωσε, μικρός, όταν με τη μάνα του πήγαινε στο αμπέλι και έβλεπε στα τσαμπιά τα σταφύλια να κρέμονται ολόγυρα στο κλίμα το στηριγμένο με ίσια ξύλα από δέντρο.
Και ήταν τόσο ωραία και κόκκινα και στρογγυλά σα να σε προκαλούσαν να τα δεις, αλλά να μην τα πειράξεις. Αυτή την εικόνα θα θυμόταν τώρα έντονα εκεί στη μακρινή ξενιτιά και πότε θα έκλαιγε και πότε θα τραγουδούσε τον καημό του και τη λαχτάρα για γυρισμό..
Το χωριό του ανεβασμένο σε χίλια μέτρα ύψος, κάπου στις ορεινές κορφές των Αγράφων, ήταν σα να κυβερνούσε από κει ψηλά όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα που ξαπλώνονταν πέρα ως πέρα πότε με τα καταπράσινα στάρια, πότε με τα χρυσαφένια στάχια ενώ ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού έκαιγε τους θεριστάδες και κοκκίνιζε τα πρόσωπά τους λες και είχαν φωτιές από μέσα.
Και από τα ψηλώματα αυτά και ο ίδιος πέρναγε τον εαυτό του για σπουδαίο και αυτούς που ζούσαν κάτω στον κάμπο δεν τους λογάριαζε και πολύ, γιατί τους έτρωγε το λιοπύρι το καλοκαίρι και η ελονοσία, που είχε από κάποιον ακούσει ότι ήταν μια κακιά αρρώστια, που τους έλιωνε και γιατριά δεν μπορούσαν εύκολα να βρούνε.
Ως τότε που έφυγε ο Νικολής δεν είχε ματαδεί άλλο μέρος εκτός από το δικό του χωριό που ήταν ανεβασμένο σαν αετοφωλιά σε κείνες τις ψηλές κορφές!
Σ’ αυτό είχε ζήσει, σ’ αυτό είχε χαρεί τις δικές του ομορφιές , εκεί στα ψηλώματα έπαιξε τη φλογέρα του και αντιλάλησε ο τόπος, εκεί άκουσε τα τριζόνια και το βουητό των μελισσών, εκεί γεύτηκε όλη τη γλύκα του δροσάτου αέρα το καλοκαιριού, κάτω από τον παχύ ίσκιο του έλατου και της καστανιάς, και το τσουχτερό κρύο το χειμώνα και κει χόρτασε τη φωτιά με τα μεγάλα κούτσουρα από οξιά και μυγδαλιά, που τριζοβόλαγαν και έφταναν τις φλόγες τους ως τα πάνω.
Εκεί έζησε τα πάντα ο Νικολής και εκεί ήταν τα πάντα για το Νικολή
Να! Γιατί έκλαψε και πόνεσε!
Και σαν έφτασε η μέρα για να φύγει τον πήγε η μάνα του στο ξέφωτο στο βουνό, ανέβηκε εκείνος σε ένα μουλάρι, που τον περίμενε, και σε λίγο χάθηκε από τα μάτια της μάνας του και μαζί χάθηκε και το χαμόγελο από τα χείλη του και τη θέση του την πήρε η μελαγχολία και η αγωνία, για το πού πάει;
Και κει στο ξέφωτο η μάνα κόλλησε το πρόσωπό της στη γη και έκλαψε τόσο πολύ που σχημάτισαν τα δάκρυά της μια λακουβίτσα και εκεί άφησε και την καρδιά της και γύρισε με το κεφάλι σκυφτό στο σπίτι της. Στράγγισε καλά τα δάκρυά της, τα σκούπισε με το κεφαλομάντηλό της, για να μην τη δουν τα άλλα παιδιά κλαμένη, και κυρίως η Λενίτσα της και πονέσει και κείνη, και έμεινε σαν καρφωμένη στη γης μ’ έναν πόνο να της σκίζει τα σωθικά και να θέλει να φωνάξει πολύ, μα να μην μπορεί, μην τυχόν και την ακούσει η Λενιώ και τα άλλα της παιδιά.
Όχι! Κανένα από τα παιδιά της δεν έπρεπε να καταλάβει τον πόνο της. Αυτή και μόνο έπρεπε να τον ξέρει και κανείς άλλος.
Όμως όταν έλειπαν τα παιδιά εκείνη άφηνε την καρδιά της ελεύθερη και δεν έκλαιγε απλά, αλλά θρηνούσε.
«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει, είναι βαρύς ο χωρισμός, είναι βαρύ το χώμα μα η κακούργα ξενιτιά βαρύτερη ακόμα» τραγούδαγε και ξανατραγούδαγε η μάνα και η φωνή της ήταν σα μοιρολόι.
Ο καιρός περνούσε μα το φαρμάκι στο στόμα της μάνας κολλημένο δεν έλεγε να φύγει. Πήγε και στον παπά και του είπε τον πόνο της και έκλαψε πολύ, μα και κείνος τίποτε δε μπόρεσε να της κάνει παρά τις προσπάθειες του.
«Κάνε κουράγιο και θα ξαναρθεί ο Νικολής. Για το καλό του πάει και για το καλό σας».
Τα άκουγε η μάνα και έφευγε με την καρδιά πιότερο ποτισμένη στον πόνο..Στο δρόμο μίλαε μοναχή της και όλο σκούπιζε τα μάτια της.