Στερέωσα σε λέξεις τα λάβαρα οραμάτων κι ονείρων που γέννησε η αύρα σου
Ζωγράφισα σε δυό στίχους αδρά περιγράμματα κόσμων που ξυπνούσε η κραυγή και η παύση σου
Εχω γδύσει των κυμάτων σου τ' άστρα κι εκτείνω γεφύρια λιθόστρωτα φωτεινά στων αβύσσων τα χάσματα Μακραίνουν οι δρόμοι μου Χάνομαι στον αιθέρα της νύχτας σου
Στροβιλίζεις τις δίνες σου και βαραίνουν τα μέλη των πόθων μου Ακουμπάς το φιλί σου και γκρεμίζονται σε βροχές τα πατάμια τ' αέρινα
Χαμηλώνεις τα πέρατα τ' ουρανού και του ορίζοντα και τοιχίζεις περίκλειστο του ναού σου το θόλο με αιχμάλωτο σφάγιο στου βωμού σου το κέντρο έναν ήλιο που γέρνει που βουτά στα νερά των χρωμάτων ξεπλένοντας τη λεπίδα της κραυγής και της όψης του.
Έτσι λοιπόν παραδοθήκαμε ξανά στην Αγωνία.. πως αύριο θα ξημερώσει η Νέα Τάξη Πραγμάτων Και είναι άγνωστες ο βουλές των υπουργών, πρωθυπουργών Και πάσης φύσεως τρωκτικών που ροκανίζουν την ζωή μου.. Αύριο οι Σοφοί θ' αποφασίσουν την ζωή μου.. Και τα παιδιά μου αν γεννηθούν πως θα ΄ναι.. Ξανθά, μελαχροινά, ονειροπόλοι ή στρατιώτες. -Κι εγώ που έμαθα τη φύση για θεό μου και γιά την΄Υβρι, που όπως λένε το πρώτο αμάρτημα το πιο μεγάλο είναι- Εγώ που παραδόθηκα ξανά στην Αγωνία.. Άλλο πιά τίποτα δεν έχω να φοβάμαι. Εκτός από την οργή του Θεού..
Το πρώτο γραπτό κείμενο στην Ευρώπη - Το 1998 ο καθηγητής
κ. Γ. Χουρμουζιάδης δήλωσε πως είναι αδύνατη η δημοσίευση του κειμένου...
Είναι εμφανές πως η όποια επίσημη δημοσίευσή της θα
ανέτρεπε όλο το ιστορικό σκηνικό περί ανακάλυψης της γραφής, της αποτύπωσης της
έναρθρης φωνής του ανθρώπου με γράμματα (και όχι με ιδεογράμματα) και μάλιστα
στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, στο γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης.
Θα ανατρέπονταν δηλαδή η θεωρία πως οι Έλληνες- όπως μας
διδάσκουν- έλαβαν και αυτοί, το φως εξ ανατολάς ( από βαβυλώνιους, σουμέριους,
φοίνικες κλπ. !!) και θα έπρεπε να καλύψουν το μεγάλο κενό των τεσσάρων
χιλιάδων χρόνων, όταν δηλαδή, οι ανατολικοί λαοί εκφράζονταν με ιδεογράμματα,
οι Έλληνες έγραφαν με συλλαβές όπως σήμερα. Είναι καταφανές ότι
αυτό δηλώνει πρώιμο στάδιο σκέψης και πολιτισμού.
Σύμφωνα με τη σημερινή θεωρία - αυτή που διδάσκεται και
στα ελληνικά σχολεία - οι Έλληνες έμαθαν γραφή περί το 800 π.Χ. από τους
Φοίνικες.
Εκείνο που δεν μπορούν να μας εξηγήσουν πως είναι δυνατόν
η ελληνική γλώσσα να έχει 800.000 λήμματα, πρώτη γλώσσα στον πλανήτη, όταν η
αμέσως επόμενη έχει 250.000 λήμματα.
Πως είναι δυνατόν να γράφηκαν τα Ομηρικά έπη περί το 800
π.Χ. όταν δηλαδή έμαθαν να γράφουν οι Έλληνες;
Παρουσιάστηκαν ξαφνικά οι αρχαίοι Έλληνες στο ιστορικό
προσκήνιο τον 8ο αιώνα π.Χ., με γλώσσα εκατοντάδων χιλιάδων λημμάτων, που για
να δημιουργηθεί απαιτείται γλωσσική προϊστορία τουλάχιστον 10.000 ετών (σύμφωνα
με επίσημη αμερικανική γλωσσολογική έκθεση).
Η αγγλική γλώσσα είναι 1.600 ετών και έχει 48% ελληνικές
λέξεις με σύνολο λημμάτων 240.000. Η γερμανική είναι 1.700 ετών και έχει
250.000 λήμματα με ελληνικές λέξεις 46%.
Η ομηρική γλώσσα τι ηλικία έχει;
Έμαθαν να γράφουν οι Έλληνες από τους ανατολικούς λαούς
και ξαφνικά έγραψαν τα ομηρικά έπη που έχουν ιστορικό βάθος τριών χιλιάδων
ετών;
Τι είναι αυτό που φοβίζει τους
ιστορικούς;
Μήπως γιατί δεν χάθηκαν στη σκόνη της
ιστορίας και οι Έλληνες όπως οι Χαναναίοι, οι Σουμέριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι
Φοίνικες κλπ.;
Μήπως η αλήθεια, η πραγματικότητα,
αποτελεί εμπόδιο και φόβος στα σχέδια κάποιων "εκλεκτών" που
επιδιώκουν την τύφλωση των λαών;
Τι γράφει το δημοσίευμα πριν
δεκαπέντε χρόνια :
Το παλιότερο οργανωμένο γραπτό κείμενο που βρέθηκε στη γη
της Ευρώπης και χρονολογείται πριν από 7.254 χρόνια(!) από σήμερα αποκαλύφθηκε
στη λίμνη της Καστοριάς.
Είναι μια ξύλινη πινακίδα με άγνωστο μήνυμα χαραγμένο από
ένα νεολιθικό ψαρά ή έμπορο λιμνιαίου προϊστορικού οικισμού στο Δισπηλιό
Καστοριάς, γραμμένο δύο χιλιάδες χρόνια πριν από τα γραπτά ευρήματα των
Σουμερίων και τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν από τις κρητομυκηναϊκές πήλινες
πινακίδες της γραμμικής γραφής.
Τη συγκλονιστική ανακοίνωση έκανε χθες στη διάρκεια του αρχαιολογικού
συνεδρίου για το φετινό ανασκαφικό έργο στη Βόρεια Ελλάδα ο καθηγητής της
Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ κ. Γιώργος Χουρμουζιάδης, που αποκάλυψε το
ντοκουμέντο στη διάρκεια ανασκαφικής έρευνας το περασμένο καλοκαίρι.
Η ξύλινη πινακίδα με την επιγραφή χρονολογήθηκε επακριβώς
με τη μέθοδο του άνθρακα-14 στον «Δημόκριτο» στο 5260 (!) π.Χ., δηλαδή στο
τέλος της μέσης νεολιθικής περιόδου.
Ο κ. Χουρμουζιάδης με επιστημονικά επιχειρήματα κατέληξε
στο συμπέρασμα ότι τα χαράγματα της επιγραφής, που είναι οργανωμένα σε στίχους,
δεν πρέπει να είναι διακοσμητικά, αλλά «γράμματα» που μπορούν να ενταχθούν στο
σύστημα της παλαιοευρωπαϊκής γραφής και μάλιστα στην πρώιμη φάση της.
«Είναι το μοναδικό έγγραφο-εύρημα όπου τα σήματα του δεν
έχουν ιδεογραφικό χαρακτήρα (με μορφές ανθρώπων, ζώων, του ήλιου κ.ά.) και
παρουσιάζουν προχωρημένο χαρακτήρα αφαίρεσης, άρα είναι προϊόν διανοητικής
επεξεργασίας», είπε ο κ. Χουρμουζιάδης. Η ανακοίνωση του μοναδικού προϊστορικού
ευρήματος εντυπωσίασε τους αρχαιολόγους-συνέδρους, ενώ ο κ. Χουρμουζιάδης
διατύπωσε το ερώτημα: «θα μπορέσουμε, άραγε, να μάθουμε ποτέ αν αυτά τα σήματα
ήταν η πρώτη αρχή ενός διηγηματικού λόγου ή του λόγου μιας εξουσίας;
Νησί σε σχήμα καρδιάς στη Μεσσηνία (ανάμεσα στις νήσους Σαπιένζα και Σχίζα, δυτικά της Κορώνης)
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα. Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν. Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;», «Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα» Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία. Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια. «Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου». «Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη. Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν
γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»; «Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;» Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε: «Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».
"Άρχισε
η κάθαρση". Ένα σύνθημα στον γκρίζο τοίχο μπροστά του και μια δολοφονία
ήταν αρκετά. Αρκετά στον περίπατο, που έκανε, να καταλάβει πως όλα κάποτε
μαθαίνονται, πως όλα έχουν ένα τίμημα και πως την έχει μπλέξει άσχημα. Οι
εφημερίδες και οι ειδήσεις είχαν βουήξει. Τα πρωτοσέλιδα έγραφαν:
"Δολοφόνησαν τον Παύλο με το σύνθημα «Να χτυπήσουμε τους κλέφτες και
πουλημένους πολιτικούς» ." Κοίταξε δεξιά του στον δρόμο, άνθρωποι
κάθε λογής περπατούσαν αμέριμνοι, δεχόμενοι θετικά την καινούρια μέρα, που άπλωνε
τριγύρω της τα ζωντανά χρώματα, εκείνα του ήλιου. Μα πώς να τα προσέξει όλα
αυτά εκείνος εδώ και ένα διάστημα "τσουρουφλιζόταν" με την ομάδα του
σε μία διαρκή επίθεση από παντού... Το κινητό του χτύπησε τρεις φορές
"Μήτσος" έγραφε η ένδειξη... Ήταν το παρατσούκλι του, του το χαν
βγάλει όταν μια εφημεριδα είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με θέμα «Ο Μήτσος της
Ρήνης, ο πολιτικός, από τους Μελισσουργούς της Αρτας, ο γιος του αγωγιάτη».
Ξανακοίταξε την ένδειξη, συνέχιζε απτόητο να καλεί.Δεν το σήκωνε... Τι να του πει...
Εδώ δεν ήξερε τι να πει ο ίδιος στον εαυτό του. Πάτησε το κουμπί της απόρριψης
με μίσος.. "Την εχεμύθεια μου μέσα, άντε να ξαναεμπιστευτείς
άνθρωπο...".του ξέφυγε, γύρισε και είδε τον κόσμο να τον κοιτάει,
τους χαμογέλασε μηχανικά μα τόσο ψεύτικα και απομακρύνθηκε με βήμα γοργό.
Στόχος του το καφενεδάκι στην Πλάκα... Τον περίμενε εκεί ο Μήτσος...
Δυο μάτια όλο αγωνία και πανικό τον είχαν σταμπάρει από
μακριά καθώς πλησίαζε το μαγαζί... "Κάτσε δεν έχουμε πολύ χρόνο " του
είπε και τράβηξε την καρέκλα για να το διευκολύνει...
"-
Έχουμε κανένα νέο;" του απάντησε καθώς θρονιάστηκε, προσπαθώντας να δείξει
ήρεμος και χωρίς σκοτούρες
"-Μας
πάνε στο Ειδικό Δικαστήριο με σοβαρότατες ποινικές κατηγορίες.. Λοιπόν
κατηγορείσαι για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, Για υπόθαλψη
εγκληματία , Για παθητική δωροδοκία, Για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από
ιδιοτέλεια. Και όλα αυτά σε βαθμό κακουργήματος. Τι τα θελαμε τα λεφτά του.
Παραήταν βρώμικα ". Γύρισε και τον κοίταξε μες στα μάτια. Ο Μένιος είχε
σκύψει το κεφάλι, μα σε μια στιγμή το δεξί του χέρι χτύπησε δυνατά το ξύλινο
τραπέζι μπροστά του...
"
Με κάρφωσε, όταν του ' κανα τις χάρες ήταν καλά , όταν αναπτυσσόταν ήταν καλά,
όταν πλούτιζε ήταν καλά, τώρα που μπήκε στην στενή θέλησε να πάρει κι άλλους
μαζί του. Το βλήμα. Του' χα πει μην κάνει εχθρούς, αλλά βλέπεις ήταν τόσο
σίγουρος, που όλες οι άλλες εφημερίδες στράφηκαν εναντίον του. Άντε να κρατηθεί
μετά."
"Στ
είσαι τρελός τι φωνάζεις; Το θέμα είναι τι κάνουμε... Πώς
δικιολογούμαστε..." . Το δεξί του χέρι έπιασε μια εφημερίδα από την τσάντα
του και του την πέταξε μπροστά του. "Όλες μας φωτογραφίζουν, είμαστε
καταδικασμένοι"
Τα
μάτια του Μένιου κοίταξαν μία φορά επιφανειακά τους τίτλους και έπειτα
κάρφωσαν το συνομιλητή του. "Εγώ ένα σου λέω, αν είναι να πάμε θα πάμε
όλοι, όσοι φταίμε, θα πω τα πάντα κι όποιος αντέξει"
"-Εγώ
τι φταίω; Μου λες; Εγώ δε φαίνεται σχεδόν τίποτα, τι κουβαλιέμαι;" η
απόγνωση είχε αρχίσει να τον κυριεύει...
"Τι
δεν καταλαβαίνεις επιτέλους; " Το ύφος του Μένιου είχε γίνει πολύ πιο
επιθετικό "Κάποιος πρέπει να την πληρώσει. Λες να πάνε μέσα το λιοντάρι
και να αφήσουν έξω τα πρόβατα;" Σήκωσε από κάτω το παλτό του, "πρέπει
να φύγω. Μήτσο, ποιοι άλλοι είμαστε μέσα;" σηκώθηκε όρθιος
"Εγώ
εσύ, ο Ανδρέας, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης" είπε, χωρίς πλέον να κοιτάζει
καθόλου το συνομιλητή του, είχε σκύψει προς τα κάτω και οι σκέψεις του είχαν
χαθεί σε ένα ατέρμονο ταξίδι φαντασίας. Όταν πλέον σήκωσε το βλέμμα του, ο
Μένιος είχε χαθεί από το οπτικό του πεδίο.
Τι πρόκειται να κάνει ο χαζός, πήγαμε μπλέξαμε άσχημα,
δωροδοκίες, βρώμικα χρήματα, άνομες καταθέσεις, πλούτος, διαφθορά και ένας
εκδοτικός οίκος να ανεβαίνει στα ύψη και ένα όνομα να μεγενθύνεται απίστευτα,
αυτό του επιχειρηματία που μας έμπλεξε. Θέλαμε να ελέγχουμε τον καθημερινό
τύπο, να είναι υπέρ μας και την πατήσαμε από τον άλλο μισό τύπο που το
κατάλαβε. Μάλλον δεν κινηθήκαμε έξυπνα, αλλιώς σιγά μην αποκαλυπτόταν. Θα πρεπε
να τιθασεύουμε και το άλλο μισό πλήθος με χρήμα για να παραμείνει μουγκό. Γιατί
μη μου πείτε πως υπάρχει αξιοπρέπεια στις υπόλοιπες έντυπες εκδόσεις. Χα ας
γελάσω μονολόγησε ποιος έχει αξιοπρέπεια σήμερα να μη δελεαστεί απ το χρήμα;
Το μυαλό του Μήτσου είχε ξεφύγει τελείως, δίπλωσε την εφημερίδα και
απομακρύνθηκε από το καφενεδάκι ήσυχος μα όχι και γαλήνιος, περιμένοντας την
ώρα της δίκης.
Η μέρα είχε φθάσει. Η πρώτη δίκη στα χρονικά της ιστορίας που προβλήθηκε
σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση. "Μένιο" φώναξε ο Μήτσος λίγο πριν
μπουν στην αίθουσα "ο Παναγιώτης δε θα ρθει τελικά, εκλέχθηκε ευρωβουλευτής
και πήρε την ασυλία.." Ο Μένιος τον κοίταξε πιο ήρεμος από κάθε άλλη φορά
έριξε ένα ειρωνικό χαμόγελο και του ψιθύρισε "Εγώ στο πα εσύ και ο Γιώργος
θα μείνετε, ο Αντρέας δε θα πατήσει" ... "-Κι εσύ; " Το ρώτησε
αλλά είχε ήδη απομακρυνθεί πάλι από κοντά του...
Η αίθουσα ήταν κατάμεστη, τα τηλεοπτικά συνεργεία προσπαθούσαν να
καλύψουν κάθε γωνιά του χώρου για να μη χάσουν καμία αντίδραση, μα αυτό που
συνέβη δεν ήθελε και καμιά δεξιοτεχνία να τραβηχτεί. Ήταν πάνω από
κάθε φαντασία. Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου κοιτώντας τα χαρτιά του αναφώνησε
" Κατηγορούμενος Μένιος..." "Εγώ κύριε Πρόεδρε, ορκίζομαι. Αν
είναι να ειπωθεί η αλήθεια σεβαστό δικαστήριο να ειπωθεί ολόκληρη. Η κυβέρνηση
θέλησε να έχει στενή " τα μάτια του γούρλωσαν, ένιωσε τα πόδια του να μην
τον αντέχουν, συνέχισε "επαφή..." τα χρώματα της αίθουσας χάθηκαν και
μαζί τους και το ύψος του. Σωριάστηκε καταμεσής, εγκεφαλικό επεισόδιο. Το
δικαστήριο κλονίστηκε.
Μια
βδομάδα έπειτα ο Μένιος κατέληξε στο νοσοκομείο. Άλλοι μιλούσαν ότι πάντα και
παντού υπάρχει δικαιοσύνη και άλλοι για περίεργα φαινόμενα... Ο ίδιος είχε τόσα
να πει και εφόσον δεν πρόλαβε να βγάλει το λόγο του τα στοιχεία του δικαστηρίου
ήταν σχεδόν ανεπαρκή. Ο Μήτσος ταραγμένος και βαλόμενος από παντού,
δεκατρεις μήνες μετά κατηγορήθηκε σε δυομιση χρόνια κάθειρξη και διετής
στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για απιστία περί την υπηρεσία και για
παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών . Ο Ανδρέας, τέως πρωθυπουργός κρίθηκε
αθώος βάσει αμφιβολιών ενώ ο Γιώργος έλαβε μια μικρότερη ποινή από αυτή του
Μήτσου.
Ο Μήτσος αρνήθηκε να εξαγοράσει την ποινή του και για το ποσό έγινε
έρανος μεταξύ των μελών του κόμματος. Τι θα κάνω Θέε μου, πώς έμπλεξα έτσι, πώς
θα γλιτώσω. Έπεσα μες στην κοπριά κι οι υπόλοιποι μου την αλείφουν για
αρωματικό έλαιο. σκέφτηκε. Η μέρα κύλησε απροσδόκητα περίεργα μα και προβλέψιμα
για εκείνον. Εκείνη η μέρα της απόφασης της δίκης. Ήταν σίγουρος πως δεν ήθελε
να ξαναπολιτευτεί με το ίδιο κόμμα, τον είχε στιγματίσει άλλωστε... Φθηνά την
γλιτώσαμε σκέφτηκε, όλοι μας. Κι ο Μένιος, χάρη στο Μένιο, αχ ρε Μένιο...
Έσκυψε το κεφάλι και προχώρησε...
Ποιος είπε ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη; Ποιος είπε ότι δεν τιμωρούνται οι
πολιτικοί; Τι σημασία έχει αν είναι οι σωστοί, αν είναι δίκαια η ποινή, αν
αποκαλύπτεται η αλήθεια; Λεπτομέρειες! Το θέμα είναι για τα μάτια του κόσμου
και σε αυτό βγήκαμε για μια ακόμα φορά νικητές... Τι Έλληνες πολιτικοί θα
ήμασταν αν δεν γλιτώναμε άλλωστε πάντα; Απλοί Κοσκωτάδες... χαμογέλασε... Απλοί
κοσκωτάδες.... Να δεις τι σου χω για μετά...
Ρημαγμένη γή σαν την ζωή μας καταντήσαμε τα θέλω μας αστροβολάν τα μαύρα μας σταμάτησε η καρδιά μας τσιμπολογάμε αγάπες πεταμένες στης στράτας το περίσσεμα
Βλέμματα τυφλά μας οδηγούν στο εξώτερο των αισθημάτων μας χέρια κομμένα προσπαθούν να αγκαλιάσουν άυλα σώματα σάπιες καρδιές δίνουν ζωή σε σώματα αντάρτες
Αντέχει το αίμα στα μάτια άλλα όχι στην καρδιά δάχτυλα με αποτύπωμα θανάτου σκορπάνε ψεύτικες ελπίδες έρωτα σε ψυχές χωρίς ελπίδα γυρισμού
Φιλί αόρατο στα χείλη η ανάσα ενός ξεχασμένου λάθους ηδονές κτυπούν τις φλέβες ακούραστα σε ένα χορό πάθους αρρωστημένου
Ασημαντότητες με μορφές σημαντικών σκορπάνε όνειρα αυριανούς εφιάλτες με μορφή μαύρων αγγέλων παίζουν με την ψυχή
Ρημαγμένα βλέμματα δεν αντέχουν το φιλί των ασήμαντων πόσο κοστίζουμε ρωτώ ;
«Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο
Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός», γράφει στο
προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.
Μενέλαος Λουντέμης "Ο εξάγγελος" ( Του Δημήτρη Δαμασκηνού* "Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας...Λογοτεχνικό αφιέρωμα στον Μενέλαο Λουντέμη)
(Το απόσπασμα που ακολουθεί, είναι από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη 'Ο Εξάγγελος', που μιλά ο συγγραφέας για τον Αγγελο Σικελιανό. Περιγράφει πώς έζησαν εκείνη τη μέρα οι ίδιοι.Στον πρώτο διάλογο, μιλά ο Σικελιανός με το Λουντέμη - η Αννούλα, είναι η γυναίκα του Σικελιανού, και η Ναυσικά η κόρη του Παλαμά).
Ηχήστε οι σάλπιγγες..! -Πεθαίνει ο Παλαμάς. Ναι... μου το μήνυσε η Ναυσικά κι αρρώστησα. Εστειλα την Αννούλα να του πει ότι είμαι άρρωστος. Κείνος πεθαίνει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να τον ιδώ. Δεν μπορώ να δω άνθρωπο να πεθαίνει, χωρίς να είναι άρρωστος. Είναι αβάσταχτο. Κάνει πιο πικρόν ένα θάνατο, που είναι δα κι από μόνος του αρκετά πικρός. Τι να ’κανα; (…)
Ηθελα κι εγώ να δω τον Παλαμά πολύ, ως τότε μόνο στις φωτογραφίες τον έβλεπα. Τον είδα μια φορά στην Ακαδημία. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που... νόμισα πως ξαναείδα τη φωτογραφία του.
Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Ετσι -εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο- για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ενας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ. (…) Η Αννούλα όμως αργεί. Λες να τ ε λ ε ί ω σ ε; Αλλά... τι λέω; Τελειώνουν ποτές αυτές οι ζωές; Οχι. Σταματούν. Σταμάτησε για λίγο κι ο ίδιος, μπορεί για να αφουγκραστεί. (...)
Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί-πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του "Αετού". Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. (...) Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά: - Κύριοι!!.. είπε στυφά. Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!... Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά (ήθελε να πει "μυστικά"). Αφρισα. - Ποια οικογένειά του; του λέω. Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ό ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει. Ηταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα. - Ξεκινάτε από 'αλλότριους' σκοπούς... είπε με σφιγμένα τα δόντια. Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο. - Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!... Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση.
Ετσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ’μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης;
Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια... Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη.
Είναι αδύνατο -και τώρα- να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή
-σα χρησμός- ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την "κόψη του σπαθιού την τρομερή", έσκισε την πένθιμη σιωπή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Ρίγη προφητικά μας διαπέρασαν όλους.
Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην Πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί...
Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν... Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε -από απόσταση ενός αιώνα- σε τούτον τον Έ λ λ η ν α Ποιητή, ένας άλλος Ε λ λ η ν α ς Ποιητής:
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη
που με βιά μετράει τη γη...
Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει Και ψέλναμε Μεγαλόφωνα. Τον Υμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα, κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό, ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά, Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια, μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη, πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !", ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός, σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει... κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός, κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη, τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Στην κηδεία του Παλαμά επίσης ο Σωτήρης Σκίπης απήγγειλε το παρακάτω ποίημά του
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ «ΣΤΟΝ
ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ»
Μέσ' από τα κάγκελλα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
‘Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ισως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
‘Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.