Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Η ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Nil desperandum!– Ποτέ μην απελπίζεσαι.
Οράτιος


George Frederic Watts  - Ελπίδα. 1886 

Μανόλης Αναγνωστάκης - Αφιέρωση

«Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν
Για το σπίτι του χτίστηκε
Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν
Για τα πλοία που άραξαν
Για τη μάχη που κερδήθηκε
Για τον άσωτο που επέστρεψε
Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια.



 Γιάννης Τσαρούχης, Ελπίς

Σπύρος Αυλωνίτης - Υπάρχει ελπίδα !!

Βουβή θλίψη
στην έρημη πόλη
άμορφο χάος ,
αρχές κατάθλιψης .
Βυθοσκοπώ ανάμεσα
σε διάφορες πλάνες
και την θαμμένη αλήθεια ,
την ώρα που καραδοκούν
καιροσκόποι επιθυμιών .
Κι όμως , μια ανατάραξη
σαν απολογία μνήμης
στην θνησιγενή μου σκέψη
την απολύτρωση φέρνει .
Ένα κόκκινο κυκλάμινο
αμέριμνος ναυαγός
στο πέλαγος της σήψης ,
γαντζωμένο στο βράχο
χρωματίζει το χρόνο ,
δίχως ήχο φωνάζει
πως υπάρχει ελπίδα . . .

ΑΘΗΝΑ 23 -- 03 -- 2020
ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ




NIGHT STREET OF HOPE by Leonid Afremov


Κώστας Βασιλάκος - Μη χάνεις την ελπίδα
Όταν πεθαίνουν οι ελπίδες,
τις θάβεις μέσα σου και τις ποτίζεις,
να ξανανθίσουν.
Φυτεύεις έναν κέδρο ,
μια μανόλια και βλέπεις την ελπίδα,
να γίνεται πάλι ζωή.
Όταν φεύγει ένα αηδόνι μακριά ,
σωπαίνεις ,
για να μην του φυλακίσουν τη φωνή.
Όταν η αγάπη γίνεται δάκρυ που κυλά,
μην το αγγίξεις:
είναι το νάμα για μια νέα αρχή.
" Σκέψεις θραύσματα"
Κώστας Βασιλάκος/ Άνεμος Εκδοτική



George Frederic Watts - Faith, Hope and Charity

Κώστας Βασιλάκος -Το χρώμα της ελπίδας

Επιμένει το ψιχάλισμα των ματιών ,
και το γαλάζιο χρώμα
φαντάζει ξεπλυμένο.

Εγώ σε σύγχυση ,
τη μια βουτάω στ’ άπατα της θάλασσας
την άλλη βυθίζομαι απ’ το κενό τα’ ουρανού.

Θέλω τώρα , στα δύσκολα,
να κρατήσω το χρώμα της ελπίδας ,
να βάψω το μέλλον με ζωή .

" Λόγια δραπέτες "
Κώστας Βασιλάκος / Άνεμος Εκδοτική



 Βικτωριανή Πρωτοχρονιάτικη κάρτα με την ευχή "Μακάρι το φωτεινό ουράνιο τόξο της ελπίδας να ομορφύνει τον Χρόνο". Γύρω στα 1877.

Ν. Βρεττάκος - Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου

…Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ’ εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια
που πέρασα. Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δακρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
(Νικηφόρος Βρεττάκος)



Finding Hope  by Heidi Dwyer

Άννα Γεωργαλή - ΕΛΠΙΔΑ

Η μέρα μας ανοίγει δρόμο με στοργή
φως στον όχτο της αυγής
στη χώρα του ήλιου,
ανοίγουμε τα παράθυρα
αντίκρυ στο καθάριο γαλάζιο
μας θαμπώνει τα μάτια
οι μέλισσες ανθίζουν στον αέρα
τα περιστέρια σφάζονται στον ήλιο
ένα τραγούδι στα χείλη μας
για το θαύμα της ζωής
ένα χαμόγελο να φέξει στο πρόσωπο μας,
γεννάει μια μικρή σπίθα
μικρή αλλά φέγγει,μεγαλώνει κι απλώνεται
τίποτα δεν μας φοβίζει..
Ώρα για την έπαρση της δύναμης μας
είναι η δύναμη της ελπίδας!


 Alex Jobbagy - Hope 

Κατερίνα Γώγου - Θα 'ρθει καιρός

Θαρθεί καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά ‘μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά Μαρία.



Hope  by Ken Day 

Κική Δημουλά -Στην ελπίδα

Σε τι άθλιες συνθήκες ζει
στριμωγμένη μέσα μας
σα να’ ναι αέρας χωρίς φτερά
σα Κική να’ ναι φως
από τον ουρανό τιμωρημένο
στα σκοτεινά να πνέει

ανέχεται
να την ενοχοποιούν τα βάσανά μας
πως τ’ αμελεί

να την καταριούνται οι προδομένοι
λες κι είναι η μάνα του Ιούδα

τη ραπίζουν οι απώλειες
πως άλλα είχε υποσχεθεί

τα δέχεται όλα, ευγνώμων
αρκεί που μένουμε όλοι μαζί της

το απωθούμε
σα να μη συμβαίνει του φερόμαστε
κάπως ταπεινώνει να ελπίζεις

κι όμως
ενώ είναι πρωί
σα να νύχτωσε μοιάζει

όταν αντιληφθούμε ότι λείπει η ελπίδα
για λίγο δηλαδή κάνα δεκάλεπτο το πολύ

όσο για να ψωνίσει για μας από δίπλα
κάτι που έχει από παντού αλλού
εκλείψει.




Hope Floats by Lori McNee

Νίκος Εγγονόπουλος - Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο

Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδεντρων την αρμονία;
Όχι – όχι – μιαν απέραντη ηθικολογία
δε θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο

να ελπίζεις – να ελπίζεις πάντα – πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους
– που τους ρημάζει η τρομερή “ευκολία” –
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλοσύνη – πόθος ευγένειας – ηρεμία
ίσως όχι πολλές – ίσως να ‘σαι άτυχος: καμία –

τότες εσύ προσπάθησε να γενείς καλλίτερος
εις τρόπον ώστε να έρθει κάποια σχετική ισορροπία

άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζονται πως κάνουν κάτι
σύ σκέψου – τώρα πια – με τι γλυκιά γαλήνη
προσμένεις να ‘ρθ’ η ώρα να ξαπλώσεις στο παρήγορο του
θάνατου κρεβάτι.



Ray Of Hope  by Sunita Wadhawan

Τ. Σ. Έλιοτ - Τετάρτη των Τεφρών

Ι
Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι
Διότι δεν ελπίζω
Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω

Του ενός το χάρισμα ζητώντας και του άλλου τον σκοπό
Τώρα δεν μάχομαι να μάχομαι για τέτοια
(Γιατί ο γερό-αετός να ανοίγει τα πτερά του;)
Γιατί να πενθώ
Την αφανισμένη δύναμη της κοινής βασιλείας;
Διότι δεν ελπίζω να γνωρίσω πάλι
Την ανάπηρη δόξα της θετικής ώρας
Διότι δεν νομίζω
Διότι γνωρίζω πως δεν θα γνωρίσω
Την μια κι αληθινή πρόσκαιρη δύναμη
Διότι δεν μπορώ να πίνω
Εκεί, που ανθίζουν τα δέντρα, και πηγές κυλούν, αφού τίποτε δεν υπάρχει πάλι
Διότι γνωρίζω πως ο χρόνος είναι πάντα χρόνος
Και ο τόπος είναι πάντα και μόνο τόπος
Και ότι είναι τωρινό είναι τωρινό για μόνο μια φορά
Και μόνο για έναν τόπο
Χαίρομαι που τα πράγματα είναι όπως είναι και
Απαρνούμαι την ευλογημένη μορφή
Κι απαρνούμαι την φωνή
Διότι δεν μπορώ να ελπίζω να γυρίσω πάλι
Χαίρομαι συνεπώς, έχοντας να οικοδομήσω κάτι
Πάνω στο οποίο να χαίρομαι
Και προσεύχομαι στον Θεό να ‘χει έλεος επάνω μας
Και προσεύχομαι ώστε να μπορώ να λησμονήσω
Τα θέματα που συζητώ τόσο πολύ με τον εαυτό μου
Τόσο πολύ εξηγώ
Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι
Ας αποκριθούν αυτές οι λέξεις
Για ό,τι έγινε, να μη γίνει πάλι
Μήπως η κρίση δεν είναι τόσο βαριά επάνω μας
Διότι τούτα τα πτερά δεν είναι πια πτερά για να πετούν
Μα μονάχα ραπίδια να κτυπούν τον αέρα
Τον αέρα που είναι τώρα ολότελα μικρός και στεγνός
Μικρότερος, στεγνότερος και από την βούληση
Δίδαξέ μας μέριμνα και όχι μέριμνα
Δίδαξέ μας να μένουμε ακίνητοι.
Προσεύχου για μας αμαρτωλούς τώρα και στην ώρα του θανάτου μας
Προσεύχου για μας τώρα και στην ώρα του θανάτου μας.
(Τ. Σ. Έλιοτ, Μετάφραση Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Εκδόσεις Κέδρος)



 Hope for the Future by eddiecalz

Πάνος Θασίτης  - Ελπίδα

Υπάρχουν οι πηγές που γεννούν τόσ’ αεράκια
υπάρχουν δάση όπου τ’ αθώα πρωινά ανασαίνουν φίλοι∙
οι πνοές τους φθάνουν ως εμάς και μας γλιτώνουν
φέρνουν μηνύματα της χλόης και του νερού
φέρνουν την ακοή των δένδρων που τα κρατούν απ’ τη μασχάλη
παραμύθια, τα βαριά παπούτσια τους τα λιώνουν
αέρας μπαινοβγαίνει στα ριζά τους
τα κλαδιά τους γέμισαν πανιά,
οι βυθοί της θάλασσας ξυπνούνε μες στα δάση
αλλάζει τάξη ο κόσμος, αγκαλιάζεται σφικτά
χαίρεται η φωνή μας, φίλοι
δικό της το φάρδος τής ημέρας
θάβρει πίστη και θα ζήσει∙
υπάρχουν παντού ο ουρανός και τα παιδιά.
(Πάνος Θασίτης, Από τη συλλογή Πράγματα – 1957)



Endless Hope by Fawn McNeill 

Θέογνης -  Ελπίς ἐν ἀνθρώποισι

Ἐλπὶς ἐν ἀνθρώποισι μόνη θεὸς ἐσθλὴ ἔνεστιν,
ἄλλοι δ’ Οὔλυμπόν<δ’>ἐκπρολιπόντες ἔβαν·

ὤιχετο μὲν Πίστις, μεγάλη θεός, ὤιχετο δ’ ἀνδρῶν
Σωφροσύνη, Χάριτές τ’, ὦ φίλε, γῆν ἔλιπον

ὅρκοι δ’ οὐκέτι πιστοὶ ἐν ἀνθρώποισι δίκαιοι,
οὐδὲ θεοὺς οὐδεὶς ἅζεται ἀθανάτους.

εὐσεβέων δ’ ἀνδρῶν γένος ἔφθιτο, οὐδὲ θέμιστας
οὐκέτι γινώσκουσ’ οὐδὲ μὲν εὐσεβίας.

ἀλλ’ ὄφρα τις ζώει καὶ ὁρᾶι φάος ἠελίοιο,
εὐσεβέων περὶ θεοὺς Ἐλπίδα προσμενέτω·

εὐχέσθω δὲ θεοῖσι, καὶ ἀγλαὰ μηρία καίων
Ἐλπίδι τε πρώτηι καὶ πυμάτηι θυέτω.

φραζέσθω δ’ ἀδίκων ἀνδρῶν σκολιὸν λόγον αἰεί,
οἳ θεῶν ἀθανάτων οὐδὲν ὀπιζόμενοι

αἰὲν ἐπ’ ἀλλοτρίοις κτεάνοις ἐπέχουσι νόημα,
αἰσχρὰ κακοῖς ἔργοις σύμβολα θηκάμενοι.




Viktorija Labinaitė - The angel of hope

Θέογνης -  Ελπίς ἐν ἀνθρώποισι

Μετάφραση Η μόνη θεά αγαθή για τον άνθρωπο είναι η ελπίδα·
οι άλλοι θεοί μας άφησαν κι έφυγαν πάνω στον Όλυμπο.
Έφυγε η Πίστη, η μεγάλη θεά,
η Σωφροσύνη κι οι Χάριτες τη γη μας την άφησαν·
πατιένται οι όρκοι τώρα οι δίκαιοι,
τους θεούς τους αθανάτους κανείς δεν τιμάει·
των ευσεβών το γένος έσβησε, πάει,
ευνομία και δίκαιο κανένας δεν δέχεται.
Μα όσο ζει ένας και τον ήλιο αντικρίζει
θεούς ευλαβούμενος,
την ελπίδα προπάντων πρέπει να σέβεται·
τους θεούς να τιμά θυσίες προσφέροντας
στην πρώτη και ύψιστη πρώτα Ελπίδα.
Και να προσέχει τα άδικα λόγια των αδίκων,
που τους θεούς τους αθάνατους καθόλου δεν νοιάζονται
και πάντα τα μάτια τους τα έχουν στα ξένα
και με τρόπους αισχρούς τα άδικα πράττουν.
(Θέογνης, μετ. K. Tοπούζης)


Θέογνης -Ελεγειακός ποιητής Κατάγεται από τα Μέγαρα, και η ακμή του τοποθετείται στην περίοδο 552-541 π.χ.



 Light of Hope artwork of Thomas Kinkade

Ανδρέας Κλουτσινιώτης - Ελπίζω!

Με θούριους του Ιούδα
ύμνησα το Μεγαλείο της Ύπαρξης Σου
Κύριε.
Την Αγάπη Σου αγόρασα με Τριάντα αργύρια
σ’ ένα φθηνό και χυδαίο παζάρι.
Στην ομίχλη ενός νέου Γολγοθά
έσβησα τα Ανεξίτηλα ίχνη Σου.
Τρείς φορές σε αρνήθηκα,
Χίλιες πούλησα τη Ψυχή Σου.
Την Αλήθειά Σου σταύρωσα Επτά φορές.
Κι όμως η Ελπίδα Σου
δεν μ’ εγκατέλειψε Ποτέ!
~~~~~~~~~~~~~
Στη ξεχασμένη ηλιαχτίδα,
που Μάνα στοργική χαϊδεύει,
ένα μισογκρεμισμένο Ξωκλήσι
στην κορφή ενός απόκρημνου βράχου
Ελπίζω!
Στους ψίθυρους τ’ Ανέμου
που οδηγούν την πλώρη των Καραβιών
της αθωότητας
Ελπίζω!
~~~~~~~~~~~~~
Στα θαλασσοπούλια που τα φτερά τους
ζωγραφίζουν με τα Δάκρυα των κυμάτων
τους απέραντους και ανερμήνευτους ορίζοντες
Ελπίζω!
Στα λόγια της Αγάπης που μένουν μετέωρα,
σε Άλλες ζωές για να ξανασυναντηθούν
Ελπίζω!
~~~~~~~~~~~~~
Σ’ αυτούς που κοιτούν Ψηλά
ενώ τους κλέβουν κάθε μέρα και λίγο Ουρανό
Ελπίζω!
Στα ασπρολούλουδα της Άνοιξης
που είναι ερωτευμένα με το ζωοδότη Ήλιο,
μα πεθαίνουν δίχως Ένα του χάδι
Ελπίζω!
~~~~~~~~~~~~~
Στις παγωμένες πέτρες που γίνονται
Κόκκινα τριαντάφυλλα
στα χέρια των απελπισμένων ψυχών
Ελπίζω!
Στο ζεστό και εγκάρδιο Χαμόγελο
αυτών που πεινούν
Ελπίζω!
~~~~~~~~~~~~~
Στους Μάταιους αγώνες που γυρεύουν
το χαμό μου
Ελπίζω!
Στα Όνειρα που έμειναν ορφανά
και μου απλώνουν το χέρι
Ελπίζω!
Στις Προσευχές των λίγων ταπεινών
που συντροφεύουν τη Μοναξιά των αστεριών
Ελπίζω!
~~~~~~~~~~~~~
Δεν θα Πάψω ποτέ» να Ελπίζω!

(*Ποιητική συλλογή του Ανδρέα Κλουτσινιώτη «Labey Sabprea», Εκδόσεις Ιωλκός)



 HOPE - Painting by Kouwshik Ramiah

Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ - Δουλειά χωρίς ελπίδα

Όλα δουλεύουν στην πλάση. Για δες: τα μελίσσια βουίζουν,
απ’ τις φωλιές τους οι σάλιαγκοι βγήκαν· στρουθιά φτερουγίζουν.Kαι να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου
έχει στα μάτια του, κάτι σαν φως ανοιξιάτικου ονείρου.
Mόνος εγώ μέσα σ’ όλα με δίχως δουλειά τριγυρνάω,
κι ούτ’ αγαπώ, κι ούτε μέλι τρυγώ, κι ούτε πια τραγουδάω.

Kι όμως γνωρίζω κάτι άγνωστους όχτους που αμάραντ’ ανθίζουν,
ξέρω κρυμμένες πηγές που το νέκταρ σε ρυάκια σκορπίζουν.
Για άλλους αμάραντ’, αλίμονο γι’ άλλους αν θέλετ’ ανθίστε·όχι! για με μην ανθίστε. Mακριά μου ρυάκια κυλήστε·
μ’ έν’ αστεφάνωτο μέτωπο φεύγω, με χείλη φρυγμένα,
κι αν με ρωτάς ποιος με πνίγει καημός, άκου τούτο από μένα:
δίχως ελπίδα η δουλειά νέκταρ μέσα σε κόσκινο χύνει,
και δίχως κάποιο σκοπό η ελπίδα δε ζει μήτ’ εκείνη.
μετάφραση: Λάμπρος Πορφύρας

The Garden of Hope artwork of Thomas Kinkade

Χρήστος Λάσκαρης -Ελπίζουμε του χρόνου

«Του χρόνου», έγραφε, «αν είμαστε καλά
θα έρθουμε για λίγες μέρες να σας δούμε».
Μα πάντα κάτι τύχαινε κι ανέβαλλαν:
κάποια από κείνες τις δουλειές,
που δεν περιμένουνε.
«Ελπίζουμε του χρόνου, πρώτα ο θεός»,
ξανάγραφε.
Όμως διέκρινες κάποια παραίτηση,
πως είχε κουραστεί,
πως είχε κι ο ίδιος αρχίσει ν' αμφιβάλλει.



Hope  by Nathalie Ando

Τάσος Λειβαδίτης -  Η ΕΛΠΙΔΑ

Όταν μας έδιωξαν απ’ τον Παράδεισο η Μαρία έκλαιγε. Την
πήγα τότε στο αντικρινό ξενοδοχείο γιατί έπρεπε να συνεχίσουμε
τη ζωή. Όταν βγήκαμε βράδιαζε. Η Μαρία χάιδεψε την κοιλιά
της. «Υπάρχει κι η ελπίδα» είπε.
Η ελπίδα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο.




Ray of Hope - Vladimir kush


Μενέλαος Λουντέμης  - Υπομονή, δεν τελείωσαν όλα.

Υπομονή. Δεν τελείωσαν όλα.
Σ’ αυτή τη ζωή δεν τελειώνουν όλα.

Ούτε σε μια μέρα. Ούτε σε μια ζωή.
Στην άκρη της νύχτας – για σε το λέω, απελπισμένε –
στην άκρη της νύχτας, πάνω σε κάποιο κλαρί
κρέμεται μια ελπίδα…

Το ίδιο και για σένα – Στραγγαλιστή- στην άκρη κάποιου κλαδιού.
Κρέμεται μια αγχόνη.
Υπομονή μόνο.
Άς πηγαίνουν όλα αργά,
Άς δείχνουν όλα λυπημένα
(μετά τη δύση της μέρας ή μετά τη δύση της ζωής).

Άς λενε..
Πως ο θεός έπλασε τον κόσμο
σ’ επτά μόνο μέρες.
Σ’ επτά μόνο μέρες δε μπορείς
να χτίσεις ούτ’ έναν πύργο στην Ισπανία !
Αλλά – πολλές φορές – καλά είναι και τα ψέματα.
Σβήνουν κι’ αυτά κάποιες δίψες.
Νάναι μόνο καθαρά. Καθαρά ψέματα
Όχι βρωμισμένα μ’ Αλήθειες !
Επι τέλους θέλουμε ένα βρώμικο ψέμα
Για να γλυτώσουμε απ’ τις φκιασιδωμένες αλήθειες.
Μενέλαος Λουντέμης, «Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς»



 The Hope by Ramakrishna Nimmaraju

Βάγια Μπαλή - ΕΛΠΙΔΑ

Μια δίχρωμη ελπίδα,
σκόνταψε στα πόδια μου,
ένα δειλινό.
Την σκάλισα με το παπούτσι μου,
χαραγματιά της έκανα,
ρωγμή στο περίβλημά της.

Δεν την σήκωσα,
από λάθος, την έσπρωξα
και κύλησε λιγάκι προς τα κάτω,
βρώμικα νερά την έπλυναν
και σε ένα λαγούμι έπεσε,
γεμάτο από λάσπη.

Έτρεξα ξωπίσω της,
λασπώθηκαν τα ρούχα,
στράγγιξε το χαμόγελο μου.

Η ελπίδα μου μαύρη έγινε,
την έπιασα στα χέρια,
την στέγνωσα προσεκτικά,
σαν με μωρό την ένιωσα,
φρόντιδα μου της έδωσα.

Δειλά, ξανά το χρώμα της,
ποτίζει πάλι τα μάτια μου
κι εγώ μονάχα μένω,
με ρούχα βρώμικα
μα πια με καθαρή καρδιά.



 Glimmer Of Hope By Madart



Μπ. Μπρεχτ - Για τον φτωχό Μπ .Μπ.

Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μου.

Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
φορτωμένος από την αρχή μ’ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
μ’ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.

Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.

Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
Καθόλου μην ποντάρετε σ’ αυτόν που τώρα σας κοιτά.

Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
πετάω τ’ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.

Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
(έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)

Απ’ αυτές τις πολιτείες θ’ απομείνει
εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
Δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει:τ’ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ‘ρθει.

Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!


Hope Painting by ALLiANS
Πάμπλο Νερούντα -Τραγούδι χωρίς ελπίδα

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Να γράψω, ας πούμε: «Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε
και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».
Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια .
Την αγαπούσα εγώ, και κάπου - κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη.

Χιλιάδες βράδια , όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό.
Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου - κάπου την αγάπαγα κι εγώ.
Πως να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα , τα ήμερα μάτια της.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.
Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.
Θ' ακούω την απέραντη νύχτα,
την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.
Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου
όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.
Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη
εκείνηνε δεν την αγγίζει...
Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Αυτά λοιπόν. Πέρα , μακριά , άνθρωποι τραγουδάνε.
Μακριά , πέρα.
Πως να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη εχάθηκε...
Την αναζητάει η καρδιά μου, τη γυρεύει παντού.
Την αναζητάει η καρδιά μου , μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ' απαράλλαχτα δένδρα.
Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.
Τώρα πια δεν την αγαπάω , σίγουρα....
Πόσο όμως, Θέ μου, την αγάπαγα τότε.
Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου
που θαν της άγγιζε το αφτί.
Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι.
όπως και πριν τήνε πάρει το φιλί μου.
Η φωνή της , τ' αστραφτερό της σώμα.
Τ' ατέλειωτα μάτια της.
Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα...
Μπορεί όμως και να την αγαπάω.
Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.
Χιλιάδες βράδια αφού , όπως και τώρα,
την έσφιγγα στην αγκαλιά μου -
πως να χαρεί η ψυχή μου , αφού εκείνη εχάθηκε...
Μπορεί να 'ναι αυτός ο τελευταίος καημός
που μου ανάβει εκείνη,
κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφω για κείνην εγώ .
Μτφ Γιώργος Κεντρωτής



 Hope II by Gustav Klimt


ΕΜΙΛΙ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

Είναι η ελπίδα ένα πουλί
που στην ψυχή έχω κλείσει
και δίχως λόγια τραγουδά
χωρίς να σταματήσει.

Άσπλαχνη θα ‘ν’ η θύελλα
που πάει να το σκοτώσει,
αυτό που βρίσκουν ζεστασιά
στο φτέρωμά του τόσοι.

Το άκουσα μες στην παγωνιά,
στου πέλαγου τη δίνη,
μα δε μου ζήτησε ποτέ
ψίχουλο ελεημοσύνη.
μετάφραση Γ.Νίκας




Hope Painting by Amita Rajender Saroya

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος -Ελπίζω εις το μέλλον

«Το παρελθόν είν’ όνειρον, πόθων σπασμοί, ελπίδες,
και το παρόν μαστίζουσιν εισέτι καταιγίδες•
μας πλήττει πρώτον ο Θεός την ευτυχίαν στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.

Το παρελθόν ήτο μικρός τις κόκκος εις το χώμα,
και το παρόν δενδρύλλιον πατούμενον ακόμα,
δένδρον θα γίν’ εις τον Θεόν τους κλάδους αποστέλλον,
ελπίζω εις το μέλλον.

Το παρελθόν είναι σωρός εκπληκτικών συννέφων,
και το παρόν ο κεραυνός ο τας θυέλλας στέφων,
αλλά μακρόθεν φαίνεται αστήρ τις ανατέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.

Το παρελθόν είναι η νυξ η πλήρης μαύρου σκότους,
εις το παρόν βλέπω σκιάς, εικόνας αλλοκότους,
πλην της νυκτός ο σύντροφος ιδού το φως του στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.

Το παρελθόν είναι ωόν του αετού εισέτι,
και το παρόν αετιδεύς εις τα μικρά του έτη,
αλλά θα φθάσ’ η πτήσις του και μέχρι των αγγέλων,
ελπίζω εις το μέλλον.»




 Ray of hope by Surya C G

Ιωάννης Πολέμης - Στην Πίστη πάνω, την Ελπίδα

Μη φοβηθείς το σπίτι, που άνοιξε
Βαθιά στη γη τα θέμελα του,
κι ας έλθουν χίλιοι ανεμοστρόβιλοι
και τη σκεπή του ας ρίξουν κάτου.

Μη φοβηθείς το δέντρο , που άπλωσε
τις ρίζες του βαθιά στο χώμα,
κι ας σπάσει την κορφή του ο άνεμος
και τα πυκνά κλαδιά του ακόμα.

Μη φοβηθείς αυτόν, που στήριξε
στην Πίστη επάνω την ελπίδα.
Τον είδα στη ζωή να μάχεται
μα πάντα ανίκητο τον είδα.





The Hope №7 -  Natalia Baykalova

Γιώργος Σαραντάρης - Η ελπίδα να βγούμε στα βουνά

Η ελπίδα να βγούμε στα βουνά
Κάποτε
Με καρδιές γεμάτες σαν τουφέκια
Να σηκωθούμε πάνω από τα δάση
Να χαιρετήσουμε την αυγή
Με μαντίλια και κρίνους
Να πέσουμε πάνω στους αγρούς
Σαν να είμαστε κορυδαλλοί
Σαν να είμαστε πάνω απ’ τη χλόη
Οι μεγιστάνες τ’ ουρανού
Οι αγγελιαφόροι της χαράς
Του σιταριού οι αφέντες.

 Hope - Gabriella Nestorova

Friedrich von Schiller - Ελπίδα

«Μιλούνε κι ονειρεύονται οι άνθρωποι πολύ
Για ημέρες πιο καλές που μέλλουνε να ‘ρθουνε.
Προς τέρμα αίσιο, που ολόχρυστο ακτινοβολεί,
Να τρέχουνε τους βλέπεις να το κυνηγούνε.
Ο κόσμος θα γίνει παλιός και πάλι νέος θα γίνει
Μα ελπίδα πάντα ο άνθρωπος στο πιο καλό θα δίνει!
Η ελπίδα είναι αυτή που μέσα στην ζωή τον μπάζει,
Γύρω απ’ το αγόρι το εύθυμο αυτή φτεροκοπάει,
Η λάμψη της η μαγική το νέο δελεάζει,
Στο μνήμα με τον γέροντα μαζί αυτή δεν πάει.
Σαν μια ζωή όλο κόπους μες στον τάφο τερματίζει,
Θαμμένος τότε μένει αυτός• μα η ελπίδα συνεχίζει.»

Hope - Marietjie Henning Fine Art

epikouros sofista

ΕΛΠΙΔΑ αυτή η ύπουλη παγίδα των εφησυχασμών μας
ας τελειώσει κάποτε.
Αλλιώς μοιραίοι και άπραγοι
στο σκοτεινό του μέλλοντος μας πεπρωμένο θα βαδίσουμε
Μην απορείς λοιπόν εμπρός στης ιστορίας την σκληρότητα
γιατί εάν δεν το κατάλαβες η ιστορία είσαι εσύ
και η βούληση σου ανθρωπάκο.
Μόνο αυτοί που χάσανε κάθε ελπίδα
είναι οι λίγοι οι εκλεκτοί που τόλμησαν
την μοίρα αυτού του κόσμου να ανατρέψουν 


Light of Hope - Abstract by Victor Zag.


Γιάννης Π. Τζήκας  - Ακόμα ελπίζω


Νέος σε κόκκινα λιβάδια
Και κυνηγούσα τους ανέμους
Δον Κιχώτης με ρομφαία
Σε πόλεις μαραμένες βγήκα
Σε λεωφόρους άνυδρες περπάτησα
Των ιδεών το γήρας πετροβόλησα
Το λόγο τον κακέμφατο εχλεύασα
Μέλποντας την άνοιξη
Διάβηκα την έρημο
Στις παρυφές του μηδενός ξεπέζεψα
Το άφατο κενό πυρπόλησα
Φως τροχιοδεικτικών
Στον ουρανό μου
Κομήτες άγουρης ουτοπίας…

Μέστωσαν τα στάχυα
Μόνος στου γραφείου το ημίφως
Τη μνήμη μου σκαλίζω
Ρωγμές στο χρόνο ανοίγω
Τρύπια τρόπαια νεότητας
Εκ βαθέων ανασύρω
Με δάκρυ τα στολίζω
Σε σκαλιστή προθήκη
Με σέβας τα εκθέτω
Όλα τα κράτησα, τίποτα δε πέταξα…

Κατοικώ ακόμα στη ρίζα μου
Στο ελάχιστο τώρα ελπίζω
Στο Θεό των μικρών πραγμάτων θύω
Σ’ ένα σκίρτημα ψυχής
Σε μια κραυγή βυθού
Στο γέλιο, στο κλάμα ενός μωρού
Στο πέταγμα του γλάρου
Σ’ ένα μπουμπούκι μυγδαλιάς
Που σκάει μες στον κουτσό Φλεβάρη
Στα μικρά και στα ασήμαντα ομνύω
Ότι αυτά Αρχή και Τέλος



Lamy Light of Hope By Albert Scharf


Γιώργος Θεοτοκάς -Ελεύθερο Πνεύμα 

Δοκίμιο -Απόσπασμα 

Είναι νομίζω μεγάλη παρεξήγηση των πραγμάτων να περιμένει κανείς από το Κράτος να δημιουργήσει πνευματική ζωή. Ούτε οι Ακαδημίες δημιουργούν λογοτεχνία, ούτε τα Πανεπιστήμια σκέψη, ούτε τα Εθνικά Θέατρα θεατρική κίνηση. Τα επίσημα ιδρύματα παρακολουθούν (συνήθως με καθυστέρηση μιας γενεάς) τη δημιουργία που συντελείται αυθόρμητα στον ελεύθερο αέρα. Τη μελετούν, τη σχολιάζουν, τη διατηρούν στα αρχεία τους. Είναι οι αποθήκες της πνευματικής ζωής. Όταν το Κράτος φιλοδοξεί να παίξει τον πρώτο ρόλο στην πνευματική κίνηση, τα κάνει όλα θάλασσα. Το ελεύθερο πνεύμα το μεταβάλλει σε πνεύμα της πολιτικής σκοπιμότητας και την τέχνη την καταντά γραφειοκρατία. (…) 
Τα μόνα καθήκοντα του Κράτους είναι να συγχρονίσει την αναχρονιστική εκπαίδευσή μας και να σέβεται την ελευθερία της σκέψης. Ας μην του ζητούμε περισσότερα γιατί υπάρχουν πιθανότητες πως θα μας κάνει να μετανοήσουμε. 

Πάρετε στην τύχη μερικά από τα σημερινά έντυπα, στίχους, αφηγήσεις, συζητήσεις ιδεών. Τι θα συναντήσετε σχεδόν παντού; Ανία, απογοήτευση, νοσταλγία των περασμένων, μοιρολατρεία, ηττοπάθεια. Μπορώ να αναφέρω εδώ λόγια των πιο φωτισμένων ανθρώπων της Ελλάδας, που μοιάζουν κραυγές ναυαγών. Τι ανάγκη να προσπαθήσουμε, να αγωνιστούμε, να ζήσουμε, αφού «τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο Ρωμέικο;». Τέτοιο είναι το δίδαγμα που εξάγεται από τα λόγια των περισσοτέρων πνευματικών οδηγών μας. Η σπουδαιότερη ασχολία τους είναι να καταστρέφουν τις ελπίδες των νεωτέρων τους και να συντηρούν το μαρασμό της Ελλάδας. Δεν έχω όρεξη να τους κατηγορήσω. Είναι φυσικό να μην περιμένουν τίποτα από το μέλλον οι άνθρωποι που είδαν όλα τα όνειρά τους να εξευτελίζονται… Κι είναι επίσης φυσικό ότι αυτοί οι νικημένοι, που έπαυσαν να πιστεύουν στον εαυτό τους, δεν επιτρέπουν στους άλλους να έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση. 
Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μεσ’ στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμμιά ελπίδα δεν χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή»



Thomas Lawrence - Georgiana Maria Leicester ,Lady de Tabley, as 'Hope'


ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ  -    Ζητείται ελπίς


Το διήγημα ανήκει στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων, που εκδόθηκε το 1954 και έκτοτε γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό. Στο διήγημα αυτό, όπως και σε όλο το έργο του Σαμαράκη, διακρίνουμε το λιτό ύφος και τη γοργή αφήγηση, το συνδυασμό κοινωνικού προβληματισμού και ψυχολογικής παρατήρησης μέσα σε μια ατμόσφαιρα ιδεολογικής κρίσης και υπαρξιακού άγχους, που χαρακτηρίζει τη μεταπολεμική εποχή.

Όταν μπήκε στο καφενείο, κείνο το απόγευμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ' ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που έβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.

Σε άλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε.

Ήρθε ο καφές. Άναψε τσιγάρο, ήπιε δυο γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα.
Καινούριες μάχες είχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», έλεγε το τηλεγράφημα.
Ένα ακόμα ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργεια.
«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμον μας», ήταν ο τίτλος μιας άλλης είδησης.
Ύστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού, προαγωγές εκπαιδευτικών, μια απαγωγή, ένα βιασμό, τρεις αυτοκτονίες. Oι δυο, για οικονομικούς λόγους. Δυο νέοι, 30 και 32 χρονώ. O πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι.
Αλλού είδε κριτική για ένα ρεσιτάλ πιάνου, έπειτα κάτι για τη μόδα, τέλος την «Κοσμική Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθές παρά τω κυρίω και τη κυρία Μ. Τ. Χάρμα ευμορφιάς και κομψότητος η κυρία Β.Χ. με φόρεμα κομψότατο εμπριμέ και τοκ* πολύ σικ. Ελεγκάντικη εμφάνισις η δεσποινίς O. Ν.».
Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Έριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευή αρίστη, εκ 4 δωματίων, χολ, κουζίνας, λουτρού πλήρους, W. C.
ΕΝOΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εις σοβαρόν κύριον δωμάτιον εις β΄ όροφον, ευάερον, ευήλιον…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγοράν…
Σκέψεις γυρίζανε στο νου του.
Από τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε, στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο…
Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του· είχε ιδρώσει, κι όμως δεν έκανε ζέστη.
O πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»… Το πανόραμα της ζωής!
Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η ζωή μας ύστερ' από τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε ελπίσει κι αυτός, όπως είχαν ελπίσει εκατομμύρια άνθρωποι σ' όλη τη γη, πως ύστερ' από τον πόλεμο, ύστερ' από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ' άλλαζε. Πως θα 'ρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δε θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως…
Σουρούπωνε. Μερικά φώτα είχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν είχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε έτσι το ημίφως.
Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση…
Δεν έφταιγε η εφημερίδα που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπει στις καρδιές.
Στον καθρέφτη, δίπλα του, είδε το πρόσωπό του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που είχε μέσα του.
Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα.
Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε… Είχε ελπίσει ύστερα…
Κάποτε, πριν από χρόνια, είχε ελπίσει στον κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν είχε ελπίδα σε καμιά ιδεολογία!
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα. Αυτή η διάψευση από τις λογής λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω από τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιο πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.
Κοίταζε τα τρόλεϊ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος… Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δει και πρωτύτερα: η σκιά του καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»…
– Τσιγάρα! ένας πλανόδιος μπήκε.
Πήρε ένα πακέτο.
Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα.
Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός· βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:
– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Έτσι κι αυτός τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:
– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!» Σαν να ήταν έγκλημα αυτό. Σαν να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σαν να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Oύτε αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θα 'χουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να 'χουν.
Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λογους, οι «Μικρές Αγγελίες»…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…
Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς
Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.
Α. Σαμαράκης, Ζητείται ελπίς,





Faith, Hope and Charity by Francesco Albani 

Κ. Παρορίτης - Χαμένη ελπίδα

Η γριά βγήκε από τη μικρή καμαρούλα πατώντας στα νύχια κι ήρθε και κάθισε σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά λαμποκοπούσε κι όξω ο αέρας σφύριζε· στα κεραμίδια δυο γάτες κυνηγιόντανε νιαουρίζοντας. Ο γέρος Κωσταντής έσκυβε το κεφάλι σταβρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. Ανάμεσά τους καθότανε ο Γιάννης, τ’ όμορφο παληκάρι που τον είχανε πάρει από μικρό και θα τον κάνανε και γαμπρό στην κόρη τους, την Καλομοίρα.
– Τι κάνει; ρώτησε σιγαλά ο γερο-Κωσταντής.
– Ήσυχη είναι τώρα, αποκρίθηκε η γριά.
Η γριά ανασκάλεψε τη φωτιά· η αγωνία είτανε ζουγραφιστή στα πρόσωπα ολωνών. Όλοι σκυμμένοι κοιτάζανε τις σπίθες των ξύλων και τη στάχτη την ασημένια που λίγη-λίγη σωριαζότανε χάμω με άπειρα διαμαντάκια στη μέση. Άξαφνα ακούστηκε από τη μέσα κάμαρα ένα βογγητό. Η γριά σηκώθηκε σα να τηνε κούνησε μηχανή κι έτρεξε βιαστική μέσα. Τα βογγητά επαναληφτήκανε κι έπειτα πάψανε· η γριά ήρθε και ξανακάθισε στη θέση της αμίλητη.
– Δεν πάει καλά, μουρμούρισε ο Γιάννης.
– Χωρίς γιατρό τόσες μέρες…
Ο γέρος τονε κοίταξε μια στιγμή και πάλε ξανάσκυψε το κεφάλι· ο Γιάννης σώπασε· έπειτα ξανάρχισε.
– Χωρίς γιατρό… κι η κάψα να μην πέφτη… πού θα καταντήσει έτσι…
Ακούστηκε ένα τσιτσιριτό· ο γέρος ανασήκωσε τα μάτια του, είδε το καντήλι που ζύγωνε να σβήση κι είπε στη γριά:
– Το καντήλι τσιτσιρίζει. Δε σηκώνεσαι να του ρίξης λίγο λάδι;
Η γριά κατέβασε το καντήλι μπροστά από τη μαυροκαπνισμένη εικόνα, πέταξε την κάφτρα, έχυσε λάδι στο ποτήρι κι η φλόγα ξαναζωντάνεψε.
– Χωρίς γιατρό… –μουρμούρισε πάλε ο Γιάννης– κρίμα στο κορίτσι.
Ο γέρος πάλε δεν αποκρίθηκε.
– Δε λες τίποτα, πατέρα, και συ; Έτσι θα την αφήσουμε, χωρίς γιατρό; ξανάπε ο Γιάννης.
– Τι να πω; –μουρμούρισε ο γέρος– ό,τι είναι θέλημα Κυρίου να γίνη θα γίνη.
– Θέλημα Κυρίου, στέναξε ο Γιάννης και, αφού σηκώθηκε από χάμω, άρχισε να περπατάη μέσα στην κάμαρα.
Έπειτα στάθηκε στο παραθύρι και μέσα από το ραγισμένο τζάμι κοίταζε τον κατάμαυρο ουρανό. Έπειτα ζύγωσε στη διπλανή κάμαρα και αφουγκράστηκε προσεχτικά κάμποση ώρα.
– Δε μου ’πες, αλήθεια, τι θέλει ο παπα-Ηλίας που πάει κι έρχεται; ρώτησε ο Γιάννης.
– Από τη μέρα που ’πεσε χάμω η Καλομοίρα μας δεν πέρασε μέρα που να μη μας επισκεφτή.
Ο γερο-Κωσταντής τον κοίταξε στα μάτια.
– Ο παπα-Ηλίας είναι άγιος άνθρωπος, παιδί μου. Κι αν έρχεται στο σπίτι μας, για καλό μας έρχεται.
– Δε λέω όχι, πατέρα. Μα θα ’θελα να ξέρω τι λέτε. Συχνά σας βλέπω να κρυφωκουβεντιάζετε. Τρέχει τίποτα;
– Τι άλλο θες να τρέχη; Η Καλομοίρα μας είναι άρρωστη.
– Γι’ αυτήν, το λοιπό, λέτε;
– Για ποιόνε θέλεις να λέμε, παιδί μου; Ο παπα-Ηλίας είναι αληθινά άγιος. Αν είναι να γιάνη η Καλομοίρα μας, μόνο ο παπα-Ηλίας μπορεί να τηνε γιάνη. Από γιατρούς δεν είναι προκοπή. Ο Θεός άμα θέλει… και τη μακαρίτισα την αδερφή μου οι γιατροί την φάγανε… Μα ανάθεμα τη φτώχεια, παιδί μου!
Ο Γιάννης σκέφτηκε λίγο.
– Αν είναι για την Καλομοίρα, πατέρα, να σκίσω τη γις να βρω τα λεφτά που χρειάζουνται. Μα πες μου, τι τρέχει; Έχει τίποτις γιατρικά ο παπα-Ηλίας που κουστίζουνε;
Τη στιγμή κείνη, οι γάτες που μαλλώνανε στα κεραμίδια ουρλιάξανε άγρια. Κομματάκια ασβέστι πέσανε από το νταβάνι στο κεφάλι του γέρου. Ο αέρας που κατέβαινε από την καμινάδα σκορπίζανε τον καπνό μέσα στην κάμαρα. Τα μάτια ολωνών είτανε δακρυσμένα. Η γριά κουνούσε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά σαν απελπισμένη.
– Έχει, παιδί μου. Γιατρικά που είναι ένα κι ένα. Έχει άγια λείψανα, τίμιο ξύλο από τον Άγιο Τάφο και σταυρολούλουδα από τον τάφο του Χριστού. Μα χρειάζουνται παράδες για όλα αυτά και πού να βρεθούνε.
Ο γέρος αναστέναξε.
– Για διακόσιες δραχμές χάνω το παιδί μου, μουρμούρισε και τα μάτια του βουρκώσανε.
Ο Γιάννης σωπούσε.
– Δεν είναι καλίτερα, πατέρα, να τις δώσουμε στους γιατρούς αυτές τις δραχμές, αν έδινε ο Θεός και τις οικονομούσαμε;
Ο γέρος τονε κοίταξε με έκπληξη.
– Κουνήσου από τη θέση σου, παιδί μου! Κάνε το σταυρό σου! Αυτό που λες είναι βλαστήμια! Τι έχουνε να κάμουνε οι άνθρωποι μπροστά στα άγια λείψανα;
Και λέγοντας αυτά, ο γερο-Κωσταντής σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια.
Η γριά έρριξε λίγα κλήματα στη φωτιά. Έκανε κρύο μέσα στην κάμαρα. Ένα τζάμι είτανε σπασμένο κι ο αέρας έμπαινε σφυριχτά· η γριά σηκώθηκε, πήρε ένα ρούχο και στούπωσε με αυτό την τρύπα για να μην μπαίνη το κρύο. Ο Γιάννης σηκώθηκε από χάμω.

– Πας να κοιμηθής; ρώτησε ο γέρος.
Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· πήγε στην κάμαρα που κοιμότανε, έλειψε κάμποση ώρα κι έπειτα ξαναγύρισε κρατώντας ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια του. Τα ’ριξε στην ποδιά του γερο-Κωσταντή λέγοντας:
– Πάρε τα αυτά, πατέρα. Είναι διακόσιες δραχμές. Τις είχα για τα έξοδα του γάμου μας. Δόσε τις του παπα-Ηλία. Φτάνει να μας κάνη καλά την Καλομοίρα μας.
Ο γέρος τονε κοίταξε με μάτια γεμάτα ’γνωμοσύνη. Η γριά σκούπησε ένα δάκριο από τα μάτια της.
– Έχε την ευκή μας, παιδάκι μου, είπε ο γέρος.
Ο Γιάννης έστρωσε μιαν αντρομίδα και ξαπλώθηκε μπροστά στο τζάκι· οι γέροι πέσανε στις δυο γωνιές. Ο Γιάννης δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Η στενοχώρια του τον έπνιγε. Κάτι φριχτές αμφιβολίες του πιπιλίζανε αλύπητα το μυαλό.
Η γριά μπήκε ακροπατητά στην κάμαρα της άρρωστης. Η Καλομοίρα κοιμότανε· η γριά στάθηκε πάνω από το κεφάλι της κάμποσο, είδε πώς τηνε κατάντησε η αρρώστεια για τόσο λίγες μέρες, θυμήθηκε πώς είτανε πριν της αρρώστειας, κούνησε το κεφάλι της θλιβερά κι ακουμπώντας το χέρι στο μέτωπο της κόρης της ψιθύρισε φοβισμένα:
– Καλομοίρα!
Η άρρωστη άνοιξε τα μάτια βγάζοντας αλαφρό αναστεναγμό.
Η γριά έσκυψε απάνω της.
– Πώς είσαι, παιδί μου;
Η άρρωστη σούφρωσε τ’ αχείλια της με πίκρα.
– Δεν είμαι καλά, μάννα. Θα πεθάνω!
Η μάννα της ανατρίχιασε.
– Χριστός και Παναγία, παιδάκι μου! Τι ιδέες είναι αυτές!
– Θα πεθάνω, μάννα, ξαναείπε κουνώντας απελπισμένα το κεφάλι της.
– Δε θα πεθάνης, όχι δε θα πεθάνης! τόνισε η γριά.
– Θα πάμε στο μοναστήρι, ο παπα-Ηλίας έχει τ’ άγια λείψανα και με τη χάρη του Χριστού και της Παναγίας θα δης την υγειά σου.
Η Καλομοίρα στήλωσε τα μάτια της στο πρόσωπο της γριάς σα να ’θελε να ιδή αν είτανε αληθινά τα λόγια της ή τα ’λεγε έτσι για παρηγόρια.
– Αλήθεια το λες, μάννα; ψιθύρισε με τα μαραμένα χείλια της.
– Αλήθεια, παιδί μου. Τώρα μάλιστα πρέπει να ξεκινήσουμε πρι να φωτίση.
Το πρόσωπο της άρρωστης έλαμψε από μια εσωτερικιά εφχαρίστηση, σαν από κάποιο μυστικό φως.
Ο Γιάννης στην αυλή είχε σελώσει το μουλάρι, ο γερο-Κωσταντής γέμισε κάμποσα ταγάρια με πράματα και τα κρέμασε από πίσω. Το μουλάρι χτυπούσε τη γις κι ο ήχος του κουδουνιού του αντηχούσε κάπως πένθιμα τη μυστικιά εκείνη ώρα.
Οι κότες που είτανε κουρνιασμένες στη λεμονιά ανταριαστήκανε και κακαρίσανε για μια στιγμή, φοβισμένες. Στον ουρανό τρεμοσβήνανε τ’ αστέρια. Σε λίγο η πένθιμη συνοδεία ξεκίνησε. Μπροστά πήγαινε ο Γιάννης κρατώντας το καπίστρι και πίσω ερχότανε οι δυο γέροι σκεφτικοί και σοβαροί. Η Καλομοίρα, κουκουλωμένη ως την κορφή με μιαν αντρομίδα, με δυσκολία κρατειότανε απάνω στο μουλάρι. Είδανε και πάθανε όσο να την ανεβάσουνε στο μουλάρι, και τώρα συχνά σταματούσανε για να τηνε μυρίσουνε ξύδι σαν της ερχόντανε οι λιγοθυμιές. Η νύχτα είτανε σκοτεινή· μπροστά ο Γιάννης με το φανάρι έδειχνε το δρόμο και συχνά-πυκνά γύριζε το κεφάλι του προς την Καλομοίρα που έγερνε ’δώ και κει το κορμί της σαν το καλάμι. Το κουδούνι χτύπαγε πάντα μονότονα. Η ψύχρα φαρμακερή, το κρύο τρυπητό. Μαύρα σύννεφα σκεπάζανε τον ουρανό. Χοντρές στάλες νερό ραντίζανε το χώμα κάθε στιγμή. Η βροχή δε θα ’τανε μακριά. Μπουμπούνιζε και στην άκρη του ουρανού κάθε τόσο ζουγραφιζόντανε μαλαματένιες γραμμές σα φείδια χρυσά. Ο Γιάννης σήκωνε το κεφάλι προς τον ουρανό σα να ζητούσε έλεος. Οι γέροι δε λέγανε τίποτις· ο φόβος τους έπνιγε τη λαλιά, τους πάγωνε την ανάσσα στο στόμα. Ο δρόμος φαινότανε ατέλειωτος. Τώρα είχανε αρχίσει ν’ ανεβαίνουνε το βουνό· μιας ώρας δρόμος ακόμα· η κορυφή του βουνού δε φαινότανε από την καταχνιά· μόνο η καμπάνα του μοναστηριού ακουγότανε, σμήγοντας με τη βροντή, και σκόρπιζε ήχους μυστηριώδικους. Ας είτανε να φτάνανε πρι να ’πιανε η βροχή! Θεούλη μου, κάνε το θάμα σου! Οι σταλαγματιές τώρα πληθαίνουνε και ραίνουνε τα πρόσωπά τους. Οι γέροι ταχαίνουνε το βήμα. Το μουλάρι τρέχει. Το φανάρι σκορπίζει κόκκινο, ματωμένο φως. Η μπόρα ξέσπασε. Το σκοτάδι σκίζεται από τις αστραπές. Νερό αλύπητο. Ποτάμια θολά κυλάνε βουίζοντας. Το μουλάρι χλιμιντρίζει. Κολυμπούνε στο νερό.
– Θα μας πάθη το κορίτσι, ψιθυρίζει η γριά και ο φόβος της παγώνει τη μιλιά.
– Θα μας λυπηθή ο Θεός, αποκρίνεται ο γέρος και ταχαίνει ακόμα το βήμα του.
Αρχίζει να χαράζη. Φτάνουνε στο μοναστήρι. Ο όρθρος ό,τι είχε τελειώσει· η καμπάνα σήμαινε το τέλος της λειτουργίας κι οι καλογέροι βγαίνανε από την εκκλησιά. Ο παπα-Ηλίας έρχεται τελευταίος. Βλέπει τους ξένους και τους ζυγώνει.
– Η χάρη του Θεού μαζί σας, τους λέει.
Κείνοι του φιλούνε το χέρι. Είναι όλοι μούσκεμα· νοιώθουνε το νερό ως τα κόκκαλά τους. Κατεβάζουνε την Καλομοίρα από το μουλάρι κι ένα καλογεροπαίδι τους οδηγάει στο κελί που θα κατοικήσουνε.

Στιγμή δε λείπει ο Γιάννης από το κεφάλι της άρρωστης. Όταν όλοι οι άλλοι κουρασμένοι τραβιούνται να ησυχάσουνε, μόνο ο Γιάννης νοιώθει τη δύναμη να μείνη ως τα ξημερώματα κοντά στο προσκεφάλι της άρρωστης. Λες κι είναι φυτεμένος μέσα στο κελί, λες και φοβάται μη, φεύγοντας αυτός, βρη ο Χάρος καιρό και του αρπάξη την αγαπημένη του. Είναι κει φύλακας· θα παλαίψη με το Χάρο σαν τον ιδή να ζυγώνη και –το ’χει για σίγουρο– τόση δύναμη του δίνει η αγάπη, που θα νικήση το Χάρο.
Η Καλομοίρα έφτυσε αίμα. Ποτάμι κόκκινο κύλισε από μέσα της. Η βροχή, το κρύο κείνης της νύχτας την αποκάμανε. Πού και πού ανοίγει τα μάτια της. Πού είναι τα μάγουλά της; Πού είναι το χρώμα της, πού οι αφράτες σάρκες με τη μαρμαρένια ασπράδα; Ο παπα-Ηλίας ακουμπάει απάνω της τ’ άγια λείψανα, ανοίγει ένα αρχαίο βιβλίο γεμάτο σταλαματιές κερί και μένει ώρες ολάκαιρες ορθός διαβάζοντας μουρμουριστά. Από το χωματένιο λιβανιστήρι ανεβαίνει σιγά-σιγά ένα ασπρογάλαζο σύννεφο. Όλο το κελί μυρίζει λιβάνι· στο τραπέζι, μέσα στο σαμντάνι, καίει μιαν άσπρη λαμπάδα· λυώνει, λυώνει αδιάκοπα το κερί κι οι καυτερές σταλαγματιές κυλούνε σα δάκρια. Ο Γιάννης βλέπει με φρίκη τις στάλες εκείνες να κυλούνε· το κερί γέρνει αναλιγωμένο· ο Γιάννης καρφώνει τα μάτια του στο πρόσωπο του παπά σα να του λέει «έλεος, λυπήσου με, παπά!». Σαν τονε πνίγει η στενοχώρια, ξεσπάει σε μια φριχτή ερώτηση:
– Πες μου, παπά, θα γίνη καλά η Καλομοίρα;
Κείνος αποκρίνεται ατάραχα με μια θεία γαλήνη, γεμίζοντας τα λόγια του:
– Πίστη, πίστη, παιδί μου, να ’χης, κι ο Θεός είναι πολυέσπλαχνος.
Αχ αυτή η πίστη! Ο Γιάννης ανοίγει το στόμα του κι αναπνέει βαθειά σα να θέλη έτσι να γεμίση τα πλεμόνια του από πίστη. Αυτή η μουρουδιά του λιβανιού όλο πίστη χύνει στην ψυχή του. Μα γιατί δε γίνεται καλά η άρρωστη; Γιατί δε φαίνεται τουλάχιστο να καλιτερέψη;
Οι γέροι κάθουνται αμίλητοι στα πόδια της άρρωστης. Περιμένουνε ώρα με την ώρα το θάμα που τους έταξε ο παπάς. Δεν μπορεί να γίνει αλλοιώς. Το είπε ο παπάς.
Άξαφνα η Καλομοίρα θα σηκωθή όρθια και θα πέση στην αγκαλιά τους. Αν αργή να ’ρθη η ώρα αυτή, είναι που ο Θεός θέλει να δοκιμάση την πίστη τους. Το είπε ο παπάς.
Ο Γιάννης μένει σκεφτικός ώρες. Κάποτε ξεχνιέται στη συλλογή και από τ’ αχείλια του τα σφραγισμένα από τον πόνο άθελα κι ασυνείδητα ξεφεύγουνε κάμποσες λέξες. Κουβεντιάζει με την ψυχή του. «Χωρίς γιατρό, χωρίς γιατρό» ψιθυρίζει κάποτες. Ο γέρος που τον ακούει:
– Μη βλαστημάς, ψιθυρίζει.
– Δε βλαστημάω, πατέρα, μα δε βλέπω καμιά καλιτέρεψη, λέει ο Γιάννης σκεφτικός πάντα.
– Μη βλαστημάς, σου ξαναλέω. Εμένα ο παπάς μου είπε πως πρέπει να ’χουμε πίστη. Χωρίς πίστη δε γίνεται τίποτα.
Σωπαίνει ο Γιάννης και ζαρώνει το μέτωπό του.
– Αν πάθη τίποτα η Καλομοίρα, πατέρα, να το ξέρης…
– Τι; ρωτάει ο γέρος.
Ο Γιάννης δε δίνει απάντηση, μα κάνει το σταυρό του ψιθυρίζοντας:
– Σχώρα με, Θε μου!
Ο παπάς έρχεται να ξαναρχίση το διάβασμα· ακουμπάει απάνω στην άρρωστη τ’ άγια λείψανα, φοράει το πετραχήλι και αρχινάει το διάβασμα. Μέρες τώρα επαναλαβαίνεται αυτή η δουλειά. Ο Γιάννης κοιτάζει τον παπά με περιέργεια· τόνε μετράει από την κορφή ως τα νύχια, του ξετάζει ένα-ένα μέλος χωριστά. Ποιος είναι αυτός που θα κάνη καλά την άρρωστη; Το πρόσωπό του δεν του είναι διόλου συμπαθητικό· τα μάτια του, αχ αυτά τα μάτια του, πώς παίζουνε πονηρά, πώς λάμπουνε από κάποιο αλλόκοτο φως. Κι η φωνή του τραχειά, κρύα βγαίνει από μέσα του σαν από τάφο. Μυρίζει θανατίλα αυτός ο άνθρωπος. Μην είναι ο Χάρος; Έτσι του ’ρχεται… Κοκκαλιάρικα τα χέρια του κρέμουνται κάτω από τις πλατειές μαύρες μανίκες· το κορμί του λιγύζει από την κούραση· καθώς γέρνει, φαίνεται σα να θέλη να πέση απάνω στην άρρωστη. Η άρρωστη ανοίγει καμιά στιγμή τα μάτια της, βλέπει τον παπά και γλήγορα τα ξανακλείνει φοβισμένα, σα ν’ αντικρύζη το Χάρο. Αχ! Αυτός ο άθρωπος τι κρύος που είναι, τι βαρύς που είναι ο ήσκιος του! Καθώς στέκεται όρθιος, ο Γιάννης του φαίνεται πως τον έχει έτσι απάνω στο στήθος του, σαν πέτρα· ο αέρας παίρνει ένα βάρος, μια μυρουδιά… Κοιτάζει την ασημένια θήκη με τ’ άγια λείψανα. Τι είναι αυτά; συλλογιέται. Αυτά τα κοκκαλάκια, αυτά τα φυλλαράκια, τα λουλουδάκια, αυτά να κρύβουνε τάχα το μυστικό της ζωής; Να ’ναι τάχα κανενός άγιου; Κι αν δεν είναι, ποιος θα του το φανερώση; Και να κρέμεται η ζωή της Καλομοίρας του από τα κοκκαλάκια αυτά!
– Παπά, θα γίνη καλά; ρωτάει πάλε ο Γιάννης, μα με τρόπο που κάνει τον παπά να τονε κοιτάξη προσεχτικά.
– Δε σου είπα τόσες φορές να ’χης πίστη; Χωρίς πίστη τίποτα δε γίνεται, λέει ο παπάς σα φοβισμένος.

Σωπαίνει ο Γιάννης. Σαν το πιστό σκυλλί κάθεται απάνω από το κεφάλι της άρρωστης, κουβαριασμένος· σκύβει το κεφάλι κι όλο συλλογιέται· οι γέροι αμίλητοι κι αυτοί· ο παπάς μόνο όρθιος πάντα όλο και λέει· τ’ αχείλια του στιγμή δε σωπαίνουνε· τα σαγόνια του τα σκελετιάρικα σιγοκουνιούνται κι η άσπρη γενειάδα του τρέμει αλαφρά· κάνει σταυρούς, βλογάει, φέρνει τ’ άγια λείψανα στο πρόσωπο της άρρωστης.

Hope Of Sunset- Landscape Painting By Shivani Kaushik

Χρήστος Χρηστοβασίλης - Η ανίκητη ελπίδα


Ανήμερα τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Αϊ- Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες τις παραμονές του Αϊ-Γιαννιού, έσφαξε μια παχιά και μεγάλη κότα, από τες δέκα-δώδεκα κοτούλες που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει ακέρια, μέσα σ' ένα κακάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλα στην κρικέλα, και περίμενε, σαν όλες τις παραμονές του Αϊ- Γιαννιού, να' ρθει ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερώνοντας του Αϊ-Γιαννιού.


Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια.

Ήταν ακόμη νια η κάκω η Μήτραινα, όταν χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον μονάκριβό της τον Γιάννη για την έρημη την ξενιτιά. Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για μόνη συντροφιά της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια, μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλα και καμιά δεκαριά κότες, μ' έναν όμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί σαν ωρολόγι, να την ξυπνάει για ν' ανάβει τη φωτιά της και ν' αρχινάει το εργόχειρο της: ρόκα ή πλέξιμο ή μπάλωμα ή για να πηγαίνει στο λόγγο να ζαλκώνεται και να κουβαλάει ξύλα.

Τα νιόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι έρχονταν στην ξενιτιά, ποιο σε τρία, ποιο σε τέσσαρα και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ' ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο και ο προεστός του χωριού τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρώνει η κακομοίρα η κάκω Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' άσπρου.

—Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήσει το παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρώνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχει!

Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν ότι το παιδί της ήταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα με το σωρό, ότι απόχτησε χρήματα, κι ότι βρίσκεται στο δρόμο να 'ρχεται. Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι ενώ όλος ο κόσμος τη συμπονιόνταν, αυτή δεν το 'βανε κάτω, αλλ' απολογιόνταν με θυμό;

—Μπα! και ποιος σας πληρώνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας πέρασ' από την ιδέα ότι χάθηκε το παιδί μ' και δεν θα μόρθ; Αυτό ζει και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός! Έτσι μου λέει η ελπίδα, πόχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!

Κάθε δειλινάκι, χειμών' καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψει, άφηνε την αργατιά της και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι εκεί κάθονταν κι αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακριά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες που έρχονταν και μοναχοκουβέντιαζε:

—Να! αυτός είναι! Αυτός ο καβαλάρης! Κοίτα πώς τρέχει το μουλάρι του! Καλώς όρισες, παιδί μ'! Καλώς -τα μάτια σ' τα δυο!

Και ξεφώνιζε κι άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλάρης εκείνος δεν ήταν ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγωνε προς το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι η κάκω Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της άλλον καβαλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι αυτός έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν θόλωνε κι άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακί απάνω στη γη. Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας:

—Ποιος ξέρ' το μοναχό μ' πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι αύριο μέρα του Θεού ξημερών'! Αύριο έρχεται...

Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια. η ελπίδα φώλιαζε βαθιά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίσει απεκεί μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της σαν ορμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό και παρέσερναν στο διάβα τους νιάτα κι ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι. Όταν δούλευε με την αργατιά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γιο της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δεν φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιόνταν την καημένη την κάκω Μήτραινα κι έλεγαν μέσα τους:

—Ο Θεός να της αβγατάει την ελπίδα της ορφανής!

Τα λιανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με την ρόκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψει τάχα τον γιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζει της έλεγαν με παιδιακίσια κακία:

«Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι

Τότε κι ο Γιάννης σου θα' ρθεί, μ' ένα ραβί στο χέρι».

Χα χα χα χα χα χα χα χααα!

Η κάκω η Μήτραινα τες πλειότερες φορές δεν τους απολογιόνταν, αλλ' όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε:

-Ουγκζού! Να δαγκάσετε τη γλώσσα σας! Ουγκζού! Κακό χρό... να μην έχετε! Έτσι λέτε σεις να μην έλθει ο Γιάννης μου! Μωρέ θα 'ρθει, παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!...

Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τα 'πιανε με το καλό: —Σωπάτε, παιδάκια μ'! Σωπάτε, καλημέρα σας! Τι καλούδια θα σας φέρει ο Γιάνν'ς μον ολωνών, όταν έρθ' !...

Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας θα τους έφερνε καλούδια, προντίζονταν και την άφηναν ήσυχη.

Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να ελπίζει, κι όλο να ελπίζει. Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της και κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να χολιάζει, χωρίς να αδημονάει, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαριασμό πόσα χρόνια είχε ο Γιάννης της στα ξένα. Δεν θυμόνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη, κι από την ημέρα που ξεκίνησε το μονάκριβο της, και τ' αγνάντεψε από τη ραχούλα, ώσπου το 'χασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της, κι από τότε δεν είχε ιδεί το πρόσωπό της! Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει κι η ράχη της είχε κυρτώσει, κι αυτή δεν το γνώριζε! Τα χρόνια σωρεύονταν το έν' απάνω στ' άλλο, κι η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο που λούζονταν, λούζονταν σύνταχα, στα σκοτεινά, στο πρώτο λάλημα του πετεινού της και πέταζε τ' αποχτενίδια στη φωτιά, κι έτσι δε μπορούσε να ιδεί τα μαλλιά της που είχαν γίνει άσπρα σαν βαμπάκι.

Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να ιδεί το παιδί της να 'ρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την προκόβα έστρωνε, ούτε τη σκύλα έδενε στην κρικέλα, για να μην αλυχτάει τους χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά. Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θα 'ρχονταν ο Γιάννης της, χωρίς άλλο, ξημερώνοντας η γιορτή του, κι από την παραμονή, χωρίς να βγει καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κότα, τη ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράσει, σκούπιζε το σπίτι καλά καλά, έστρωνε την προκόβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι έδενε τη σκύλα στην κρικέλα, για να 'ναι όλα έτοιμα το πρωί, και να μην έχει άλλη δουλειά, παρά να πάει μόνο στην εκκλησιά κι ούδ' άλλο, κι ούδ' άλλο.

Τόσοι Αϊ- Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσοι»ν ακέριο μήνα, κι ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! —Τι να είχε γίνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; —Χωρίς άλλο θα έλιωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα! Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της Μήτραινας! Μπάξ' ο Θιος να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε με τα σκουτιά!...

Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειό παχιά της κότα, τη ζεμάτησε, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την προκόβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλα τη σκύλα της και περίμενε να ξημερώσει του Αϊ-Γιαννιού, για να 'ρθει ο ξενιτεμένος της...

Όταν έβρασε καλά καλά η κότα, είχε βασιλέψει ο ήλιος. Τότε η κάκω η Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της στιας, κι ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, παρακαλώντας την κυρά την Παναγιά και τον Αϊ-Γιάννη να της φέρουν το παιδί της γερό και καλά από τα ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην προκόβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθεί, γιατί ήταν περασμένη ώρα.

Τα πρόσφορα τα είχε έτοιμα από την ημέρα του Σταυρού. Το βαθύ πρωί, νύχτα ακόμα, πριν λαλήσουν οι πετεινοί, άμα ήκουσε το σήμαντρο της εκκλησιάς, σηκώθηκε, νίφτηκε, άναψε το καντήλι στο εικόνισμα, έκανε το σταυρό της, άναψε τη φωτιά, κι έβαλε ψηλά ένα μεγάλο κούτσουρο· έφκιασε τρία-τέσσερα κηριά, από ένα κρουγγί κηρί, που είχε ψηλά σε μια σκαλοφρύδα, γέμισε το ροΐ της λάδι, πήρε το πρόσφορό της, και κίνησε για την εκκλησιά, κλειώντας πίσω της τη θύρα μόνον με το μάνταλο, για να μπορέσει να μπει μέσα μονάχο του, το ξενιτευμένο της το παιδί. Ήταν τόσο βέβαιη η κάκω η Μήτραινα ότι θα 'ρχονταν, χωρίς άλλο, ο Γιάννης της εκείνο το πρωί, που μπορούσε να στοιχηματίσει το κεφάλι της το ίδιο. Στην εκκλησιά κάθισε από την αρχή της λειτουργίας ως το τέλος και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη, για να πάρει αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο τ' άλλο το χωριό, και να πάγει γλήγορα στο σπίτι της, να δεχτεί το παιδί της, που έρχονταν από την ξενιτιά. Έτσι έκανε πάντα, κι ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ' όλους, κι αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβηξε ίσα για το σπιτοκάλυβό της.

Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι η συννεφιά η βαριά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον. Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάσει το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξει στην αγκαλιά το παιδί της. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή, κοίταξε ολόγυρα για να δοκηθεί αν κλωτσοβροντάει κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου το ροΐ της, βγήκε στο δρόμο και τράβηξε ίσια κατά τ' αγνάντια, κι άμα έφτασε στη μεριά που είχε ξεχωριστεί τον Γιάννη της, φώναξε με μεγάλη φωνή:
—ΏωωρεΓιάννηηηηη! Γιάννηουουουουου!!!..
—Όρσεεεεε!!!
Απολογήθηκε μια φωνή από μακριά.
—Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ', γιατί σ' έφαγε το κρύο!
Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα.

Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερότερα, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ώσπου ήρθε.

—Παιδάκι μ'! και ψυχούλα μ'!

—Μανούλα μ'! Ποιος σου πήρε τα σχαρίκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ να με καρτεράς;

—Η Ελπίδα μ', ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ' βαθιά!

Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάνα και παιδί έγιναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα. Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν μάνα και παιδί το θεόπικρο αγκάλιασμα και φίλημα του ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάνα και παιδί ξαναφιλιόνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι αγκάλιασμα του ερχομού! Κι έτσι, φιλιώντας κι αγκαλιάζοντας, έφτασαν στο σπιτοκάλυβο. Μια βαριά ντουφέκια έπεσε στον αυλόγυρο της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το χωριό. Η χαρά της κάκως της Μήτραινας ούτε γράφεται ούτε μολογιέται!

—Μωρέ τι τρέχει;
Έλεγε ο ένας στον άλλο.
—Κάποιος ξενιτεμένος θα 'ρθε!
Απολογιόνταν.

Σε λίγο όλο το χωριό έμαθε ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας από τα ξένα, κι έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το σπιτοκάλυβό της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει κι ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Κι όταν ο κόσμος τραβήχτηκε και τα λιανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους ήταν ταγμένα τόσες φορές χι έμειναν μάνα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κοίταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαγχολικόν τόνο:
—Άρχισες να γηράζεις, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε!
—Αμ τι δα! Μισοκαίριασα, μάνα μ'!
Της απολογήθηκε ο Γιάννης.

Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν ότι δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα ξένα. Παράξενο της φαίνονταν που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα. Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι στον καθρέφτη της ταμπακιέρας, που 'χε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Ήταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς ήταν δυνατό! Τότε για να καταλάβει καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και, για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κοίταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπο της πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της ήταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της κι είπε με καημό μεγάλο:

—Γέρασα η καημένη, και δεν το 'ξερα!
Κι ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάπε:
—Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι αν γέρασα κι αν δεν γέρασα!

Το κοίταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαγχολήσει... Κρέμασε τα μούτρα κι άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι άρχισε να κλαίει, και τα δάκρυα της κίνησαν κι έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι. Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάσει που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπεί κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νιάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο ξενιτιά. Όλη η πολύχρονη ξενιτιά του μοναχογιού της έγινε ένα καταπότι και την κατάπιε μονομιάς! Τι κλονισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάει σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της!

Ο Γιάννης, για να σκορπίσει τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψει κι αυτός τη συγκίνησή του και τα δάκρυά του:

—Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάνα;

—Αλήθεια παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!...

Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθισαν να φάνε.

Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάνα του μα σακούλα γεμάτη φλωριά, να τα 'χει δικά της, και να δίνει για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτιάς του:

—Φεύγοντας, μανούλα μ', απεδώ, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζί για τη Μολδαβία, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του. Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από λίγον καιρό, μόδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι είχες πεθάνει εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα. Αυτός κι η γυναίκα του προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και στα υστερνά μόταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν ήταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα, αλλά ο θάνατος της μάνας μ'...

—Στάχτη στη γλώσσα τ'ς, παιδάκι μ'!...

Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό...

—... Μ' έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σ'...

—Άλας και σκάρφη στη γλώσσα τ'ς...

Ξανάειπε η Μήτραινα.

—Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκιά κι αν είναι, χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως ήμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ'...

—Παναγιά μ'! Ζουρλάθηκες, παιδί μ'! Τ' είν' αυτά που μου λες;

Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.

—... κι απόφευγα να γνωρίζομαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγει η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'..

—Ούι! παιδάκι μ', τι μου λες!... Παντρεύτηκες!

Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της.

—Σώπα, μάνα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσεις πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε!

—Λέγε, γιε μ'!

—Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε!

—Βέβια! Βέβια!

Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο.

—Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι ύστερα από λίγα χρόνια πάει κι γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό.

—Ας είναι! Συ να είσαι καλά, παιδί μ'!

—Μ' άφησε ένα παιδάκι!

-Τι; Τι;

—Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάει κι αυτό! —Βέβια! βέβια!

Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβηξα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της Ρουσίας, κι εκεί ζούσα, σαν έρημος που ήμουν, χωρίς να με ξέρει κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η στέψη του αυτοκράτορα της Ρουσίας, κι έτρεξαν από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι η βασίλισσά μας, η Όλγα, με το διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερό της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι που ήταν κονεμένη η βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακριά. Εκεί γνωρίστηκα μ' έναν υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ' ομιλία σ' ομιλία μ' αυτόν, και με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και τι πατριώτες; Χωριανοί! Ήταν ο Κώστας της γειτόνισσάς μας, της Γιώργαινας! Κι όταν του είπα πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου παιδί, με κοίταξε καλά καλά και μου είπε:

—«Μωρέ συ είσ' ο Γιάνν'ς ή το φάντασμα τ';»

—«Εγώ! όλος κι όλος!»

Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι η καρδιά μ' να φουσκώνει σα βουνό.

—«Βρε τρισκατάρατε, μου είπε με θυμό, γιατί δε γράφ'ς της μάνας σ'; Γιατί δεν της στέλ'ς χρήματα να ζήσει;......Γιατί τη λησμόνησες;.....Γιατί;.....Γιατί;....

Γιατί;.....» κι ένα σωρό άλλα «γιατί;»

Μου φάνηκε πως άνοιξαν τα ουράνια. Θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση ότι ζει η μανούλα μ'.

—«Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρν'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάνα μ' είναι πεθαμένη... Θα 'χεις κανένα λάθος...»

—«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάνα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε, ζει και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα ξένα και...»

—«Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάνα μ';»

Του είπα.

—«Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχεις;»

Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντας τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα:

—«Αλήθεια, ζει η μάνα μ';»

—«Ζει και παραζεί, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμή!»

Μου φάνηκε ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε ότι ήμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους τους βασιλιάδες του κόσμου, κι όλα τα βασιλόπουλα, που ήταν μαζεμένα εκεί στη Μόσχα.

—«Ζει η μάνα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι εγώ κάθομαι στα ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!»

Κι έτσι, πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο μ', κίνησα για εδώ, κι ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με μεγάλη κατάνυξη.

Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του:

—Καλώς ήρθες, παιδάκι μ', καλώς ήρθες!

Ο Γιάννης, εξακολούθησε:

—Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατο σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός μ', για να με κάνει γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν το 'στρεξε το άδικο ο Θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! Θεός σχωρέσ' τον όμως, ας πούμε τώρα!

Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς να σηκώσει το ύψωμα, για τ' όνομα του Γιάννη.

Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

Light Of Hope  by Natascha de la Court 



ΡΗΤΑ -ΓΝΩΜΙΚΑ 

*Αι ελπίδες χαϊδεύουν μίαν καταστροφήν, όπως τα χορταράκια ένα ερείπιον.
Δημήτριος Καμπούρογλου

*Δεν υπάρχει πιο ανακουφιστικό αίσθημα απ' την ελπίδα.Μάρκος Τούλιος Κικέρων

*Είναι ευχάριστο να παρατείνεται η ζωή του ανθρώπου με όμορφες ελπίδες, που με χαρά και αισιοδοξία γεμίζουν την ψυχή.Αισχύλος

*Η ελπίδα ατέλειωτα ανθίζει στο ανθρώπινο στήθος.Αλεξάντερ Πόουπ

*Η ελπίδα είναι ο καλύτερος γιατρός που έχω γνωρίσει.Αλέξανδρος Δουμάς ο πατήρ

*Η ελπίδα είναι το μόνο καλό που είναι κοινό σ' όλους τους ανθρώπους. Κι εκείνοι ακόμα που δεν έχουν τίποτα την κατέχουν.Θαλής ο Μιλήσιος

*
Η ελπίδα που διαψεύστηκε, καταθλίβει κι αποθαρρύνει.Βολτέρος

*Η ελπίδα, όσο απατηλή κι αν είναι, μας χρειάζεται τουλάχιστον για να μας οδηγεί στο τέλος της ζωής από ένα δρόμο ευχάριστο.Φρανσουά Ντε Λα Ροσφουκό

*Η μόνη μου ελπίδα είναι η απελπισία μου.Ρακίνας

*Θάρρος, φίλε μου, μπορεί η αυριανή μέρα να σου είναι πιο ευνοϊκή. Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα. Ο Δίας μας στέλνει πότε μια όμορφη ηλιόλουστη ημέρα και πότε μια άλλη με θύελλα και βροχή.Θεόκριτος

*Ο άνθρωπος που δεν ελπίζει τίποτα, είναι ένας τρομερός αισιόδοξος.Πολ Κλοντέλ

*Οι ελπίδες είναι τα όνειρα όσων δεν κοιμούνται.Πίνδαρος

*Οι περισσότερες επιθυμίες συνοδεύονται από κάποια ηδονή. Γιατί οι άνθρωποι, είτε γιατί θυμούνται εκείνα που απόκτησαν, είτε γιατί ελπίζουν πως θα τ' αποκτήσουν, νοιώθουν κάποια ηδονή.Αριστοτέλης

*Όσο λιγότερο αξίζει ένα πράγμα, τόσο λιγότερο τολμάει κανείς να ελπίζει.Μολιέρος

*Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει κι ελπίδα.Φράνσις Σκοτ Κι

*Όσοι υποφέρουν δεν έχουν άλλη παρηγοριά απ' την ελπίδα.Γουίλιαμ Σέξπηρ

*Πάνω στην ελπίδα πρέπει οι σώφρονες να στηρίζουν τη ζωή τους.Ευριπίδης

*Συχνά σου έρχεται αυτό που δεν ελπίζεις, κι όχι αυτό που ήλπιζες.Πλάτων


Faith, Hope and Charity - Pietro da Cortona 





ΜΟΥΣΙΚΗ 


Παντελής Θαλασσινός - Ελπίδα

Μουσική - Στίχοι: Παντελής Θαλασσινός Από το CD : "10 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ"...( 2013 ) Πάω με όρτσα το πανί και την ελπίδα βάρκα με τη Βιολέτα τη Φανή και με τη Φαίδρα τσάρκα. Ορτσάρισε ορτσάρισε κράτα την πλώρη ίσια στην αλυκή φουντάρισε και στα παντερονήσια Πόδισε Γιάννη πόδισε πάρτο σχοινί στα χέρια ρόδισε η αυγούλα ρόδισε και σβήσανε τ αστέρια. Στο πέλαγο ξανοίγομαι και το πανί μουδάρω σοφράνο πάω πνίγομαι σταβέντο κουπαστάρω. Ορτσάρισε ορτσάρισε κράτα την πλώρη ίσια στην αλυκή φουντάρισε και στα παντερονήσια. Πόδισε Γιάννη πόδισε πάρτο σχοινί στα χέρια ρόδισε η αυγούλα ρόδισε και σβήσανε τ αστέρια. Ο φαρος κάνει σήματα και τον εσβήνει η μέρα σοφράνο βρίσκω κύματα σταβέντο βρίσκω αέρα. Ορτσάρισε ορτσάρισε κράτα την πλώρη ίσια στην αλυκή φουντάρισε και στα παντερονήσια. Πόδισε Γιάννη πόδισε πάρτο σχοινί στα χέρια ρόδισε η αυγούλα ρόδισε και σβήσανε τ αστέρια.


Benedetto Caliari - Allegory of the theological virtues: Faith, Hope and Charity


Το τραγούδι της ΕλπίδαςΜουσική: Νότης Μαυρουδής Στίχοι: Νανά Νικολάου Album: Χάρτινο Καράβι Σήμερα σ' ένα ποίημα πάτησα στον έβδομο ουρανό περπάτησα ένα αερόστατο και μια οβίδα της φαντασίας ήταν ή τα είδα. Εσείς που ακούτε το τραγούδι αυτό μαζί μας πείτε τούτο το σκοπό σαν τη βροχή, το κύμα, το αηδόνι να το ακούει η πίκρα και να λιώνει. Μην κλείνεις την ειρήνη στο ντουλάπι απ' το σεντούκι βγάλε την αγάπη μια ιστορία νέα θ' ανατείλει μ' ένα χαμόγελο γλυκό στα δυο της χείλη. Αν οι μεγάλοι θέλουν να σκοτώνουν τα όνειρά μας να τα μαχαιρώνουν μύθοι και ήρωες θα 'ρθούνε πάλι να τ' ακουμπήσουν απαλά στο προσκεφάλι




Light Of Hope -  Diksha Chitkara


ΧΑΪΝΗΔΕΣ-"Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΠΙΔΑ"
τραγούδι: Δημήτρης Ζαχαριουδάκης, Αλεξάνδρα Παπαδάκη
στίχοι - μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Η μικρή Ελπίδα πού 'ρθε από τα ξένα
γέλασε και μού 'πε σ' αγαπώ
μα δε βρήκα λόγια, λόγια ταιριασμένα
ένα τραγουδάκι να της πω
Τσίκι τσίκι τζέλα, τσίκι τσίκι μπομ
Η μικρή Ελπίδα έφυγε στα ξένα
κίνησε να πάει γιά το Βοριά
αχ μωρέ Ελπίδα ανείμενε κι εμένα
να σου πω μαζί με ένα γειά
Τσίκι τσίκι τζέλα, τσίκι τσίκι μπομ
Ανυδρο το χώμα μέσα στην καρδιά μου
κι η Ελπίδα βρόχινο νερό
τραγουδώ και κλαίω μες στη μοναξιά μου
γιά να ξεγελάσω τον καιρό
Τσίκι τσίκι τζέλα, τσίκι τσίκι μπομ
Σαν ξαναγυρίσεις πετροχελιδόνι
άδικα μην ψάξεις να με δεις
ίσως νά 'χω λυώσει, σαν το πρώτο χιόνι
μα σ' ένα τραγούδι θα με βρεις
Τσίκι τσίκι τζέλα, τσίκι τσίκι μπομ


Wind Of Hope by Leonid Afremov 


Φίλιππος Πλιάτσικας - Απ' την ελπίδα χτυπημένος

Μουσική: Φίλιππος Πλιάτσικας Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου Δίσκος: Η 'Άλλη Πλευρά Του Μπλε Δισκογραφική: Feelgood Records Πέτρα το σώμα που απ΄τη θάλασσα φαγώθηκε Mέχρι το κόκκαλο να φτάνει ο αέρας Και περιμένω σαν εργάτης που νυχτώθηκε Την πληρωμή μιας ατέλειωτης μέρας Όρθιος να μένω εκεί που οι άλλοι γονατίσανε Σαν φάρος πριν τον σκεπάσει ένα κύμα Βράχος που όλοι οι βοριάδες τον σκαλίσανε Θα μείνω για να μου στείλεις ένα σήμα Θα μείνω εδώ για να γυρίσεις Απ' την ελπίδα χτυπημένος Ξέρω πως δυο ζωές θα αργήσεις Μα έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος Θα μείνω εδώ για να γυρίσεις Απ' την ελπίδα χτυπημένος Το ξέρω δυο ζωές θα αργήσεις Μα έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος Σαν χαρτοπαίχτης που τα φύλλα δεν γυρίσανε Κι ο μόνος δρόμος που του μένει, να μπλοφάρει Ένα παιδί που από το χέρι το αφήσανε Και περιμένει κάποιον να΄ρθει να το πάρει

Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη


Eros Ramazzotti - Occhi Di Speranza ( Τα μάτια της ελπίδας)







Pink Floyd - High Hopes

Beyond the horizon of the place we lived when we were young In a world of magnets and miracles Our thoughts strayed constantly and without boundary The ringing of the division bell had begun Along the Long Road and on down the Causeway Do they still meet there by the Cut There was a ragged band that followed in our footsteps Running before time took our dreams away Leaving the myriad small creatures trying to tie us to the ground To a life consumed by slow decay The grass was greener The light was brighter With friends surrounded The nights of wonder Looking beyond the embers of bridges glowing behind us To a glimpse of how green it was on the other side Steps taken forwards but sleepwalking back again Dragged by the force of some inner tide At a higher altitude with flag unfurled We reached the dizzy heights of that dreamed of world Encumbered forever by desire and ambition There's a hunger still unsatisfied Our weary eyes still stray to the horizon Though down this road we've been so many times The grass was greener The light was brighter The taste was sweeter The nights of wonder With friends surrounded The dawn mist glowing The water flowing The endless river Forever and ever


Hope by Dan Nelson 


 Edward Burne Jones, Ελπίδα. 1896 























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου