Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Λιλίκα Νάκου (24 Φεβρουαρίου 1904-25 Μαΐου 1989)



Η Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα, κόρη του δικηγόρου Λουκά Νάκου και της αριστοκρατικής καταγωγής Ελένης Παπαδοπούλου. Ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής και διετέλεσε δυο φορές υπουργός με την παράταξη του Βενιζέλου. Η μητέρα της ήταν αδελφή της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Η Νάκου μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ. Όταν ήταν δώδεκα ετών οι γονείς της χώρισαν και η ίδια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έφυγε με τη μητέρα της για το Παρίσι. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Henry Barbusse (που σχετιζόταν με τον πατέρα της, ο οποίος την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι) και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδότες ως lectrisse. Στη Γαλλία γνωρίστηκε επίσης με τους Romain Rolland και Miguel de Unamuno. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και λόγω οικονομικών προβλημάτων εργάστηκε από το 1934 ως δασκάλα Ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας της. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ακρόπολις και το Έθνος (ανταποκρίτρια και στο εξωτερικό), καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κ.α. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έχασε τη μητέρα της από την πείνα, έπεσε σε οικονομική εξαθλίωση, σώθηκε από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό, ανέπτυξε δράση υπέρ των διωγμένων κομμουνιστών και εργάστηκε εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε ξανά την Ελβετία και ταξίδεψε στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου. Η υγεία της γνώρισε έντονα προβλήματα ήδη πριν τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της επισκεπτόταν συχνά την Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους. Πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε στο Παρίσι, δημοσιεύοντας διηγήματα και νουβέλες σε περιοδικά όπως τα Monde, Clarte, Nouvelles Litteraires. Το 1928 η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσίευσε μετάφραση της Φωτεινής της Νάκου από τα γαλλικά στην εφημερίδα Πρωία. Γνωστή στην Ελλάδα έγινε ωστόσο το 1932 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η Ξεπάρθενη, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη και μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης κ.α.), μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά της στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της γαλλικής και ρωσικής λογοτεχνίας (ιδιαίτερα θαύμαζε τους Ντοστογιέφσκι και Τολστόι). Η Λιλίκα Νάκου τοποθετείται στο χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή της στηρίζεται πάντα σε προσωπικά της βιώματα και κινείται στα πλαίσια του κοινωνικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού. Με την Ξεπάρθενη δημιούργησε αίσθηση ως νεοεμφανιζόμενη λογοτέχνιδα, καθώς υπήρξε μια από τις εισηγήτριες της επηρεασμένης από το φεμινιστικό κίνημα γραφής.


Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Πεζογραφία
• Η ξεπάρθενη. Αθήνα, 1932.
• Παραστρατημένοι· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Γκοβόστης, 1935.
• Η κόλαση των παιδιών. Αλεξάνδρεια, Γρίβας, 1944.
• Ναυσικά. Αθήνα, 1953.
• Η κυρία Ντορεμί. Αθήνα, Δίφρος, 1955.
• Τα ανθρώπινα πεπρωμένα· Μυθιστόρημα· Πρόλογος Raphael Weill του κολλεγίου της Γαλλίας. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, 1955 (και ανατύπωση με τίτλο Γη της Βοιωτίας από τις εκδόσεις Γαλαξίας, 1967).
• Για μια καινούρια ζωή. Αθήνα, Μαυρογιώργης, 1960.
• Οι οραματιστές της Ικαρίας. Αθήνα, Φέξης, 1963.
• Η ιστορία της παρθενίας της δεσποινίδας Τάδε. Αθήνα, Δωρικός, 1981.

ΙΙ. Μυθιστορηματικές βιογραφίες - Δοκίμια - Αναμνήσεις
• Η ζωή του Έδγαρ Πόε. Αθήνα, έκδοση του περ. Νέα Εστία, 1936 (και επανέκδοση με τίτλο Ποτέ πια από τον Πάπυρο το 1975).
• Οι παραγνωρισμένοι. Αθήνα, Δωρικός, 1978.
• Η ζωή του Σεμελβάις. Αθήνα, δωρικός, 1982.
• Ζαν Ζωρές. Αθήνα, Δωρικός, 1985.
• Προσωπικότητες που γνώρισα. Αθήνα, Alvin Redman Hellas, 1965.
• Το χρονικό μιας δημοσιογράφου. Αθήνα, Δωρικός, 1979.
• Μόσχω Τζαβέλλα· Ιστορική αφήγηση· Φιλολογική επιμέλεια, πρόλογος και επίμετρο Κ.Α.Δημάδης. Αθήνα, Καστανιώτης, 199;
http://www.ekebi.gr/



Η κυρία Ντορεμί

Η υπόθεση διαδραματίζεται προπολεμικά, πιθανότατα κατά τη δεκαετία του 1930. Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η εικοσιτριάχρονη Κατερίνα Μακρή, η οποία και αφηγείται την ιστορία της. Η ηρωίδα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι, στις αρχές του 20ού αιώνα από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας της, Πέτρος Μακρής, ήταν χρηματιστής στη γαλλική πρωτεύουσα. Θεωρείτο εξέχον μέλος της ελληνικής κοινότητας εκεί, και όσο ζούσε, εξασφάλιζε στη σύζυγο και στην κόρη του μιαν άνετη ζωή. Ωστόσο, ο ίδιος περιγράφεται από την ηρωίδα ως σπάταλος και γυναικάς. Η οικογένεια ζούσε σε μία από τις αριστοκρατικότερες γειτονιές του Παρισιού, και είχε άριστες σχέσεις με τα σημαντικότερα μέλη της ελληνικής κοινότητας εκεί. Η κόρη της οικογένειας, Κατερίνα, είχε μιαν αγαπημένη Γαλλίδα δασκάλα, τη δεσποινίδα Πωλίν, η οποία συνόδευε τη μαθήτριά της οπουδήποτε και αν πήγαινε, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα της Κατερίνας. Η Κατερίνα, στα χρόνια που έζησε στο Παρίσι, έλαβε αξιόλογη μόρφωση, και απέκτησε δίπλωμα στη γαλλική γλώσσα και στο πιάνο.
Ωστόσο, η άνετη και ανέμελη ζωή της Κατερίνας ανατράπηκε, όταν πέθανε ο πατέρας της. Τότε συνειδητοποίησαν, μαζί με τη μητέρα της, ότι ήταν πάμπτωχες, διότι ο θανών δεν τους είχε αφήσει καθόλου χρήματα ούτε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Για το λόγο αυτό, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, όπου η μητέρα της Κατερίνας είχε συγγενείς με σπουδαία κοινωνική θέση. Όμως αυτοί τις υποδέχτηκαν ψυχρά. Η Κατερίνα δεν είχε δουλέψει ποτέ της στη Γαλλία, αλλά τώρα, θέλοντας να μην είναι βάρος σε κανέναν, τής γεννήθηκε η ιδέα να εργαστεί στην εκπαίδευση, χρησιμοποιώντας ως προσόντα της τα διπλώματα που ήδη είχε. Για να πετύχει αυτό το σκοπό της, κάποιοι συγγενείς της μεσολάβησαν στο αρμόδιο Υπουργείο, και τελικά πέτυχε να διοριστεί ως καθηγήτρια γαλλικών και μουσικής. Η απογοήτευση όμως της ίδιας και της μητέρας της ήταν μεγάλη, όταν έμαθαν ότι θα διοριζόταν στο Ρέθυμνο. Ωστόσο, η Κατερίνα αποφάσισε να πάει στο Ρέθυμνο, ενώ η μητέρα της θα παρέμενε στην Αθήνα.
Όταν έφτασε στο Ρέθυμνο, την υποδέχτηκε και τη βοήθησε ένας Κρητικός, ο Ηρακλής, εκ μέρους του διευθυντή του Γυμνασίου αρρένων. Ο Ηρακλής ήδη τής είχε βρει ένα δωμάτιο για να νοικιάσει, λίγο έξω από την πόλη του Ρεθύμνου. Το δωμάτιο ήταν σε σχετικά κακή κατάσταση, άλλα ο Ηρακλής τής εξήγησε ότι δεν μπόρεσε να της βρει καλύτερο δωμάτιο, διότι η ίδια ήδη είχε κακή φήμη στο Ρέθυμνο και κανένας ντόπιος δεν ήθελε να της νοικιάσει δωμάτιο. Ο λόγος για την κακή φήμη της ήταν τα ψέματα που ήδη είχε διαδώσει για αυτήν, χωρίς καν να τη γνωρίζει, ο "Μουσιού Μεσακόλε", ο οποίος πιθανότατα πρέπει να ήταν ο εμφανιζόμενος αργότερα Ρεθυμνιώτης συκοφάντης, ο κ. Καρδερινάκης.
Η Κατερίνα αναγκαστικά νοίκιασε το εν λόγω δωμάτιο, το οποίο ανήκε στην κυρία Μαρίκα, μία Μικρασιάτισσα πρόσφυγα, η οποία ήταν μοδίστρα, και η οποία είχε ως μαθητευόμενες εργάτριες αρκετές κοπέλες της περιοχής του Ρεθύμνου. Την ίδια μέρα, η Κατερίνα γνώρισε και τον διευθυντή του Γυμνασίου αρρένων, τον κύριο Ρώμα, έναν ευγενικό άνθρωπο, ο οποίος τη στήριξε σε όλη τη διάρκεια της διαμονής της στην Κρήτη. Ο κ. Ρώμας καταγόμενος από τη Ζάκυνθο, είχε γνωρίσει τον πατέρα της Κατερίνας, όταν ο τελευταίος ήταν νομάρχης στη Ζάκυνθο, πριν αποφασίσει να τα αφήσει όλα και να μετοικίσει στο Παρίσι. Ο Ρώμας ενημέρωσε την Κατερίνα για το δύσκολο έργο που η ίδια θα είχε να επιτελέσει, διότι κάθε τάξη της είχε 100-150 μαθητές. Μάλιστα, η δυσκολότερη τάξη ήταν ή έκτη, η οποία είχε μαθητές προχωρημένης ηλικίας, 20-25 ετών.
Στην πορεία της διαμονής της και της εργασίας της στο Ρέθυμνο, η Κατερίνα συνειδητοποίησε ότι πράγματι ήταν δύσκολο να διδάσκει σε τόσο μεγάλες τάξεις, και ιδιαίτερα στην έκτη, οι μαθητές της οποίας ουσιαστικά δεν την άφηναν να κάνει μάθημα με τη φασαρία τους. Μάλιστα, οι μαθητές της τής έβγαλαν και παρατσούκλι, φωνάζοντάς την "κυρία Ντορεμί".Η κατάσταση ωστόσο έφτασε σε πολύ επικίνδυνο σημείο, όταν μια μέρα δύο μαθητές μάλωσαν μέσα στην τάξη, και έβγαλαν τα όπλα και άρχισαν να πυροβολούν. Σε κάποιες δύσκολες στιγμές μέσα στην έκτη τάξη, η Κατερίνα παρατήρησε ότι ένας από τους μαθητές της έκτης, την υποστήριζε απέναντι στους συμμαθητές του. Στην πορεία τον γνώρισε καλύτερα. Επρόκειτο για τον εικοσιπεντάχρονο Λευτέρη, γιο ευκατάστατου εμπόρου του Ρεθύμνου.
Μια μέρα, η Κατερίνα δέχτηκε προσβολή από τον κ. Καρδερινάκη στην ταβέρνα όπου έτρωγε. Αλλά ο Λευτέρης, με κάποιους συμμαθητές του, ενεπλάκησαν σε άγριο καβγά με τον Καρδερινάκη και την παρέα του, προκειμένου να υπερασπίσουν τη δασκάλα τους, και ο Λευτέρης τραυματίστηκε. Ωστόσο πρόλαβε και την κάλεσε στο χωριό του, έξω από το Ρέθυμνο, στο σπίτι του αγαπημένου του παππού.
Η Κατερίνα μια Κυριακή επισκέφθηκε το χωριό του Λευτέρη συγκινήθηκε από την αγάπη και τη φιλοξενία του παππού και της γιαγιάς του, αλλά και όλου του χωριού. Μάλιστα, τότε γνώρισε και την Σάλλυ, μια Αγγλίδα ζωγράφο που ερχόταν και διέμενε περιοδικά εκεί, και η οποία γνώριζε αρκετά καλά τα ελληνικά. Η Σάλλυ έγινε καλή φίλη της Κατερίνας, και την υποστήριξε μέχρι την αποχώριση της τελευταίας από την Κρήτη.
Με το Λευτέρη η Κατερίνα συνδέθηκε αισθηματικά, και μάλιστα αρραβωνιάστηκαν κρυφά, χωρίς να το ξέρει η μητέρα της, η οποία είχε τη γνώμη ότι η Κατερίνα θα έπρεπε να παντρευτεί έναν άντρα της ανώτερης τάξης. Αλλά αργότερα η Κατερίνα και ο Λευτέρης συνειδητοποίησαν ότι ούτε ο πατέρας του Λευτέρη ήθελε αυτό τον γάμο. Η αιτία ήταν ο γνωστός, πια, κ. Καρδερινάκης, ο οποίος είχε πει τα χειρότερα ψέματα για την Κατερίνα στον πατέρα του Λευτέρη. Μάλιστα, ο πατέρας του Λευτέρη, αντιδρώντας, επιχείρησε να φέρει το γιο του προ τετελεσμένου γεγονότος, αρραβωνιάζοντάς τον με την κόρη ενός φίλου του εμπόρου. Ωστόσο, ο Λευτέρης αρνήθηκε κατηγορηματικά να αρραβωνιαστεί την άλλη κοπέλα, και ο πατέρας του τον καταράστηκε. Για το λόγο αυτό, ο Λευτέρης θα πήγαινε για λίγο καιρό να μείνει με τον παππού του στο χωριό του μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, αφήνοντας την Κατερίνα στο Ρέθυμνο.
Εν τω μεταξύ, οι ψεύτικες κακές φήμες για την Κατερίνα αυξάνονταν και διαδίδονταν στη μικρή και άκρως συντηρητική πόλη του Ρεθύμνου. Ωστόσο, το γεγονός που έστρεψε όλη την πόλη εναντίον της ήταν το ακόλουθο: στην Κατερίνα ανατέθηκε να διδάσκει και στο Γυμνάσιο θηλέων. Μια μέρα, ο διευθυντής του γυμνασίου αυτού τής ανέθεσε να πάρει τις κοπέλες εκδρομή. Η Κατερίνα αποφάσισε να τις πάρει σε ένα όμορφο λόφο, πάνω στον οποίο βρισκόταν ένα φρούριο, και ζούσαν κάποιες κακοντυμένες γυναίκες, που η Κατερίνα νόμιζε ότι ήταν φυλακισμένες. Όμως, στην πραγματικότητα, οι γυναίκες αυτές εργάζονταν στον οίκο ανοχής που βρισκόταν εκεί. Κανείς, ούτε οι μαθήτριές της δεν την ενημέρωσαν ότι πήγαιναν εκδρομή σε ένα άκρως κακόφημο μέρος. Όταν επέστρεψαν από την εκδρομή, ευθύς την κάλεσαν οι δύο γυμνασιάρχες. Ο κ. Ρώμας προσπάθησε να την υπερασπιστεί, αλλά ο διευθυντής του Γυμνασίου θηλέων ήταν έξω φρενών. Τελικά, ο κ. Ρώμας, συμβούλεψε την Κατερίνα να μεταβεί αμέσως το επόμενο πρωί στα Χανιά, προκειμένου να ενημερώσει η ίδια τον Επιθεωρητή εκπαίδευσης, και να του εξηγήσει τι έγινε, πριν προλάβουν οι Ρεθυμνιώτες να την κατηγορήσουν πρώτοι, και πριν προλάβουν να της κάνουν, ενδεχομένως, κάποιο κακό.
Η Κατερίνα πράγματι, αφού έστειλε γράμμα στη φίλη της Σάλλυ και στο Λευτέρη, ο οποίος ήταν στο χωριό του παππού του, έσπευσε στα Χανιά. Εκεί ενημέρωσε τον Επιθεωρητή, ο οποίος επίσης γνώριζε τον πατέρα της Κατερίνας. Ο Επιθεωρητής επίσης πήρε το μέρος της, και της φέρθηκε ευγενικά και φιλόξενα. Ωστόσο, τελικά, βλέποντας το μένος των Ρεθυμνιωτών, την συμβούλεψε να μην ξαναγυρίσει για κάποιο διάστημα στο Ρέθυμνο, αλλά να πάρει άδεια για λόγους υγείας, και να πάει στη μητέρα της στην Αθήνα. Εκεί, σύμφωνα με τη συμβουλή του, η Κατερίνα θα μπορούσε να προσπαθήσει να πάρει μετάθεση. Η Κατερίνα αναγκαστικά συμφώνησε, και ετοιμάστηκε για να αναχωρήσει. Πριν αναχωρήσει, την επισκέφτηκε η φίλη της Σάλλυ, και αργότερα ο Ηρακλής. Λίγο πριν αναχωρήσει το πλοίο της, ήλθαν να την αποχαιρετήσουν και λίγοι μαθητές της της πρώτης Γυμνασίου, οι οποίοι την αγαπούσαν ιδιαίτερα.
Το βιβλίο τελειώνει με την αναχώρηση της Κατερίνας από την Κρήτη. Η ίδια, όσο ήταν στο Ρέθυμνο, είχε προτείνει στο Λευτέρη να πάνε στην Αθήνα, όπου θα μπορούσαν να παντρευτούν εκεί και να ζήσουν μαζί με τη μητέρα της. Και όσο σπούδαζε ο Λευτέρης, θα εργαζόταν η ίδια για να ζήσουν. Ωστόσο, στη διάρκεια του μυθιστορήματος, η Κατερίνα ανέφερε ότι, μετά την αναχώρησή της από το νησί, η ίδια δεν επέστρεψε ποτέ, και ότι η σχέση της με το Λευτέρη τελείωσε με την αναχώρησή της  https://el.wikipedia.org/


Η κυρία Ντορεμί (αποσπάσματα)

ΕΝΑΣ ΜΗΝΑΣ κύλησε χωρίς μεγάλες στεναχώριες. Αν εδίδασκα μόνο Γαλλικά στο Γυμνάσιο, θα τα κατάφερνα, νομίζω, καλά. Ακόμα και οι μεγάλοι της Έκτης στην αρχή κάθονταν μαζί μου καλά. [...]
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα εάν μπορούν να ενδιαφερθούν για το μάθημα της Ωδικής παιδιά, σχεδόν άντρες πια, που το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους στρέφεται στα όπλα. Πώς να τους μάθεις τις νότες, το σολφέζ, χωρίς να σε πάρουν στην κοροϊδία; [...] Α, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Είχα χάσει τον ύπνο μου. Τα παιδιά της έκτης δεν ήθελαν να μάθουν τις νότες. Σχεδίαζα πάνω στον μαυροπίνακα το πεντάγραμμο, τους έδειχνα τις νότες, τις τραγουδούσα, τους μάθαινα το ντο-ρε-μι. Ήταν αδύνατο όμως να τα πούνε σωστά. Τα 'λεγαν «κουλουράκια».
— Ίντα μαθές είν' αυτό το στρόγγυλο στην τρίτη γραμμή; μου φώναζαν περιγελαστικά.
— Κι αυτό κάτω από τις γραμμές, που μοιάζει αβγό με άχυρο στη μέση, ίντα 'ναι;
— Το «ντο»! απαντούσα εγώ αυστηρά, ενώ ίδρωνα από αγωνία.
[...]
Στις αρχές πήγαινα κοντά στα παιδιά, έπαιρνα το δεξί τους χέρι και τους μάθαινα πώς να κρατάνε το χρόνο.
— Ένα! Δύο! Τρία! Τέσσερα! Ένα ολόκληρο, παιδιά, αξίζει τέσσερους χρόνους. Λοιπόν ας αρχίσουμε όλοι μαζί: Ντό-ο-ο-ρέ-ε-ε-μί-ι-ι... τρεις χρόνοι... Καταλάβατε τώρα;
Δεκάδες μάτια με κοίταζαν περιγελαστικά. Κι ο μαθητής που του κρατούσα το χέρι για να βαστά το χρόνο ήταν ένα παλικάρι ώς εκεί πάνω, ένα μέτρο κι ογδόντα. Κι αυτό το μικροσκοπικό γυναικάριο που ήμουν εγώ, που ίδρωνε και ξίδρωνε για να τους μάθει τις νότες, θα τους φαινότανε σίγουρα πολύ γελοίο.
-Ίντα κοπελιά μάς στείλανε για δασκάλα; Μια πιθαμή!... θα λέγανε και θα 'σκαζαν στα γέλια.
Και δώσ' του εμένα να τρέχει ο ίδρωτας. Μόλις έβγαινα απ' την τάξη, έπρεπε να πάω τρεχάλα στο δωμάτιό μου ν' αλλάξω πουκάμισο, γιατ' ήμουν μουσκίδι. Κέρδιζα δηλαδή το ψωμί μου όχι απλώς με τον ιδρώτα του προσώπου μου, όπως λέει το ρητό, αλλά με ποτάμι από ιδρώτα.
Οι πιο μεγάλοι της τάξης, που θα ήταν 24 ώς 25 χρονών, αυτοί κάθονταν στα τελευταία θρανία. Ξαπλώνονταν εκεί και διάβαζαν μαθηματικά ή ό,τι άλλο δείχνοντας ολοφάνερα την αδιαφορία, την προπέτειά τους σε μένα και στο μάθημα που δίδασκα. Αυτό με πλήγωνε περισσότερο απ' όλα. Τους έκαμα πολλές φορές παρατήρηση γι' αυτό και τους είπα να μην έρχονται στην τάξη.
— Ερχόμαστε μονάχα για να μη μας βάλεις απουσία, απάντησαν με αναίδεια. Αυτό μας έλειπε τώρα, να ξελαρυγγιαζόμαστε με τα κουλουράκια που γράφεις αυτού στο μαυροπίνακα...
Μια μέρα που έμπαινα στην τάξη, ένας απ' αυτούς τους μεγάλους, σηκώθηκε, μ' έδειξε στους άλλους με το δάχτυλο και φώναξε γελώντας:
— Να την! Έρχεται η κυρία Ντορεμί!...
Όλη η τάξη άρχισε τότε να κάνει καζούρα και να φωνάζει:
— Η κυρία Ντορεμί! Η κυρία Ντορεμί!...
[...]
— Ε, καλημέρα παιδιά, καλημέρα... Ωραίο όνομα μου χαρίσατε, τρεις όμορφους ήχους μουσικής... Τί καλύτερο απ' αυτό! Έτσι δε θα με ξεχάσετε εύκολα, όταν φύγω από την Κρήτη...
Τότε ένας νέος σηκώθηκε άξαφνα και με ρώτησε:
— Γιατί το λέτε, αυτό, δεσποινίς Μακρή; Δεν πρόκειται να μας φύγετε, πιστεύω.
— Αν εξακολουθήσετε να μου φέρνεστε έτσι, θα ζητήσω εξάπαντος από το Υπουργείο να με μεταθέσουν κάπου αλλού...
Τότε ο νέος γύρισε προς τους συμμαθητές του και τους φώναξε αγαναχτισμένος:
— Βλέπετε τί βλάκες που είστε; Θα την κάμετε τη γυναίκα να πάρει τα μάτια της και να φύγει από τον τόπο μας! Ντροπή μας! Αυτή φταίει αν το μάθημα της μουσικής θεωρίας δε σας ενδιαφέρει; Τέτοιο είναι το πρόγραμμα του Υπουργείου!... Τί θέλετε να κάμει αυτή; Ν' αλλάξει το πρόγραμμα; Μια φορά που είχαμε κι εμείς την τύχη να μας φέρουν καλή δασκάλα, της φερνόμαστε σαν άγριοι! Ναι, ντροπή μας!...
Είχε επιβολή αυτός ο νέος στους συμμαθητές του, καθώς φαίνεται, γιατί αμέσως σώπασαν οι άλλοι.
[πηγή: Λιλίκα Νάκου, Η κυρία Ντορεμί, Δωρικός, Αθήνα 1997, σ. 67-70]


Η κόλαση των παιδιών

Η κόλαση των παιδιών: ένα από τα συγκλονιστικότερα βιβλία της Κατοχής . Πρόκειται περί μιας σειράς διηγημάτων παρμένων από το δράμα των πειναλέων παιδιών της Κατοχής, τα οποία η συγγραφεύς είχε παρακολουθήσει ως εθελοντής αδελφή ενός νοσοκομείου της εποχής εκείνης. Η αφηγηματική απλότης της συγγραφέως καθιστά τα διηγήματα αυτά εξόχως συγκινητικά

Ο Τζοβάνι

Ιταλογερμανική κατοχή στην Αθήνα. Πείνα και δυστυχία. Ο μικρός Σπύρος τη μέρα ζητιανεύει και το βράδυ μαζί με άλλα παιδιά κοιμάται σε μια σπηλιά. Οι Γερμανοί έχουν συλλάβει τον πατέρα του και αγωνίζεται ολομόναχος να επιβιώσει. Στη σπηλιά θα γνωρίσει απρόσμενα έναν Ιταλό στρατιώτη και θα γίνουν φίλοι. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο Η κόλαση των παιδιών.


Ν α πώς πιάσαμε φιλίες με το Σπύρο. Περνούσε μια μέρα μπροστά από το σπίτι, αδύνατος και ωχρούλης καθώς ήταν. Με ένα μπερεδάκο στο κεφάλι και ένα τετράδιο στο χέρι. Του φώναξα:
«Τέτοια ώρα, στις δέκα το πρωί πάνε στο σχολείο τα καλά παιδιά; Τρέχα! Θα σε μαλώσει ο δάσκαλος!».
Τότε αντιλήφθηκα ότι το παιδί περπατούσε με κόπο. Το αγοράκι σταμάτησε και είπε:
«Ο δάσκαλος δε φωνάζει πια… Ξέρει ότι πεινάμε και κρυώνουμε… Τα θρανία όλο αδειάζουν… Ο δάσκαλος δε θυμώνει πια…».
Τότε ρώτησα το μικρό, όχι από αδιακρισία, αλλά από ενδιαφέρον, γιατί ήταν και γειτονόπουλό μας. Τον έβλεπα ταχτικά την ίδια ώρα να περνά από το σπίτι.
«Τι έφαγες το πρωί;», του κάνω.
«Τι να φάω; Φλούδια από λεμόνια! Ο πατέρας τρώει το ίδιο. Από τα λεμόνια θα σωθούμε, όσο βρίσκονται κι αυτά…».
«Και ο πατέρας σου πού δουλεύει;».
«Πού να δουλέψει; Έφτιαχνε πρώτα κλειδωνιές … Μα τώρα πια κάθεται …».
Και ο Σπύρος ξαναπήρε το δρόμο. Βάδιζε σα να ’χε χιονίστρες στα πόδια και τον πονούσαν.
Έτσι το λοιπόν πιάσαμε γνωριμία με το Σπύρο.
Πέρασε καιρός.
Θυμάμαι ήταν μια παραμονή του Χριστού. Μαύρα Χριστούγεννα. Έκανε ένα ξεροβόρι και χιόνιζε αραιά. Ο Σπύρος ήρθε και χτύπησε την πόρτα μας.
«Πώς σ’ άφησε ο πατέρας σου να τριγυρνάς με τέτοιο καιρό;», του είπα, ανοίγοντας την πόρτα.
Τότε πρόσεξα πως ήταν και ξυπόλητος.
«Τον πατέρα μου τον πιάσανε οι Γερμανοί… Η μητριά μου πούλησε τα πράγματα κι έφυγε, δεν έχουμε πια σπιτικό!».
«Και συ τι κάνεις; Πού βρίσκεσαι; Γιατί δεν ήρθες εδώ σε μένα;».
«Μπα, βρήκα μια παρέα παιδιά, εδώ κατά το Λυκαβηττό που μια φορά μέναμε… Την ημέρα διακονεύουμε, τη νύχτα κοιμόμαστε σε μια σπηλιά πάνω από τον Άη Σιδέρη… Καλά είναι κει… Μόνο κρύωσα… Βήχω, σα να ’χω πυρετό… Όλο διψώ… Κάτι καίει μέσα μου…».
Τον πήρα μέσα στο σπίτι, του έδωκα σταφίδες, το μόνο πράγμα που είχαμε. Ζεστάθηκε λιγάκι κοντά στη φουφού και, καθώς άπλωσε να ζεσταθούν τα παγωμένα χεράκια του, μου φάνηκε σαν ένα πουλάκι πεσμένο απ’ τη φωλιά του.
Του είπα να μείνει κοντά μας. Δεν ήθελε.
«Όχι!», μου κάνει. «Δεν αφήνω την παρέα! Τι θα πουν οι άλλοι; Μόνο που θα ’ρχουμαι να μου δίνεις νερό, γιατί όλο διψάω!».
Κι έφυγε.
Πέρασε πάλι κάμποσος καιρός από τότε.
Μια μέρα συναντώ το Σπύρο έξω. Φαινόταν πολύ καλύτερα από πρώτα. Δεν ήταν έτσι αδύνατος, ούτε τόσο ωχρούλης. Έμοιαζε μάλιστα και κεφάτος.
«Τώρα είμαι καλά!», μου λέει. «Έχω ένα φίλο που μ’ αγαπά και μου δίνει φαΐ…».
«Και ποιος είναι αυτός; Είναι της παρέας σου;».
«Τι λες! Ο φίλος μου είναι φαντάρος. Είναι Ιταλός και λέγεται Τζοβάνι!».
«Ιταλός;», κάνω εγώ με απορία.
«Μάλιστα, Ιταλός! Γιατί τάχα; Δε βρίσκουνται ανάμεσά τους και καλοί; Δεν μπορεί να ’ναι όλοι τους κακοί!», έκανε ο Σπύρος με την παιδιάτικη λογική του.
«Καλά. Και συ πού τον γνώρισες τον Ιταλό; Κάτσε να μου πεις».
Και το αγόρι άρχισε να λέει ολόκληρη την ιστορία:

«Να! Πάνω στο Λυκαβηττό, που κουρνιάζουμε τη νύχτα, ήρθαν εκεί κοντά στο φυλάκιο Ιταλοί και φυλάνε. Ένα βράδυ το λοιπόν, που ήμαστε καμπόσα παιδιά χωμένα μέσ’ αυτού, με το στομάχι αδειανό και τουρτουρίζαμε, ακούσαμε περπατησιές… Ζαρώσαμε το λοιπόν ο ένας κοντά στον άλλον και περιμέναμε. Σε λιγάκι ήρθαν δύο Ιταλοί και στάθηκαν μπροστά στη σπηλιά μας. Ένας από τους δύο άναψε ένα φακό και τον έριξε μέσα. Μας τύφλωσε τα μάτια με το φως. Ο διπλανός μου τόσο φοβήθηκε, που άρχισε να κλαίει. Εγώ δεν μπορούσα να βγάλω τσιμουδιά. Μόνο έτρεμα τόσο πολύ, που στάθηκε ο Ιταλός με το φακό και με κοίταζε και κάτι είπε στον άλλον. Ούτε μας χτύπησαν, ούτε μας διώξαν από κει. Φύγαν χωρίς να πούνε λέξη. Ακούγαμε τις περπατησιές τους να χάνουνται στο σκοτάδι. «Φτηνά τη γλιτώσαμε απόψε!», φώναξε ένας μεγάλος. «Δεν ξαναπατώ εγώ εδώ πέρα... Θα πάω αλλού να κουρνιάσω…». Το ίδιο είπαν και τ’ άλλα παιδιά… Μείναμε δυο - τρεις. Είχαμε συνηθίσει τούτην τη σπηλιά και είμαστε και της γειτονιάς. Καθήσαμε…
Το άλλο βράδυ πάμε στη σπηλιά και περιμέναμε ν’ ακούσουμε περπατησιές. Θα μας φέρνανε και πάλι ψωμί; Σε λιγάκι ακούμε τα βήματά τους. Δεν τους φοβόμαστε πια τόσο πολύ. Είχαμε ξεθαρρέψει. Ο Ιταλός στάθηκε μπροστά στη σπηλιά, άναψε το φακό και ήρθε κοντά μας. Έσκυψε πάνωθέ μας και με το ένα του χέρι μάς χάιδευε τα μαλλιά… Θυμήθηκα τον πατέρα μου, που καμιά φορά έκανε έτσι – κι άρχισα σιγά να κλαίω. Πόσον καιρό, σκέφτηκα, χέρι ανθρώπου είχε να μας χαϊδέψει, ψειριάρικα και βρόμικα καθώς είμαστε… Και δος του τα δάκρυα να τρέχουν… Ο Ιταλός κάτι μου έλεγε στη γλώσσα του, μα δεν καταλάβαινα. Άρχισε το λοιπόν τσάτρα - πάτρα τα ελληνικά. Έλεγε πως είχε κι αυτός παιδιά και γυναίκα στην Ιταλία. Μας έδειξε και μια φωτογραφία. Ήταν της κορούλας του. Τι όμορφη! Τη λέγανε Λουτσία. Την κοίταζε και τα μάτια του δακρύσανε. Την άλλη μέρα ξανάρθε, μας έφερε δυο φέτες ψωμί και λίγο τυρί…Ύστερα βγάζει από το λαιμό του και περνά στο δικό μου ένα αλυσιδάκι με μια Παναγίτσα… Να, δες τηνε τι όμορφη που είναι!… Και από τότε γενήκαμε πρώτοι φίλοι… Τώρα έρχεται κάθε βράδυ και κάτι μας φέρνει. Δε μας αφήνει δίχως ψωμί… Ένα βράδυ μας έφερε και παιχνίδια… Τον φωνάζουμε Τζοβάνι και αυτός χαίρεται. Τον αγαπάμε πολύ. Με τα κουτσοελληνικά του μας είπε πως δεν ήθελε σκοτωμούς, ούτε τον πόλεμο… Σου λέω, είναι καλός άνθρωπος ο Τζοβάνι…».
Αυτά μου διηγήθηκε ο Σπύρος κι έτσι ησύχασα για την τύχη του.
Πέρασε πάλι κάμποσος καιρός.
Η ρόδα γύρισε της τύχης κι έφερε γρουσουζιά στους Ιταλούς. Όσοι δεν ήταν φασίστες πήγαν με τους Συμμάχους. Οι Γερμανοί όμως τους μισούσαν.
Μια μέρα περνούσα από την οδό Πανεπιστημίου. Είδα ένα λόχο Ιταλών που ’χαν τα κακά τους χάλια. Οι άντρες ήταν κουρελιασμένοι, κατακίτρινοι, ξενηστικωμένοι. Οι Γερμανοί τους πηγαίναν με βρισιές. Ένας φαντάρος δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια του και ο λοχίας ο Γερμαναράς τον βάρεσε. Σφίχτηκε η καρδιά μου.
Εκεί δα λοιπόν που καθόμουν και χάζευα, κάνω έτσι και ποιον βλέπω; Το Σπύρο που βάδιζε κοντά στο φίλο του τον Τζοβάνι που κούτσαινε. Του κρατούσε το σάκο και τον βοηθούσε να περπατάει, μ’ όλες τις βρισιές που άκουγε απ’ το Γερμανό λοχία.
 http://digitalschool.minedu.gov.gr/


Το μάτι του Θεού
Μια παρέα από αλητόπαιδα κάθονταν για να ζεσταθούν πάνω σε μια σιδερένια γρίλλια του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Όλα τουρτούριζαν από το κρύο μέσα στην πόρτα που είχαν διαλέξει να κοιμηθούν ή στο εγκατελειμμένο υπόγειο, ενώ κάθονταν στη σιδερένια γρίλλια και μιλούσαν μεταξύ τους. Το καθένα είχε και το δικό του παρατσούκλι, όπως : Χαζομάτης, Παρδαλός, Μαύρος. Οι λέξεις που μεταχειρίζονταν ήταν εντελώς δικές τους, κάτι σαν μυστικά συνθήματα για να συννενοούνται. Πείραζαν τον κόσμο λέγοντας αισχρόλογα και κοροϊδευαν τις ‘γυναικούλες’, που κάθονταν και τους κοιτούσαν με λύπηση. Πολλές φορές έκλεβαν για να ζήσουν καταστρώνοντας σχέδια, όπως με τον φούρναρη. Ένα παιδί, που το παρατσούκλι του ήταν Δεσπότης, ξεχώριζε μέσα από τη μάζα. Δεν έμοιαζε περισσότερο από δώδεκα χρονών και είχε δύο μεγάλα φωτεινά μάτια. Ενώ σηκώθηκε να πει κάτι, σταμάτησε ξαφνικά, όταν είδε μια γυναίκα. Ήταν η κυρία Νάκου, η παλιά του δασκάλα. Μόλις αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον, τα άλλα παιδιά άρχισαν να ρωτούν με απορία ποιά είναι αυτή η γυναίκα. Τότε εκείνος τους αποκρίθηκε, ότι ήταν η παλιά του δασκάλα θέλοντας να δείξει υπερήφανα, ότι και αυτός κάποτε πήγαινε σχολείο. Εκείνα άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Τότε η κυρία Νάκου του πρότεινε να την ακολουθήσει και εκείνος δέχτηκε. Πήγαν σε ένα καφενείο και η γυναίκα άρχισε να του κάνει ερωτήσεις για την οικογένεια του θέλοντας να μάθει τι του είχε συμβεί και είχε καταλήξει στους δρόμους. Το παιδί της τα αφηγήθηκε όλα λέγοντας ότι η μητέρα του πέθανε. Μετά από λίγο ο Δεσπότης ρώτησε διστακτικά την παλιά του δασκάλα κάτι που τον βασάνιζε καιρό μέσα του :αν ο Θεός είναι ένα μεγάλο μάτι σαν αυτά που υπάρχουν πάνω απ’τα ιερά. Εκείνη απάντησε ότι ήταν πιθανό, όμως δεν καταλάβαινε το σκοπό μια τέτοιας ερώτησης. Ο Δεσπότης έμεινε σκεφτικός και με θάρρος είπε στην κα Νάκου, ότι εδώ και καιρό στο όνειρο του έβλεπε ένα μάτι να κλαίει και τώρα καταλαβαίνει πώς κλαίει ο Θεός βλέποντας τους ανθρώπους. Τώρα, πριν πλαγιάσει κάθε βράδυ, κάνει την προσευχή του λέγοντας : Μάτι του Θεού, λυπήσου μας και έπειτα κοιμάται ήσυχος. 

Ελενίτσα
Ένα πρωί που έκανε φοβερό κρύο, φέρανε στο νοσοκομείο ένα μικροκαμωμενο κοριτσάκι γύρω στα έξι, την Ελενίτσα, μαζί με τον αδελφό της. Τα κακόμοιρα βρέθηκαν στο δρόμο αγκαλιασμένα σε μια γωνιά για να ζεσταθούνε. Δυστυχώς, όμως, λόγω έλλειψης κρεβατιών ήταν αδύνατο να μείνουν και τα δύο παιδιά. Η προϊσταμένη νοσοκόμα πίστευε ότι θα έπρεπε να μείνει η Ελενίτσα, καθώς ήταν πολύ αδύναμη με πρόσωπο κάτασπρο σαν το πανί. Ήταν η κρίσιμη στιγμή που θα έπρεπε να αποφασιστεί ποιο από τα δύο παιδια θα παρέμενε, καθώς δεν γινόταν να φιλοξενηθούν και τα δύο. Τελικά αποφασίστηκε να μείνει το κοριτσάκι, ενώ ο αδελφός της, ο Ντίνος, παρέμεινε στο νοσοκομείο μέχρι να κοπάσει ο δυνατός βοριάς και σαν μεγαλύτερος απάντησε στο ερωτηματολόγιο της προϊσταμένης. Μόλις συνήλθε η μικρή, άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε στις νοσοκόμες . Ήταν πολύ χαριτωμένη και η προϊσταμένη την είχε ήδη αγαπήσει πολύ. Ήθελε το καλύτερο για εκείνη και προσπαθούσε να κάνει ό, τι ήταν δυνατό για να είναι ευτυχισμένη. Βέβαια η Ελενίτσα το μόνο που επιθυμούσε ήταν πατάτες τηγανιτές, οι οποίες όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν εκείνη την εποχή. Οι νοσοκόμες είχαν ταραχθεί, ο γιατρός έλεγε ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να βρεθούν πατατίτσες τηγανιτές ενώ η μικρή φώναζε συνέχεια ότι τις θέλει. Όταν το απόγευμα μπήκε η προϊσταμένη στο θάλαμο των παιδιών, βρήκε την Ελενίτσα να φωνάζει ακόμα ότι θέλει πατατίτσες. Το επόμενο πρωινό, καθώς ο γιατρός πέρασε από το δωμάτιο της μικρής, διαπίστωσε ότι ήταν πολύ άσχημα και παρακάλεσε τις νοσοκόμες να πραγματοποιήσουν την επιθυμία του παιδιού, ώστε να φύγει ευχαριστημένο. Αμέσως η προϊσταμένη έτρεξε στο απέναντι μέγαρο και ζήτησε από την οικοδέσποινα λίγες πατάτες για ένα παιδί που βρισκόταν σε μεγάλη ανάγκη. Εκείνη δέχτηκε με προθυμία και έτσι η προϊσταμένη επέστρεψε στο νοσοκομέιο με το πολυπόθητο λάφυρο. Μόλις είδαν τις πατάτες σηκώθηκαν όλοι επάνω και αφού τις ετοίμασαν μια νοσοκόμα τις πήγε στο δωμάτιο της Ελενίτσας. Αμέσως άστραψε το προσωπάκι της από χαρά λίγο πριν σβήσουν τα μάτια της. Όταν αργότερα δύο νοσοκόμες πλησίασαν στο κρεβατάκι του παιδιού, είδαν το χεράκι του πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά τις τηγανιτές πατάτες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου