Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΙ & ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ


Vincent van Gogh - Portrait of the Postman Joseph Roulin

Άρης Αλεξάνδρου - Ανεπίδοτα γράμματα

1
Επιταγές και δέματα
τα κανονίζεις όπως-όπως.
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά
ποιος θα δεχτεί να πάρει
τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά.

Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
είχα μπορέσει να πετάξω
δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
και μας πιτσίλισαν λιακάδα.

2
Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες
πόσο πολύ μου λείπει το βορεινό παράθυρο κλειστό
μην τύχει και κρυώσει
ένα φλυτζάνι τσάι που αχνίζει
τα περιστέρια των χεριών σου.

Λέω να κλείσω τα παντζούρια
μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας στα μαλλιά σου
λέω ν’ ανεβάσω το φυτίλι
μη μου χαθεί η φωνή σου.

[...]

18
Το νερό που πίνουμε
είναι γεμάτο σκόνη και σκουριά του ντενεκέ.
Έχω το μαντήλι σου μα δεν σουρώνω πια τα λόγια
όπως κι ο φίλος Αυγουστής
δεν δίνει διάρα
μην του χαλάσει η τσάκιση
καθώς πασχίζει να λυγίσει το ξύλινο ποδάρι.
Έτσι κι αλλιώς αυτό το αίμα
δεν το πληρώνουν χρόνια λευτεριάς
μήτε κ’ οι άνοιξες που αν κάποτε ξανάρθουν
θα μου σφαντάξουν σαν χρυσές
οδοντοστοιχίες.
Μόνο να φτάσουν γρήγορα οι λέξεις
κι ας φτάσουν οι στιγμές
σαν άμμος μες στα μάτια σου
κι ας φτάσουνε οι παύλες
σα νευριασμένο τικ στο βλέφαρό σου:
Φωτογραφία ελήφθη. Προτιμώ πρωτότυπον.
Έτσι κι αλλιώς τα γράμματά μας
σκοντάφτουν πάντα
στις απεργίες των τριών τα
και στη λογοκρισία.

Μούδρος 1948

Από τη συλλογή Άγονος γραμμή (1952)

[πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 21981, σ. 30-38]



 Thomas Patterson Portrait Of A Postman

Δημήτρης Βαρβαρήγος - Μονόλογοι

Μονόλογοι των δρόμων
ένορκες βεβαιώσεις ενώνουν τις πόλεις
υπόνομοι τίγκα στη βρώμα
χαρτιά ανάκατα στο τραπέζι
μισή τσίχλα αφημένη πλάι σε ατάραχες λέξεις
στον κόκκινο μανδύα ένα χάδι περιμένει η ξεχαρβαλωμένη κούκλα ο παλιατζής πάντα την ίδια ώρα
πάντα τα ίδια λόγια
σίδερα μαζεύω
ταχυδρόμος δεν υπάρχει
ευτυχώς τίποτα δεν προσμένω

τα βιβλία στο ράφι έρημα
ανοιχτή η σακούλα με τις καραμέλες εκχέουν πίκρα
αφόρτιστο το τηλέφωνο
ανυπόφορα χειμερινά δεσμά αγκάλιασαν το μπαλκόνι
η αλόη θέλει πότισμα
άφαντες οι παντόφλες
γλιστράει το βρεγμένο μπάνιο
να προσέχεις
παγωμένη λίμνη η σκέψη
ξυλιάσαμε
κρέμασε στους ώμους το σάλι π’ αγοράσαμε
αυτό που ζέστανε γοφούς και στήθη
μοιραίος ο ερχομός του σκοταδιού
μα είναι νωρίς ακόμη να πάμε για ύπνο
εμβριθές σχέδιο η κανέλα στον αφρό του χτυπημένου με στοργή καφέ
νήδυμη απαρίθμηση ερωτικών ελιγμών οι γουλιές
να πιω;





The Mailbox is a painting by Randy Edwards 


Γιάννης Βαρβέρης - Το γράμμα

Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδια φιστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.
Γιάννης Βαρβέρης, (από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου, Κέδρος 1982)



The Postman - Thomas Liddall Armitage


Νικηφόρος Βρεττάκος - Γράμμα στον Τσάρλι Τσάπλιν


«Ε, Τσάρλι Τσάπλιν, παιδικέ μου φίλε, που ΄μοιαζαν τα παπούτσια μας!

Περάσαν τόσα χρόνια από τότε κι όμως νιώθω μια ζεστασιά παράξενη, ως να με είχες στα χέρια σου ζεστάνει κάποια νύχτα, που νιφάδες χιονιού τρύπωναν μέσα στον κινηματογράφο του χωριού μου και κρύωνα διπλωμένος στο μακρύ σάκο μου, με πεσμένα τα μαλλιά στα μάτια μου, που λάμπαν βλέποντάς σε σαν του αγριμιού, ολοκάθαρα.

Που να΄ξερα πως θα΄ μενες εσύ, Τσάρλι, ως το τέλος ο φίλος μας στον κόσμο, ο καλός θείος, ο γείτονας του Θεού, ο παραστάτης σε όλους μας, και πως εγώ μια μέρα με τη φτωχή αλφαβήτα που εκεί κάτω στο ταπεινό σχολείο μας με μαθαίναν, θα σου’ γραφα ένα γράμμα σαν και τούτο, γιομάτο από φιλία και καρδιοχτύπια για όλο τον κόσμο!
Τσάρλι! Τσάρλι! Γράφω σ’ εσένα για όλους μου τους φίλους.
Τσάρλι Τσάπλιν, καλέ μου ταχυδρόμε, που πας σ΄όλες τις χώρες και χτυπάς με το διακριτικό σου μπαστουνάκι των φτωχών τα παράθυρα κι αφήνεις στο παντζούρι τους πάνω ένα γαρούφαλο, που με το πλάι το βράδυ, ακροπατώντας, μπαίνεις απ΄τις μισάνοιχτες πορτούλες στον ύπνο των παιδιών, με την ψυχή σου φορτωμένη παιχνίδια
Τσάρλι, φίλε των φίλων μου όλων που δεν έχουν φίλους, που τους πήραν τον ήλιο τ΄ ουρανού, που τους πήραν τη χάρη και την πρόνοια, και που σένα έχουν μόνο ανάμεσά τους να πηγαίνεις και να’ ρχεσαι, κουνώντας τα λοξά σου παπούτσια, διάβασέ τους την αγάπη μου Τσάρλι! Ένα λουλούδι μ΄εκατομμύρια φύλλα είναι το γράμμα που σου στέλνω για όλους. Μοίρασέ τους την ελπίδα μου, Τσάρλι.»
(Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιήματα, Τρία φύλλα)


Walter Dendy Sadler - The Village Postman

Νικηφόρος Βρεττάκος - Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου

Απαντώ στη σιωπή σου μ’ ένα φως ήρεμο• όσο και να ‘ναι
σαν τον Ατλαντικό οι στιγμές μου ταραγμένες
όσο κι αν η καρδιά στα βάθη μου χορεύει όπως μια φλόγα
φωτιάς, το αίμα μου καίγεται σαν ένα μακρύ δάσος
σε μιαν απέραντη πλαγιά – όσο κι αν ένας όμορφος
ήλιος βασίλεψε, σου γράφω. Αν όχι τίποτε άλλο,
σ’ ένα μικρό φύλλο χαρτιού σού γράφω και σου στέλνω
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

Έχεις το έλεος. Πάνω σου το βλέμμα του Θεού.
Έχεις την εύνοια των πρωινών του. Μη με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του ειπείς πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα.
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα, και τις κορφές που πάτησα, και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους απ’ τα δάκρυά μου
ότι επιμένω ακόμα πως ο κόσμος
είναι όμορφος!

Κι αν σκίστηκε
το χώμα μου στα δύο, κι αν χάσκει η ύπαρξή μου
σαν ένας τοίχος ανοιγμένος κάτω απ’ την κοιλιά
μιας φορτωμένης καταιγίδας,
πες τους πως σου στέλνω
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.

Κατά μήκος του ποταμιού
που κατεβαίνει στην κοιλάδα,
δίπλα στις λεύκες που σου νανουρίζουν
τη λύπη, γράψε στο νερό
τ’ όνομά μου: Ελπίδα.
τ’ όνομά μου: Αγάπη.
τ’ όνομά μου: Σιωπή.

Τάραξε πάλι το νερό.
Σβήσε τα ίχνη μου πάλι.
Πες τους πως είμαι ένας ελεύθερος άνεμος που γυρνά
μέσα στο μέλλον. Πως σε κάθε δέντρο έχω δεμένο
κι από ένα χρυσοσέλωτο άλογο. Πες τους πως
εγώ κι ο ήλιος είμαστε πάντοτε σε πορεία.
Πως όταν κάθε Κυριακή ντύνομαι τις ελπίδες μου
γιομίζει καθώς περπατώ ο κόσμος.
Εσύ, έτσι πες τους.
Πως δε σου ‘γραψα τίποτα. Πως σου ‘στειλα μονάχα
το παιδικό μου αλάβωτο χαμόγελο σαν ένα
φεγγάρι μέσα σε μια στέρνα.
Από τη συλλογή Τα θολά ποτάμια (1950) 

Samuel Harry Hancock - A Postman of the City 


Κική Δημουλά - Γράμμα

Ο ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου ῾φερε και σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο απ᾿ έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μια απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τ᾿ άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιὸν της συντριβής.
Και στ᾿ αυτιά μου θα κρεμάσω-συλλογίσου-
τη σιωπή σου.



The Postman by Alonso Perez


Ο. Ελύτης - Ο ταχυδρόμος

Κάθε πρωί οπού ξυπνώ
τρέχω στην πόρτα και κοιτώ

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
κι άλλη μια χαμένη μέρα

Πάνε κι έρχονται ολοένα
τα βαπόρια και τα τρένα

Ταχυδρόμε ανάθεμα σε
μόνο εμένα δε θυμάσαι

Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια

– Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
άδικα μην περιμένεις

Δεν σου το ‘χουνε γραμμένο
κι αν σου το ‘χουν πάει αλλού

Άλλος μένει εκεί που μένεις
και το δίνουνε αυτουνού

Ίσως να ‘ναι και σταλμένο
σ’ άνθρωπο του φεγγαριού

Ή και παραπεταμένο
σε μιαν άκρη τ’ ουρανού.
(Ο. Ελύτης, Τα ρω του έρωτα, Ίκαρος)


Mailman by Ian Russell

Νίκος Καββαδίας -Γράμμα στον ποιητή Καίσαρ Εμμανουήλ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει. Κάτι που πάντα βρίσκεται σ αιώνια εναλλαγή, κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων, και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη. Κάτι που θα κανε γοργά να φύγει το κοράκι, που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά. να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του, προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά. Κάτι που θα κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια, που αβρές μαθήτριες τ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί, χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ. Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει. Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ Σκεφτήτε Εγώ. Ένα καράβι Να σας πάρει, Καίσαρ Να μας πάρει Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ οδηγώ. Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε. Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν, τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε, κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν. Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν, οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες κι εγώ σ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες. Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε παράξενες στη γέφυρα ιστορίες, γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες. Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε, τους φάρους θε ν ακούγαμε να κλαίνε και τα καράβια αθέατα θα τ ακούγαμε, περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε. Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε, κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει. εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε, κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ. Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος, μιά γριά σ ένα πολύβουο καφενείο μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε, κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο. Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα, θα δήτε ίσως τη Γκρέτα να επιστρέψει. Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα, κι από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα, δε θα ναι ποιητικώτερο και πι όμορφο, ο διάφεγγος βυθός και τ άγριο κύμα; Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα, λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη», που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε, γελώντας και κουνώντας το κεφάλι. Η μόνη μου παράκληση όμως θα τανε, τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε. Κι όπως εγώ για έν αδερφό εδεήθηκα, για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.



 The Village Postman by Heywood Hardy

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΟΥ

Τα γράμματά σου τα ‘χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.

Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια…

Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα

Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι• δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.

The Old Man Reading A Letter by Fyodor Bronnikow



Γιώργος Κόκκινος -  Ο Ταχυδρόμος

Στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι ραβασάκι
γραμμένο με μελάνι των φιλιών
το βάψανε τα μάτια σου με αίμα αυτό τ’ αντίο
με κόκκινο και ροζ, το πότισαν τα χείλη σου

αντίο λέμε “γεια χαρά” σαν αποχωριζόμαστε
σα φίλοι, σα γνωστοί, σαν ξένοι π’ ανταμώσαμε
τυχαία όπου αφήνουμε ελπίδες
μα η ίδια η ζωή, μας ρίχνει τις ευθύνες
κι απάνω που κοντέψαμε το στόχο μας
με μιας κάποιος εχθρός στήνει παγίδες

αντίο λέμε, σαν χωρίζουν και τα μάτια μας
και πλέον δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ ανταμώσουν
τί κι αν τις λιγοστές ελπίδες μας ζυγίσαμε
τί λόγια κι αν αλλάξαμε στα χείλη, τί φιλιά
τί όνειρα κι αν κάναμε πριν ακουστεί τ’ αντίο

αυτό αποφασίστηκε, εδώ, σε μια νυχτιά
κι η μέρα κοροϊδεύει τις αιτίες

στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι γραμματάκι
το φύλαγα σα θησαυρό που ‘χα σκοπό να στείλω
κομμένο και ραμμένο στην καρδιά σου
με ένδειξη “Express” και “συστημένο”

το ξέρω, θα ταξίδευε πιο γλήγορα από μένα
θα έτρεχε, θα κάλπαζε και θ’ άλλαζε στεριά
πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο θα έφτανε για σένα
να τρέξει στα ματάκια σου ένα δάκρυ από χαρά

στην τσέπη κάποιου ερωτευμένου ταχυδρόμου
στη θήκη μιας πολυτελούς αποσκευής
σ’ ένα αεροδρόμιο, σ’ ένα πλοίο ή ένα τρένο
- σε ποιον επόμενο σταθμό θες να σε βρω; -

δυο λέξεις είχα γράψει μες στο φάκελο
[ και να ‘μαι, έπιασα πάλι δουλειά, δουλεύω
μοιράζω γράμματα στον κόσμο κι όλο τρέχω
γιατί μ’ αρέσει να πετώ στον ουρανό ]
δυο λέξεις είχα γράψει “ σε αγαπώ”

στο δίπλα απ’ το γραφείο μου δοχείο
υπάρχουν κομματάκια από χαρτί
με αίμα είναι βαμμένα κι απ’ τους δύο
- αγάπη μου να μείνεις δυνατή -

το αντίο δε το γιάτρεψε ο χρόνος
και δρόμο τώρα αλλάζει ο ταχυδρόμος



Late Postman is a painting by Mils Gan 

Μενέλαος Λουντέμης - Είμαι καλά

«Η αλληλογραφία θα διενεργείται
εφ’ απλού δελταρίου επί του οποίου
θ’ αναγράφωνται ολίγαι λέξεις υπό την
έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει».


Είμαι καλά, Μητερούλα… αυγή μου…
Σπεύδω να καλοπιάσω το φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ’ τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει… Μάνα…
Τρεμούλα των χεριών…
Χιόνια που ξεφεύγετε απ’ την μπόλια…

Στεναγμέ που μετράς το μισεμό μου…
Είμαι καλά.

Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα.
Μα έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με και σήμερα
για τα χίλια «είμαι καλά».
Τα χίλια ψέματά μου.
Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Έχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί.
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του μάθημα:
«Είμαι καλά».

Είμαι καλά… Αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμαι καλά… Αφού μπορώ και το ψελλίζω.
Είναι καλά… Αφού μπορώ κι αραδιάζω στο χαρτί
τα τσακισμένα τούτα λόγια:
«Είμαι καλά».

Μάνα…Αχ… Μάνα, Μάνα…
Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου
έλιωσε σήμερα κάτω απ’ το λιθάρι.
Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου
βέλαξε κατ’ από το μαχαίρι.
Μα εσύ, γέλα, ακριβή μου. Γέλα…
Πες πως ξύπνησες απ’ όνειρο κακό.
Και γέλα να το διώξεις.
Γέλα. Κι εγώ –ησύχασε, μανούλα–
«Είμαι καλά».

Σήμερα μου χύσανε το φως μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Χτες κάψανε τα νύχια μου.
Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά.
Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Αύριο θα με σταυρώσουν.
Είμαι καλά. Είμαι καλά… Είμαι καλά…

Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι’ αυτό το σκάβω, το σμιλεύω επιτύμβιο
πάνω σ’ αυτό τον ανεμόδαρτο γκρεμνό…
σ’ αυτό το τρελό Νεκροταφείο,
πως όλοι οι νεκροί του:
«ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!!!».




Man Writing a Letter by Gabriël Metsu

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

γράμμα
    στην Ισιδώρα


συγχώρα με για τον βαρύ χειμώνα
σου αναγγέλλω την επιστροφή των πελαργών
και σου χαρίζω δυο μικρά ποιήματα
να στροβιλίζονται στον κήπο σου
σαν ανοιξιάτικες νιφάδες
είσαι καλά;




Woman Reading a Letter by Gabriël Metsu


Τίτος Πατρίκιος -Ένα γράμμα


Σαν ένα γράμμα έγινε η ζωή μας
με κάποιο μήνυμα πολύ σπουδαίο
που χάθηκαν μέσα στα κύματα τους πρόσφυγες
κι ο αποστολέας κι ο παραλήπτης.
Όμως το γράμμα πάει κι έρχεται
από ταχυδρομείο σε ταχυδρομείο
χωρίς κανένας να τ’ ανοίξει
χωρίς κανείς να το πετάξει
πάντα με την επιγραφή στο φάκελο “επείγον”
και τα ξεθωριασμένα ονόματα στις δυο πλευρές
που μόνο οι ταχυδρομικοί τα λένε πια
όπως προσφέρουν οι σοφοί στα εργαστήρια
ονόματα οργανισμών που εξαφανίστηκαν.
(Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθος, Καστανιώτης)


Reading the letter by Pablo Picasso 


SYLVIA PLATH - ΓΡΑΜΜΑ

Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
Αν και, όπως μια πέτρα , αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια
Δεν είναι ότι μ` έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—
Ούτε ότι μ` άφησες να στυλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
Στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
Κατανόησης της κυανότητας , ή των αστεριών

Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα : ένα φίδι
Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
Στον λευκό υατό του χειμώνα—
Όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ
Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
Μάγουλα
που ανάβουν κάθε στιγμή για να λειώσουν
Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάμματα,
Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.

Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη
Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου , σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα .Σε γνώρισα αμέσως.

Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο , ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
Πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου
Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.
Μετ. Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπούλου,



Girl Reading A Letter By Candlelight, Art Painting by Jean-Baptiste Santerre


Γιάννης Ρίτσος -Γράμματα από το μέτωπο


(απόσπασμα)



«…Μάνα, σου γράφω βιαστικά, στο πόδι.

Σήμερα θλιβερό βγάλαμε ξόδι

σκοτώθηκαν πέντ’ έξι σ’ ένα αμπρί

– όλοι είκοσι μέχρ’ είκοσι πέντε χρόνω,
στην ώρα πάνου που ήταν για γαμπροί –
κ’ έχω μες στην καρδιά μου τόσο πόνο!

Μητέρα, όταν κινήσαμε απ’ την πόλη,
Σκύβαν ωχροί, μουντοί οι ουράνιοι θόλοι
βαρούσανε καμπάνες, μουσικές,
τούμπανα, κόρνα, σάλπιγγες, και κάτου
απ’ τη βουή περνούσαν σκεφτικές
ανθρωπομάζες: δείπνο του θανάτου. […]

Και μόνο η πυρκαγιά σα φρενιασμένη
τις καμπάνες ατέλειωτα σημαίνει.
Αχ, μάνα, πού να πας, πού να κρυφτείς;
Τα μάτια, πας να κρύψεις στην παλάμη-
φωτιά το χέρι σου σε καίει, κ’ ευτύς
μπρος σου χυμά η ψυχή, καυτό κατράμι.

Φωτιά και τα κουμπιά, φωτιά κι η αρβύλα,
όμως, στη ματωμένη κατρακύλα,
στα κόκαλα στυλώνεται η κραυγή
που ακέριους μας στυλώνει: ειρήνη, ειρήνη,
και στη σκιά, σαν περιστέρι η αυγή
το μαύρο κόμπο της καρδιάς μας λύνει.”
(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 1ος, Κέδρος)
“Μάνα, τον ήλιο εδώ σκεπάζουν ίσκιοι
κι αναπαμό ποτέ η καρδιά δε βρίσκει
ένα: οι αυγές κ’ οι νύχτες μας γυρνούν
φριχτές πεντάλφες γράφουν στο σκοτάδι
σήματα, που τον κίνδυνο μηνούν,
πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.

Ζούμε στ’ αμπριά θαμμένοι, διπλωμένοι
κ’ έξω απ’ την τρύπα ο θάνατος περμένει
Μας έπνιξαν το φως και τη χαρά,
Στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα. […]

Μητέρα μου, όταν φτάσαμε εδώ πέρα
στη φωτιά, στην αντάρα, στη φοβέρα
καθένας μας κι από ‘να φυλαχτό
κρατούσε κρεμασμένο στην καρδιά του
κι αφήναμε το στήθος ανοιχτό
στα πυρωμένα νύχια του θανάτου.

Μάνα, μας τρώει η λάσπη, η ψείρα, η βρώμα
λίγνεψε και καμπούριασε το σώμα,
μας τρώει τα σπλάχνα ο φόβος του θανάτου
μερόνυχτα κλειστοί μες στο αμπρί,
δεν είδαμε από τότε αυγή λαμπρή,
σα σκουλήκια στα βάθη του μνημάτου.»


Johannes Vermeer, Woman Reading a Letter


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Τα Γράμματα

Θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
ἔριξες τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι μὲς στὴ
θάλασσα
στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ νεκρὸ κρανίο
κι ὅλα τὰ βουλιαγμένα καράβια βγῆκαν
στὸν ἀφρὸ
κι ὁ καπετάνιος ζωντανὸς
κι οἱ ναύκληροι νὰ χαμογελᾶνε

εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα

καὶ στὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου τοῦ προγονικοῦ
ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου
κουνᾶνε τὰ μαντήλια τους καὶ χαιρετᾶνε

τὰ ποιήματά μου ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ
τὰ διαβάσουν
ἔχουν ξεχάσει νὰ διαβάζουν
λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ τὸ δέλτα ἔψιλον

καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέματα
στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κόκκινου γελαστοῦ
κρανίου μὲ ξεγέλασες
γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέλασα
καὶ μὲ πιστέψατε

κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ σκιὲς

πάντα θὰ γράφω ποιήματα
(από τη συλλογή ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ, 1980)



Lady Reading a Letter - Pietro Antonio Rotari

Μίλτος Σαχτούρης  -Συμπέρασμα

Η γάτα ήρθε σα φωνή από έναν ορίζοντα φο-
βισμένο
έβρεχε και πρησμένα όνειρα βογγούσαν οληνύχτα
το πρωί ο άνθρωπος πλύθηκε και ξυρίστηκε
όπως πάντα
και γύρω του χτυπούσαν τα σφυριά όπως πάντα
στο δρόμο καθώς έβγαινε απάντησε μιαν αγία
ντυμένη στα βυσσινιά

είχε πεθάνει πάνω στον τροχό πριν από
εκατοντάδες χρόνια
ο γαλατάς τον είδε και τον χαιρέτησε
έπειτα τον χαιρέτησε ο ταχυδρόμος
κι ύστερα τί ν’ απόγινε αυτός ο άνθρωπος
τα ρούχα του κυκλοφόρησαν σ’ εφημερίδες
το ένα του μάτι το κρατούσε κι έπαιζε
ένα μικρό κορίτσι
μαύρα αυτοκίνητα μεταφέραν τα κομμένα
μέλη του
και η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό



The Village Postman by Alfred Augustus Glendening



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - Γράμμα τοῦ Μαθιοῦ Πασκάλη

Οἱ οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης δὲ θὰ γνωρίσουν ποτὲ τὴ δροσούλα ποὺ κατεβαίνει στὴν Κηφισιά
μὰ οἱ δυὸ καμινάδες ποὺ μ᾿ ἄρεσαν στὴν ξενιτιὰ πίσω ἀπ᾿ τὰ κέδρα, γυρίζουν πάλι σὰ βλέπω τὰ
δυὸ κυπαρίσσια πάνω ἀπὸ τὴ γνώριμή σου τὴν ἐκκλησία
ποὺ ἔχει τοὺς κολασμένους ζωγραφιστοὺς νὰ τυραννιοῦνται μὲς στὴ φωτιὰ καὶ στὴν ἀθάλη
Βερίνα μᾶς ἐρήμωσε ἡ ζωὴ κι οἱ ἀττικοὶ οὐρανοὶ κι οἱ διανοούμενοι ποὺ σκαρφαλώνουν στὸ ἴδιο τους κεφάλι 
καὶ τὰ τοπία ποὺ κατάντησαν νὰ παίρνουν πόζες ἀπὸ τὴν ξεραΐλα κι ἀπὸ τὴν πεῖνα 
σὰν τοὺς νέους ποὺ ξόδεψαν ὅλη τους τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ φορέσουν ἕνα μονογυάλι 
σὰν τὶς κοπέλες ἡλιοτρόπια ρουφώντας τὴν κορφή τους γιὰ νὰ γίνουν κρίνα.

 The Mailman Plateau To Verdun Steps Art  by Carole Spandau

Virginia Woolf Γράμμα σε έναν νέο ποιητή

Quotes

“Ποτέ μη νομίσεις πως η περίπτωσή σου είναι μοναδική, πώς βρίσκεσαι σε χειρότερη θέση από οποιονδήποτε άλλον.”
“Γράψε, λοιπόν, τώρα που είσαι νέος, όσες ανοησίες θες. Έσο αφελής, χαζός, ρομαντικός· μιμήσου τον Σέλλεϋ, τον Σάμιουελ Σμάιλς· άσε ελεύθερο κάθε σου απωθημένο· κάνε όλα τα δυνατά λάθη, γραμματικά, συντακτικά, υφολογικά, αισθητικά· βγάλ' τα όλα έξω· πάρε την κατηφόρα· βάλε τον θυμό, την αγάπη, τη σάτιρα σε οποιεσδήποτε λέξεις μπορείς ν' αρπάξεις, να βιάσεις, να επινοήσεις, σε οποιοδήποτε μέτρο, πεζό, ποίηση - όποια μπούρδα θες. Έτσι θα μάθεις να γράφεις.”
“Στον βυθό του νου σου, λοιπόν, ο ρυθμός χτυπάει ασταμάτητα - αυτό δεν είναι που σε κάνει ποιητή; Μερικές φορές φαίνεται να εξασθενεί και να σβήνει εντελώς· σε αφήνει να φας, να κοιμηθείς, να μιλάς σαν κανονικός άνθρωπος. Ύστερα πάλι δυναμώνει και σηκώνεται σαν κύμα και πάει να παρασύρει ό,τι έχεις στο μυαλό σου σε έναν κυρίαρχο χορευτικό ρυθμό.”
“Αν θες λοιπόν να ικανοποιήσεις όλες εκείνες τις αισθήσεις που μαζεύονται σαν σμάρι όποτε ρίξεις ένα ποίημα ανάμεσά τους -λογική, φαντασία, μάτια, αυτιά, παλάμες, πατούσες, και μυριάδες άλλες που οι ψυχολόγοι δεν τις έχουν ακόμη ονομάσει- καλά θα κάνεις να γράψεις ένα εκτενές ποίημα όπου πολλοί άνθρωποι, χαρακτήρες όσο το δυνατόν πιο διαφορετικοί από σένα, μιλάνε δυνατά και άφοβα.”

“Και προς θεού μη δημοσιεύσεις τίποτα πριν τα τριάντα.”




Ala Ruzickova Art, Postman and letter


Ναζίμ Χικμέτ από τα "Γράμματα στην Αγαπημένη"

σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου,

«Ο άνεμος κυλάει και φεύγει
ο ίδιος άνεμος ποτέ δε σαλεύει δυο φορές
το ίδιο κλαδί της κερασιάς

Τα πουλιά τραγουδάνε στα δέντρα
είναι φτερά που θέλουν να πετάξουν

Δω πέρα η πόρτα είναι κλεισμένη
πρέπει να τηνε ρίξω
πρέπει να σε δω αγαπημένη μου

Α, να ‘ναι ωραία η ζωή όπως εσύ
α, να ‘ναι φίλη αγαπημένη, όπως εσύ

Το ξέρω – ακόμα δεν τελείωσε
της δυστυχίας το συμπόσιο
μα θα τελειώσει…»

The Love Letter,  by Willem Bartel van der Kooi


Αλμπέρ Καμύ  - Γράμμα σ' ένα φίλο Γερμανό


(απόσπασμα)

[...] Αφήστε καλύτερα vα σας διηγηθώ το εξής: Από μια φυλακή που ξέρω, κάπου στη Γαλλία, μιαν αυγή ένα φορτηγό, που τ' οδηγούσαν οπλισμένοι στρατιώτες, μεταφέρει έντεκα Γάλλους στο νεκροταφείο, όπου θα τους τουφεκίσετε. Από τους έντεκα οι πέντε ή έξι είχαν κάνει πραγματικά κάτι: ένα παράνομο φυλλάδιο, μερικές συναντήσεις — και πιο πολύ η άρνηση. Κάθονται ασάλευτοι στο εσωτερικό του φορτηγού, με το φόβο φωλιασμένο στην καρδιά τους βέβαια, αλλά θα τολμούσα να πω, με τον κοινό φόβο που σφίγγει κάθε άνθρωπο μπροστά στο άγνωστο, ένα φόβο που το κουράγιο συμφιλιώνεται μαζί του. Οι άλλοι δεν έκαναν τίποτε. Και το να νιώθεις ότι πεθαίνεις από πλάνη ή σαν θύμα κάποιας αδιαφορίας, κάνει πιο δύσκολη αυτή την ώρα. Ανάμεσά τους, ένα παιδί δεκάξι χρονών. Γνωρίζετε το πρόσωπο των εφήβων μας, δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Αυτό εγκαταλείπεται στο φόβο, λεία του, χωρίς ντροπή. Μην παίρνετε το περιφρονητικό σας χαμόγελο, τρίζουν τα δόντια του. Βάλατε κοντά του έναν εξομολόγο, που έργο του είναι ν' απαλύνει σ' αυτούς τους ανθρώπους τη σκληρή ώρα που περιμένουν. Πιστεύω πως μπορώ να πω ότι η συζήτηση για τη μέλλουσα ζωή με ανθρώπους που σε λίγο θα εκτελεστούν δεν τακτοποιεί τίποτε. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν τελειώνουν όλα στον κοινό λάκκο. Οι φυλακισμένοι μένουν βουβοί μέσα στο φορτηγό. Ο ιερέας στρέφεται προς το παιδί, σωριασμένο στη γωνιά του. Εκείνο θα τον καταλάβει καλύτερα. Το παιδί απαντά, γαντζώνεται απ' αυτή τη φωνή, η ελπίδα ξανάρχεται. Και στην πιο βουβή φρίκη, αρκεί καμιά φορά να μιλήσει ένας άνθρωπος και θαρρείς πως όλα θα φτιάξουν. Δεν έκανα τίποτε, λέει το παιδί. — Ναι. λέει ο ιερέας, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα τώρα. Πρέπει να ετοιμαστείς να πεθάνεις. — Δεν είναι δυνατό να μη σε καταλαβαίνουν. — Είμαι φίλος σου κι ίσως σε καταλαβαίνω. Αλλά είναι πια αργά, θα 'μαι κοντά σου, κι ο Καλός Θεός επίσης. Θα δεις, θα 'ναι εύκολο. Το παιδί γύρισε αλλού το πρόσωπό του. Ο ιερέας μιλάει για το Θεό. Το παιδί πιστεύει; Ναι, πιστεύει. Επομένως ξέρει ότι τίποτε δεν έχει σημασία μπροστά στην ειρήνη που το περιμένει. Αλλά αυτή η ειρήνη τρομάζει το παιδί.

— Είμαι φίλος σου, ξαναλέει ο ιερέας.
Οι άλλοι σιωπούν. Πρέπει να τους γνοιαστεί. Ο ιερέας πλησιάζει τη σιωπηλή μάζα τους, στρέφει για λίγο τη ράχη στο παιδί. Το καμιόνι τρέχει απαλά πάνω στο δρόμο τον υγρό από την πρωινή δροσιά, καταπίνοντας μ' ένα μικρό θόρυβο την απόσταση. Φανταστείτε αυτή την γκρίζα ώρα, την πρωινή μυρουδιά των ανθρώπων, την εξοχή που τη μαντεύεις χωρίς να τη βλέπεις, καθώς ακούς να ζεύουν τα ζώα, ή από μια φωνή πουλιού. Το παιδί ζαρώνει στο μουσαμά του φορτηγού, που υποχωρεί λίγο. Ανακαλύπτει ένα στενό άνοιγμα ανάμεσα στο πανί και στην καρότσα. Θα μπορούσε να πηδήσει, αν ήθελε. Ο άλλος έχει τη ράχη γυρισμένη, και μπροστά οι στρατιώτες προσπαθούν ν' αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον μες στο σύθαμπο του πρωινού.
Δεν το καλοσκέφτεται, τραβά το σκέπασμα, γλιστρά στο άνοιγμα, πηδά. Μόλις που ακούγεται το πέσιμό του, ένας θόρυβος από βιαστικά βήματα πάνω στο δρόμο, κατόπιν τίποτε πια. Το χώμα πνίγει τον κρότο από το τρέξιμό του.
Αλλά το πλατάγισμα του μουσαμά, ο υγρός και δυνατός αγέρας του πρωινού που ορμάει μέσα στο φορτηγό, κάνουν τον ιερέα και τους καταδίκους να στρέψουν τα πρόσωπά τους. Ένα δευτερόλεπτο ακόμα, ο ιερέας ατενίζει προσεχτικά τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων, που τον κοιτάζουν σιωπηλά. Ένα δευτερόλεπτο που ο άνθρωπος του Θεού πρέπει ν' αποφασίσει ανάλογα με την κλίση του, αν είναι με τους δήμιους ή με τους μάρτυρες. Αλλά να που χτύπησε στο χώρισμα που τον απομονώνει από τους συντρόφους του. «Achtung!*» Το σήμα κινδύνου δόθηκε. Δυο στρατιώτες ρίχνονται στο φορτηγό και συγκρατούν τους φυλακισμένους. Δυο άλλοι πηδούν κάτω και τρέχουν μέσα στα χωράφια. Ο ιερέας, λίγα βήματα πιο κει από το φορτηγό, στημένος στην άσφαλτο, δοκιμάζει να τους ακολουθήσει με το βλέμμα μέσα από την καταχνιά. Στο φορτηγό οι άντρες ακούν μονάχα τους κρότους αυτού του κυνηγητού, τα πνιγμένα ξεφωνητά, έναν πυροβολισμό, τη σιωπή, κατόπιν φωνές να πλησιάζουν, τέλος ένα υπόκωφο ποδοκρότημα. Ξανάφεραν το παιδί. Δεν το άγγιξαν, πιάστηκε μέσα σ' αυτές τις αναθυμιάσεις του μίσους ξάφνου χωρίς κουράγιο, εγκαταλειμμένο από τον εαυτό του. Μάλλον το κουβάλησαν παρά το οδήγησαν οι φύλακές του. Το χτύπησαν λίγο, όχι πολύ. Το σπουδαιότερο απομένει να γίνει. Δεν έχει ούτε ένα βλέμμα για τον ιερέα ούτε για κανένα. Ο ιερέας ανέβηκε δίπλα στον οδηγό. Ένας οπλισμένος στρατιώτης πήρε τη θέση του στο φορτηγό. Ριγμένο σε μια γωνιά, το παιδί δεν κλαίει πια. Κοιτάζει, ανάμεσα από τον μουσαμά και το δάπεδο, να φεύγει ξανά ο δρόμος, όπου ανατέλλει η μέρα.
Σας ξέρω, θα φανταστείτε πολύ καλά τα υπόλοιπα. Αλλά πρέπει να μάθετε ποιος μου διηγήθηκε αυτή την ιστορία. Είναι ένας Γάλλος παπάς. Μου 'λεγε: «Ντρέπομαι γι' αυτόν τον άνθρωπο και μ' ευχαριστεί να σκέφτομαι ότι ούτε ένας Γάλλος παπάς δεν θα 'χε δεχτεί να βάλει το Θεό του στην υπηρεσία του εγκλήματος». Ήταν αλήθεια. Απλώς, αυτός ο ιερέας σκεφτόταν σαν εσάς. Ακόμα και μέσα στην πίστη του το βρήκε φυσικό να υπηρετήσει τη χώρα του. Κι οι ίδιοι οι θεοί στον τόπο σας είναι στρατευμένοι. Είναι μαζί σας, όπως λέτε, αλλά με τη βία. Δε διακρίνετε πια τίποτε, δεν είσαστε παρά μια ορμή. Κι αγωνίζεστε τώρα με μόνα τα μέσα της τυφλής οργής, αφοσιωμένοι στα όπλα και στα βλήματα πιότερο παρά στην τάξη των ιδεών, επιμένοντας πεισματικά στο να μπερδεύετε τα πάντα, ν' ακολουθείτε την έμμονη ιδέα σας. Εμείς ξεκινήσαμε από τη διανόηση και τους δισταγμούς της, ανίκανοι απέναντι στην οργή. Αλλά να που η περιπλάνηση τώρα τέλειωσε. Έφτασε ένα παιδί νεκρό, για να προσθέσουμε στη διανόηση την οργή και στο εξής είμαστε δυο ενάντια σ' έναν [...].
Δεκέμβριος 1943

μτφρ: Τατιανα Τσαλικη-Μηλιωνη 


Cresswell Quay Postie by Jacqueline Walden


 Θανάσης Πάνου -  Ο ταχυδρόμος από την χώρα του μέλλοντος

«Η γλώσσα με τις υψηλές έννοιες βρίσκεται ένα ανασασμό πριν τον θάνατο». 
… 

Καλοί μου φίλοι, 

Αυτή την στιγμή που στεκόμαστε εδώ, η κοινωνία αποσυντίθεται, παρόλο που έχει ως βάση το τσιμέντο. 
Άτομα διασπώνται , ακτινοβολίες μας βομβαρδίζουν , άνθρωποι πάνε και έρχονται αφήνοντας πίσω τις σωματικές οσμές τους, η μεσόγειος ροκανίζει τις ακτές , ο αέρας περνάει μέσα από τα κλιματιστικά… και πάει λέγοντας. Εν τω μεταξύ ο πλανήτης μας περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του και γύρω από τον ήλιο, ο ήλιος ακολουθεί μια τροχιά γύρω από το κέντρο του γαλαξία και ο γαλαξίας ακολουθεί μια τροχιά γύρω από ένας θεός ξέρει τι. Επιπλέον όπως όλοι ξέρουμε, το σύμπαν διαστέλλεται με διαβολεμένη ταχύτητα. Τα σενάρια όμως που πλέκουν τα όνειρα μας, εκπνέουν επινοήσεις με τέτοιες ευφάνταστες πλοκές , με τέτοιες υποχθόνιες αρχιτεκτονικές επινοήσεις που το υπέρλογο της φαντασίας παραδίδεται μπροστά τους. 

Το όνειρο αυτό , το έφερε ένας καβαλάρης ταχυδρόμος του μέλλοντος , ένας εργάτης μεταφοράς του λόγου , μια συνηθισμένη βραδιά που βυθισμένος στη ονειροφαντασία ήμουν ευάλωτος στην άναρχη επιβολή του. Φυσικά ως όνειρο είναι αληθοφανές, ευτυχώς όμως δεν είναι αληθινό, μιας και το αύριο το πλάθουμε εμείς, όπως ως παιδιά της φύσης, θέλουμε να πιστεύουμε ότι κτίζουμε με τα δικά μας τραχιά σχεδιάσματα το αύριο. Όπως δηλαδή ο σπόρος ανοίγει το δρόμο στη βλάστηση. Βέβαια, πάντα τα ζιζάνια βλαστάνουν και αυτά γύρω – γύρω , κλέβοντας ότι μπορούν, όπως ως ζιζάνια οφείλουν να πράττουν. 

Μια φανταστική κατάσταση σαν αυτή που περιγράφεται από τη επίσκεψη του ταχυδρόμου δεν ισχύει σήμερα αλλά θα μπορούσε να συμβεί το έτος 2031. Έτσι για το μικρό πηδηματάκι στο χρόνο, ας πούμε δέκα λεπτά στο μέλλον, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να φύγω από την αίσθηση αλλοτριότητας του σήμερα. Οδηγός, η αίσθηση ότι η γραφή είναι ο αρχιτέκτονας που αποκαλύπτει διάφορες πτυχές μέσα από τα σκόρπια ψίχουλα της ονειροφαντασίας. 

Στην εποχή λοιπόν αυτή, η διαδικασία της κοινωνικής ανάπτυξης σύμφωνα με τους νόμους του ζώντος χάους της ανθρώπινης φύσης επιδεινώθηκε και η ασυμμετρία αναδύθηκε γυμνή μπροστά σε όλους μας. Εδώ πλέον, η γλώσσα δεν είναι όργανο ομιλίας , δεν γονιμοποιεί ιδέες , οι λέξεις δεν κινούν. 

Στο κέντρο της κάθε πόλης ορθώνεται ένα δεκάμετρο άγαλμα , απεικονίζοντας ένα κασμά και στη βάση του μια μεγάλη επιγραφή αναφέρει «Στάσου προς το μέρος που ατενίζει το άγαλμα και θυμήσου το μολύβι». Οι τελευταίες τρείς λέξεις είναι γραμμένες με μεγαλύτερα στοιχεία. 

Οι ομιλίες που ακούω γύρω μου διαμελίζουν με φραστικά ολισθήματα την επικοινωνία. Και ο λόγος, μα γιατί και ο λόγος αναρωτήθηκα… 

“Μα γιατί απελευθερώνει , δίνει υπόσταση στον άνθρωπο” απάντησε ένα γκράφιτι στο τοίχο της τελευταίας βιβλιοθήκης. 

Αναζήτησα την ενημέρωση από τα Μ.Μ.Ε. Οι δύο εκφωνητές με ίδια φωνή διάβαζαν το ίδιο κείμενο ταυτόχρονα: 

«Κατάπληξη έχει προκαλέσει στη διεθνή κοινή γνώμη και ιδιαιτέρως στους ανθρώπους των γραμμάτων η απόφαση της UNESCO σχετικά με την ελληνική γλώσσα. Υπενθυμίζουμε στους ακροατές μας ότι το όλο ζήτημα ξεκίνησε όταν το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αποτελούμενο από τα 350 παιδιά πού είχαν επισκεφτεί την χώρα μας το 2013 σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα διαπολιτισμικών ανταλλαγών μεταξύ σχολείων, και με εισήγηση του ολλανδού επιτρόπου Βαν ντε Μπρίκι , έκανε δεκτή την έκθεση της επιτροπής Ο.Η.Π (οργανισμού Ηνωμένων πολιτειών-πρώην Ο.Η.Ε). Οι κορυφαίοι γλωσσολόγοι, ο γερμανός Fatauler και ο γάλος Tecnotelier καυτηρίασαν τον Γλωσσικό Φραγκεστάιν της Ελλάδας. Υποστήριξαν ότι τα ρήματα, ΣΕΡΦΑΡΩ, ΡΙΣΚΑΡΩ, ΚΟΠΛΙΜΕΝΤΑΡΩ, ΣΟΥΖΑΡΩ, ΠΑΡΚΑΡΩ, ΣΟΚΑΡΩ, ΦΟΥΛΑΡΩ, ΡΕΓΟΥΛΑΡΩ, ΜΠΛΟΚΑΡΩ, ΚΟΜΛΕΞΑΡΩ, ΠΡΕΣΑΡΩ, ΝΤΑΟΥΝΙΑΖΩ κ.α, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταπόντιση του μύθου της” 

Η γλώσσα με τις υψηλές έννοιες βρίσκεται ένα ανασασμό πριν τον θάνατο… 

“Ο έκπτωτος λόγος, οδήγησε σε σκοταδισμό σε μια μαύρη σκηνογραφία, σε ένα δράμα επικοινωνίας, πράγμα ανεπίτρεπτο για την πολιτισμένη Ευρώπη. Οι δύο καθηγητές υποστήριξαν μάλιστα ότι η γλώσσα που μιλιέται είναι μια παραφθαρμένη μίξη από την επικράτηση του γλωσσικού μεταναστευτικού κύματος και της βραχυλογίας που υποχθόνια ρίζωσε σε όλους η επικοινωνία μέσω των κομπιούτερ. Δυσάρεστη τροπή πήρε το όλο ζήτημα όταν το βρετανικό κοινοβούλιο αποφάσισε να επιβάλλει εμπάργκο ώστε οι Έλληνες να ονομάσουν τη γλώσσα τους Αγγλική, όπως σωστά είχε προτείνει πριν πολλά χρόνια στην εποχή της εκποίησης των πάντων, μια ελληνίδα πολιτικός». 

Κλείνω το γράμμα, «αρκετά» λέω, όλοι έχουμε παρόμοια όνειρα και φόβους… 

Το μόνο που θα ήθελα όμως να ξέρω είναι το εξής: 

Αν η εξύψωση της υλικής γραφής υπηρετήσει συμφέροντα μιμούμενη την πολιτική υποτέλεια του σήμερα , τι είναι εκείνο που θα φροντίσει να μείνει ακέραια η μνήμη των προγόνων μας, που έκλεισαν το σύμπαν στο εσωτερικό της ελληνικής γλώσσας, ευαγγελίζοντας την ανάλυση και ανίχνευση με τον λόγο; 

Το ετεροχρονικό συνεχές είναι εκείνο που προσδίδει μια αίσθηση ταυτότητας; 

Αν μου διακόψουν την πολιτιστική μου συνέχεια , η ψευδαίσθηση της ταυτότητας της εξελιγμένης κοινωνίας θα με αφήσει να εξακολουθώ να είμαι εγώ; 

Πολίτης αυτού του τόπου των γραμμάτων , που ως σκαφτιάς θέλω να αναμετράμε , να σημαδεύομαι στη διαμάχη με τις λέξεις και ας χάνω . 

Αυτό είναι το ερώτημα που με βασανίζει συνέχεια… 

Τα μουσεία των πολιτιστικών ιδεών έπεσαν στο κενό. 

Η μόνη απάντηση που δίνει το γράμμα του μέλλοντος είναι η σιωπή, μια οπερέτα της ονειροφαντασίας με ηθοποιό τον λόγο που επίμονα δεν εμφανίζεται, στη σκηνή. 

Ίσως θα έπρεπε να συμφωνήσω με εσένα, ότι δεν είναι ηθικά σωστό να ισχύσει αναδρομικά η απαγόρευση των ονειροσκέψεών μας. 

Τα Απόρρητα των απορρήτων του λόγου κατοικούν στο Ολύμπιο βουνό. 

Εκεί που υπάρχει μια πέτρα κάτω από μια άλλη πέτρα που την δια λόγου λύτρωση καλά κρατά , καλώντας για την εκταφή ή την ανάσταση μας. 

A Letter Finally Arrives is a painting by Danny Lowe

Έντγκαρ Άλαν Πόε  -Το κλεμμένο γράμμα  

διήγημα του από τη συλλογή διηγημάτων του «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» (μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999)

Απόσπασμα 

«…Γνώρισα κάποτε ένα οκτάχρονο αγόρι που μάντευε τόσο επιτυχημένα στο παιχνίδι «μονά - ζυγά», ώστε οι ικανότητές του αναγνωρίστηκαν διεθνώς. Το παιχνίδι αυτό παίζεται με βόλους. Ένας παίκτης κρατά στο χέρι του μερικούς βόλους και ρωτά το συμπαίκτη του: «Μονά ή ζυγά;». Αν ο συμπαίκτης του μαντέψει σωστά, κερδίζει· αν όχι, χάνει. Το παιδί που σου λέω κέρδισε όλους τους βόλους του σχολείου. Φυσικά, οι εικασίες του βασίζονταν σε κάποια αρχή· κι αυτή είχε να κάνει με την παρατήρηση και τον υπολογισμό της πονηριάς των αντιπάλων του. Για παράδειγμα, ένας κουτοπόνηρος αντίπαλος ρωτάει, προτείνοντας το κλειστό του χέρι, «Μονά ή ζυγά». Ο μαθητής μου απαντάει «μονά» και χάνει· την επόμενη όμως φορά κερδίζει, γιατί λέει μέσα του: «αυτός ο κουτοπόνηρος είχε την πρώτη φορά ζυγά και η πονηριά του φτάνει μέχρι του σημείου να τα κάνει μονά και κερδίζει. Αν τώρα έχει να κάνει μ’ ένα κουτορνίθι λίγο πιο ξύπνιο απ’ το προηγούμενο, θα σκεφτεί έτσι: «Αυτός εδώ είδε ότι την πρώτη φορά είπα «μονά» και θα σκεφτεί αμέσως να τ’ αλλάξει σε ζυγά, όπως έκανε και ο πρώτος· όταν όμως το ξανασκεφτεί, θα πιστέψει πως παραείναι απλό αυτό που πάει να κάνει και, τελικά, θ’ αποφασίσει να τα βάλει και πάλι ζυγά. Άρα, θα πω «ζυγά»· μαντεύει ζυγά και κερδίζει. Τώρα, σε τελική ανάλυση, πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης του μαθητή, που οι συμμαθητές του τον αποκαλούν «τυχερό»; »

«Είναι η ταύτιση του αναλυτή με το σκεπτικό του αντιπάλου του», είπα.

«Αυτό είναι», είπε ο Ντιπέν· «κι όταν ρώτησα το αγόρι πώς κατάφερνε την πλήρη ταύτιση, που του εξασφάλιζε την επιτυχία, μού απάντησε: «Όταν θέλω να καταλάβω πόσο έξυπνος ή πόσο χαζός, πόσο καλός ή πόσο κακός είναι κάποιος, ή τι σκέφτεται εκείνη τη στιγμή, παίρνω την έκφραση που έχει το πρόσωπό του όσο πιο πιστά μπορώ κι ύστερα περιμένω να δω ποιες σκέψεις ή συναισθήματα μού έρχονται στο μυαλό και στην καρδιά, που ανταποκρίνονται σ’ αυτήν την έκφραση». Τούτη η απάντηση του μικρού μαθητή αποτελεί τη βάση των δήθεν υψηλών στοχασμών που έχουν αποδοθεί στον Ρασφουκό, στον Λα Μπουζίβ, στον Μακιαβέλι και στον Καμπανέλα».

«Κι η συνταύτιση», είπα, «της σκέψης του αναλυτή μ’ εκείνη του αντιπάλου του εξαρτάται, αν κατάλαβα καλά, από την ακρίβεια, με την οποία υπολογίζεται το νοητικό επίπεδο του αντιπάλου».

«Από πρακτική άποψη απ’ αυτήν εξαρτάται», απάντησε ο Ντιπέν· «κι ο φίλος μας ο Ζ- κι οι άνθρωποί του αποτυγχάνουν τόσο συχνά, πρώτον, γιατί, δεν πετυχαίνουν αυτή τη συνταύτιση και δεύτερον, γιατί δεν υπολογίζουν σωστά – ή μάλλον δεν υπολογίζουν καθόλου – το νοητικό επίπεδο του ανθρώπου με τον οποίον έχουν να κάνουν. Το μόνο που λαμβάνουν υπόψη τους είναι οι δικές τους ευφυείς ιδέες· κι όταν αναζητούν κάτι κρυμμένο, καταφεύγουν μόνο στις μεθόδους με τις οποίες θα το έκρυβαν αυτοί. Σ’ ένα πράγμα έχουν δίκιο: στο ότι η εξυπνάδα τους ανταποκρίνεται σ’ αυτή της μάζας· όταν, όμως, η πανουργία του συγκεκριμένου κακοποιού διαφέρει από τη δική τους, είναι φυσικό ο κακοποιός να τους ξεγελά. Αυτό συμβαίνει πάντα όταν η πονηριά είναι ανώτερη απ’ τη δική τους, αλλά και πολύ συχνά όταν είναι κατώτερη. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση στη μέθοδο των ερευνών τους· στην καλύτερη περίπτωση, όταν προκύπτει κάποια ασυνήθιστη ανάγκη – ή κάποια εξαιρετική αμοιβή – επεκτείνουν ή υπερβάλλουν στις παλιές τους πρακτικές, χωρίς να παραλλάσσουν καθόλου το σκεπτικό τους. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Ντ-, τι έκαναν για να διαφοροποιήσουν την κατεύθυνση των ενεργειών τους; Τι ήταν όλα αυτά τα βαριά ψαξίματα και τα τρυπήματα με τις βελόνες κι ο έλεγχος με το μικροσκόπιο κι ο χωρισμός της επιφάνειας του κτιρίου σε καταγραμμένα τετραγωνικά εκατοστά – τι ήταν όλ’ αυτά, εκτός από υπερβολική εφαρμογή της μοναδικής ερευνητικής μεθόδου, που βασίζεται στη μοναδική αντίληψη σχετικά με την ανθρώπινη ευφυΐα, στην οποία είναι συνηθισμένος ο κ.Ζ-, στη μακρόχρονη ρουτίνα των καθηκόντων του; Δεν είδες που πήρε σαν δεδομένο ότι όλοι οι άνθρωποι κρύβουν ένα γράμμα, αν όχι μέσα στο πόδι μιας καρέκλας, τουλάχιστον σε κάποια απόμερη τρύπα ή γωνιά, την οποία υποδεικνύει ο ίδιος τρόπος σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο κάποιος κρύβει οπωσδήποτε ένα γράμμα στο πόδι μιας καρέκλας; Και δε βλέπεις ακόμα πως όλες αυτές οι εξεζητημένες κρυψώνες ταιριάζουν μόνο στις κοινές περιπτώσεις κι ότι θα τις διάλεγαν μόνο άνθρωποι με κοινό νου; Γιατί, σ’ όλες τις περιπτώσεις κρυψίματος ενός αντικειμένου, το πρώτο πράγμα που σκέφτεται ο καθένας είναι μία εξεζητημένη κρυψώνα. Κι έτσι, η ανακάλυψή του δεν εξαρτάται καθόλου από την οξυδέρκεια, αλλά μόνο από την επιμέλεια, την υπομονή και το πείσμα των ανθρώπων που ψάχνουν. Κι όταν η υπόθεση είναι σημαντική – πράγμα που για τους αστυνομικούς σημαίνει όταν η αμοιβή είναι μεγάλη – οι εν λόγω αρετές δεν αποτυγχάνουν ποτέ. Τώρα, λοιπόν, καταλαβαίνεις τι εννοώ όταν λέω όταν λέω πως, αν το κλεμμένο γράμμα ήταν κρυμμένο οπουδήποτε εκτός των ορίων της έρευνας του Ζ-, με άλλα λόγια, αν το σκεπτικό της απόκρυψής του συνέπεφτε με το σκεπτικό του Ζ-, δεν υπήρχε περίπτωση να μην το ανακαλύψουν. Ο αστυνόμος μας όμως επλανήθη πλάνην οικτρά και η πρωταρχική αιτία της ήττας του είναι η υπόθεση που έκανε ότι ο υπουργός είναι ανόητος, επειδή έχει τη φήμη του ποιητή. Σύμφωνα με τον Ζ-, όλοι οι οι ποιητές είναι ανόητοι. Ο ίδιος ευθύνεται για ένα ανέκδοτο πόνημα κι από κει και πέρα συμπεραίνει πως όλοι οι ποιητές είναι ηλίθιοι».

Amy's Art Emporium by Joseph Holodook

Ρ. Μ. Ρίλκε, (Αποσπάσματα από την πρώτη επιστολή)

Παρίσι, 17 του Φλεβάρη 1903

Φίλε Κύριε,

Εδώ και λίγες μέρες πήρα το γράμμα σας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη μεγάλη και πολύτιμη, για μένα, εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Δε μπορώ όμως να κάνω τίποτα περισσότερο. Δε μπορώ να μπω στην τεχνική των στίχων σας: κάθε είδους κριτική βλέψη είναι κάτι τόσο ξένο από μένα… Η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάει πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις. Δε μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε −όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο. Τα περισσότερα απ’ όσα μας συμβαίνουν δε μπορούμε να τα εκφράσουμε, ξετυλίγονται μέσα σε μια σφαίρα, που ποτέ καμιά λέξη δεν την καταπάτησε. Και απ’ όλα πιο αδύνατο είναι να εκφράσουμε τα έργα τής τέχνης, τις μυστηριακές αυτές υπάρξεις που η ζωή τους δε γνωρίζει τέλος, καθώς πορεύεται πλάι στη δική μας την περαστική, την πρόσκαιρη ζωή.
Πρέπει, έπειτ’ από τούτη την παρατήρηση, να προσθέσω ακόμα πως οι στίχοι σας δεν έχουν δική τους ατομική έκφραση, κι ωστόσο βρίσκω μέσα κει, δειλό κι αβλάστητο ακόμα, το έμβρυο μιας προσωπικότητας. (…)
(…) Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε, βέβαια, κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ’ άλλα ποιήματα, αναστατωνόσαστε όταν κάποιοι αρχισυντάχτες σάς γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από δω κι εμπρός (μια και μου επιτρέψατε να σας δίνω συμβουλές) σας παρακαλώ να τ’ απαρνηθείτε όλ’ αυτά. Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω· αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές τής καρδιάς σας. (…) Μακριά απ’ τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σ’ εκείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά −ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας σας φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δε μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της. Για το δημιουργό δεν υπάρχει φτώχεια, ούτε φτωχοί κι αδιάφοροι τόποι. Και μέσα σε φυλακή ακόμα αν ήσαστε κλεισμένος, κι οι τοίχοι της δεν αφήνανε τους ήχους τού κόσμου να φτάσουν ως εσάς −δε θα σας έμεναν, ωστόσο, αμόλευτα μέσα σας, τα παιδικά σας χρόνια, ο ακριβός, βασιλικός τούτος πλούτος, ο θησαυρός αυτός των αναμνήσεων; Γυρίστε κατά κει το νου σας. Πασχίστε ν’ ανασύρετε, απ’ το βυθό αυτών των περασμένων, τις βουλιαγμένες εντυπώσεις. Η προσωπικότητά σας θα δυναμωθεί, η μοναξιά σας δε θα ’ναι πια άδεια και θα σας γίνει ένα καταφύγιο ονείρου, όπου κανένας θόρυβος απ’ έξω δε θα φτάνει. (…) Ένα έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη. Για να το κρίνεις, πρέπει να δεις ποια είν’ η πηγή του. Γι’ αυτό, φίλε Κύριε, δε μπορώ να σας δώσω παρά τούτη μόνο τη συμβουλή: βυθιστείτε στον εαυτό σας, ψάξτε στα βάθη, απ’ όπου πηγάζει η ζωή σας. Εκεί θα βρείτε την απόκριση στο ρώτημα: πρέπει να δημιουργείτε; Δεχτείτε την, όπως θ’ αντηχήσει, χωρίς να γυρέψετε το νόημά της. Ίσως βγει πως η Τέχνη σάς καλεί. Τότε, αγκαλιάστε αυτή τη μοίρα, κρατήστε την για πάντα απάνω σας, μ’ όλο το βάρος και το μεγαλείο της, χωρίς ποτέ ν’ αποζητήσετε καμιάν αμοιβή απ’ έξω. Γιατί ο δημιουργός πρέπει να ‘ναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη Φύση, που μαζί της είναι δεμένος.
Μπορεί όμως, έπειτ’ απ’ αυτή την «κάθοδο» μέσα στον εαυτό σας και στον εντός σας «ερημίτη», να πρέπει ν’ απαρνηθείτε τη μοίρα τού ποιητή. (Φτάνει, όπως σας είπα, να νιώσει κανένας πως μπορεί να ζήσει και χωρίς να γράφει −κι ευθύς το γράψιμο του είναι απαγορευμένο.) Μα και τότε ακόμα, αυτή η αυτοσυγκέντρωση, που σας ζητώ, δε θα ‘χει σταθεί μάταιη. Η ζωή σας θα βρει, δίχως άλλο, μέσ’ από κει, τους δικούς της δρόμους· κι εύχομαι, περισσότερο απ’ όσο δύνονται τα λόγια μου να σας πουν, οι δρόμοι σας τούτοι να ‘ναι άξιοι, πλατιοί κι ευτυχισμένοι. (…)
(…) Προσπάθησα, στην ανυπόκριτη τούτη απάντησή μου, γραμμένη όσο δυνόμουν καλύτερα, να φανώ της εμπιστοσύνης αυτής κάπως περισσότερο άξιος απ’ ό,τι πραγματικά είμαι, ο ξένος εγώ.
Μ’ αφοσίωση και συμπάθεια
RAINER MARIA RILKE

Από το βιβλίο «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή». Μετάφραση Μάριου Πλωρίτη. Εκδόσεις Ικαρος, 2000. Δωδέκατη έκδοση.


The Postman Brings News  by MotionAge Designs


Άντον Τσέχωφ - O Βάνκας

Αποσπάσματα 

O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:

Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.
Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και
ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε
πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.
............................

O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.

Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…

O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.

Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».


Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:
— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!
................................................

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.
Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:
Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.

Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλι

Greeting the Postman | Macbeth, Robert Walker
πηγή http://collections.vam.ac.uk/


ΜΟΥΣΙΚΗ 



Καταπληκτικό τραγούδι του Τσιτσάνη με την συγκλονιστική ερμηνεία της Χασκήλ.Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1949 και οι στίχοι ειναι των Τσιτσάνη και Ρούτσου,Επίσης τραγουδάει μαζί με τη Χασκηλ.ο Περπινιάδης και οΤσιτσάνης.

Έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα, τάχα να ζεις ή χάθηκες σαν το πουλί στην μπόρα; Μέρα και νύχτα ξάγρυπνη, με μάτι δακρυσμένο, τον ταχυδρόμο να φανεί στη στράτα περιμένω. Σωστός αιώνας φαίνεται σε μένα κάθε ώρα, κι έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα. Άλλοι μου λεν' πως πέθανες κι άλλοι πως ζεις για μένα, κι άλλοι πως μ' απαρνήθηκες και παν' όλα χαμένα.


A Beautiful Letterbox On Gozo by Miki De Goodaboom



Στίχοι: Σωκράτης Μάλαμας Μουσική: Σωκράτης Μάλαμας Πρώτη εκτέλεση: Σωκράτης Μάλαμας Δε θέλω πια να σκέφτομαι τα ίδια και τα ίδια Σα να 'ταν όλα ψέμματα στάχτες κι αποκαϊδια Θέλω ανοιχτά παράθυρα να με φυσάει αέρας Να΄χω το νου μου αδειανό Να΄χω και πρίμο τον καιρό Δε θέλω πια να μου μιλάς για όσα έχεις ζήσει Δε χάθηκε κι ο κόσμος πια το τζάμι αν ραγίσει Θέλω να'ρθεις και να με βρεις να κάτσεις να τα πούμε Πως νιώθουμε παράφορα Πως ζούμε ετσι αδιάφορα Δε θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδια Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια Θέλω να φύγεις να σωθείς να πάψεις να γκρινιάζεις Να ξεχαστείς στη διαδρομή ποιός ήσουν και πώς μοιάζεις Έτσι θα σ'αγαπώ πολύ και θα σε βλέπω λίγο Σα μια γυναίκα μακρινή Που αγάπησα πριν φύγω Δε θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδια Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια


Pretty Petals Flower Shop  by Joseph Holodook 




ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ Ποίηση Νίκου Καββαδία Μουσική: Ξέμπαρκοι Φίλε μου Αλέξη, το `λαβα το γράμμα σου και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω... Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα που να μου φέρει λίγη ποικιλία Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε και τ' άκουσα, στην κάμαρα σκοτείνιαζε κι ο θόρυβος του δρόμου σταματούσε Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα κι όλο η μητέρα μου `λεγε: Το Μάρτη... Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα κι ένα του Μαγκρ* στιχάκι έχω σκαλίσει: «Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!» κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει Να πεις σ' όλους τους φίλους χαιρετίσματα κι αν τύχει ν' απαντήσεις την Ελένη πως μ' ένα φορτηγό πες της μπαρκάρισα και τώρα πια να μη με περιμένει Αλήθεια, ο Χάρος ήθελα να `ρχότανε σαν ένας καπετάνιος να με πάρει χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει Αλέξη, νιώθω τώρα πως σε κούρασα μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις δε θα `βρεις, βέβαια, λόγια για μια απάντηση μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...


Mr. Postman by Wanda Gaskin-Smith



Στίχοι: Γιώργος Κανελλόπουλος Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος Πρώτη εκτέλεση: Δήμητρα Γαλάνη

Τα γαλάζια σου γράμματα κάθομαι και διαβάζω και με παίρνουν χαράματα καθώς πίσω κοιτάζω Τα γαλάζια σου γράμματα τρυφερές αναμνήσεις να μου λες χίλια πράματα μα δε λες αν γυρίσεις Μια ζωή περιμένω μα δε γίνονται θάματα μια ζωή σ' ανασταίνω στα γαλάζια σου γράμματα Τα γαλάζια σου γράμματα μαχαιριά κάθε λέξη και με πιάνουν τα κλάματα σε ρωτώ τι έχω φταίξει Τα γαλάζια σου γράμματα τρυφερές αναμνήσεις να μου λες χίλια πράματα μα δε λες αν γυρίσεις Μια ζωή περιμένω μα δε γίνονται θάματα μια ζωή σ' ανασταίνω στα γαλάζια σου γράμματα


La Factrice  by Paradise Artist





Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Γιάννης Σπανός.
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού,


Όταν το γράμμα αυτό θα πάρεις θα' ναι βαρύς πικρός Γενάρης θα ξεπαγιάσει το κανάρι και θα με ψάχνει το παιδί. Κι εγώ μακριά σου πεταμένη απ' τον καημό μαχαιρωμένη στου δρόμου το θαμπό φανάρι θα γέρνω σα γυμνό κλαδί. Όταν το γράμμα αυτό θα πάρεις θα' ναι βαρύς πικρός Γενάρης το χιόνι κρύσταλλο στο τζάμι στην καμινάδα μας καπνός. Και το όνειρό μου να γυρίσω στα πόδια σου να γονατίσω θα΄ χει τσακίσει σαν καλάμι και θα σκορπιέται σαν ατμός.

Across The Miles  by Richard De Wolfe




Ο ταχυδρόμος πέθανε.
Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Ζωή Φυτούση

 ..ήταν παιδί στα δεκαεφτά
που τώρα έχει πετάξει ποιος θα σου φέρει αγάπη μου το γράμμα που 'χα τάξει και σαν πουλί που πέταξε η πικραμένη του ζωή, πέταξε πάει και τού 'φυγε η δροσερή πνοή Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου το τελευταίο φιλί μου Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια κι ήταν αυτός η αγάπη μου, η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια, φέρνει δροσιά στ' αηδόνια Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου πού 'ναι του ονείρου ο δρόμος αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος

The Postman by Heywood Hardy 




LYRICS: Gimmie a ticket for an aeroplane Ain't got time to take a fast train Lonely days are gone, I'm a goin' home My baby has just wrote me a letter I don't get care how much money I gotta spend Got to get back to my baby again Lonely days are gone, I'm a goin' home My baby has just wrote me a letter Well, she wrote me a letter said she couldn't live without me no mo' Listen Mister, can't you see I got to get back to my baby once mo' Anyway, yeah Give me a ticket for an aeroplane Ain't got time to take a fast train Lonely days are gone, I'm a goin' home My baby has just wrote me a letter Well, she wrote me a letter said she couldn't live without me no mo' Listen Mister, can't you see I got to get back to my baby once mo' Anyway, yeah Give me a ticket for an aeroplane Ain't got time to take a fast train Lonely days are gone, I'm a goin' home My baby has just wrote me a letter My baby has just wrote me a letter

The Little Postman by Hosch 





[Intro]
(Wait) Oh yes, wait a minute, Mr. Postman
(Wait) Wai-hey-hey-hey-it, Mr. Postman

[Chorus]
(Please, Mr. Postman, look and see) Whoa yeah
(Is there a letter in your bag for me?) Please, please, Mr. Po-oh-ostman
('Cause it's been a mighty long time) Whoa yeah
(Since I heard from this boyfriend of mine)

[Verse 1]
There must be some word today
From my boyfriend so far away
Please, Mr. Postman, look and see
Is there a letter, a letter for me?
I've been standin' here waitin', Mr. Postman
So so patiently
For just a card or just a letter
Sayin' he's returnin' home to me

[Chorus]
Please, Mr. Postman
(Please, Mr. Postman, look and see) Whoa yeah
(Is there a letter in your bag for me?) Please, please, Mr. Po-oh-oh-ostman
('Cause it's been a mighty long time) Whoa yeah
(Since I heard from this boyfriend of mine)

[Verse 2]
So many days, you've passed me by
You saw the tears standin' in my eye
You wouldn't stop to make me feel better
By leavin' me a card or a letter

Please, Mr. Postman, look and see
Is there a letter, oh yeah, in your bag for me?
You know it's been so long
Yeah, since I heard from this boyfriend of mine

[Outro]
You better wait a minute, wait a minute
(Wait a minute, Mr. Postman)
Whoa, you better wait a minute
Please, please, Mr. Postman (Wait a minute, Mr. Postman)
Please check and see
Just one more time for me

You gotta wait a minute (wait), wait a minute (Wait a minute, Mr. Postman)
Oh you better wait a minute, wait a minute
Please, Mr. Po-ostman (Wait a minute, Mr. Postman)
Don't pass me by, you see the tears in my eyes

You better wait (Wait)
Wait a minute (Wait a minute, Mr. Postman)
Wait a minute, wait a minute, wait a minute
(Wait, wait a minute, Mr. Postman)
Please Mr. Postman


https://genius.com/

The Village Postman by Ernest Albert Waterlow


ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 

Ο Ταχυδρόμος -Il Postino


Ο Ταχυδρόμος (Il Postino) είναι ιταλική κινηματογραφική ταινία παραγωγής 1994, σκηνοθετημένη από το Μάικλ Ράντφορντ.

Η ταινία αφηγείται τη φιλία του νεαρού ταχυδρόμου Μάριο Ρουόπολο (Τροΐζι) με το Χιλιανό κομμουνιστή ποιητή Πάμπλο Νερούδα (Νουαρέ) και τον έρωτα του πρώτου για την όμορφη Μπεατρίτσε Ρούσο (Κουτσινότα). Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα Ardiente Paciencia του Αντόνιο Σκάρμετα (1985) και ακολουθεί αρκετά πιστά την πλοκή του, με τη διαφορά ότι η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιταλία του '50 αντί για τη Χιλή του '60.

Υπόθεση


Ο Μάριο είναι ένας νεαρός που ζει στο απομονωμένο νησί Σαλίνα κατά τα τέλη της δεκαετίας του '50 και ονειρεύεται να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, προσπαθώντας να μη γίνει ψαράς σαν τον πατέρα του. Τελικά του δίνεται μια άλλη ευκαιρία, όταν προσλαμβάνεται στο ταχυδρομείο για να διακινεί την αλληλογραφία του Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα, ο οποίος διώκεται από τις αυταρχικές κυβερνήσεις της πατρίδας του κι έχει λάβει πολιτικό άσυλο απ' την Ιταλία, υπό τον όρο ότι θα μένει μόνιμα σε μια ερημική περιοχή της Σαλίνα.

Σύντομα ο Μάριο διαπιστώνει πως το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών προέρχεται από θαυμάστριες και μολονότι σχεδόν αγράμματος, ξεκινά να διαβάζει τα ποιήματα του Νερούδα και να συζητά όσο γίνεται περισσότερο μαζί του, ελπίζοντας ότι θα βρει λύση στο μεγάλο του πρόβλημα: ντρέπεται να φλερτάρει. Σιγά-σιγά μυείται στα μυστικά της ποίησης, την οποία χρησιμοποιεί για να γοητεύσει την Μπεατρίτσε που εργάζεται στο καφενείο της θείας της στο λιμάνι. Παράλληλα αναπτύσσει μια πρωτόλεια ταξική συνείδηση και αρχίζει να αμφισβητεί το δεξιό πολιτευτή που κρατά την περιοχή στην καθυστέρηση, ώστε να εκμεταλλεύεται πολιτικά και οικονομικά τους αφελείς νησιώτες.

Κάποια στιγμή η πολιτική κατάσταση στη Χιλή αλλάζει με την εκλογή του προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε και ο ποιητής διορίζεται πρέσβης στο Παρίσι. Φεύγει με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει - καθώς όμως τα χρόνια περνούν και ο Νερούδα δεν εμφανίζεται, ο Μάριο μένει με την πίκρα ότι ο παλιός του φίλος τον ξέχασε.

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Νερούδα θα ξαναφτάσει στη Σαλίνα, αυτή τη φορά ως επισκέπτης. Ανακαλύπτει ότι ο Μάριο κι η Μπεατρίτσε απέκτησαν έναν γιο, τον οποίο ονόμασαν Παμπλίτο προς τιμήν του. Δυστυχώς όμως ο Μάριο δεν ζει: δολοφονήθηκε από την αστυνομία στη Νάπολη, καθώς ανέβαινε στο βήμα μιας πολιτικής συγκέντρωσης για να εκφωνήσει ένα ποίημα.

Βραβεύσεις

Αν και ταινία χαμηλών τόνων με «σινεφίλ» χαρακτηριστικά, ο Ταχυδρόμος γνώρισε απροσδόκητα θερμή υποδοχή από το ευρύ κοινό και κέρδισε διεθνείς διακρίσεις.

Έλαβε το Βραβείο Όσκαρ Πρωτότυπης Μουσικής για τη σαιζόν 1995, ενώ ήταν υποψήφιος σε τέσσερις ακόμα κατηγορίες που συνήθως περιλαμβάνουν μόνο αμερικανικές παραγωγές: Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία, Α' Ανδρικός Ρόλος, Διασκευασμένο Σενάριο. Η υποψηφιότητά του για Καλύτερη Ταινία του στέρησε το δικαίωμα να διεκδικήσει το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, για το οποίο θα ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί.

Επίσης το 1996 έλαβε τρία Βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (τα λεγόμενα βρετανικά Όσκαρ): Σκηνοθεσίας, Μουσικής, Καλύτερης Μη Αγγλόφωνης Ταινία


The Morning Post by Paul Fischer

Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές - 
The Postman Always Rings Twice

Αμερικανική ταινία, σκηνοθεσία Μπ.Ράφελσον με τους: Τζέραλντιν Πέιτζ, Τζακ Νίκολσον, Τζέσικα Λανγκ, Τζον Κόλικος

Ενας άνεργος αλήτης και μια όμορφη νέα παντρεμένη, αποφασίζουν να δολοφονήσουν τον άντρα της για να μπορέσουν να ζήσουν ελεύθερα τον έρωτά τους.



The Post Office, From Ackermann's Microcosm Of London is a painting by Rowlandson and Pugin


πηγές
https://itzikas.wordpress.com/
https://www.politeianet.gr/
https://astrolabio1.blogspot.com/
https://www.nikiforou-poems.gr/
http://www.greek-language.gr/
http://photodentro.edu.gr/
https://www.apotipomata.com/
https://iliopoulou.wordpress.com/
https://www.goodreads.com/
https://edromos.gr/
http://ebooks.edu.gr/
https://fineartamerica.com/
https://porfyrada.blogspot.com/
https://www.catisart.gr/
https://www.artigo.gr/
https://www.monocleread.gr/
https://www.fractalart.gr/
http://ebooks.edu.gr/
http://eimaistahaimou.blogspot.com/
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/
https://ppirinas.blogspot.com/
https://www.oceansbridge.com/

Rural Delivery  by Katherine Young-Beck








1 σχόλιο:

  1. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΙ & ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
    Ένα πολύ καλό κι επιμελημένο αφιέρωμα -από την Γεωργία Κωτσοβόλου στο Homo Universalis- ποιημάτων και μικρών πεζών κειμένων καταξιωμένων λογοτεχνών. Φωνές ηχηρές που έγραψαν ιστορία, που σκόρπισαν ιδέες και γαλούχησαν γενιές και γενιές με τα έργα τους αφήνοντας στον χώρο των γραμμάτων ένα μεγάλο κεφάλαιο. Τιμή μου να βρίσκομαι ανάμεσα τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή