Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Αλέξης Δαμιανός (21 Ιανουαρίου 1921 - 4 Μαΐου 2006)


Ο σπουδαίος Έλληνας κινηματογραφιστής Αλέξης Δαμιανός, γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1921 στην Αθήνα και έφυγε από τη ζωή, στις 4 Μαΐου του 2006. Με αφορμή το γεγονός αυτό, παρουσιάζουμε ένα θεματικό αφιέρωμα στο έργο του ποιητή, συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού. Από το φιλμ «Μέχρι το Πλοίο» του 1967, μέχρι τη θρυλική «Ευδοκία» του 1971. 
Διαβάστε επίσης: Η αληθινή ιστορία της κινηματογραφικής «Ευδοκίας».

«Το θέμα είναι πόσο αγαπάμε αυτό τον τόπο. Πάμε να του βρούμε την ταυτότητά του, όλοι. Ψάχνουμε μια ταυτότητα όλοι μας, άλλοι πιο πολύ άλλοι λιγότερο, άλλοι με περισσότερα ελαττώματα άλλοι με λιγότερα. Ανθρωπάκια του Θεού είμαστε όλοι. Τα επιτεύγματά μας δεν έχουν τόση σημασία. Σημασία έχει η μάχη του καθενός μας. Πήραμε την συνταγή την ξένη και προσπαθήσαμε να την εφαρμόσουμε εδώ. Και γίναμε γελοίοι. Και την γελοιότητα αυτή την κάναμε αποδεκτή. Από έναν λαό που τραγουδούσε τα δημοτικά τραγούδια, ένα λαό τόσο ερωτικό που πάλλεται, που τρέχει σαν το νεράκι. Όλες αυτές τις μνήμες για την καταγωγή πρέπει να τις ξυπνήσουμε. Η λήθη που υπάρχει δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Πρέπει να φτάσουμε στην Αλήθεια που σημαίνει μη Λήθη, το στερητικό Α και τη Λήθη. Να φτάσουμε στην ομολογία, στη ταπείνωση. Και ν’ αγαπάμε, όποιος δεν αγαπά εκείνος χάνει.» - Αλέξης Δαμιανός (Παρασκήνιο 1995)
 
 
Ο Αλέξης Δαμιανός, γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1921 στην Αθήνα. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ιδρυτής του «Πειραματικού Θεάτρου» και του Θεάτρου «Πορεία», όπου σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα.

Έχει σκηνοθετήσει τρεις μεγάλου μήκους ταινίες και έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών όπως στον «Κλέφτη» του Παντελή Βούλγαρη, στο «Σύντομο Διάλειμμα» του Ντίνου Κατσουρίδη, στον «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, και στον «Καιρό των Ελλήνων» του Λάκη Παπαστάθη. Οι ταινίες του απέσπασαν πολλά βραβεία και του χάρισαν διεθνή αναγνώριση. Πέθανε στις 4 Μαΐου του 2006.

Οι ταινίες του Αλέξη Δαμιανού, τρεις στο σύνολό τους, διασχίζουν σχεδόν σαράντα χρόνια και σφραγίζουν ανεξίτηλα την πορεία του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Το τρίπτυχο του έργου του ξεκινά το 1966 με το «Μέχρι το Πλοίο» και μαζί του ξετυλίγεται η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
 

Σταθμός στο 1971 και στην «Ευδοκία», μία από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Επόμενος σταθμός το 1995 και ο «Ηνίοχος», η πιο πολυαναμενόμενη κινηματογραφική επιστροφή που γνώρισε το ελληνικό σινεμά. Σκληρή ποίηση, κοινωνική διείσδυση, ιστορικός προβληματισμός με επίκεντρο πάντα τον άνθρωπο χαρακτηρίζει το μοναδικό έργο του Αλέξη Δαμιανού, ο οποίος έφυγε από τη ζωή, στις 4 Μαΐου του 2006

Οι τρεις ταινίες του σκηνοθέτη και σεναριογράφου, Αλέξη Δαμιανού:

«Μέχρι το Πλοίο» (1967)
 
 

Ταινία βασισμένη στο «Δαχτυλίδι» του Σπήλιου Πασαγιάννη, τη «Νανότα» του Γρηγόρη Ξενόπουλου και ένα δημοτικό τραγούδι. Πρόκειται για την κατάβαση ενός άντρα από το βουνό στον κάμπο κι από εκεί στο λιμάνι προκειμένου να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία. Ένα φιλμ σκληρής ποίησης - καταγραφή αρχέτυπων συμπεριφορών, ένας ύμνος σε πανάρχαιες δομές, μια ελεγεία με φόντο την ελληνική φύση και πρόσωπα ανθρώπων της υπαίθρου και του μόχθου.

Η ταινία κέρδισε παμψηφεί το πρώτο βραβείο ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ και εξασφάλισε διανομή στο Παρίσι. Οι Γάλλοι κριτικοί ενθουσιάστηκαν με το σπάνιο κινηματογραφικό διαμάντι από την Ελλάδα.
 
 

«Ευδοκία» (1971)
 

Έναν χρόνο μετά έρχεται η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Αλέξης Δαμιανός με τη σύζυγό του Άρτεμη και τα τρία παιδιά τους μετακομίζουν για έναν χρόνο στην Αγγλία. Το σενάριο με τίτλο εργασίας «Η Πόρνη και ο Στρατιώτης» μπαίνει στην τελική ευθεία. Παραγωγοί ο ίδιος με τη γυναίκα του, ωστόσο αποφάσισαν να βρουν έναν Άγγλο συμπαραγωγό ώστε να προστατεύσουν την ταινία από κάθε λογής επιπλοκές στην Ελλάδα.

Ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, αυθόρμητο, καθόλου χυδαίο, ερωτικό μέσα από την αθωότητα που εξέπεμπε, η Μαρία Βασιλείου, κυπριακής καταγωγής, από τις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου, επιλέχθηκε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ο λοχίας βρέθηκε σ' ένα γιαπί στον Πειραιά. Ένα αγόρι 21 χρόνων, ο Γιώργος Κουτούζης, ωραίος, ψηλός, αψεγάδιαστης αντρικής συμπεριφοράς, έσφυζε από νιάτα και δύναμη.


Η «Ευδοκία», όπως ήταν ο τελικός τίτλος της ταινίας, το όνομα της ηρωίδας αλλά και το όνομα της μάνας του Δαμιανού, γυρίστηκε στα αγγλικά. Στην ελληνική εκδοχή, η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά ντουμπλάρισε τον κεντρικό ρόλο, με βραχνή φωνή -κράμα χυδαιότητας και πίκρας - συμβάλλοντας καθοριστικά στην ερμηνεία της Βασιλείου.

Η μουσική του Μάνου Λοΐζου, βασισμένη σε βυζαντινά μοτίβα που έψαλε ο ίδιος ο Δαμιανός για να τον καθοδηγήσει, καθαγιάζει την ταινία:

Μερικές εικόνες που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη: το αυθαίρετο σπίτι στα Ανω Λιόσια λουσμένο στο φως (εκπληκτική η φωτογραφία του Χρήστου Μάγκου), με το μπανάλ εσωτερικό του, η ιεροτελεστική επίδειξη ασκήσεων με τη γυμνή διμοιρία κάτω από το λιοπύρι, το τραμπάλισμα με τη σχοινένια κούνια στην Πάρνηθα και το σπαραχτικό γέλιο της Ευδοκίας...
 



Αυτή η μοναδική ταινία, λιτή αλλά με την αρχιτεκτονική σύγχρονης τραγωδίας, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης του 1971 (12o Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, 1971) αλλά με εξαίρεση το Βραβείο Ά Γυναικείου Ρόλου (Μάρω Βασιλείου), δεν δέχτηκε καλές κριτικές, ενώ παράλληλα πέρασε από άπειρες επιτροπές λογοκρισίας, μέχρι να της δοθεί άδεια προβολής. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία του Αλέξη Δαμιανού δικαιώθηκε πλήρως το 1985, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.), την ανακήρυξε ως την σημαντικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.
 
 

«Ηνίοχος» (1995)
 
 
Ο Δαμιανός έκανε είκοσι χρόνια να επιστρέψει στον κινηματογράφο. Στα χρόνια που ακολούθησαν την «Ευδοκία», επέλεξε να αποτραβηχτεί στο χωριό Βασιλικά, στη Βόρεια Εύβοια. Αυτό για το οποίο αγωνιούσε πια ήταν να αφηγηθεί την τραγωδία τής σύγχρονης Ελλάδας. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια γυρισμάτων και την ολική οικονομική καταστροφή του, καθώς το επίσημο κράτος ήταν απόν και σ’ αυτό το εγχείρημα του σπουδαίου καλλιτέχνη.

Ο «Ηνίοχος» ολοκληρώθηκε το 1995, χάρη στη συνδρομή εκατοντάδων επαγγελματιών και ερασιτεχνών, «ένα κίνημα» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Μια ταινία αφάνταστου λυρισμού, ανυπέρβλητης αισθητικής, ένας αφηγηματικός λαβύρινθος σπάνιας κινηματογραφικής ομορφιάς.
 
 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://tvxs.gr/


Αλέξης Δαμιανός, η τελευταία του συνέντευξη

 Από https://www.vakxikon.gr/

                                           -Εμένα μ' αρέσει να το σκάνε τα πουλιά!


Θυμάται πολλά. Τα θυμάται όλα. Από τον Βεάκη και την Παπαδάκη ώς την «Ευδοκία» του ένας δρόμος κλειστός αλλά και, ξαφνικά, ορθάνοιχτος. Ο Αλέξης ο Δαμιανός σήμερα, γράφοντας ένα νέο σενάριο, στ' αρχαία χρόνια πάλι γυρίζει, Ελλάδα άλλη πάντα αυτός επιμένει να προτείνει, να κουβαλάει, να σώζει μέσα του. «Μέχρι το Πλοίο» κι ο ίδιος πέτρα που κατρακυλά, λουλούδι με τον ήλιο μόνο, χωρίς χώμα, χωρίς νερό ν' ανθίζει, η ζωή του πάντα, η σκέψη του. Μέχρι τον Καραγκιόζη, λέει, έφτασε κι αυτός για να πει ό,τι ήθελε να πει, μέχρι τις πιο επίσημες σκιές πίσω από τα πολλά φώτα. Γιατί η Ελλάδα είναι, ήτανε ανέκαθεν, και άρνηση, και καταστροφή, δοξολογία του Τίποτα. Κι όταν έχεις πράγματα πραγματικά να πεις δύσκολα να σε δεχτούνε, δύσκολα, πολύ δύσκολα να σ' αφήσουνε.

Εμένα πάντα μ' άρεσε να στεριώνω με τους ανθρώπους. Δεν ήθελα, δεν θέλω να τους αλλάζω τους ανθρώπους μου. Αλλά και μακριά να βρίσκονται κάποια στιγμή, χωρισμένοι να 'μαστε, πάλι αυτούς θέλω. Πάντα αυτούς, πάντα εσάς σκέφτομαι.

Είναι όμως κι ένα σωρό νέοι, νέα παιδιά, που σας πλησιάζουνε, οδηγημένοι από τον έρωτα για το έργο σας, δεν είναι;

Τα νέα παιδιά μ' αγαπούσανε και θα μ' αγαπάνε πάντα γιατί τα σέβομαι. Γιατί κι εγώ τ' αγαπούσα και τ' αγαπάω. Γιατί ποτέ δεν ένιωσα ικανός να τα κοροϊδέψω. Ποτέ. Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Θυμάμαι μόνο μια φορά που τους θύμωσα λίγο, με τον Πανουσόπουλο στο «Μέχρι το Πλοίο»...

Πιτσιρικά, φαντάζομαι, τότε...

Ναι. Που τραβούσε την ταινία και μου λέγανε όλο όρους γαλλικούς του σινεμά, επίτηδες λες, που εγώ να μην ξέρω. Κι αφού μου λέγανε, μου λέγανε, τους λέω κι εγώ: «Τι μου τα λέτε αυτά τώρα; Από 'δω ώς εδώ εγώ θέλω να πάρουμε κι από 'κει ώς εκεί»!

Να την πούμε κι αυτή την ιστορία της αρχής, αλλά εγώ αναφερόμουνα και στους σημερινούς νέους, στα πολύ νέα παιδιά: Γιατί, λοιπόν;

Γιατί; Ν' αρχίσω κι εγώ όπως όλοι οι βλάκες, «-Κοίταξε να δεις»; Ας πούμε γιατί δεν έχω, δεν είχα ποτέ προθέσεις αυθεντίας. Δεν καμάρωνα, και δεν καμαρώνω. Γιατί δεν είμαι ικανός να καμαρώνω, γι' αυτό. Επί τόπου εννοώ. Την ώρα της δουλειάς. Γιατί μετά είναι άλλη, τελείως, υπόθεση.

Μετά, επιτρέπεται το καμάρωμα!

Πάτε τώρα κι εσείς να με σώσετε. Αλλά εγώ πού να σωθώ, δεν σώζομαι! Όμως στα γυρίσματα τουλάχιστο νομίζω πως υπήρξα ταπεινός. Δεν θυμάστε στον «Ηνίοχο», που παίζατε κι εσείς; Δεν θέλετε να σας πω για τον Πανουσόπουλο στο «Μέχρι το Πλοίο», πάνω στην πέτρα με την οχιά από κάτω;

Ήταν τότε με τα γαλλικά που σας έλεγα. Που μου λέγανε. Κι είχε ανέβει ο Γιώργος πάνω σ' ένα βράχο με την κάμερα και υπολόγιζε, κι εγώ έβλεπα στα πόδια του την οχιά, κι έλεγα πως να του το πω να μην τρομάξει κιόλας. Και τους λέω: «Άμα είναι κάτι να μου προτείνετε, δεν έχετε παρά να μου πείτε το πώς και το γιατί. Το λόγο του κάθε πλάνου, δηλαδή». Ο ρυθμός και το γιατί μ' ενδιέφεραν πάντα. Και το γιατί πιο πολύ απ' όλα.


Κι η οχιά;

Και, τελειώνοντας, του λέω: «Τώρα, μην κουνηθείς καθόλου. Μείνε ακίνητος τελείως». Και στάθηκε ο Γιώργος, και πάω εγώ μ' ένα ξύλο μες στο δάσος που 'μασταν, κι αρχίζω να τη βαράω την οχιά στο κεφάλι, μέχρι να της το λιώσω. Θα τον είχε φάει, έτσι που ήτανε συνεπαρμένος από την καλλιτεχνία του. Κι είδα τότε στον Γιώργο, αυτό δεν το 'χω ξεχάσει ποτέ, πώς με κοίταξε: με την ευγένεια την πραγματική στα μάτια του.

Σας είχε τύχει και καλός, πολύ καλός, μεταξύ μας...

Μα τι λέτε, τώρα; Αν δεν ήταν αυτός... Δεν υπάρχει, δεν υπήρχε άλλος σαν τον Γιώργο. Το Μεγάλο Ταλέντο. Το πολύ Μεγάλο Ταλέντο, αναμφισβήτητα. Εδώ μόλις είχε παντρευτεί με τη γυναίκα του την Ελένη τότε, που πρωταγωνιστούσε και στην ταινία, και μου ’ρθε απάνω στον Παρνασσό χωρίς τη μηχανή. Κι έτρεχε μετά η δική μου η γυναίκα, η Άρτεμη, κάτω, να τη φέρει τη μηχανή, να συνεχίσουμε την ταινία!

Οι ταινίες σας άρα έχουνε αυτό το «γιατί» μέσα; Την ουσία της ουσίας;

Για ουσίες δεν ξέρω να σας πω. Αλλά, εκείνο που ξέρω είναι πως κοίταγα τους ανθρώπους πολύ. Πάρα πολύ. Βούταγα μέσα στους ανθρώπους κυριολεκτικά. Και φρόντιζα να τους κάνω έτσι ώστε ν' ανοίγουνε τις πόρτες τους. Τις πόρτες της ψυχής, της καρδιάς τους. Αυτό το 'χω πολύ. Από μικρός. Από πάντα.

Αυτό δεν είναι η ουσία της... ουσίας, τι είναι; Ποιοι άλλοι το 'χουνε, ο... Ρενουάρ κι εσείς ίσως;

Δεν ξέρω για σκηνοθέτες να σας πω. Για τον Χάρρυ Μπωρ, τον παλιό μεγάλο γάλλο ηθοποιό αν θέλετε να σας πω, σας λέω: ναι, αυτός το 'χε. Σ' όλα τα παλιά έργα που τον βλέπαμε. Αλλά κι αυτός ήρθε εδώ, είδε τον Βεάκη «Βασιλιά Ληρ», και, χωρίς να ξέρει λέξη ελληνικά, ένιωσε την ανάγκη να υποκλιθεί μπροστά του. Να γονατίσει. Μπροστά ήμουνα, σας το 'χω ξαναπεί νομίζω. Τον είδα, λόγω τιμής, να γονατίζει. Αυτοί τους ήξεραν τους ανθρώπους τέλεια, μέχρις εκεί που δεν παίρνει. Δεν μπορείτε καν να φανταστείτε πόσο καλά ξέρανε τους ανθρώπους αυτοί. Ο Χάρρυ Μπωρ κι ο δικός μας, ο Βεάκης. Εγώ πήγαινα και του 'κανα παρέα του Βεάκη. Αυτός κι αν ήτανε μεγάλη προσωπικότητα. Πού να βρεις πια τέτοιες προσωπικότητες, τέτοιους ανθρώπους;

Και ποιήματα έγραφε, δεν έγραφε ο Βεάκης; Δεν ήταν ηθοποιός με όλη την έννοια του όρου, άνθρωπος δηλαδή πνευματικός κι ενήμερος;

Βέβαια. Εγώ πέρασα τότε πολλές ώρες μαζί του, μεγάλος πια ήτανε, κι υπέφερε απ' τη μέση του. Μια φορά όμως, έτσι όπως ήτανε, άρχισε να μου διηγείται τους «Επτά επί Θήβας», και μια κίνησή του, ένα βλέμμα του, εγώ νόμιζα πως παιζότανε όλο το έργο μπροστά μου, μπροστά στα μάτια μου όλη, μα όλη η τραγωδία! Με λίγα, με το τίποτα μου τα 'δειχνε όλα μπροστά μου. Μέχρι που με πιάσανε τα κλάματα εμένα, τόσο πολύ συγκινήθηκα.

Ο λόγος πάει πρώτα απ' όλα, άρα; Εσείς είστε του θεάτρου κατ' αρχήν, άλλωστε.

Δεν είμαι, όχι. Δεν είμαι και τόσο του θεάτρου. Δεν λέω, τ' αγάπησα πάρα πολύ και το θέατρο, μια φορά κι έναν καιρό. Αλλά, να πάω τώρα, δύσκολα, δεν πάω. Φοβάμαι! Αλλά και τι να δει κανείς στο θέατρο άμα έχει προλάβει εκείνους τους παλιούς, τους τόσο μεγάλους;

Είχαμε, πάντως, και γυναίκες μεγάλες ηθοποιούς, τα χρόνια που λέτε.

Είχαμε; Είχαμε κάποιες θεατρίνες, αγαπημένες μιας άρχουσας τότε τάξης, που και δι’ απλής μόνο δηλώσεώς τους είχανε καθιερωθεί ως μεγάλες. Αυτά έκανε η ιθύνουσα τάξη της εποχής. Που κατέστρεψε έναν λαϊκό πολιτισμό τελείως, λαϊκό πολιτισμό από τους καλύτερους του κόσμου. Μόνο την Παπαδάκη την Ελένη εγώ παραδέχτηκα τότε για πολύ μεγάλη όντως αξία. Μόνον αυτή.

Με το τόσο δραματικό τέλος.

Ναι. Και τον δάσκαλό μου στη Σχολή πάντα θυμάμαι: τον Παπαγεωργίου. Που μου 'πε κι εκείνο το τρομερό κάποτε, «Τι θα γίνει πια μ' εσένα; Το ένα σου χέρι θα το 'χεις πάντα στις λάσπες και τ' άλλο στ' άστρα; Άνθρωπε του Νίτσε»! Γιατί είχα κοιμηθεί τη νύχτα στην Πάρνηθα, κι ήρθα με τα ρούχα λερωμένα και τα 'κρυψα κάτω απ' το κάθισμα, τι να κάνω; Και τα βρήκε εκείνος, και μ' άρχισε στο υβρεολόγιο.

Εσείς όμως καλά δεν κάνατε; Και ανθρώπινος δεν ήσασταν πάντα, και υπερβατικός μαζί;

Πολύ δύσκολο αυτό το πράγμα για μια ζωή ολόκληρη. Κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή ν' αγγίξεις της πορνείας τα όρια, δεν κινδυνεύεις; Τέλος πάντων. Να μην είμαστε και αφοριστικοί. Άλλη μία μεγάλη πραγματικά ηθοποιός που μ' άρεσε εμένα ήτανε κι η Σαπφώ η Αλκαίου. Μεγάλοι είναι οι ηθοποιοί εκείνοι που μπορούν όσο γίνεται πιο απλά να σου ανοίγουν συνέχεια πόρτες. Με δυο βήματα να σε παίρνουν μαζί τους σ' όλον τον κόσμο. Αλλά πρέπει κι εσύ να είσαι έτοιμος ν' ανοιχτείς, να γίνεις καλός δέκτης. Στο «Πορεία» τότε κάναμε πολύ καλές, εξαιρετικές νομίζω, παραστάσεις. Αλλά συχνά με τρεις θεατές. Με καλά, με πολύ καλά έργα.

Όπως;

Όπως το «Γεύση από Μέλι», κι άλλα. Και μια κωμωδία δική μου επίσης. Κωμωδία ωραία. Κι ανεβάζουμε και τα «Κόκκινα Φανάρια». Και, ακριβώς πριν ανοίξει η αυλαία, καθίσαμε με την Άρτεμη στις κουίντες από πίσω, κι είπαμε: «Αν τώρα πιάσει αυτό το έργο, καιρός είναι να το κλείσουμε αυτό το θέατρο»!

Ας ήτανε, όπως λέγεται, μια παράσταση άριστη, απ' όπου και το κινηματογραφικό έργο μετά;

Ας ήτανε. Με Χέλμη, Χρονοπούλου, και, και. Μιλάμε για μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού θεάτρου, μεγαλύτερη κι από το «Αγάπη μου Ουά-Ουά»! Δυο χρόνια, χειμώνα-καλοκαίρι, παιζότανε συνέχεια. Αλλά το βάρος των έργων που ήθελα εγώ δεν το 'χε. Εγώ αλλιώς ήθελα να το υπηρετώ και το θέατρο. Αν γινότανε, να, σαν τον Βεάκη και τον Μπωρ, που λέγαμε πιο πριν. Δεν ήθελα να παίζω έργα για να μην πάω από τα χρέη φυλακή. Κι είπα τότε: «Τι με νοιάζει εμένα θέατρο ή σινεμά; Αυτά που θέλω να πω, όπου και να τα πω, τα ίδια θα πω». Κάτι είχα μέσα μου να πω, κι ήθελα να το πω. Όχι σαν μήνυμα. Σαν σημασία. Σαν κάτι δικό μου.
Η κωμωδία πάντως που είπατε ήταν το «Ανοιχτό Κλουβί»; Ο Καραγκιόζης-γιατρός σας, καλή ώρα τώρα με τον Δήμο τον Αβδελιώδη;

Ναι. Όσοι ερχόντουσαν να μας δούνε, τρελαινόντουσαν, πέφτανε από τα γέλια κάτω. Μέχρι που μια γυναίκα ξεγέννησε κανονικά μες στην παράσταση. Απ' τα γέλια. Την ίδια αυτή παράσταση, το ίδιο έργο, το ξανακάναμε το ’79 στο χωριό, στην Εύβοια, με όλους τους βοσκούς και τους χωριάτες ηθοποιούς, κι έγινε το σώσε. Το σκηνοθέτησαν μάλιστα και οι ίδιοι: ήτανε το ωραιότερο πράγμα που ’χω δει σ' ολόκληρη τη ζωή μου. Μόνους τους τούς έβαζα και φτιάχνανε τα ρούχα τους, όλα. Ερχότανε όλο το χωριό κι έκανε πρόβες κάθε μέρα. Και πήγα να παίξω κι εγώ ένα ρόλο, και δεν ταίριαζα καθόλου. Κι ένας έρχεται και μου λέει: «Εγώ θα ’ρχομαι στις πρόβες όλες, αλλά στην παράσταση να μη με περιμένεις»!

Έξι μήνες περάσαμε υπέροχα, ακόμα το θυμούνται όλοι εκεί το «Ανοιχτό Κλουβί» τους. Που άνοιξε την πόρτα το πουλάκι κι έφυγε. Γιατί εμένα μ' αρέσει να το σκάνε τα πουλιά. Όχι όλα. Τ’ ...αντιστασιακά πουλιά! Αλλά κάθε διαχείριση του ανθρώπου από άλλους ανθρώπους εγώ ποτέ δεν την ήθελα. Στη ζωή μου όλη. Μέχρι στον Καραγκιόζη, λοιπόν, έφτασα για να πω πέντε πράματα. Και ύστερα ήρθαν και μας δίνανε λεφτά, αναλαμβάνανε την παραγωγή, να πάει όλο το χωριό όπως ήτανε, με όλα τα έξοδα πληρωμένα, να πάμε να το παίξουμε στην Αγγλία το έργο. Κι εγώ ήθελα πολύ να γινότανε κι αυτό.

Αλλά;

Αλλά πού να φύγουνε οι άνθρωποι, ν' αφήσουνε τα χωράφια τους, τις δουλειές τους; Κι έτσι μου ’πανε, όταν πήγα και τους είπα για την πρόταση: «¬ Και τα γίδια ποιος θα τα ’χει; Τις κατσίκες ποιος θα τις αρμέγει;». Αυτή ήταν η απάντησή τους.
Απάντηση ανθρώπων που είχαν κι άλλη ζωή. Μη επαγγελματιών ηθοποιών...

Εγώ, τελικά, με τους επαγγελματίες καμία σχέση δεν πρέπει να ’χω. Δεν έχω, δεν είχα, και ποτέ δεν θα ’χω. Τι να ’χω; Εγώ είμαι καμια φορά σαν εκείνον τον τρελό πάνω στ’ άλογο που γύρναγε και φώναζε, «¬Μετανοείτε για θα πάτε στην Κόλαση, και θα με βρείτε εκεί να σας κοροϊδεύω»! Γιατί εγώ ποτέ δεν θέλησα να γίνω τίποτα δι’ απλής μου δηλώσεως. Ποτέ.
Στην Ελλάδα που είσαι ό,τι δηλώσεις;

Στην Ελλάδα αυτή. Εγώ ήμουνα αριστούχος στο Εθνικό, και δίπλα μου προχωράγανε άνθρωποι που όταν τους ρώταγες "Ποιος έγραψε την Αντιγόνη" σου απαντάγανε "Ο Κρέων"! Κι αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά, χαράζανε μετά και πορεία στον πολιτισμό μας... Πάντως, όταν η ιθύνουσα τάξη που σας έλεγα κυριάρχησε πια πέρα ώς πέρα, η τάξη η λαϊκή την ακολούθησε, την πρόδωσε κι αυτή την ουσία της. Πρόδωσε τον ιδρώτα που έχυνε και χύνει, την αγνότητα και την ευπρέπειά της. Αυτοί που θα ’πρεπε να συνεχίσουν να είναι οι δημιουργοί μιας αγάπης αυτόματης. Σαν ν’ αποθέσανε κάτω τη γυμνή τους την ψυχή, χωρίς πια να γυρίσουν πίσω, χωρίς να ξανακοιτάξουν προς τις ρίζες τους. Κι έγινε ό,τι έγινε, πάθαμε ό,τι πάθαμε, κι έχει φτάσει πια ο πολιτισμός μας εκεί που ’χει φτάσει. Μας κοροϊδεύανε οι άλλοι, κι εμείς πήραμε την κοροϊδία τους για κουλτούρα, για πολιτισμό. Να: αυτό έγινε.

Κυκλοφορεί τον τελευταίο πάντως καιρό πως ένα νέο σενάριο ετοιμάζετε. Πως δεν το 'χετε βάλει καθόλου κάτω.

Ναι. Αυτό κάνω.

Τι;

Θέλω επιτέλους να γδυθούμε όλοι σ' αυτόν τον τόπο και να δηλώσουμε πραγματικά ποιοι είμαστε. Ποιος είναι ο καθένας μας. Ποιος είναι ποιος. Όχι στα ψέματα. Όχι με τα ψέματα. Να δούμε αν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι μεταξύ μας που φροντίζουν να μην εξευτελίζεται η πατρίδα μας, η ζωή μας. Που προστατεύουν εκείνους που αγωνίζονται πάντα να δημιουργούν, να καταθέτουν, να μην καταστρέφουν. Να μη δοξολογούν τα τίποτα. Το Τίποτα.


Αυτή η δοξολογία τού Τίποτα είναι όμως αρχαία τέχνη εδώ γύρω... Είναι. Και σήμερα φτάσαμε να είμαστε ευτυχείς που μας πήρανε οι ευρωπαίοι στη δούλεψή τους! Παλαβά πράγματα... Πάντως, το σενάριο που ετοιμάζω τώρα μπορεί να έχει αυτή την κεντρική ιδέα, αλλά δεν αφορά τους Έλληνες μόνο. Αφορά τον άνθρωπο όπου Γης. Ο «Ερυσίχθων»: Έρυσις Χθονός, η Πληγή της Γης...

Ο Άνθρωπος;

Ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος ο τρελός!

Πού διαφέρει ουσιαστικά η τέχνη του θεάτρου από εκείνη του κινηματογράφου, κύριε Δαμιανέ; Το σινεμά τα λέει όλα με μια εικόνα;

Και το θέατρο με τις εικόνες συχνά προχωράει. Στο θέατρο δε, μια εικόνα μπορεί να είναι πιο δυναμική από μια του κινηματογράφου.
Λέτε;

Ναι, λέω. Ιδίως όταν ο κινηματογράφος παύει να είναι μια πράξη κατ’ εξοχήν πνευματική. Κι ανακατεύονται τα χρήματα σε πρώτο πλάνο, κι η υπερβολή. Οι αμερικανοί ρίχνουνε, ρίχνουνε λεφτά στην πυρά του κινηματογράφου, να φουντώσει, να βγάλουνε μετά πολλαπλάσια.

Φτιάχνοντας εικόνες ψεύτικες;

Τι ψεύτικες; Πολύ καλές εικόνες! Αφού πληρώνουνε αράδα, δεν θα βρούνε τους καλύτερους, τις πιο ωραίες γκόμενες; Αλλά με μόνο εικόνα δεν γίνεται, πώς να γίνει; Αν έχει όμως το γιατί της η εικόνα αυτή, αν σημαίνει, αν έχει ο λόγος μετουσιωθεί σωστά σε κινήσεις και χρώματα, αμέσως βρίσκει την είσοδο, την έξοδο, τη διέξοδο ο θεατής, κι αμέσως ταυτίζεται, συμπάσχει, κάνει κρακ κάτι μέσα του. Έτσι δεν έχει γίνει μ' εκείνη την περίφημη κούνια της «Ευδοκίας»;

Πώς;

Εγώ σαν να μην ήξερα. Με κατσαρόλες μέσα από τα δέντρα ήμασταν, για να γίνουν οι σκιές οι σωστές, να βρεθεί στον ουρανό το κορίτσι. Η ψυχή του, δηλαδή. Και μου ’πανε, «Βρε άτιμε!». Γιατί μ' αγαπούσανε, μ' αγαπήσανε μ’ όλ' αυτά, κι ο Παπαστάθης, κι όλοι οι δικοί μου οι άνθρωποι. Από ένα σχοινί, από ένα κρέμασμα, από ένα κορίτσι τόσο ωραίο μια στον ουρανό και μια στα Τάρταρα. Φτάνει, πάντα έφτανε ένα κορίτσι. Όπως και τότε, μετά το πρώτο μου θεατρικό, μετά το «Καλοκαίρι θα Θερίσουμε». Που πήγαμε μετά, με τον καλύτερό μου φίλο, τον Σίμωνα τον Ταπεινό, και ψιλόβρεχε. Κι ακολουθήσαμε εκείνη την κοπελίτσα απ’ το λούνα-παρκ, που ’δινε στη σκοποβολή τα βελάκια. Κι αυτή μας οδήγησε στις πρώην στέρνες, σε κάτι παράγκες, που ’μενε με τον φίλο της. Και σκύψαμε και μπήκαμε, και μας κεράσανε κρασί, ξίδι σκέτο, και ψωμί. Σαν το καλύτερο γλέντι μετά την πρεμιέρα. Ακριβώς μετά τον Πόλεμο ήτανε, στη φτώχεια μέσα και τη στέρηση. Και βγήκα εγώ ύστερα, και κοίταγα, και δεν υπήρχε πια σταγόνα νερό στις στέρνες. Αλλά σε μια μάντρα πάνω, σε μια ξερολιθιά, χωρίς καθόλου χώμα, χωρίς καθόλου νερό, είχε ανθίσει ένα ραδίκι, ένα λουλούδι πανέμορφο. Με τον ήλιο μόνο είχε ανθίσει, με τον ήλιο μόνο ζούσε. Αυτή ήταν κι η ιδέα μου όλη της «Ευδοκίας». Από τότε. Ένα λουλούδι που τα καταφέρνει μες στην πέτρα. Η Ελλάδα, δηλαδή...
Μια μέρα πάλι στον Σχινιά, είχαμε πάει με τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά για μπάνιο. Κι ήταν κάτι αμερικανοί εκεί πέρα. Και γιορτάζανε την εθνική τους εορτή, αρχές Ιουλίου. Με παράτες και τέτοια. Κάτι απίθανοι, όχι αυτοί που είναι στην ταινία.

Οι πραγματικοί.

Ναι. Μέχρι και μποξ παίζανε, τέτοια. Κι εκείνη την ώρα, εμφανίζεται μια μοτοσυκλέτα, ένα μηχανάκι μάλλον, μ' έναν τύπο μπασκινο-νταβατζή για οδηγό. Ένας τελείως χάλια, κοντός, χοντρός, άγριος. Και πίσω του είχε μια υπέροχη μορφή όμως: χαμηλοκώλα κι αυτή, καμία σχέση με τη Μαρία τη Βασιλείου, αλλά με τα μαλλάκια της να τα παίρνουν ο αέρας κι ο ήλιος και να της τα κάνουνε στεφάνια υπέροχα. Αυτή ήτανε. Ένα πολύ μπανάλ πράγμα, αλλά με τόση λάμψη! Εγώ, ξέρετε, την μπαναλιτέ την αγάπησα πολύ.
Ωραίος τίτλος κι αυτός: «Εγώ, την μπαναλιτέ την αγάπησα πολύ»...

Μα δεν αγάπησα στη ζωή μου τίποτα περισσότερο. Εννοώ από την μπαναλιτέ της λειτουργίας του ελληνικού λαού. Την ασύγκριτη καθημερινότητά μας. Προσοχή: όχι, κατηγορηματικά όχι, την μπαναλιτέ της ιθύνουσας τάξης. Την απλότητα του καθημερινού μας ανθρώπου. Που του φτάνει ένα κρασάκι για να ’ναι δικός του ο κόσμος όλος.

Και ξίδι να ’τανε το κρασάκι αυτό. Από μπουκάλι φτηνό...

Την άλλη μέρα, δυο μέρες μετά, κάθισα κι έγραψα την «Ευδοκία», λοιπόν.

Η «Ευδοκία» ήτανε ένα ραδικάκι, κι η εικόνα εκείνου του άλλου κοριτσιού. Το «Μέχρι το Πλοίο»;

Εκείνο το σιδεράδικο, κι η μουσική του. Δυο φίλοι που συναντώνται εκεί. Κι η πέτρα που του ’ρχεται στο χέρι, και λέει, «Όλοι μας σαν τα κοτρώνια αυτά κατρακυλάμε». Και πάμε, και ξεριζωνόμαστε...

Όπως κι εσείς από το θέατρο, ας πούμε;

Μα τι λέμε τώρα; Τα ’παμε. Δεν βρήκα πόρτες ανοιχτές εγώ στο θέατρο. Αντίθετα: οι θέσεις όλες της δόξας ήσαν πιασμένες. Από ανθρώπους με αξίες μισές. Και η πορεία τού «Πορεία» κάποια στιγμή θα τελείωνε, θα διεκόπτετο. Όπως κι έγινε. Θέλετε να σας πω πώς στράφηκα στο σινεμά; Να σας το πω κι αυτό.
Σωτήρης Κακίσης(Τα Νέα, Πρόσωπα, Σάββατο 7 Απριλίου 2001
 
 
 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου