Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Ηλίας Πετρόπουλος ( 26 Ιουνίου 1928 - 3 Σεπτεμβρίου 2003)

Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Αθήνα, 26 Ιουνίου 1928 - Παρίσι, 3 Σεπτεμβρίου 2003) ήταν Έλληνας ποιητής, λαογράφος και μελετητής του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Ήταν ο πρώτος (ερασιτέχνης) λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους, συμμορίτες και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι ήρωες των βιβλίων του. Εγραφε μέχρι το 2003 όταν πέθανε από καρκίνο. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1973. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι ήρωες των βιβλίων του. Ακάματος συγγραφέας και ερευνητής έγραφε μέχρι το 2003 που πέθανε από καρκίνο. Ο Πετρόπουλος λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό χαρακτήρα των γραπτών του. Για το βιβλίο του Τα ρεμπέτικα τραγούδια, που δεν έφερε σφραγίδα λογοκρισίας, η χούντα τον καταδίκασε σε πεντάμηνη φυλάκιση το 1968, όπως και για τα Καλιαρντά το 1972 και για το κείμενό του Σώμα, που δημοσίευσε στο περιοδικό Τραμ. Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 —δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του— εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας. Κουρασμένος από το κυνηγητό και απογοητευμένος, μετακόμισε στο Παρίσι το 1975, από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα.




ΕΡΓΟ
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2013) Η εθνική φασουλάδα και η ομελέτα, Νεφέλη
(2013) Παροιμίες του υποκόσμου, Νεφέλη
(2013) Ρεμπετολογία, Κέδρος
(2013) Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Νεφέλη
(2009) Ρεμπέτικα τραγούδια, Κέδρος
(2005) Ελλάδος κοιμητήρια, Κέδρος [κείμενα, φωτογράφιση]
(2004) Μετά, Νεφέλη
(2004) Ποτέ και τίποτα, Νεφέλη
(2003) Ο κουραδοκόφτης, Νεφέλη
(2001) Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες, Νεφέλη
(2000) Η τραγιάσκα, Εκδόσεις Πατάκη
(2000) Ιστορία της καπότας, Νεφέλη
(2000) Τέσσερεις ζωγράφοι, Νεφέλη
(1998) Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης, Εκδόσεις Πατάκη
(1998) Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Εκδόσεις Πατάκη
(1997) Ξυλόπορτες, σιδερόπορτες στην Ελλάδα, Κέδρος [κείμενα, φωτογράφιση]
(1996) Άρθρα στην Ελευθεροτυπία, Εκδόσεις Πατάκη
(1996) Το παράθυρο στην Ελλάδα, Νεφέλη
(1995) Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών, Εκδόσεις Πατάκη
(1995) Καρέκλες και σκαμνιά, Νεφέλη
(1994) Κυρίως αυτό, Νεφέλη
(1994) Τα σίδερα. Η λάσπη. Τα μπαστούνια, Νεφέλη
(1994) Το ταντούρι και το μαγκάλι, Νεφέλη
(1993) Η φουστανέλα, Νεφέλη
(1993) Καλιαρντά, Νεφέλη
(1993) Ποιήματα 1968-1974 και 1982-1991, Νεφέλη
(1993) Ποτέ και τίποτα, Νεφέλη
(1992) Tsoclis, Αδάμ - Πέργαμος
(1991) Topor: Τέσσερεις εποχές, Νεφέλη
(1991) Η μυθολογία του Βερολίνου, Νεφέλη
(1991) Το άγιο χασισάκι, Νεφέλη
(1991) Το μπουρδέλο, Νεφέλη
(1991) Ψειρολογία, Νεφέλη
(1990) Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη, Νεφέλη
(1990) Ο μύσταξ, Νεφέλη
(1990) Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι, Νεφέλη
(1990) Πτώματα, πτώματα, πτώματα, Νεφέλη
(1990) Τα μικρά ρεμπέτικα, Νεφέλη
(1980) Cages à oiseaux en Grèce, Νεφέλη [κείμενα, φωτογράφιση]
(1980) La voiture grecque, Νεφέλη
(1980) Le kiosque grec, Νεφέλη [κείμενα, φωτογράφιση]
(1980) Salonique: L' Incendie de 1917, Μπαρμπουνάκης Χ.
(1980) Δώδεκα τραγουδάκια από την Παλατινή Ανθολογία, Νεφέλη
(1980) Ελληνικές σιδεριές, Νεφέλη [κείμενα, φωτογράφιση]
(1980) Παλιά Σαλονίκη, Κέδρος [κείμενα, φωτογράφιση]
(1980) Της φυλακής, Νεφέλη
(1976) Album turc

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2018) Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Γαβριηλίδης
(1998) Επιστολαί προς μνηστήν, μετά σκηνών ευδαίμονος βίου, Νεφέλη

Μεταφράσεις
(2016) Maslennikov, Aleksandre A., Οι αρχαίοι Έλληνες στο βόρειο Εύξεινο Πόντο, Αφοί Κυριακίδη Εκδόσεις Α.Ε.
(2013) Maslennikov, Aleksandre A., Οι αρχαίοι Έλληνες στο βόρειο Εύξεινο Πόντο, Κυριακίδη Αφοί
(1992) Aretino, Pietro, Ακόλαστα σονέτα, Νεφέλη

Λοιποί τίτλοι
(2008) Κολάζ, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης [έργα]
(1991) Ιωάννου Αποκάλυψις, Νεφέλη [διασκευή]
http://www.biblionet.gr/




Ηλίας Πετρόπουλος: «Να κάψεις το κουφάρι μου και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου»
Από https://tvxs.gr/

"Αγαπώ τα τσογλάνια και τους χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες γιατί μάχονται κάθε μορφή εξουσίας και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί τα καταφέρνουν και επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους». Ηλίας Πετρόπουλος

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 2003 πέθανε στο Παρίσι ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τουρκολογία στο Παρίσι, όπου έζησε μετά το 1975. Δημοσίευσε κάπου ογδόντα βιβλία και σχεδόν χίλια άρθρα. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους,συμμορίτες και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι 'ήρωες' των βιβλίων του.

Τα βιβλία του έχουν συχνά τη μορφή της μελέτης ή της μονογραφίας ενώ πολλά αποτελούν συλλογές άρθρων παρεμφερούς θεματικής, είτε αδημοσίευτων, είτε δημοσιευμένων σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.

Ακολουθούν αποσπάσματα από την εισαγωγή στα “Καλιαρντά” του Ηλία Πετρόπουλου, Νεφέλη, 1993:

«Στο καιρό μας πια πιστεύουν ότι όλα γράφονται, αφού όσο καθαρότερα βλέπουμε τόσο αγνότερα ζούμε. Οι μετριοπαθείς είναι ψεύτες. Οι ριζοσπαστικές ιδέες οι μόνες ιδέες. Κατέχω σημαίνει ψυχορραγώ. Εκείνοι, που λόγω αρμοδιότητος, διώκουν τους συγγραφείς ας μάθουν, επιτέλους, να τους βλέπουνε με προοπτική μερικών δεκαετιών. Εξάλλου, ποιος συγγραφεύς δέχεται άλλην εξουσίαν έξω από την εξουσία της καρδιάς του; Οι συγγραφείς γνωρίζουν κάλλιστα πως θεωρούνται περιττοί. Ακριβώς γιαυτό ταυτίζουν τα ιδεώδη με τα πεπρωμένα τους. Εκάς οι ηθικολόγοι». 

«Οι συγγραφείς, τώρα πια, δεν πρέπει να γράφουν όμορφα, αλλά σκληρά. Δυστυχώς οι μικροαστοί χαράσσουν την μοίρα της Ελλάδος. Αυτά τα αήττητα κνώδαλα ήταν, είναι και θα είναι ανεπίδεκτα ασθητικής διαπαιδαγωγήσεως. Κι έτσι στην αλλοπρόσαλλη χώρα μας, ων Έλλην, πρέπει διαρκώς να πείθεις ότι είσαι όντως έλλην. Οι άνθρωποι με τα επίχρυσα μανικετόκουμπα ωθούν τους συγγραφείς στην αυτοκτονία. Των μικροαστών το πνεύμα διέβρωσε την πατρίδα. Η φύτρα και η φύση του έλληνος απέβη ολοκληρωτική. Φασίστριες πρωταρχικές οι μανάδες μας. Οι έλληνες αγνοούν την κριτικήˑ άρα τον διάλογο. Ανέκαθεν ο λαός υφίσταται για να χρησιμοποιείται.

Ο κυνισμός δεν αποκλείει την αγάπη. Επιζείς στην Ελλάδα μόνον αν σε κατέχει ο διάβολος. Οι συμπατριώτες μου καθεύδουν όταν η χώρα δημοπρατείται. Επαγγελματίες έλληνες υπεραμύνονται της ιδέας του ελληνισμού. Λησμονούν πως ο ελληνισμός είναι η ευρύτερη έννοια της Ελλάδος, εδώ και αιώνες. Στον καιρό μας, περισσότερο από ποτέ, είναι χρήσιμα τα πλήγματα κατά των ελλήνων, όπου μόνο βρίζουν ή χειροκροτούν και ποτέ δεν σκέφτονται. Η αιτιολογία του γεγονότος της 21-4-67 αρχίζει να διαφαίνεται. Δέξου αυτό το γεγονός και ήδη έκανες ένα βήμα. Όποιος μαχαιρώνει τους ρομιούς εκδήλως τους ευεργετεί. Πάντως, επί του παρόντος, προτιμώ να μένω φιλέλλην, παρά έλλην." [...]

"Εμείς, όλοι μας, από του παρελθόντος αιώνος, υφιστάμεθα έναν ασταμάτητο και εντεινόμενο πνευματικό βιασμό. Η γνώση σώζει. Αλλά ακόμη δεν εγράφη η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Ούτε της νεοελληνικής μουσικής. Η δε τιμή του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη επιμόνως διασύρεται. Ευλογητή η ιερή αλήθια. Οι έλληνες, σαν λαός γνησίων χατζαϊβάτηδων, είθισται να πρεσβεύουν αλλότριες ιδέες. Παιδιόθεν, συμπιέζουν στην κεφαλή μας τους ενάριθμους Λουδοβίκους και Ερίκους και Ναπολέοντες. Τίποτα, όμως, δεν μας εδίδαξαν για τους σουλτάνους, που, χθες ακόμη, τύποις και ουσία, εβασίλευαν στον τόπο μας. Και τίποτα δεν μάθαμε για τον μαγικό περσικό πολιτισμό και τον ισάξιό του πολιτισμό των αράβων. Η λεγόμενη εθνική παιδεία είναι πλέον αναγκασμένη να καθιερώσει την εδελεχή διαδασκαλία της τουρκικής ιστορίας. Αν, φυσικά, επιθυμούμε να εφαρμόσουμε το δελφικό γνώθι σεαυτόν. Ή, τουλάχιστον, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε έναν αναρχικό από έναν χαφιέ."  https://tvxs.gr/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

(Ι)

Πιθανότατα, βρισκόμαστε μπρος σε μια νέα Αναγέννηση.
Το sex shop αποβαίνει πιο αναγκαίο και πιο απαραίτητο
από το μανάβικο της γειτονιάς.
Οι ερωτικές αφίσες στους τοίχους του Παρισιού
είναι- κι αναστενάζουν.
Κόβουμε το ψωμί σε μικρά κομματάκια,
για να γαμήσουμε όλοι.
Μα, κανενός είδους Κομουνισμός δεν θα καταφέρει
να μειώσει την ερωτική ανισότητα:
ο καμπούρης του χωριού δεν θα απολαύσει την ωραία γυναίκα.
Γλιστράμε, κι όλο γλιστράμε απαλά,
προς μια νέα ερωτική θρησκεία.
Όταν είσαι μες στον λαβύρινθο δεν βλέπεις τον λαβύρινθο.
Ω, Σατανά Τρισμέγιστε,
γύρνα πάλι να βοηθήσεις τους ανθρώπους!

(ΙΙ)

Είμαι πια βέβαιος: το Βερολίνο είναι
η πιο ενδιαφέρουσα πόλη της Ευρώπης∙
ή μάλλον, η καρδιά της Ευρώπης.
Ο Μέγας Ναπολέων ήταν κοντοστούπης∙
αυτό το ξέρουν όλοι.
Ο Μέγας Ναπολέων είχε μικρή τσουτσού∙
αυτό το γράφει η έκθεση αυτοψίας,
που του έκαναν οι φαρμακεροί Εγγλέζοι.
Οι κωλόγαλλοι αποφεύγουν να μιλάνε γι’ αυτά.
Προτιμούν να λένε με κρυφή περηφάνια ότι
ο Βοναπάρτης, μόλις ξεμονάχιαζε μια γυναίκα,
της ξεφούρνιζε το περίφημο: deshabillez- vous!
Απεχθάνομαι την ψυχανάλυση, αλλά θα ήθελα
να μάθω γιατί, εξαιτίας αυτού του ανίκανου κοπρίτη,
γέμισε η Ευρώπη κουφάρια.
Να ’τανε τουλάχιστον, ικανός στρατηλάτης…
8 Φεβρουαρίου και ψιλοχιονίζει.
Απ’ το παράθυρο βλέπω την πλατεία
και θα μείνω μέσα.

(ΙΙΙ)

Το ξέρω∙ η θέση μου είναι στο νεκροταφείο.
Είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι.
Δεν είμαι δικός μου.
Σιωπώ μεν, αρνούμαι δε να πεθάνω,
γιατί τα δακρυσμένα μάτια σου πάντα με γνέφουν.
Θλιβερά βλέμματα τέκνα της σιωπής μου.
Ο θάνατος απόψε διώχνει το καθετί από την ψυχή μου.
Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα.
Επιλογή-Επιμέλεια: Λάμπρος Αναγνωστόπουλος


Καπνίζω.
Καμιά φορά φουμάρω μέχρι σαράντα τσιγάρα τη μέρα.
Συχνά, όμως, το τσιγάρο μου καίει ανώφελα, λησμονημένο στο τασάκι, ενώ αναπολώ
τις γυναίκες που αγάπησα.
✦✦✦✦
Γέρασα.
Καλύτερα που γέρασα
αν έτσι πρόκειται να βρω τη γαλήνη.
✦✦✦✦

Όλα τα δικά σου τα ξέρω.
Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα.
Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι.
Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου.
Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου και
τα έντερά σου γουργουρίζουν.
Την Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της, ή καθόλου.

✦✦✦✦
Να πάρει ο Διάολος!
Ήρθα στο Βερολίνο χωρίς να φέρω μαζί μου την όμορφη έκδοση των Memoires
του Casanova.
Ευτυχώς, δεν ξέχασα το Walden του Thoreau και την Ιλιάδα
αυτά είναι τα τρία αγαπημένα μου βιβλία.

✦✦✦✦

δεν εζήτησα συμβουλές και συμβουλές μου δίνουν
απρόσκλητοι συμβουλάτορες φαφλατάδες μικροαστοί
λένε λένε κι όλο προφητεύουν
τάχα θα με φάνε οι ωραίες γυναίκες
ενώ χαρά μου να με φάνε οι καλλονές
κι αλίμονο σε σας δυστυχισμένοι
που τα γεγονότα δεν σας χορταίνουν
κι η ζωή σας χτισμένη σιωπή και κακομοιριά
όσο για μένα
κρυφά την αγαπώ
και είναι ωραία και είναι αβρή και μυστικά την αγκαλιάζω
ούτε πουλί μάς βλέπει
ούτε ανθός μάς ακούει
φιλιόμαστε κι οι τοίχοι καμπυλώνουν

✦✦✦✦

Γλυκό μου στήριγμα, καμάρι μου και λουλούδι, τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν. Μείνε μαζί μου. θα σου μιλήσω με πάθος και δακρυσμένα μάτια για τον ουρανό της Θεσσαλονίκης, την εικοσαετή ορφάνια μου, τον ισάδελφο Τσιτσάνη, τα νοτισμένα χώματα των Χασίων, τους ολόδροσους κλώνους· για τις θεϊκές γυναίκες του Ελύτη και του Μόραλη. Ακόμη θα σου περιγράψω την δολοφονία του Ιάκωβου Πατιερίδη τον Οκτώβριο του 1944, θα σου παραστήσω πώς βαδίζουν οι ορθόδοξοι ρεμπέτες και πώς χορεύουν ζεϊμπέκικο στην ταβέρνα του Φραγκούλη στην Μπάρα. Αγάπησε με δύναμη. Αυτό αρκεί.

Η φωτογραφία είναι από http://www.andro.gr/

Το σώμα [1]

Τι τα θέλετε· μία γυναίκα γυμνή είναι θλιβερόν θέαμα.
Δυστυχώς δεν παρεφρόνησα εισέτι.
Η τέχνη έχει τη δική της ηθική.
Η ομορφιά νομιμότης της φύσεως.
Μπρος στο γυμνό γυναίκειο σώμα τα μικρά παιδιά απορούν
και τρομάζουν οι τρυφεροί γνήσιοι άνδρες.
Ένα γυναικείο γυμνό κορμί υποβάλλει μία συζήτηση περί προσωπικότητος.
Σώμα γλυκύτατο ολέθριο περίβλημα.
Της ημέρας σώμα και του μεσονυκτίου· σώμα της παρηγοριάς.
Δεν είναι φρόνιμο να βλέπουν όλοι οι άνθρωποι γυμνές τις ωραίες·
μη ρίπτετε τα άγια τοις κυσί και τους μαραγαρίτας τοις χοίροις.
Έχω στημένον πόλεμο βαθιά μου.
Θέα σημαίνει ιδεατή κατοχή.
Η ζωή είναι βουβή είναι. Όνειρα απαιτώ.
Η θλίψη μου αποτελεί την ευτυχία μου.
Σώμα, εσύ 'σαι η ψυχή.
Ω, αοίδιμον αιδοίον· ω, σχισμή αμφίστομη με την αργυρή υγρασία.
Το σώμα, Τραμ 3/4, Θεσσαλονίκη, 1972

✦✦✦✦
Το σώμα [2]

Δια του μίσους δεν λησμονούν μιαν αγάπη.
Το μίσος μοιραία έρχεται σαν επιβραύευση του έρωτος.
Είναι ηθικόν ό,τι μου αρέσει.
Η ηδονή περιορίζει τη ρήξη με τον εαυτό μου.
Γυναίκα σε ανάκλιντρο, ένα θηρίο ξαπλωμένο μοιάζει,
και η ρέμβη το θρέφει.
Κάθε πτώμα είναι άρνηση ενός σώματος.
Κυρία μου, κοίταξέ με στα μάτια κι άκου το επιτύμβιο που εζήτησες
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
Η ΩΡΑΙΑ ΕΚΕΙΝΗ
ΠΟΥ ΠΙΑ ΕΦΥΓΕ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΤΙΣ ΛΥΠΕΣ ΜΟΥ.
Όπου τελειώνει ο έρως αρχίζει η συγκατάβαση τελειώνει όπου.
Σήμερα η ερωτική πράξη θεωρείται άσκηση.
Η κάθε μέρα που σβήνει, η κάθε αυγή που έρχεται,
δυναμώνει την ασέβειά μου.
Τα άσχημα σώματα είναι χαρακτηριστικά.
Ας τεθεί, επιτέλους, και η γυναικεία ωραιότης υπό απαγόρευσιν.
Δια της ηδονής ο έρως απαλλάσσεται της θλίψεως.
Η συνουσία η κορύφωση του εγωϊσμού η.
Δεν γνωρίζω κάτι πιο μελαγχολικό από ένα ολόγυμνο γυναικείο σώμα.
Ω αιδοίον, ορφανών ωδείον, κέρας της Αμαλθείας,
θηκάρι μου, Σκύλλα και Χάρυβδη.

Το σώμα, Τραμ 3/4, Θεσσαλονίκη, 1972

https://poets.gr



Ο Ηλίας Πετρόπουλος και τα Ρεμπέτικα 

Γράφει  ο Αλέξης Βάκης

"Τα ρεμπέτικα είναι συνδεδεμένα με την προσωπική μου ζωή. Γι’ αυτό και δεν τα ακούω πια. Γιατί φύγανε όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μέσω αυτών γνώρισα τα ρεμπέτικα, που ήσαν φίλοι μου, που τους αγαπούσα. Τον Τσιτσάνη τον γνώριζα από παιδάκι. Δέκα ετών ήμουν και τον θυμάμαι που έπαιζε σ’ ένα παραθαλάσσιο κέντρο. Στεκόμουν όρθιος και τον άκουγα! Για να φτάσω ίσαμε εκεί περπατούσα αμμουδιά- αμμουδιά, βούταγα στη θάλασσα και σκαρφάλωνα στον μόλο που ήταν ψηλός πέντε μέτρα, και στεκόμουνα και τον άκουγα…. Νύχτα φυσικά! Τώρα τι δουλειά έχει ένα παιδί δέκα ετών εκεί, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Έτσι έκανα όλη μου τη ζωή!" (1) 

Τα παραπάνω απλά λόγια εξηγούν -πιστεύω- με τον καλύτερο τρόπο την πολυετή ενασχόληση του Ηλία Πετρόπουλου με τα ρεμπέτικα τραγούδια. Αλλά και τον τρόπο που δούλεψε πάνω στο θέμα του. Αυτός ο τρόπος δεν συνάδει βεβαίως με την επίσημη (δηλαδή την ανώδυνη και σε πολλές περιπτώσεις καθεστωτική) επιστήμη της λαογραφίας, ούτε –πολλώ δε μάλλον- με τον τρόπο των σημερινών «ρεμπετολόγων», που εκμεταλλεύονται με τον πιο προσοδοφόρο γι’ αυτούς τρόπο το δρόμο που εκείνος άνοιξε. 

Ο Πετρόπουλος ακολούθησε την παρόρμηση που τον έσπρωξε από μικρό παιδί να παρακολουθεί το διαφορετικό, αυτό που στα μάτια των πολλών φάνταζε μηδαμινό. Οπότε, ήταν ηλίου φαεινότερο πως το μουσικό background των ερευνητικών του δραστηριοτήτων θα ήταν τα τραγούδια που άκουγαν και έπαιζαν οι άνθρωποι στους οποίους εστίαζε την προσοχή του. Εκείνοι που σύχναζαν σε ταβέρνες και καρβουνιάρικα (η που τους συνάντησε κάποια από τις φορές που «φιλοξενήθηκε» στις φυλακές) και οι οποίοι διηγούνταν ιστορίες που κέντριζαν τη φαντασία του. Σιγά- σιγά, άρχισε να κατανοεί πως οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων έπρεπε άμεσα να καταγραφούν: 

«Επιθυμία μου να καταγράψω αυτές τις μνήμες. Να μη σβηστούνε. Σύντομα άρχισα να συλλέγω και αντικείμενα….. Υποχρέωση του λαογράφου είναι βασικά η συγκέντρωση υλικού. Το υλικό! Στη λαογραφία το στέρεο μέρος είναι το υλικό, ποτέ η θεωρία. Η θεωρία θα πεθάνει. Σε δύο χρόνια η σε εξήντα δύο, θα πεθάνει. Το υλικό δεν πεθαίνει ποτέ. …Πάω μια φορά πάνω στον Βύρωνα να βρω τον γερο- Ασίκη. Μου’ πανε πως ζει αφημένος, χαμένος, τον κοροϊδεύανε τα παιδιά. Εκεί βρίσκω την κόρη του και μου λέει πως πέθανε πριν λίγες μέρες. Μου’ δωσε φωτογραφίες, διαβατήριο, τα χαρτιά του. Τα όργανά του όμως δεν τα πρόλαβα. Τα είχε πουλήσει η κόρη του για ένα πενηντάρικο. Κάτι αριστουργήματα, κάτι ούτια φερμένα από τη Μικρά Ασία». (2) 

Εκείνο που πριν απ’ όλα θα πρέπει να πιστωθεί στον Πετρόπουλο, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στα γραπτά του (η για την 100% εγκυρότητα των στοιχείων και πληροφοριών που παραθέτει για τραγούδια και δημιουργούς, και εδώ καλό θα ήταν να μην ξεχνάμε την εποχή που έκανε την έρευνα, όταν δηλαδή η κοινή γνώση πάνω στο αντικείμενο «ρεμπέτικο» ήταν σε εμβρυακό επίπεδο), είναι ότι το σύνολο των ευρημάτων του –όργανα, φωτογραφίες, χειρόγραφα κλπ- είναι εδώ και πολλά χρόνια, όταν ακόμα εκείνος ζούσε, κατατεθειμένα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και μπορεί να τα δει όποιος θέλει. 

Σε αντίθεση με την πρακτική άλλων, που έτυχε να βρεθούν στα χέρια τους ανέκδοτοι στίχοι κορυφαίων δημιουργών του ρεμπέτικου, τους οποίους όχι μόνο δεν φρόντισαν να εκδώσουν -ως όφειλαν- όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τους διαχειρίζονται αυθαίρετα, επιλέγοντας τους συνθέτες που θα κληθούν να τους μελοποιήσουν σήμερα, κάτι που μας βάζει σε εύλογες απορίες για το «αζημίωτον» μιας τέτοιας δοσοληψίας, ιδίως όταν ξέρουμε ότι πρόκειται περί εθνικής κληρονομιάς 

Η σκέψη του Πετρόπουλου για τα ρεμπέτικα βασίζεται σε τρία θεμελιώδη αξιώματα, το πρώτο εκ των οποίων είναι ότι «… τα ρεμπέτικα είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδούν απλοί άνθρωποι. Αν και κατ’ αρχήν ερωτικά, τα ρεμπέτικα είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια» (3) 

Το δεύτερο αξίωμα έχει να κάνει με την ταξική συνείδηση του ρεμπέτικου, την οποία θεωρεί δεδομένη. Με την θεώρησή του μάλιστα επί της πάλης των τάξεων να επεκτείνεται και στα -απολύτως διακριτά μεταξύ τους- μουσικά είδη που αντιστοιχούν στις αντιμαχόμενες κοινωνικές τάξεις. Αλλά και στην ηθική, που μας φέρνει στο μυαλό κάποιες πρώιμες μαρξιστικές προσεγγίσεις, των αρχών του αιώνα: «Ο κυριότερος και αποτελεσματικότερος εχθρός του ρεμπέτικου υπήρξε η τρέχουσα ηθική, που συνήθως είναι η ηθική των ηλιθίων. Η ηθική και η εξ αυτής απορρέουσα πειθαρχία της αρχούσης τάξεως απέναντι στα αισθήματα, στις θέσεις, ακόμα και στην αισθητική των ρεμπέτικων τραγουδιών, ήταν γι’ αυτά εκ των προτέρων καταδικαστική Η αστική τάξη χαρακτηρίζει σαν βούρκο, παράνομους, υπόκοσμο, λάσπη και σαπίλα τους ακουσίως πάμφτωχους, υπονοώντας ασφαλώς ότι οι κρατούντες νόμιμοι και είναι έντιμοι, και εν τινι μέτρω μεγαλόκαρδοι. Υπ’ αυτήν την έννοιαν η ζωή του μάγκα είναι αμαρτωλοί, το δε τραγουδάκι Ριρίκα, εσύ’ σαι πράμα παιδί μου γερό είναι ηθικοπλαστικόν» (4) 

Το τρίτο αξίωμα έχει να κάνει με τη σύνδεση του ρεμπέτικου με τη Φάρα, τη μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που κατά καιρούς έχουν δοσοληψίες με το νόμο. Οι οποίοι έχουν πολλές υποδιαιρέσεις μεταξύ τους μεν, αλλά στο σύνολό τους αποτελούν το συλλογικό υποκείμενο του ρεμπέτικου, με τον ίδιο πάνω- κάτω τρόπο που η παραδοσιακή εργατική τάξη του 19ου αιώνα ήταν εκείνη που θα πραγματοποιούσε τη σοσιαλιστική επανάσταση. 

Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανένας πως τα αξιώματα αυτά εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ, τουλάχιστον με τον -αρκετά μηχανιστικό, ομολογουμένως τρόπο που εκείνος τα εννοούσε τότε. Είναι φυσικό, αν αναλογιστούμε την εξέλιξη της επιστήμης της κοινωνιολογίας Σε κάθε περίπτωση πάντως, η πολύχρονη έρευνα του Ηλία Πετρόπουλου ήταν έδωσε το έναυσμα για να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η γενικότερη έννοια «ρεμπέτικο». Και αν θα ήθελα να τον παραβάλλω με κάποιον, θα διάλεγα τον Γιάννη Ψυχάρη, τον πρώτο συνειδητό –και συχνότατα ακραίο η άστοχο, δεν έχει καμιά απολύτως σημασία- πιονιέρο του δημοτικισμού Μ’ αυτή την έννοια, κατανοώ απολύτως τη φράση που του απευθύνει ο Γ. Π. Σαββίδης και που υπάρχει στο οπισθόφυλλο των Ρεμπέτικων Τραγουδιών: «Δεν μπορώ να φανταστώ την Ελλάδα χωρίς την καύλα σου». 

Σημειώσεις: 
1. Απόσπασμα από τις μαγνητοφωνημένες αναμνήσεις του Ηλία Πετρόπουλου, που δημοσιεύτηκαν στο τεύχος- αφιέρωμα σ’ αυτόν του περιοδικού Μανδραγόρας (τεύχος 18-19, Οκτώβριος 1997, σελ. 11) 
2. Ο.π. σελ 11-12 
3. Ηλίας Πετρόπουλος: Τα Ρεμπέτικα Τραγούδια, τρίτη επανέκδοση, Εκδ. Κέδρος, σελ. 12 4. Ο.π. σελ. 20 Από το αφιέρωμα του περιοδικού ΕΝ ΒΟΛΩ στον Ηλία Πετρόπουλο, τεύχος 28, Μάρτιος 2008. 









ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΣΠΟΝΤΗ "Ανέσπερος Έρως"


Σώπα.
Θα λοξοδρομήσει ο έρωτας.
Κι εσύ θα ψεκαστείς
με το ναρκωτικό του
και θα πιεις την κολόνια του,
ροδαλές οι γάμπες σου
θα σταυρωθούν στο πεζούλι
και θα φαίνεται από μέσα
η στάμπα του : εδώ σκλαβώθηκε
ένα φιλί διαρκές,
το μύρο του,
και ξύνοντας τους σοβάδες
εκεί που ακουμπάς
θα ξεφλουδίζει το ανήλιαγο
πάθος των περαστικών
στη ματιά σου,
σώπα, θα λέει το σημάδι
στα σκέλια σου,
εδώ κατοικεί ανέσπερος έρως,
δεν βλέπετε,
είμαι παντού δικιά του.

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΣΠΟΝΤΗ










ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ "Ξ Ε Ν Ι Τ Ι Α"

Yuval Yairi art 

Ξ Ε Ν Ι Τ Ι Α

[ Στην ακριβή μου κόρη ]

Εκεί στα πέρατα του κόσμου
ανθίζει τώρα ο βασιλικός μου
ακολούθησε τα χελιδόνια
στα δίσεκτα τούτα χρόνια .

Με διπλωμένα τα φτερά της
ζητά κομμάτι απ' τη χαρά της
τ' όνειρό της να ζήσει ελπίζει
σ' αφιλόξενα μέρη τριγυρίζει .

Θέλω άνοιξη να της προσφέρω
σ' άλλη πατρίδα να την φέρω
θα' ναι ορθάνοιχτοι οι δρόμοι
κι αλλιώτικοι πολύ οι νόμοι .

Για όλους ο ήλιος να φωτίζει
να μπορεί καθένας να ελπίζει
δικαίωμα να' χει στον αγώνα
να μη φοβάται τον χειμώνα .

Σ' αποχαιρέτησα απόψε πάλι
με πλησιάζει γοργά μιά ζάλη
το φως μου συνέχεια λιγοστεύει
η ξενιτιά κοντά της σε γυρεύει .

Με την καρδιά σου δυό κομμάτια
μου' πες με δακρυσμένα μάτια .
Θα έλθω γρήγορα μην κλαις .
Όμως δεν πιστεύεις ό,τι λες . . .

ΑΘΗΝΑ 30 -- 08 -- 2019
ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ










ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΒΑΘΗ - "The game of love - Το παιχνίδι της αγάπης"




Φωτογραφία : Jigou Liu Jane Chen


Σαν πρόλογο σε αυτή την απόδοση και σαν εισαγωγή σε αυτό το ποίημά μου με αγγλικό στίχο αρχικά γραμμένο, θέλω να τονίσω την άμεση σύνδεση της ζωής του ανθρώπου γενικά αλλά και της σημερινής εικόνας της κοινωνίας με την φύση και την αλόγιστη καταστροφή που διαπράττεται σε αυτή.
Η φύση, μας δίνει την αγάπη της, κάτι που δεν ανταποδίδουμε δυστυχώς έστω και στο ελάχιστο με τον απαιτούμενο σεβασμό. 
P. S. Έναυσμά μου η φωτιά του Αμαζονίου.
Σταματίνα Βάθη


Stamatina Vathi -The game of love...
26-8-2019


The patter on the roof,
the beat in the soul,
rat-a- tat, what is love??
A bleeding heart?? ...
That is all??...
The mystery in the eyes,
the sharpen of the lies,
the flesh, the sex,
the unexpected strength...
The deep cut of the veins...
What about moon and earth??
Romantic words,
a universe whole-length of two souls in love...
Rat-a-tat, tickle me in the nose.
The feeling, the dreaming,
the unexpected screaming...
Just few steps from death,
the trip to nothing else....
Courvaceous women,
body builder's breathings,
bosoms and blossoms,
rumps and opossums....
The night with a really knight,
lost in a disaster mud,
randomly and unfortunately
one of a kind.
Rat-a-tat the drop of the blood....
The whisper of the rain,
a feeling without a pain,
wings just cut off,
angels in hell.
And I am screaming and asking for help...
The stars, the sky,
clouds and sounds devines,
fireflies in the eyes.
When you are in love you are like blind.
Rat-a-tat the heart is exploded like mines.
The tongue is really shut,
the mind is hiding in the heart.
Lovers for the first sight.
Seagulls to an unexpected flight.
The branches of the trees,
bodies without rules and cruel brinks,
rat-a-tat drops of passion wine in the summer rest devine.
Hugs and kisses,
leaves and silent speeches.
Cicadas emerging from the breasts of earth,
trees are crying from the body of the leaving dead,
rat-a-tat I can 't breath.
Where is the oxygen on this damned place??
The question needs an answer.
It' s insane...
The ruins are crying...
Just fire, fire, fire...
The devastation of life,
rat-a-tat, this love is disastrous...
The drops of heaven, toxicated rain.
I hear the crying of a baby,
the baby of love,
how can he be brought up to a man??
He needs the oxygen,
he needs the branches of the trees,
he needs the breasts of the nature
to be really healthy and free....
Rat-a-tat the nature is screaming....
Fire, fire, fire, toxicated rain,
this game of love has no price.
All are about breath, breath and life.

Σταματίνα Βάθη -Το παιχνίδι της αγάπης
Ο χτύπος πάνω στην οροφή,
ο χτύπος μέσα στην ψυχή,
ρατ α τατ,
τι είναι αγάπη??
Μια καρδιά που αιμορραγεί???...
Μονάχα αυτό???...
Το μυστήριο στα μάτια
και η μαχαιριά στο ψέμα,
βαθύ κόψιμο στη φλέβα,
σάρκα ο έρωτας,
έρωτας-σάρκα.
Δύναμη που δεν την ξέρει ο καθένας.
Κι η γη με το φεγγάρι?
Τι να γίνεται μ' αυτά?
Δυο λεξούλες ρομαντικές μοναχά
ή ένα σύμπαν που απλώνεται ερωτευμένο μπροστά.
Ρατ α τατ!
Ακούμπα με στην μύτη ελαφρά.
Αισθήματα και ονειροπολήσεις
κραυγές πρωτάκουστες,
λίγα μονάχα μέτρα απ' το θάνατο μακριά,
ταξίδι για το τίποτα άλλο
και το πουθενά.
Γυναίκες με καμπύλες
και άντρες με γυμνασμένα αγκομαχητά,
στήθη ανθιστά,
καπούλια δίδυμα και ταιριαστά.
Η νύχτα του Ιππότη
τι καταστροφή!
Μέσα στη λάσπη έχει κυλιστεί
σπάνια, άτυχα, μοναδικά.
Ρατ α τατ!
Πως στάζει το αίμα!
Ψιθυριστή η βροχή,
αίσθημα δίχως πόνο
από φτερά κομμένα.
Στην κόλαση ριγμένα,
αγγελικά.
Κι εγώ ουρλιάζω,
ζητάω βοήθεια
αστέρια και σύννεφα ,
ουρανός,
πυγολαμπίδες της φωτιάς μέσα στα μάτια,
ήχος θεϊκός.
Ερωτευμένοι και τυφλοί.
Καρδιά που εκρήγνυται σε ορυχείο.
Ρατ α τατ!
Μπουμ!!
Η γλώσσα δυνατά σφραγισμένη,
μυαλό χωμένο στην καρδιά,
έρωτας μέσα στην πρώτη τη ματιά
γλάροι πετάνε απρόσμενα, ψηλά.
Και τα κλαδιά των δέντρων,
σώματα χωρίς σύνορα,
σταγόνες βροχής,
ρατ α τατ
κρασί του πάθους, κανόνες ηθικής.
Μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη,
φιλιά, αγκαλιές
φύλλα και σιωπηλές γητειές.
Τζιτζίκια να ξεφυτρώνουν,
τα δέντρα να κλαίνε
πάνω σε σώμα νεκροζώντανο
και δεν μπορούν να πάρουν ανάσα,
από τα έγκατα της γης.
Πού πήγε το οξυγόνο
σ'αυτό τον καταραμένο τόπο??!!
Ρατ α τατ!
Μια ερώτηση
που ψάχνει μια απάντηση τρελή.
Κλαίνε τα ερείπια,
μόνο φωτιά,
παντού φωτιά,
ζωή αφανισμένη.
Ρατ α τατ.
Αγάπη καταστροφική πέφτει από πάνω,
τοξική βροχή .
Το μωρό της αγάπης το ακούω να κλαίει,
Πώς θα μεγαλώσει??
Πώς θα ανδρωθεί??
Θέλει οξυγόνο,
θέλει κλαδιά και φύλλα,
θέλει απ' το στήθος της αγνής φύσης να βυζάξει,
να μεγαλώσει.
Ελεύθερο να ζει!!
Η φύση ουρλιάζει!!
Ρατ α τατ,
φωτιά στη φωτιά
και όξινη βροχή.
Το παιχνίδι της αγάπης
δεν έχει τιμή.
Είναι ανάσα
και ζωή.

Η απόδοση του ποιήματος της Σταματίνας Βάθη στα Ελληνικά έγινε από την ίδια και από τον Θοδωρή Κοντό.

"The game of love  - Το παιχνίδι της αγάπης", "Ρατ α τατ". 26-8-2019, Ελληνική απόδοση 28-8-2019 της Stamatina Vathi










Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

epikouros sofista "Το βλέμμα"


Το βλέμμα 
ιεροτελεστία ανοίγματος της ψυχής 
στα μυστήρια του κόσμου το πρώτο βλέμμα. 
και από τότε η αρχή μιας πορείας υποταγής και 
συγκρούσεων στην γοητευτική αποπλάνηση της ζωής 
βλέμματα μίσους και χαράς οργής και απελπισίας 
βλέμματα τρυφερά συμπόνιας και στοργής 
βλέμματα ικεσίας τύψεων και ενοχών 
βλέμματα υποκρισίας πάθους και αλήθειας 
βλέμματα ναρκισσισμού αλαζονείας και θριάμβου 
όλη η παλέτα των χρωμάτων της ύπαρξης μας σε ένα βλέμμα 
και αυτό που μένει από το συναρπαστικό ταξίδι της ζωής 
είναι αυτή η υγρή συνουσία των βλεμμάτων 
που προσδίδει αισθαντική μαγεία στο άνυδρο τοπίο 
της ανθρώπινης μας μοναξιάς












Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ ( 1 Σεπτεμβρίου 1875 – 19 Μαρτίου 1950)

Ο Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ (Edgar Rice Burroughs, 1 Σεπτεμβρίου 1875 – 19 Μαρτίου 1950) ήταν Αμερικανός συγγραφέας που έμεινε στην ιστορία ως ο δημιουργός του θρυλικού Ταρζάν, του επονομαζόμενου και «άρχοντα της ζούγκλας», αλλά και του ηρωικού διαπλανητικού μαχητή Τζον Κάρτερ, φημισμένου για τα κατορθώματά του σε μια εναλλακτική, κατοικήσιμη εκδοχή του πλανήτη Άρη. Εντούτοις, η δουλειά του εξαπλώθηκε και σε πολλά ακόμη, διαφορετικά μεταξύ τους είδη.

Ο Μπάροουζ γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1875 στο Σικάγο και για αρκετά χρόνια έζησε στο γειτονικό προάστιο του Όουκ Παρκ. Ήταν ο 4ος από τους έξι γιους του Ταγματάρχη Τζορτζ Τάιλερ Μπάροους (1833-1913), επιχειρηματία και βετεράνου του Αμερικανικού Εμφυλίου, και της Μαίρη Έβαλιν Μπάροουζ (1840-1920). Το «Ράις» στο όνομά του προέρχεται από τη γιαγιά του, από τη πλευρά του πατέρα του, Μαίρη Ράις Μπάροουζ (1802-1870). Μαθήτευσε σε διάφορα καλά σχολεία του Σικάγο, αλλά όταν το 1891 ξέσπασε στην περιοχή επιδημία γρίπης, οι γονείς του τον έστειλαν για 6 μήνες στο ράντσο του αδελφού του, στο Raft River του Άινταχο. Στη συνέχεια φοίτησε αρχικά στην Ακαδημία Φίλιπς στο Αντόβερ της Μασαχουσέτης και αργότερα στη Στρατιωτική Ακαδημία του Μίτσιγκαν. Αποφοίτησε το 1895, αλλά η αποτυχία του στις εισαγωγικές εξετάσεις για τη Στρατιωτική Ακαδημία των ΗΠΑ στο Γουέστ Πόιντ τον οδήγησε στο να καταταγεί στην 7η Ίλη Ιππικού των ΗΠΑ στο Φορτ Γκραντ της Αριζόνα. Όταν όμως το 1897 διαγνώστηκε ότι πάσχει από κάποια καρδιολογική πάθηση, αποστρατεύτηκε λόγω ακαταλληλότητας. Την αποδέσμευσή του από τον στρατό ακολούθησε μια σειρά από δουλειές ρουτίνας, ενώ το 1899, μετά από μια σύντομη περίοδο περιπλανήσεων και απασχολήσεων σε διάφορα ράντσα του Άινταχο, ο Μπάροουζ έπιασε δουλειά στην εταιρεία του πατέρα του. Την 1η Ιανουαρίου του 1900 παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη, Έμα Σεντένια Χάλμπερτ, και μαζί της απέκτησε 3 παιδιά: την Τζόαν Μπάροουζ (μετέπειτα σύζυγο του ηθοποιού Τζέιμς Πιρς) (1908-1972), τον Χάλμπερτ Μπάροουζ (1909-1991) και τον Τζον Κόλμαν Μπάροουζ (1913-1979). Το 1904 έφυγε από την εταιρεία του πατέρα του και επέστρεψε στο Άινταχο όπου έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, ώσπου κάποια στιγμή επέστρεψε στο Σικάγο.

Το 1911 έπιασε δουλειά ως προμηθευτής συσκευών για το ξύσιμο των μολυβιών, ενώ παράλληλα άρχισε να γράφει τις δικές του ιστορίες φαντασίας. Ήδη είχε αποκτήσει 2 παιδιά με τη σύζυγό του Έμα, την Τζόαν και τον Χάλμπερτ, ενώ ο αρκετός ελεύθερος χρόνος του, του επέτρεπε να ξεφυλλίζει διάφορα περιοδικά pulp λογοτεχνίας. Φίλοι του τον θυμούνται να δηλώνει εκείνη την περίοδο:

«…αν υπάρχει κόσμος που βγάζει λεφτά γράφοντας τέτοιες σαχλαμάρες, όπως εκείνες που διαβάζω στα περιοδικά, ίσως θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ και μάλιστα ακόμη καλύτερα. Και, παρόλο που δεν έχω ξαναγράψει ποτέ μου τίποτα απολύτως, είμαι βέβαιος πως μπορώ να σκαρώσω τις δικές μου ιστορίες, οι οποίες μάλιστα θα είναι και πολύ πιο διασκεδαστικές από οτιδήποτε μπορεί να συναντήσω εκεί μέσα.»

Στοχεύοντας στο κοινό αυτών ακριβώς των εντύπων, ο Μπάροουζ έγραψε την πρώτη του νουβέλα Dejah Thoris, Martian Princess, η οποία και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό All-Story Magazine το 1912, υπό τον γενικό τίτλο Under the Moons of Mars. Γι’ αυτή του τη δουλειά, ο Μπάροουζ αμείφθηκε με το ποσό των $400. Σύντομα αποφάσισε να ασχοληθεί με το γράψιμο για βιοποριστικούς λόγους και με το που ολοκληρώθηκε η δημοσίευση του Under the Moon of Mars, είχε ήδη έτοιμα δύο ακόμη μυθιστορήματα, το ένα εκ των οποίων με τίτλο Tarzan of the Apes, ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες από τον Οκτώβριο του 1912, επίσης στο All-Story Magazine, και έμελλε να αποτελέσει τη μεγαλύτερη συγγραφική επιτυχία της καριέρας του. Το 1913, ο Μπάροουζ και η Έμα απέκτησαν το τρίτο και τελευταίο τους παιδί, τον Τζον Κόλμαν.

Ο Μπάροουζ έγραψε αρκετές ακόμη δημοφιλείς ιστορίες φαντασίας, επιστημονικής και μη, γύρω από περιπέτειες γήινων ταξιδιωτών σε μακρινούς πλανήτες (κυρίως στον Μπάρσουμ, όπως του άρεσε να αποκαλεί τον Άρη, και τον Άμτορ, όπως είχε «βαφτίσει» την Αφροδίτη), χαμένες νήσους και εξερευνήσεις στο εσωτερικό της «κούφιας γης», που αποτελούσε τη θεματολογία της σειράς διηγημάτων του με γενικό τίτλο Pellucidar. Επίσης, έγραψε και κάμποσα γουέστερν και ρομάντζα εποχής. Πέρα από το All-Story Magazine, αρκετές ιστορίες του δημοσιεύτηκαν και στο περιοδικό The Argosy Magazine. Ο Ταρζάν έκανε μεγάλη αίσθηση όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο αναγνωστικό κοινό της εποχής και ο Μπάροουζ έκανε σχέδια να επεκταθεί και στο χώρο των comic strips, του merchandising, του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου, στοχεύοντας να κερδίσει όσο μπορούσε περισσότερα από το σουξέ του ήρωά του. Και, παρά το γεγονός ότι διάφοροι «ειδικοί» έσπευσαν να τον συμβουλέψουν να μην το κάνει, καθώς το μόνο που κατά την άποψή τους θα κατάφερνε, θα ήταν να προκαλέσει φαινόμενα ανταγωνισμού ανάμεσα στα διαφορετικά προϊόντα, ο Μπάροουζ προχώρησε ακάθεκτος και δικαιώθηκε – το κοινό έκανε «σαν τρελό» για οτιδήποτε είχε σχέση με τον Ταρζάν, ακόμη κι αν επρόκειτο για ένα απλό σκίτσο του. Μέχρι τις ημέρες μας, ο Ταρζάν παραμένει ένας από τους πλέον επιτυχημένους χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας και αποτελεί γνήσιο σύμβολο της ποπ κουλτούρας.

Κάπου ανάμεσα στο 1915 και το 1919, ο Μπάροουζ απέκτησε ένα μεγάλο ράντσο στα βόρεια του Λος Άντζελες το οποίο και ονόμασε «Ταρζάνα», προς τιμήν του λαοφιλούς ήρωά του. Μάλιστα, οι κάτοικοι της κοινότητας που άνθισε στη γύρω περιοχή τα χρόνια που ακολούθησαν, αποφάσισαν να υιοθετήσουν την ονομασία του ράντσου, βαφτίζοντας την πολιτεία που ίδρυσαν το 1928 Ταρζάνα της Καλιφόρνια. Εκείνη την εποχή ιδρύθηκε και η κοινότητα Ταρζάν του Τέξας, την οποία εικάζεται πως οι κάτοικοί της ονόμασαν έτσι, εμπνευσμένοι από την πρώτη βουβή ταινία με ήρωα τον Ταρζάν (Tarzan of the Apes, 1918), στην οποία πρωταγωνιστούσε ο γνωστός Αμερικανός ηθοποιός Έλμο Λίνκολν. Το 1928 ο Μπάροουζ ιδρύει τη δική του εκδοτική εταιρεία, την Edgar Rice Burroughs, Inc., και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 τυπώνει ο ίδιος τα βιβλία του. Το 1934, χρονιά που ίδρυσε την κινηματογραφική του εταιρεία Buroughs Tarzan Pictures, χωρίζει από την Έμα και παντρεύεται την πρώην σύζυγο του φίλου του Άστον Ντίαρχολτ και πρώην ηθοποιό Φλόρενς Γκίλμπερτ Ντίαρχολτ, ενώ υιοθετεί και τα δύο παιδιά που είχαν αποκτήσει από το γάμο τους. Το 1942 παίρνει διαζύγιο και από τη Φλόρενς. Τον καιρό της αεροπορικής επίθεσης των Γιαπωνέζων στο Περλ Χάρμπορ, ο Μπάροουζ ζούσε στη Χαβάη και, παρά το γεγονός ότι ήταν 66 χρονών, κατάθεσε αίτηση για την εξασφάλιση άδειας πολεμικού ανταποκριτή, για λογαριασμό της εφημερίδας Los Angeles Times. Η άδεια του δόθηκε και έτσι ο Μπάροουζ έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία πολεμικός ανταποκριτής των Αμερικανών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στο Εντσίνο της Καλιφόρνια, όπου στις 19 Μαρτίου του 1950 άφησε την τελευταία του πνοή, έχοντας στο μεταξύ τεθεί αντιμέτωπος με ποικίλα προβλήματα υγείας. Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής του καριέρας κατάφερε να κυκλοφορήσει 68 συνολικά μυθιστορήματα. Τιμώντας τη μνήμη του, οι συμπατριώτες του έδωσαν το όνομά του σε έναν από τους κρατήρες του πλανήτη Άρη.

Ο Μπάροουζ στην ποπ κουλτούρα

Στο video game Jurassic Park: Trespasser υπάρχει ένα άγαλμα του Ε. Ρ. Μπάροουζ, πιθανότατα ως παραπομπή στη νουβέλα του The Land that Time Forgot (Η Γη που Ξέχασε ο Χρόνος).
Ο Μπάροουζ μνημονεύεται στο πρώτο κεφάλαιο της κλασικής νουβέλας του 1960 To Kill a Mockinbird (Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια): «Η τυπική μας διασκέδαση είχε να κάνει με την φροντίδα του δεντρόσπιτού μας, το οποίο ήταν στημένο ανάμεσα σε δύο γιγαντιαία δίδυμα δέντρα στην πίσω αυλή του σπιτιού μας, με την πρόκληση μπόλικης φασαρίας και με το στήσιμο αυτοσχέδιων παραστάσεων, βασισμένων στα έργα του Όλιβερ Όπτικ, του Βίκτορ Άπλετον και του Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ».
Στη συλλογή διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας Rainbow Mars του Λάρι Νίβεν εμφανίζονται διάφορες φυλές Αρειανών, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μία που θυμίζει συνδυασμό των Κόκκινων Αρειανών από τα μυθιστορήματα του Μπάροουζ και εκείνων του Ρέι Μπράντμπερι, ενώ μια ακόμη φυλή είναι αναμφισβήτητα εμπνευσμένη από τους αιμοβόρους Πράσινους Αρειανούς του πρώτου.
Στη σειρά μυθιστορημάτων Mars Trilogy του Κιμ Στάνλεϊ Ρόμπινσον, η αρχική πρωτεύουσα του πλανήτη Άρη ονομάζεται Μπάροουζ, ως φόρος τιμής στον συγγραφέα.
Στο Tarzan and the Mysterious Visitor, το 29ο επεισόδιο της πρώτης σαιζόν της σειράς κινουμένων σχεδίων The Legend of Tarzan της Disney, ο Μπάροουζ παρουσιάζεται ως ένας φιλόδοξος συγγραφέας που ταξιδεύει στην Αφρική για να μάθει όσα μπορεί περισσότερα για τον Ταρζάν, με την ελπίδα να αντλήσει έμπνευση για το νέο του μυθιστόρημα. Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου ο συγγραφέας αναφέρεται απλώς ως «Εντ» και η πραγματική του ταυτότητα αποκαλύπτεται προς το φινάλε, όπου και διαβάζουμε το πλήρες όνομά του στο εξώφυλλο του βιβλίου του.
Στη νουβέλα του 1980 The Number of the Beast δια χειρός Ρόμπερτ Α. Χάινλαϊν, εμφανίζονται χαρακτήρες με ονόματα Ζεμπεντάια Τζον Κάρτερ, Τζέικομπ Μπάροουζ και Ντέγια Τόρις Μπάροουζ ως φόρος τιμής στον Ε. Ρ. Μπάροουζ. Επίσης, οι ήρωες της νουβέλας ταξιδεύουν σε διάφορα εναλλακτικά σύμπαντα όπως Barsoom, Oz και Wonderland. Αναφορά στον Barsoom υπάρχει και στο Glory Road του ιδίου συγγραφέα.
Στα τεύχη #16 και #17 του Excalibur της Marvel Comics, οι δημιουργοί του, Κρις Κλάρεμοντ και Άλαν Ντέιβις, αποτίνουν φόρο τιμής στον Τζον Κάρτερ. Επίσης, στην ιστορία «Braddock of the Jungle» του τεύχους #60 υπάρχει κι άλλη αναφορά στο έργο του Μπάροουζ.
Στη sci-fi νουβέλα The Alternate Martians (1965) του Α. Μπέρτραμ Τσάντλερ συναντάμε μια εναλλακτική εκδοχή του πλανήτη Άρη, στην οποία ζουν πλάσματα όπως η Deliah Thoris και ο Tars Tarkas, ενώ οι μοχθηροί Αρειανοί στο The War of the Worlds (Ο Πόλεμος των Κόσμων) του Χ. Τζ. Γουέλς θυμίζουν σε πολλά τους Πράσινους Αρειανούς του πλανήτη Μπάρσουμ.
Στο άλμπουμ Frank Frazetta’s Creatures που εκδόθηκε από την Frazetta Comics, ο Μπάροουζ εμφανίζεται ως μέλος μιας ομάδας ερευνητών του υπερφυσικού, με επικεφαλής τον 26ο πρόεδρο των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούσβελτ.
Σε μια σκηνή της ταινίας Rocky II, βλέπουμε τον Ρόκι (Σιλβέστερ Σταλόνε) να διαβάζει το The Deputy Sherrif of Comanche County του Μπάροουζ στη βρισκόμενη σε κώμα σύζυγό του.
Στην αμερικανική τηλεοπτική σειρά ER (Στην Εντατική), το πλήρες όνομα του χαρακτήρα που υποδύεται ο Νόα Γουάιλ είναι Τζον Κάρτερ, καθώς ο δημιουργός της σειράς, Μάικλ Κράιτον, είχε παραδεχτεί πως το έργο του Ε. Ρ. Μπάροουζ αποτελεί μία από τις βασικές επιρροές της καριέρας του.
Στο comic The League of Extraordinary Gentlemen του Άλαν Μουρ ο χαρακτήρας του Τζον Κάρτερ εμφανίζεται δις: στην ιστορία με τίτλο «Allan and the Sundered Veil» συνεργάζεται με τους Άλαν Κουόρτερμεϊν και Ράντολφ Κάρτερ, ενώ κάποια άλλη στιγμή τον βλέπουμε να ηγείται των Πράσινων Αρειανών του Μπάροουζ ενάντια στους Αρειανούς εισβολείς του Χ. Τζ. Γουέλςhttps://el.wikipedia.org/






Μπλεζ Σαντράρ ( 1 Σεπτεμβρίου 1887 - 21 Ιανουαρίου 1961) - Ελβετός συγγραφέας.


Ο Μπλεζ Σαντράρ (Blaise Cendrars, 1 Σεπτεμβρίου 1887 - 21 Ιανουαρίου 1961) ήταν Ελβετός συγγραφέας.
Γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1887 στο Σο Ντε Φον της Ελβετίας, ή στο Παρίσιστην οδό Σεν Ζακ όπως έγραψε ο ίδιος σε κάποιο του ποίημα. Σχεδόν αγνοημένος στην ίδια του την χώρα, ο Μπλεζ Σαντράρ στάθηκε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων, έζησε σαν πραγματικός ποιητής. Σαν ήρθε το γήρας, βρέθηκε καθηλωμένος και έγκλειστος με τη συνδρομή της αγαπημένης του συντρόφου. Το 1956 και το 1958 είχε δύο εγκεφαλικά επεισόδια που τον άφησαν σχεδόν παράλυτο. Μόλις λίγο καιρό πριν τον θάνατό του, ο ίδιος ο Αντρέ Μαλρό πήγε στο σπίτι του ποιητή, για να του απονείμει το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Ο Μπλεζ Σαντράρ πέθανε στο Παρίσι, στις 21 Ιανουαρίου του 1961 έχοντας αφήσει σημαντικότατες καταθέσεις στην Τράπεζα της Ποίησης.

Το έργο του

Αν ο Ρεμπό υπήρξε θεμελιωτής και στυλοβάτης του πνεύματος της νεότερης ποίησης, ο Σαντράρ πέρα από μέγας αναθεωρητής της ήταν και οικοδόμος της ανέγερσής της. Από μία πρώτη οπτική, θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για τον πιο υπέροχο, ολοκληρωμένο και τελευταίο συμβολιστή. Ο Μπλεζ Σαντράρ όμως υπήρξε, αναντίρρητα ο κορυφαίος πρωτεργάτης του Μοντερνισμού (με τους Λεζέρ, Πικάσο, Σατί, Απολινέρ, Κοκτό, και πολλούς άλλους ακόμη, και εκτός Γαλλίας, να ακολουθούν: Πάουντ, Έλιοτκτλ) πριν ακόμη διανοιχτούν κατά τον γνωστό τρόπο, οι ορίζοντες αυτού του «κινήματος». Ενσωμάτωσε στο έργο του τεχνικές που χρησιμοποιούνταν στις διαφημίσεις καθημερινών προϊόντων, στη δημοσιογραφία, δανείστηκε από τη γλώσσα και την ατμόσφαιρα των καμπαρέ, των cafés, της τζαζ.

Ο Μπλεζ Σαντράρ ήταν από τους πρώτους που έδωσαν έμφαση στον τρόπο αντιμετώπισης του ποιητικού αντικειμένου, παρά στο ίδιο το αντικείμενο. Και από τους ελάχιστους που επέφεραν τόσο σημαντικούς καρπούς, πιστεύοντας στις διαφοροποιήσεις της ροής του λόγου προς χάριν του αυθορμητισμού και της ανακάλυψης κατά την διάρκεια της δημιουργίας. Ήταν εκείνος εξάλλου που εισήγαγε την ποίηση των παράλληλων ή ταυτόχρονων συσχετισμών, όπου το ποίημα απηχεί τουλάχιστον δύο αντικρουόμενες δυνάμεις, των οποίων η σχέση συγκροτεί το νόημα του ποιήματος.

Είχε βαθιά συναίσθηση του γεγονότος πως η αυθεντική εμπειρία είχε ήδη ξεκινήσει να αντικαθίσταται από το κοινό θέαμα, πως τα πρότυπα καταργούνταν μα αντί κάποιας πρωτοτυπίας επικρατούσαν οι κόπιες, οι απομιμήσεις, τα αντίγραφα. Ο Σαντράρ, αν και γνώστης των ισχυρών φωνών του κοντινού και του μακρινού λογοτεχνικού παρελθόντος, έριξε "μαύρη πέτρα" πίσω του αναλαμβάνοντας ρίσκα, προχωρώντας σε εκ πρώτης όψεως χαώδη και ασυνάρτητα πεδία, τα οποία χαλιναγώγησε με σταθερό πνεύμα, ανθρωπιά και συνέπεια. Στόχος του δεν ήταν άλλος από την προσπάθεια επανϊεράρχησης του κόσμου. Ο Σαντράρ απομάκρυνε όλα τα σημάδια και τις φτηνές επιθυμίες που είχαν απομείνει από τις παιδικές αρρώστιες της ποίησης. Για τον ποιητή, η ζωή, το πλέγμα της εμπειρίας και της διάνοιας, δεν επηρέαζε απλώς την γραφή, αποτελούσε βάση και πηγή της αντικειμενικότητάς της.

«Ο Σαντράρ μού δίδαξε ότι πρέπει να ζεις την ποίηση, πριν ξεκινήσεις να γράφεις» είχε τονίσει ο Φιλίπ Σουπό. Νεωτερικός πρωταρχικά στη ζωή, ο Σαντράρ υπήρξε πιονέρος της ποιητικής πρωτοπορίας με ένα έργο που δύσκολα μπορεί, καθώς προείπαμε, να συγκριθεί.

Ο Χένρι Μίλερ για τον Μπλεζ Σαντράρ

«Ζωντανός ή νεκρός, στο μυαλό μου είναι μακράν πιο αξιόλογος για τη γενιά μου απ’ όσο θα είναι ποτέ ο Μπαλζάκ… Το θεωρώ ντροπή και κρίμα που κανένας Αμερικανός εκδότης δεν έχει δείξει το ελάχιστο ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον αναμφισβήτητο γίγαντα των γαλλικών γραμμάτων… Είναι ανεξάντλητος… Ανάμεσα στους εν ζωή δημιουργούς, είναι εκείνος που έχει ζήσει περισσότερο, που έχει τις σπουδαιότερες εμπειρίες. Δίπλα του ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, για παράδειγμα, μοιάζει σαν πρόσκοπος… Υπήρξαν φορές που διαβάζοντάς τον, άφηνα το βιβλίο (κι αυτό σπανίως μου συμβαίνει), για να σφίξω τα χέρια μου από χαρά ή από απελπισία. Ο Σαντράρ με έχει αφήσει κατάπληκτο. Όχι μία φορά, μα πολλές. Διαβάστε τον, σας λέω! Διαβάστε τον ακόμη κι αν χρειαστεί να μάθετε γαλλικά στα γεράματα. Διαβάστε τον πριν είναι πολύ αργά, γιατί είναι αμφίβολο αν η Γαλλία θα γεννήσει ποτέ ξανά έναν Σαντράρ».
— Χένρι Μίλερ, 1949

Βιβλιογραφία στα ελληνικά

Παρασπουδές στη γαλλική ποίηση [Εισαγωγή, μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς (Bibliotheque 2018) - περιέχονται εννέα ποιήματα του Μπλεζ Σαντράρ.
Σκότωσα [Εισαγωγή,μετάφραση, σημειώσεις: Γιάννης Λειβαδάς (Futura 2017)
Γιάννης Λειβαδάς: Μπλεζ Σαντράρ, ένα βιογραφικό σκαρίφημα (Κουκούτσι 2016)
23 ποιήματα και μία συνέντευξη [Eισαγωγή, επιμέλεια, σημειώσεις και μερική μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς (Κουκούτσι 2012)
Τέσσερα ποιήματα στην ανθολογία Καταραμένοι Γάλλοι Ποιητές (Ηριδανός 2010)
Παναμάς ή Οι Περιπέτειες Των Επτά Μου Θείων (Ύψιλον 2007)
Η Πρόζα Του Υπερσιβηρικού Και Της Μικρής Ιωάννας Της Γαλλίας (Άκρον 2003)
Αντιθέσεις (πλακέτα, Άκρον 2000)
Ρούμι (Καστανιώτης 1999)
Δύο πεζά κείμενα στο περιοδικό Μετάφραση (1995)
Μοραβαζίν (Opera 1993)
Περιπλανήσεις (Ροές 1991)
Ο Χρυσός (Ερατώ 1990)
Πάσχα στη Νέα Υόρκη (Υάκινθος 1987)
Επτά ποιήματα στα Φύλλα Γαλλικής Ποίησης (Σπηλιώτης 1981)
Εννέα ποιήματα στο πολυσυλλεκτικό έργο Ξένες Φωνές (Κέδρος 1979)
Εννέα ποιήματα στο 10ο τεύχος του περιοδικού Διαγώνιος (1975)
Παναμάς ή Οι Περιπέτειες Των Επτά Μου Θείων (Έρασμος 1975)
Ένα ποίημα στην Ανθολογία Γαλλικής Ποιητικής Πρόζας (Δίφρος 1967)
Η Πρόζα Του Υπερσιβηρικού Και Της Μικρής Ιωάννας Της Γαλλίας (ανάτυπο του περιοδικού Καινούρια Εποχή 1964) https://el.wikipedia.org/




ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


i.Ημερολόγιο

Χριστέ
Να λοιπόν που πέρασε χρόνος ολόκληρος χωρίς να Σε σκεφτώ
Από τότε που έγραψα το Πάσχα, το προτελευταίο μου ποιήμα
Η ζωή μου έχει αλλάξει
Αλλά εγώ μένω πάντα ο ίδιος
Μέχρι και ζωγράφος θέλησα να γίνω
Ορίστε, οι πίνακες που έκανα, είναι αυτοί που σήμερα το βράδυ κρέμονται στους
τοίχους
Μου δείχνουν περίεργες εικόνες στα μέσα μου που με κάνουνε
Να Σε σκεφτώ.

Χριστέ
Η ζωή
Είναι το μόνο που ’χω ψάξει να καταλάβω σε βάθος

Μου κάνουν κακό οι πίνακές μου
Είμαι πολύ παθιασμένος
Όλα είναι πορτοκαλιά.

Πέρασα μια θλιβερή μέρα να σκέφτομαι τους φίλους μου
Και να διαβάζω εφημερίδα
Χριστέ
Εσταυρωμένη η ζωή στη μεγάλη ανοιχτή εφημερίδα που κρατάω με χέρια απλωμένα
Κι ανοιχτά
Σε έκταση
Φωτοβολίδες
Αναβρασμός
Κραυγές.
Θα ’λεγε κανείς σαν αεροπλάνο που πέφτει.
Είμαι εγώ.

Πάθος
Φωτιά
Μυθιστόρημα σε συνέχειες
Εφημερίδα
Όσο κι αν δε θες να μιλάς για τον εαυτό σου
Πρέπει μερικές φορές να ουρλιάζεις

Είμαι ο άλλος
Πολύ ευαίσθητος.


Στις 5 γωνιές

Τόλμα να κάνεις θόρυβο
Όλα είναι χρώμα κίνηση έκρηξη φως
Η ζωή που λιώνει μες στο στόμα μου
ανθίζει στα παράθυρα του ήλιου
Είμαι λιώμα
Και πέφτω διάφανος στο δρόμο

Μιλάς, παλιόφιλε

Δεν ξέρω, ν’ ανοίξω τα μάτια;
Χρυσαφένιο στόμα
Η ποίηση υπό αμφισβήτηση

Νεκρές φύσεις

Πράσινο
Ο βαρύς βηματισμός των πυροβολητών περνά μέσα απ’τη γεωμετρία
Αφήνομαι
Σύντομα δε θα’μαι παρά χάλυβας
Χωρίς τον γνώμονα απ’το φως
Κίτρινο
Σάλπιγγα της νεωτερικότητας
Το αμερικάνικο ντοσιέ
Ξερό και
Φρέσκο
Όσο οι πρώτες εξοχές
Νορμανδία
Το τραπέζι του αρχιτέκτονα
Λιτά όμορφο
Μαύρο
Μ’ ένα μπουκάλι σινική μελάνη
Και μπλε πουκάμισα
Μπλε
Κόκκινο
Κι έπειτα ένα λίτρο, ένα λίτρο αισθησιασμού
Κι αυτή η υψηλή καινοτομία
Άσπρο
Φύλλα λευκού χαρτιού





ii.Αντιθέσεις

Τα παράθυρα της ποίησης μου είναι ορθάνοιχτα στα βουλεβάρτα
και τις βιτρίνες τους.
Λάμπουν
Του φωτός πολύτιμα πετράδια.
Άκου τα βιολιά της λιμουζίνας και τα ξυλόφωνα των λινοτυπικών.
Ο επιγραφοποιός σκουπίζεται με την πετσέτα του ουρανού.
Κάθε τι είναι χρώματος κηλίδες
Και τα καπέλα των γυναικών που περνούν είναι κομήτες στη φλόγα της εσπέρας
Ενότητα.
Δεν υπάρχει πια ενότητα.
Όλα τα ρολόγια δείχνουν τώρα μεσάνυχτα αφού τα γύρισαν πίσω δέκα λεπτά.
Δεν υπάρχει πια χρόνος.
Δεν υπάρχει πια χρήμα.
Στη βουλή σπαταλούν τα θαυμάσια στοιχεία των πρώτων υλών.
Στο μπαρ
Οι εργάτες με μπλε φόρμες εργασίας πίνουν κόκκινο κρασί
Κάθε Σάββατο το παιχνίδι με τα νούμερα
Παίζεις
Στοιχηματίζεις
Από καιρό σε καιρό περνάει ένας γκάνγκστερ με αυτοκίνητο
Ή ένα παιδί παίζει με την Αψίδα του Θριάμβου…
Συμβουλεύω τον κ. Χοίρο να στεγάσει τους αστέγους του στον πύργο του Άιφελ.
Σήμερα
Κάτω από νέα διοίκηση
Το Άγιο Πνεύμα πωλείται σε μικρές ποσότητες στα μικρομάγαζα.
Διαβάζω με αγαλλίαση τα ρολά των βαμβακερών υφασμάτων
Σειρές από κάλες κρίνα
Δεν είναι παρά οι ελαφρόπετρες της Σορβόννης που δεν άνθισαν ποτέ
Από την άλλη η επιγραφή του Σαμαριτέν οργώνει τον Σηκουάνα
Και στην πλευρά του Αγίου Σεβερίνου
ακούω
τα επίμονα καμπανάκια των τραμ.
Βρέχει ηλεκτρικούς λαμπτήρες
Μονρούζ Γκαρ ντε λε Μετρό Νορ-Συντ Σηκουάνας άνθρωποι στα λεωφορεία
Ένα τεράστιο φωτοστέφανο
Βάθος
στην οδό Μπουσύ διαλαλούν την L’ Intransigeant και την Paris-Sport
To αεροδρόμιο του ουρανού τώρα φλέγεται, ένας πίνακας του Τσιμαμπούε
Και μπροστά
Οι άνθρωποι είναι
Ψηλοί
Σκοτεινοί
Και καπνίζουν, φουγάρα εργοστασίων

Γραφή

Η γραφομηχανή μου χτυπάει ρυθμικά
Κουδουνίζει στο τέλος κάθε στίχου
Τα πλήκτρα τυπώνουν τα ρ τους
Μια στο τόσο γέρνω πίσω στην ψάθινη καρέκλα μου και βγάζω ένα μεγάλο
Πυκνό σύννεφο καπνού
Το τσιγάρο μου είναι πάντοτε αναμμένο
Ακούω τότε τον ήχο των κυμάτων
Το γάργαρο νερό πνιγμένο στους σωλήνες κάτω από το νιπτήρα
Σηκώνομαι και βουτώ το χέρι μου σε κρύο νερό
Ή βάζω λίγη κολόνια
Έχω σκεπάσει τον καθρέφτη της ντουλάπας για να μη βλέπω τον εαυτό μου να γράφει
Ο φεγγίτης είναι ένας ηλιακός δίσκος
Σαν σκέφτομαι
Δονείται όπως το δέρμα ενός τύμπανου και μιλάει δυνατά.

(Σημ. Το υλικό της παρουσίασης αποτελεί μέρος της, υπό έκδοση, ποιητικής συλλογής του Blaise Cendrars με εισαγωγή και μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά και της Ναυσικάς Αθανασίου.)




iii.Μπλεζ Σαντράρ, «Πάσχα στη Νέα Υόρκη»

Γράφει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος


Το 1912 πάντως, το Πάσχα, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη και έγραψε το πρώτο από τα τρία μεγάλα ποιήματά του. Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος τη γέννηση του ποιήματος σε συνέντευξή του που περιέχεται στον τόμο, Μπλεζ Σαντράρ, «23 ποιήματα και μία συνέντευξη» (μετάφραση της συνέντευξης Γιάννης Λειβαδάς, Εκδόσεις Κουκούτσι):


Το Πάσχα του 1912, λιμοκτονούσα στη Νέα Υόρκη για μήνες. Έβρισκα πού και πού καμιά δουλειά από ανάγκη, μα δεν κρατούσε πάνω από εβδομάδα, και όσο πιο νωρίς κατάφερνα να πληρωθώ τόσο πιο γρήγορα την παρατούσα, γεμάτος αδημονία να κλειστώ για διάβασμα στη μεγάλη δημόσια βιβλιοθήκη. Η φτώχεια μου ήταν απίστευτη και κάθε μέρα τα πράγματα γίνονταν χειρότερα: ήμουν αξύριστος, με τρύπιο πουκάμισο, σκισμένα παπούτσια, μακριά μαλλιά, παλτό λερωμένο και ξεβαμμένο χωρίς κουμπιά, χωρίς καπέλο και γραβάτα, γιατί μια μέρα τα πούλησα μια δεκάρα για ν’ αγοράσω λίγο από τον χειρότερο καπνό του κόσμου για μάσημα. Ο χρόνος κυλούσε. Ήρθε το Πάσχα. Ανήμερα την Κυριακή η βιβλιοθήκη ήταν κλειστή. Το απόγευμα πήγα στην εκκλησία των Πρεσβυτεριανών που έδιναν ένα ορατόριο, τη «Δημιουργία» του Χάιντν, όπως έγραφε το αχνογραμμένο σημείωμα που κρεμόταν σε μια καμάρα. Μέσα στον ναό υπήρχε διάσπαρτος κόσμος και στο βάθος μοντέρνα κορίτσια έπαιζαν παλαιά όργανα και τραγουδούσαν θεϊκά. Ένας άθλιος επίσκοπος όμως διέκοπτε κάθε πέντε λεπτά το ορατόριο για να δώσει, κι εγώ δεν ξέρω ποιο, σιχαμένο φαρισαϊκό κήρυγμα, και να κάνει εκκλήσεις στους καλοκάγαθους και στους πιστούς, και όταν το ορατόριο συνεχίστηκε, άλλος ένας κοάζων ιερέας, εξίσου πληκτικός με τον προηγούμενο, έφτασε στο στασίδι που καθόμουν, και προσπάθησε κάπως λαθραία να με παροτρύνει στην ιερή του πίστη, δείχνοντάς μου συνεχώς το πορτοφόλι μου στην προσπάθειά του να μου αποσπάσει καναδυό δολάρια για τα έξοδα, κουνώντας πιεστικά τον δερμάτινο δίσκο των εισπράξεων κάτω από τη μύτη μου. Δυστυχία μου! Έφυγα πριν το τέλος και γύρισα στο σπίτι στη Δυτική 67η οδό όπου έμενα, εντελώς αηδιασμένος και αποκαμωμένος. Πρέπει να ήταν δύο ή τρεις το πρωί. Ροκάνισα ένα κομμάτι ξερό ψωμί και ήπια ένα μεγάλο ποτήρι νερό. Ξάπλωσα. Αποκοιμήθηκα αμέσως. Ξύπνησα με μια έξαψη. Άρχισα να γράφω, να γράφω. Ύστερα έπεσα πάλι για ύπνο. Ξύπνησα ξανά με την ίδια έξαψη. Έγραψα ώς το ξημέρωμα και έπεσα μια κι έξω για ύπνο. Ξύπνησα στις πέντε το απόγευμα. Διάβασα το ποίημα. Είχα γράψει το «Πάσχα στη Νέα Υόρκη».


Πάσχα στη Νέα Υόρκη

Κύριε, είναι σήμερα η μέρα της γιορτής Σου·
Σ’ ένα βιβλίο παλιό τα θεία Σου πάθη διάβασα,

Την αγωνία, τα έργα Σου κι όλα τα θεία Σου λόγια,
Που κλαίνε στις σελίδες του μονότονα, γλυκά.

Για τη θανή Σου μου ’λεγε ένας καλόγερος παλιός
Την ιστορία Σου γράφοντας με γράμματα χρυσά

Σ’ ένα βιβλίο λειτουργικό που ’χε στα γόνατά του.
Κύριε, από Σένα εμπνέονταν κι ευλαβικά το δούλευε.

Κάτω απ’ τη σκέπη του βωμού ντυμένος στ’ άσπρα κάθονταν
Κι από Δευτέρα ώς Κυριακή μ’ αργό ρυθμό συνέχιζε.

Στου αναπαμού του το κατώφλι οι ώρες σταματούσανε
Κι αυτός αποξεχνιότανε, σκυμμένος στο πορτρέτο Σου.

Εσπερινός — στον πύργο ηχούσαν οι καμπάνες,
Μα ο μοναχός δεν ήξερε αν ήτανε η αγάπη του,

Ή αν ήτανε η αγάπη Σου, Κύριε, ή ο Θεός Πατέρας
Που χτύπαγε με δύναμη τις πόρτες της μονής.

Μοιάζω με τον καλόγερο απόψε, είμαι ανήσυχος.
Στο διπλανό δωμάτιο, πίσω απ’ την πόρτα αμίλητος

Προσμένει μες στη θλίψη του κάποιος να τον καλέσω:
Συ Κύριε, ο Θεός, εγώ — η Αιωνιότητα.

Δεν Σε είχα τότε, Κύριε, γνωρίσει — μα ούτε τώρα.
Και προσευχές δεν έκανα σαν ήμουνα παιδί.

Όμως απόψε η σκέψη Σου μ’ έχει γεμίσει τρόμο
Κι η ψυχή μου, μια χήρα που βαρυπενθεί στα πόδια του Σταυρού·

Χήρα η ψυχή μου μαυροφόρα — είν’ η Μητέρα Σου,
Ζωγραφισμένη απ’ τον Καριέρ, αδάκρυτη κι ανέλπιδη.

Ξέρω όλους τους Εσταυρωμένους όλων των μουσείων·
Εσύ όμως, Κύριε, περπατάς δίπλα, κοντά μου, απόψε.

Και κατεβαίνω σχεδόν τρέχοντας στην κάτω πόλη
Με κυρτωμένη πλάτη, καρδιά ρυτιδωμένη, μυαλό που καίει στον πυρετό.

Τ’ ολάνοιχτό Σου το πλευρό σαν ένας ήλιος θεόρατος
Και γύρω του τρεμάμενα τα χέρια Σου να βγάζουν σπίθες.

Τα τζάμια των σπιτιών γεμάτα αίμα
Και πίσω τους γυναίκες σαν αιμάτινα λουλούδια,

Παράξενα λουλούδια κι άσχημα και μαραμένα· είν’ ορχιδέες,
Σαν αναποδογυρισμένα δισκοπότηρα κάτω απ’ τις τρεις πληγές Σου.

Το αίμα Σου κι αν μαζέψανε, δεν το ήπιανε ποτέ·
Αυτές φορούν στους πισινούς δαντέλες και στα χείλη κοκκινάδι.

Όμως του Πάθους τα λουλούδια είναι λευκά σαν τα κεριά
Κι είναι τα πιο γλυκά μέσα στον κήπο της Παρθένου.

Λοιπόν την ώρα εκείνη, κατά τις εννιά,
Η κεφαλή Σου, Κύριε, έγειρε στην καρδιά Σου.

Κάθομαι τώρα εδώ στου ωκεανού την άκρη
Και μου ’ρχεται πάλι στον νου γερμανικός ψαλμός,

Που ανιστορεί με λόγια απλά, πάναγνα και γλυκά
Την ωραιότητα της θείας μαρτυρικής μορφής Σου.

Μέσα σε μια εκκλησία της Σιένας, σ’ ένα υπόγειο,
Στον τοίχο, κάτω απ’ το πανί, την ίδια είδα μορφή.

Και σ’ ένα του Μπουριέ-Βλαντισλάς ερημητήριο
Την ίδια ανάγλυφη χρυσή, μες στη λειψανοθήκη.

Κι είδα κάτι παράξενα καρφιά στη θέση των ματιών,
Που οι χωρικοί τ’ ασπάζονταν γονατιστοί — τα μάτια Σου.

Η ίδια μορφή στης Βερονίκης το μαντίλι είναι ζωγραφισμένη
Γι’ αυτό κι είναι η Αγία Σου, η Αγία Βερονίκη.

Αυτό λοιπόν, το πιο πολύτιμο απ’ τα λείψανα, γυρίζει τους αγρούς
Κι όλους, σε σώμα και ψυχή, τους άρρωστους γιατρεύει.

Τόσα κι άλλα η μορφή Σου χίλια κάνει θαύματα
Που όμως ούτ’ ένα τους ποτέ δεν είδα με τα μάτια μου.

Ίσως η πίστη, Κύριε, κι η καλοσύνη λείπει
Σε μένα για να δω ποτέ της Ομορφιάς τη λάμψη.

Κι όμως έκανα, Κύριε, ταξίδι επικίνδυνο
Για να δω την εικόνα Σου, σ’ ένα σμαράγδι χαραγμένη.

Κάνε να πέσει από το πρόσωπό μου, στα χέρια στηριγμένο,
Της αγωνίας η μάσκα που με πνίγει.

Και κάνε τα δυο χέρια μου, στο στόμα στηριγμένα,
Τους άγριους της απόγνωσης αφρούς να μη γευτούν.

Είμαι θλιμμένος κι άρρωστος. Ίσως να φταις Εσύ,
Ίσως να φταίει άλλος κανείς. Ίσως να φταις Εσύ.

Κύριε, Εσύ θυσιάστηκες για τους φτωχούς του κόσμου·
Νά τοι, σαν ζώα, όλοι μαζί, μες στα φτωχοκομεία.
.............................................................

Τώρα σκέφτομαι, Κύριε, της δυστυχίας τις ώρες…
Τώρα σκέφτομαι, Κύριε, τις ώρες μου που φύγαν…
Κύριε, δε Σε σκέφτομαι πια. Δε Σε σκέφτομαι πια.

[ Μετάφραση Γιάννης Βαρβέρης ].

Διαβάστε περισσότερα εδώ :http://amagi.gr/