Γράφει ο Γιάννης Δημάκης
Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία τα χρόνια μπορεί να υπήρχε κάποιος τεχνίτης που θα ήταν πολύ σημαντικός γιατί θα έφτιαχνε τόξα και βέλη, όμως στη σημερινή εποχή θα ήταν τελείως άχρηστος αφού κανένας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα. Ούτε θα μπορούσε σήμερα να ζήσει κάποιος κάνοντας το επάγγελμα του πεταλωτή, γιατί δεν θα είχε καθόλου πελάτες. Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της
"Το σιδηρουργείο του Ηφαίστου", έργο του Ντιέγκο Βελάσκεθ.
Ο σίδηρος είναι πολύ διαδεδομένο υλικό στο φλοιό της Γης (το δεύτερο μετά το αργίλιο), δεν εμφανίζεται όμως σε ελεύθερη μεταλλική μορφή παρά μόνο σε διάφορες ενώσεις, κατά κανόνα σε οξείδια. Η έναρξη χρήσης του σιδήρου φαίνεται να έγινε με την αξιοποίηση μετεωριτών, οι οποίοι περιέχουν σίδηρο σε ελεύθερη μεταλλική μορφή.
Ο Ήφαιστος είναι ο θεός της φωτιάς και της μεταλλουργίας στην ελληνική μυθολογία με το πρώτο σιδηρουργείο στον βυθό του Αιγαίου, σφυρηλατώντας εκεί όμορφα αντικείμενα
Ο σίδηρος ήταν γνωστός από την προϊστορική εποχή, συγκεκριμένα από την Εποχή του Σιδήρου
Σίγουρα θα είχαν γίνει πολλές και διάφορες προσπάθειες για την εκμετάλλευση του σιδήρου, μόνο που αυτό δεν κατέστη δυνατόν πριν από την εποχή περί το 1200 π.Χ., γιατί η τήξη του σιδήρου από το σιδηρομετάλλευμα απαιτεί μια θερμοκρασία 1535 οC, την οποία οι παλαιότεροι μεταλλουργοί δεν ήταν σε θέση να πετύχουν.
Σιδερένια εργαλεία καθημερινής χρήσης από την περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας(μουσείο Ολυμπίας)
Οι σιδεράδες είναι οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν στο αμόνι σιδερένια εργαλεία, όπως αξίνες (κασμάδες), τσάπες, τσεκούρια,δρεπάνια, σφυριά, βαριές, αλλά και διάφορα σιδερένια εξαρτήματα όπως καρφιά, μάσιες, μεντεσέδες.
Την τέχνη του σιδερά που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία, αλλά και οργανωμένο εργαστήριο, την μάθαιναν οι νέοι μέσα από την οικογενειακή παράδοση ή τη μαθητεία.Πολλοί απ’ αυτούς περιόδευαν στα χωριά ανάλογα με την εποχή. Λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν να "χάνονται" ή να ενσωματώνονται στην τοπική κοινωνία ασκώντας άλλα επαγγέλματα.
Απαραίτητα εργαλεία του σιδερά ήταν εκτός από το αμόνι, η βαριά, τα κάρβουνα, το φυσερό, η βούτα με το νερό.
Η διαδικασία επεξεργασίας του σιδήρου ήταν η εξής:Άναβαν στο καμίνι τη φωτιά την οποία φυσούσαν με το φυσερό ώστε να την διατηρήσουν. εκεί έβαζαν το σίδερο μέχρι να πυρακτωθεί ώστε να γίνει πιο ευλύγιστο.
Το σίδερο κοκκίνιζε στη φωτιά έτσι που λίγο ακόμα και θα έλιωνε για να γίνει υγρό. Στη συνέχεια το τοποθετούσαν στο αμόνι και με τη βαριά το χτυπούσαν ώστε να του δώσουν το σχήμα που ήθελαν σε σχέση πάντα με το εργαλείο που ήθελαν να κατασκευάσουν. Τέλος το έβαζαν στη βούτα με το νερό ώστε να παγώσει και να στερεοποιηθεί. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το σιδερά γιατί δούλευε με τα σίδερα που ήταν βαριά κι ακόμα ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και έπρεπε απο
ένα ορθογώνιο κομμάτι σιδήρου να φτιάξει οποιοδήποτε εργαλείο, και μετά τη θέρμανση το σφυρηλατούσε, το βάπτιζε στο νερό και ξανά από την αρχή το σφυρηλατούσε,, ώσπου να του δώσει το οριστικό σχήμα του.
Σύνεργα για τις ανάγκες του γεωργού που έφτιαχναν οι σιδεράδες, ήταν: υνιά για να οργώνουν, οι κασμάδες, αξίνες με το ένα μέρος στενό και το φαρδύτερο για να σκάβουν (ανάλογα με το σχήμα τους είχαν διάφορα ονόματα, όπως: τσαπιά, τσάπες, τσάπες δίκοπες, σκαλιστήρια). Ακόμα για το θερισμό τα δρεπάνια, για τα αμπέλια το κλαδευτήρι, το πριόνι, τα τσαπιά.. Τέλος, για άλλες μικροδουλειές το τσεκούρι το σφυρί και το σκερπάνι.
Η βαφή(κοκκίνισμα του σιδήρου στη φωτιά) και η ανόπτηση (το βούτηγμα του σιδήρου στο κρύο νερό) έκαναν το σίδηρο ανθεκτικό και σκληρό και εδώ φαινόταν η λεπτομέρεια της μαστοριάς του κάθε τεχνίτη.Αυτό πιο πολύ γινόταν για τα εργαλεία που έπρεπε να είναι κοφτερά.Εδώ στην διαδικασία του βαψήματος οπως λεγόταν, ο σιδεράς ήξερε από πείρα πόσο χρόνο έπρεπε να βουτήξει το καυτό σίδερο στο νερό για να είναι κοφτερό .
Ο σιδεράς δεν περιορίζονταν, μόνο στην κατασκευή των εργαλείων αυτών, αλλά συγχρόνως αναλάβαινε και την επισκευή αυτών που φθείρονταν από την πολλή χρήση με το λεγόμενο βάψιμο, ατσάλωμα ή ατσαλάρισμα.
Τα διάφορα εργαλεία, έχαναν με τον καιρό την κοφτεράδα τους. Στις περιπτώσεις αυτές τα εργαλεία τα πήγαιναν στον σιδερά για να τα βάψει. Για το βάψιμο του εργαλείου ο σιδεράς το έβαζε στο καμίνι και αφού το μέταλλο κοκκίνιζε και μαλάκωνε το σφυροκοπούσε κατάλληλα μπροστά στην κοπή, μετά το περνούσε από τη μέγγενη και το λιμάριζε, κι όπως ήταν πολύ ζεστό το έριχνε στο κρύο νερό της βαρέλας για να σκληρύνει.
Σε άλλες περιπτώσεις η φθορά του εργαλείου ήταν μεγαλύτερη, γιατί από την πολλή χρήση φαγωνόταν το ατσάλι της πρώτης ατσαλωσιάς. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο χαρκιάς έκανε την επανόρθωση της φθοράς με το ατσαλάρισμα.
Στην περίπτωση αυτή τ’ ατσάλωμα είχε διαφορετική έννοια. O σιδηρουργός δεν ακολουθούσε την τακτική αυτή που το πρωτοέφτιαχνε, αλλά για να το δυναμώσει πυρώνοντας στο καμίνι πρόσθετε κομμάτι σίδερο, πυρωμένο και αυτό, και χτυπώντας τα και τα δύο επάνω στ’ αμόνι με τη βαριά αυτά κολλούσαν και να γίνει πάλι το εργαλείο όπως ήταν την πρώτη φορά που κατασκευάστηκε.. Mετά τ’ ατσάλωμα αυτό, το «παράξυνε» έκανε δηλ. την μπροστινή του άκρη πολλή κοφτερή....Aπό εκεί βγήκε και η παροιμία «στη βράση κολλάει το σίδερο»
Ενα ποίημα του Άρη Αλεξάνδρου σχετικό.......
Το μαχαίρι
Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό
και χρήσιμο μαχαίρι έτσι αργούν
κ' οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύόσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς απ' την λαμπρή
αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
ΠΗΓΕΣ.