Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Μαρτυρία του Βορειοηπειρώτη Αθανασίου Γκούντα για το έπος του ’40

Μαρτυρία του Βορειοηπειρώτη Αθανασίου Γκούντα για το έπος του ’40

Γράφει η Σοφία Δ. Νινιού, φιλόλογος και συγγραφέας 



Οι Έλληνες πάντα θυμούνται και τιμούν την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1940 και το ρόλο της Ελλάδας στην αναχαίτιση του ναζισμού και του φασισμού. Τις σελίδες της ιστορικής εκείνης περιόδου λαμπρύνουν τα ηρωικά κατορθώματα των γενναίων αγωνιστών. 

Τυχερός όποιος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει κάποιον από εκείνους. Τυχερός όμως και όποιος μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες γι’ αυτούς. Πολλές από αυτές αποτελούν πολύτιμη πηγή για τον ιστορικό ερευνητή, γιατί καταμαρτυρούν τα γεγονότα, όπως τα έζησαν οι αυτόπτες μάρτυρες. 

Η καταγραφή όσων συνέβησαν στην Άνω Επισκοπή της Βορείου Ηπείρου στις αρχές του Νοεμβρίου του 1940, λίγες μόλις μέρες δηλαδή αφότου η Ελλάδα είπε το περίφημο ΟΧΙ και μπήκε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε από τον Αθανάσιο Γκούντα, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί. 

Το χωριό Άνω Επισκοπή Ρίζας ανήκει στο δήμο Δερόπολης, που υπήρξε κατά την αρχαιότητα αποικία του αρχαίου Δωρικού Ελληνικού φύλου των Δρυόπων, από τους οποίους πήρε και το όνομά της Δρυοπίς ή Δρυϊνούπολι. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει μαρτυρίες των συγγενών και των συγχωριανών του, που έζησαν τα γεγονότα αυτά. Επισημαίνεται πως το περιστατικό, το οποίο αφηγείται, καταγράφεται για πρώτη φορά: 

«28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, η επέτειος του ΟΧΙ» 

Από τους γονείς και παππούδες μας έχουμε ακουστά ότι στο χωριό μας, την Άνω Επισκοπή Ρίζας Δερόπολης,αρχές Νοεμβρίου του 1940, είχαν εγκατασταθεί περίπου 25 Ιταλοί στο σπίτι του Φίλιππα και Θεοδωρή Παπά. 

Χειμώνας βαρύς, πολύ κρύο και χιόνια. Η Άνω Επισκοπή απέχει από τα σύνορα, το Μπογάζι ή βρύση του Κατί ή Πασσιά 1580 μ., από το Ορεινό (Μπιζανίκο) 2300 μ., από το Αργυροχώρι 4410 μ., από το Καλπάκι 28100 μ, από τις Βουλιαράτες 6500 μ. και από την Βόδριστα 7000 μ. 

Το περιστατικό που θα αφηγηθώ συνέβηκε, όταν οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν από το Καλπάκι, και θα το μεταφέρω, όπως ακριβώς το άκουγα από τον παππού και τη γιαγιά μου, αλλά και τους γείτονές μας, τα κρύα βράδια του χειμώνα, που η νύχτα φαίνεται ατελείωτη. 


Ενώ λοιπόν διεξαγόταν η μάχη με τους Ιταλούς, εκεί που δεν το περίμενε κανείς έρχεται ο πρώτος όλμος του πυροβολικού και κόβει ένα κλαδί μεγάλο από τον πλάτανο, που βρίσκεται ως σήμερα στο κέντρο της αυλής της εκκλησίας των Ταξιαρχών και καταλήγει στον τοίχο και συγκεκριμένα 3 μέτρα δεξιά και πάνω από την είσοδό της. Η ζημιά που προκάλεσε ήταν μικρή, μα τα σημάδια φαίνονται ακόμα σήμερα. 

Σε λίγο πέφτει και δεύτερη βολή μες στο καζάνι, που μαγείρευαν οι Ιταλοί, το οποίο είχαν στήσει στην άκρη του κήπου στον τοίχο της εκκλησίας. Η μια βολή με την άλλη απείχε 5-6 μέτρα. Από τη δεύτερη βολή σκοτώθηκαν 4 ή 5 Ιταλοί και οι υπόλοιποι όπου φύγει, φύγει.... 

Οι παππούδες μας διηγούνταν ότι την κανονιά, που έπεσε στο συσσίτιο των Ιταλών, την έριξε ο ΚΩΣΤΑΚΗΣ. Έτσι ήταν γνωστός εκείνον τον καιρό ο θρυλικός ταγματάρχης του πυροβολικού του 1940, που έγινε μύθος και δεν ήταν άλλος από τον ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΚΩΣΤΑΚΗ, έναν από εκείνους που μεγαλούργησαν στον δοξασμένο τιτάνιο αγώνα του 1940 και πρόταξαν τα στήθη τους για την Ελλάδα! 
Λίγες ώρες μετά τις φοβερές αυτές βολές οι Έλληνες στρατιώτες, τους οποίους με μεγάλη ανυπομονησία περίμεναν οι χωριανοί, ήρθαν από το δρόμο της Πλάκας με κατεύθυνση από Ανατολή, Μπιζιανίκο (Ορεινό σήμερα) προς το κέντρο του χωριού στην εκκλησία των Ταξιαρχών, διασχίζοντας την περιοχή πάνω από την γκαζιεμιά του Κώτση και κάτω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. 

Θυμάμαι πόση αγάπη και σεβασμό ένιωθαν για τους Έλληνες στρατιώτες οι δικοί μου κι οι γείτονες, που μικρό παιδί τους άκουγα με λαχτάρα και αδημονία τόσες και τόσες φορές να ζωντανεύουν το ιστορικό αυτό γεγονός με τις διηγήσεις τους. Τους περιέγραφαν ψηλούς, με ίσια κορμοστασιά σαν κυπαρίσσι. Έβλεπα στα μάτια τους να λάμπει ο θαυμασμός για τους γενναίους πολεμιστές, που ανάγκασαν τους εχθρούς μας, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στο χωριό μας, να φύγουν με το κεφάλι κάτω και την ουρά στα σκέλια. Οι χωριανοί, καθώς έφτασαν οι στρατιώτες θριαμβευτές, αλλά ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι, τους δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες και τους πρόσφεραν, για το λίγο χρονικό διάστημα που παρέμειναν, κάποιος μια γίδα, άλλος μια προβατίνα, κότες, ψωμί, ό,τι φαγώσιμα τους βρίσκονταν τέλος πάντων. Άλλοι πάλι τους προμήθευσαν με φανέλες και πατούνες μάλλινες και ό,τι άλλο ήταν χρήσιμο για τους ανώνυμους ήρωες για να συνεχίσουν τον πόλεμο πάνω στα χιονισμένα βουνά προκειμένου να διαφυλάξουν την ελευθερία και την ακεραιότητα της πατρίδας. 
Στην πραγματικότητα βέβαια, τους χωριανούς τους έδερνε μεγάλη φτώχεια. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να προσφέρουν από αυτά τα λίγα υπάρχοντά τους, που δεν έφταναν ούτε για τις οικογένειές τους. 
Στ’ αλήθεια, μέσα μου δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι ήταν πιο σημαντικό από όλα αυτά. Και οι στρατιώτες με το όπλο στα ξεπαγιασμένα χέρια τους και ο άμαχος πληθυσμός ψυχωμένος, αν και βίωνε τον τρόμο του κατακτητή, γίναν ένα, γίναν ο γίγαντας ελληνισμός, που πάλεψε με το αδύνατο και το έκανε δυνατό. 
Μνήμες που δεν πρέπει να χαθούνε, αλλά να βιώνονται και να τις μεταλαμπαδεύουμε καθημερινά στην νέα γενιά! 
Αθανάσιος Γκούντας 
Οκτώβρης 2020 
Ελλάδα 

ΠΗΓΕΣ: 

https://www.instagram.com/anw_episkopi/΄ 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου