Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ "ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ Ή ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΙ "


 O Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης λεπτ. της Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ. 

Στο μυθιστόρημα «Ο φύλακας στη σίκαλη» , όταν κάποιος μαθητής διατύπωνε μια γνώμη έξω από τα καθιερωμένα της διδασκαλίας, ο καθηγητής τον επανέφερε στην τάξη, λέγοντάς του «παρέκβαση». Όποια άποψη «ξέφευγε» από το πλαίσιο της «υγιούς» διδασκαλίας , θεωρούνταν αυτόματα εξοβελιστέα και αντικανονική. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, όσον αφορά τα παραγόμενα έργα και τις απόψεις του διανοούμενου, δεν πρέπει να αντιβαίνουν το επίπεδο της «κανονικότητας και της ομαλότητας». Κατ’ αρχήν, το σύστημα εξουσίας δεν διαχωρίσει τον πνευματικό άνθρωπο, από τον απλό εργαζόμενο (π.χ. σ’ ένα πολυκατάστημα ή σε μία τράπεζα). Και τους δύο τους θεωρεί ενταγμένους στην «πατροπαράδοτη» διαδικασία: εργασία και ελεύθερος χρόνος, σαφώς αποκομμένα το ένα από το άλλο. Εννοείται ότι η εργασία στον καπιταλιστικό κόσμο δεν προσφέρει καμία χαρά , παρά συντελεί αποκλειστικά και μόνιμα, στη διαιώνιση τής οικονομίας της αγοράς και των συμπαρομαρτούντων της. Απομένει ο ελεύθερος χρόνος, ο οποίος τόσο για τον διανοούμενο, όσο και για τον εργαζόμενο πρέπει να γεμίζει με εκείνα τα στοιχεία που αδειάζουν την ύπαρξη από τα κατάλοιπα τής εξαντλητικής εργασίας. Δεν χωρά κάτι το πνευματικό, γιατί «βαραίνει» την ατμόσφαιρα . Σε όλα αυτά, χρειάζεται να υπάρχει και το μέτρο της αριστοτελικής ηθικής ( για όλους), που δεν κάνει τίποτα άλλο, από το να επικυρώνει – αυστηρά – τη θέση του καθενός, σ’ έναν κόσμο διαχωρισμένο και διαμορφωμένο ταξικά. Από την άλλη μεριά, ο διανοούμενος δεν πρέπει να ξεφεύγει και να βρίσκει χαρά και πληρότητα στην εργασία του (αυτή καθαυτή ). Αν έβρισκε , τα δημιουργήματά του δεν θα ήταν θνησιγενή κι εύκολα, αλλά αιώνια κι αληθινά. Θα εισχωρούσαν στο «κοινωνικό γίγνεσθαι», αλλάζοντας τα δεδομένα τής υπάρχουσας οικονομιστικής λογικής, τοποθετώντας τον άνθρωπο ως το πραγματικό μέτρο όλων. Η σκέψη του θα ήταν αυτόνομη από τη ζωή . Δηλαδή θα δημιουργούσε ελεύθερα, αντιλαμβανόμενος τη χυδαιότητα, την ψευτοαρετή και τη ψευτοκουλτούρα τα όποια πλασάρονται ως κυρίαρχα μοτίβα. Θα έμενε ακέραιος κι όχι απλά ένας διαμαρτυρόμενος, που μισεί τους κατωτέρους του, γιατί τον περιμένει η ανώτερη τάξη και τα προσφερόμενα οφέλη της. Αν ο διανοούμενος διαλέξει τον δρόμο της «μη ενηλικίωσης» και μείνει ανεξάρτητος, τότε κινδυνεύει να θεωρηθεί ότι προσβλέπει στα αγαθά του συστήματος για αυτό διαμαρτύρεται, δίχως άλλον σκοπό, παρά γιατί μισεί όλους όσοι τ’ απολαμβάνουν. Επομένως, είναι εύκολα αντιμετωπίσιμος , ως ανεξάρτητος, και όχι ως πραγματικά ελεύθερος. Ούτως ή άλλως, η εικόνα που υποβάλλεται για τον πνευματικό άνθρωπο ανήκει στις κοστολογήσεις : πόσο πουλάει και πόσα κερδίζει, ανάλογα τα προϊόντα που παράγει. Κι όλα αυτά σταθεροποιημένα και παγιωμένα φιλοσοφικά : με το χρυσό μέτρο του Αριστοτέλη. Μην ξεφύγουν από τις νόρμες και τον ντετερμινισμό : οι διαχωρισμοί είναι αξεπέραστοι και εξόχως βολικοί. Ο κατακερματισμός της ανθρώπινης δραστηριότητας ευνοεί την οικονομία της αγοράς, αφού τα άτομα παύουν να σκέφτονται με οποιαδήποτε λογική δημιουργίας . Υιοθετούν -πάραυτα και αποτελεσματικά – το μηχανικό στερεότυπο μιας απονευρωμένης εργασίας. Σέρνονται στις «ανοιχτές φυλακές» του δήθεν ελευθέρου χρόνου, αλληλοβριζόμενοι με τους υπόλοιπους, έως θανάτου (βιολογικού και πνευματικού). Την κατάσταση αδυνατούν να την αντιληφθούν ή κάνουν ότι δεν την αντιλαμβάνονται οι διανοούμενοι, οι άνθρωποι του πνεύματος. Η προσωπική τακτοποίηση και η αίσθηση τής ανωτερότητας -σε σχέση με το απαίδευτο πλήθος – χαρίζει υψηλότερες ηδονές, παρά η συμπόρευση με ό,τι είναι επαναστατικό ή απλά ανθρώπινο. Κατάτμηση, ειδίκευση και συνεχής αλλαγή επαγγελμάτων είναι ο κανόνας πια .Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει η δυνατότητα επικέντρωσης σε μια εργασία. Το μόνο που ενδιαφέρει τον εμπλεκόμενο είναι να κερδίσει λίγα χρήματα, για να μπορεί να αντέχει τις βιολογικές του ανασφάλειες. Ο κόσμος είναι σαφώς διαχωρισμένος και κάποιες φορές έχει την ανάγκη «οδηγητών» που ιστορικά θα τον οδηγήσουν στην καταστροφή των άλλων. Το μίσος καρποφορεί, αφού η αδράνεια της λογικής να εισχωρήσει στις βασικές συνιστώσες της οικονομίας και της οργάνωσης της οικονομίας – κοινωνίας, διαιωνίζει και συντηρεί – επ’ άπειρον – το ψέμα και την εκμετάλλευση. Όλο αυτό συμπληρώνεται και από τους πνευματικούς ανθρώπους, τους ταχυδακτυλουργούς και διαχειριστές της αλαλίας.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου