Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Κάρελ Τσάπεκ ( 9 Ιανουαρίου 1890 - 25 Δεκεμβρίου 1938 )

Ο Κάρελ Τσάπεκ (Karel Čapek, 9 Ιανουαρίου 1890 - 25 Δεκεμβρίου 1938) ήταν Τσέχος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, γεννημένος στο Μάλε Σβατονόβιτσε της ανατολικής Βοημίας το 1890. Γιος γιατρού, ήταν μέλος μιας ταλαντούχας οικογένειας που περιελάμβανε το μεγαλύτερο αδελφό του Γιόζεφ (1887-1945), ο οποίος, πέραν από συνεργάτης στο γράψιμο των έργων του, ήταν και έξοχος ζωγράφος, σκηνογράφος και κριτικός τέχνης.
Τα πνευματικά ενδιαφέροντα του Τσάπεκ, σε συνδυασμό με τις καλλιτεχνικές τάσεις του, τον έφεραν στην Πράγα, το Παρίσι και το Βερολίνο. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, έγινε θαυμαστής των ιδεών του Γουΐλιαμ Τζέιμς και του Τζον Ντιούι (John Dewey) και πήρε το διδακτορικό δίπλωμα το 1917, γράφοντας μια διατριβή σχετικά με τις φιλοσοφικές θέσεις του Πραγματισμού. Μετά την αποφοίτησή του, συνεργάστηκε με τον αδελφό του σε συλλογές διηγημάτων. Πήρε ακόμη μέρος στην πολιτική αναγέννηση της χώρας του, με πίστη στον ανθρωπισμό και τη δημοκρατία.
Αν και η διεθνής φήμη του στηρίχτηκε κυρίως στα θεατρικά έργα του, το λογοτεχνικό έργο του Τσάπεκ εκτείνεται και πέρα από το θέατρο. Δημοσίευσε μια συλλογή διηγημάτων, γεμάτα από νεανική απαισιοδοξία ("Το Χρήμα και άλλες ιστορίες", 1921), δύο φανταστικές ιστορίες ("Η φάμπρικα του απόλυτου", 1922 και "Κρακατίτης", 1924), που θυμίζουν το σύγχρονο επιστημονικό μυθιστόρημα του Ουέλς (H. G. Wells), ένα τόμο μύθους και μια ιστορία μυστηρίου ("Διηγήματα μιας τσέπης"). Ιδιαίτερη επιτυχία σημείωσε η μυθιστορηματική τριλογία του: "Χόρντουμπαλ" (1933), "Μετέωρο" (1935) και "Μια συνηθισμένη ζωή" (1936), όπου ο συγγραφέας διηγείται την ίδια ιστορία από τρεις διαφορετικές σκοπιές. Η τριλογία αυτή αποτελεί μια από τις πιο πετυχημένες προσπάθειες στο φιλοσοφικό μυθιστόρημα.
Με την καυστική σάτιρα "Πόλεμος με τις σαλαμάνδρες" (1936), ο Τσάπεκ εκφράζει τις αντιλήψεις του για τα αποτελέσματα της σύγχρονης επιστήμης, ενώ στην "Πρώτη ομάδα διάσωσης" (1937) εκδηλώνει τις κοινωνικές ιδέες του. Το έργο του "Η Απάτη", με θέμα τον τσαρλατανισμό της κοινωνίας, παρέμεινε ατέλειωτο, όταν πέθανε ξαφνικά από πνευμονία ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1938, προσπαθώντας ν' αποφύγει τη δίωξη της χιτλερικής Γκεστάπο. Πλήρωσε όμως αργότερα ο αδελφός του Γιόζεφ, που πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλζεν (1945).
Το πολιτικό ενδιαφέρον του Κάρελ Τσάπεκ για τα προβλήματα της Τσεχοσλοβακίας εκδηλώνεται στο τρίτομο έργο του "Συνομιλίες με τον Τ. Γκ. Μάζαρυκ" (1928 - 1935), μια κλασική βιογραφία του φίλου του Τόμας Μάζαρικ, πρώτου Προέδρου της Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας, με τα δημοκρατικά ιδεώδη του οποίου ταυτιζόταν.
Στα θεατρικά έργα που έγραψε ο Τσάπεκ, μόνος ή σε συνεργασία με τον αδελφό του, εκφράζει τα ίδια κοινωνικά ενδιαφέροντα που διοχέτευε και στα μυθιστορήματά του. Η εξπρεσιονιστική κίνηση στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κέντρισε το ενδιαφέρον του. Το θεατρικό έργο του "R.U.R." (Διεθνικά Ρομπότ του Ρόσσουμ), που έγραψε το 1920 και που αποτελεί δίχως άλλο τη μεγαλύτερη επιτυχία του, καθώς και "Η Ζωή των Εντόμων" (1921), χάρισαν στον Τσάπεκ παγκόσμια φήμη.
Τα "Ρομπότ" (R.U.R.) τα εμπνεύστηκε από ένα εβραϊκό μύθο για ένα μηχανικό άνθρωπο (γκόλεμ) στη μεσαιωνική Πράγα. Φαντάστηκε ένα κόσμο μηχανοποιημένο, όπου κάθε δουλειά γίνεται από ανθρώπους-μηχανές. Τους τεχνητούς αυτούς ανθρώπους τους ονόμασε "ρομπότ", ένα νεολογισμό από την τσέχικη λέξη "robota" (= εργασία), που καθιερώθηκε διεθνώς, όταν το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο της Πράγας το 1921. Η υπόθεση του έργου ήταν ένα επίκαιρο μήνυμα για τον κίνδυνο του μηχανοποιημένου πολιτισμού. Στη "Ζωή των Εντόμων", ο Τσάπεκ - σε συνεργασία με τον αδελφό του - δίνει με εξπρεσιονιστική φαντασία μια εικόνα της ζωής των εντόμων, με την οποία παραλληλίζει τις μωρίες και τη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής.
'Ενα άλλο δραματικό έργο του Τσάπεκ, "Η Υπόθεση Μακροπούλου" (1923) - που έγινε αργότερα όπερα από τον Λέος Γιάνατσεκ (Leos Janacek, 1854 - 1928) - σατιρίζει τον πόθο του ανθρώπου για την αθανασία. Το έργο με τον τίτλο "Αδάμ ο Δημιουργός" (1927), που έγραψε με τον αδελφό του, είναι ένα φιλοσοφικό δράμα, όπου δείχνει τον Άνθρωπο - Αδάμ να καταστρέφει τον κόσμο και να επιχειρεί να τον ξαναδημιουργήσει με συνθήκες καλύτερες. Εδώ ο συγγραφέας καθιερώνει τον άνθρωπο ως θεμελιακό στοιχείο του σύμπαντος.
Ο Τσάπεκ συνέχισε να προκαλεί με κοινωνικές διαμαρτυρίες, γράφοντας τη "Λευκή Μάστιγα" (1937), μια επίθεση κατά του ολοκληρωτισμού, και τη "Μάνα" (1938), μια προειδοποίηση για τον πόλεμο που πλησίαζε. Η "Δύναμη και Δόξα" (1938) είναι ένα οργισμένο ξέσπασμα ενάντια στους δικτάτορες και σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού.
Όλα τα έργα του Τσάπεκ αποδείχνουν τη μεγάλη θεατρική του δεξιοτεχνία, που τη συνεπικουρούσαν έξοχα οι εξπρεσιονιστικές και φουτουριστικές σκηνογραφίες του αδελφού του. Τα έργα του διακρίνονται για το βαθύ κοινωνικό αίσθημα και τον ειρωνικό σκεπτικισμό τους και προδίδουν την έντονη επίδραση του Μπερξόν και των Αμερικανών πραγματιστών. Είναι αναμφίβολο, ότι τα έργα του Τσάπεκ έκαναν το θέατρο της Τσεχοσλοβακίας από τα πιο ζωτικά της προπολεμικής Ευρώπης.

Έργα του Τσάπεκ στα Ελληνικά

Továrna na absolutno (Η απελευθέρωση του Απόλυτου, 1922) ― ελλην. μετάφρ. Τάσος Δαρβέρης, "ΜΕΔΟΥΣΑ"
Kniha apokryfů (Απόκρυφες ιστορίες, 1932, διηγήματα με θέμα μυθολογικά και ιστορικά πρόσωπα και ήρωες της λογοτεχνίας) ― ελλην. μετάφρ. Κ.Κουντούρης, "ΜΕΔΟΥΣΑ"
Válka s Mloky (Ο πόλεμος με τις σαλαμάνδρες, 1936) ― ελλην. μετάφρ. Δημοσθ.Κούρτοβικ, "ΠΟΡΕΙΑ"


ΔΙΗΓΗΜΑ  " Ο ΚΛΕΜΜΕΝΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ 139/ΥΙI  TOY IΙ ΓΡΑΦΕΙΟΥ "


Σατιρική παρωδία αστυνομικής ιστορίας, το διήγημα του Τσάπεκ απεικονίζει τον κόσμο των στρατιωτικών απορρήτων και των μυστικών υπηρεσιών εκτός υπηρεσίας· έναν κόσμο που αποκαλύπτεται σοβαροφανής και ματαιόσπουδος, κατέχεται από απύθμενη ανασφάλεια και ευθυνοφοβία και χαρακτηρίζεται από την αντίφαση ανάμεσα στη δική του αντίληψη για την υψηλή του αποστολή και την πραγματική του ασημαντότητα. Σ’ αυτόν τον φαντασιόπληκτο και γελοίο κόσμο, που θεωρεί ότι αντιμετωπίζει τη διεθνή κατασκοπεία κρύβοντας απόρρητα έγγραφα κάτω από το στρώμα του ή στο κουτί των μακαρονιών, ο Τσάπεκ αντιπαραθέτει ένα ταπεινό (και συμπαθητικό) ομόλογο: τη γήινη πραγματικότητα των μικροκλεφτών της γειτονιάς και την πρακτική λογική του διώκτη τους, που θριαμβεύει λύνοντας το μυστήριο ως υπόθεση ρουτίνας (και αποδεχόμενος ευχαρίστως ένα μικρό φιλοδώρημα για τον κόπο του).


ΤΟ ΠΡΩΙ, στις τρεις, χτύπησε το τηλέφωνο του Φρουραρχείου: «Εδώ συνταγματάρχης Χαμπλ του Γενικού Επιτελείου. Στείλτε μου αμέσως δυο άνδρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Και να ειδοποιήσουν αμέσως και τον αντισυνταγματάρχη Βίρζαλ, μάλιστα, ναι, βεβαίως της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ας πάρει αμάξι. Γρήγορα, είπα!..». Αυτό ήταν.

Μέσα σε μια ώρα έφτασε ο αντισυνταγματάρχης Βίρζαλ. Ήτανε, κάπου εκεί, στην αριστοκρατική συνοικία. Τον υποδέχτηκε ένας γερασμένος, φοβερά γνοιασμένος κύριος με πολιτική περιβολή: δηλαδή, μόνο με το πουκάμισο και το παντελόνι.

— Αντισυνταγματάρχα, μου συνέβη ένα πάρα πολύ άσχημο πράγμα. Κάθισε, αγαπητέ μου. Για φαντάσου: προχθές μου δίνει ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ένα φάκελο και μου λέει: «Χαμπλ, πάρ’ τονε και δούλεψε σπίτι. Όσο λιγότεροι το ξέρουν τόσο το καλύτερο. Στο Γραφείο μιλιά...»

— Τι είδους φάκελος ήτανε; ρώτησε ο αντισυνταγματάρχης Βίρζαλ.

Ταλαντεύτηκε λιγάκι ο συνταγματάρχης Χαμπλ: «Χμμ», είπε, «μάθε το: ήτανε του ΙΙ Γραφείου».

— Αα! έκανε ο αντισυνταγματάρχης Βίρζαλ κι άρχισε να προσέχει περισσότερο. Λοιπόν...;

— Άκου να δεις..., συνεχίζει με συντριβή ο συνταγματάρχης. Χθες όλη την ημέρα εργάσθηκα. Τη νύχτα όμως; Τι διάβολο να τόνε κάνω τη νύχτα; Να τον κλειδώσεις σε συρτάρι δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Χρηματοκιβώτιο δεν έχω. Που λες, αγαπητέ μου, την πρώτη νύχτα τον έκρυψα μέσ’ στα στρώματα του κρεβατιού. Μέχρι το πρωί τον κάναμε άνω κάτω...

— Το πιστεύω, είπε ο αντισυνταγματάρχης Βίρζαλ.

— Τι τα θες, ανάσανε ο συνταγματάρχης, η γυναίκα μου, είναι πιο χοντρή από μένα, με συμβούλεψε, την άλλη μέρα: Ξέρεις άντρα, θα τον βάλουμε σ’ ένα κουτί μακαρονιών και θα τον κρύψουμε στην αποθηκούλα. Πάντα την κλειδώνω τη νύχτα. Και παίρνω και το κλειδί... λέει η γυναίκα. Γιατί η υπηρεσία μας, μια χοντρέλα, δεν αφήνει τίποτε χωρίς να το δοκιμάσει. «Ποιανού θα του κατεβεί να ψάξει εκεί;» — «Καλά καλά... Μου άρεσε».

— Διπλό ή μονό παράθυρο έχει η αποθηκούλα σας; τον διέκοψε ο αντισυνταγματάρχης.

— Διάβολε! έκανε ο συνταγματάρχης. Είδες που δεν το σκέφτηκα καθόλου!.. Μονό!..

— Λοιπόν; Παρακάτω;

— Τι θες να γίνει πιο κάτω; Στις δυο το πρωί ακούει η γυναίκα μου την υπηρεσία να ξεφωνίζει. Πήγε να δει τι συμβαίνει. Και η Μαρία άρχισε κλαίγοντας: «Κλέφτες στην αποθηκούλα!» Τρέχει η γυναίκα μου να με φωνάξει και να πάρει το κλειδί, πετιέμαι με το πιστόλι κατά την αποθήκη και τι να δω!.. Το παράθυρο, τέτοιο... ξηλωμένο και το κουτί με τον φάκελο άφαντα. Κι ο λωποδύτης φευγάτος κι αυτός... Αυτό είναι· τέλειωσε παίρνοντας βαθιά ανάσα.

Ο αντισυνταγματάρχης έπαιζε ταμπούρλο με τα δάχτυλά του στο τραπέζι.

— Κύριε συνταγματάρχα, ήξερε κανείς άλλος ότι είχατε έναν τέτοιο φάκελο σπίτι;

Ο δύστυχος ο συνταγματάρχης κούνησε τα χέρια του: «Πού να το ξέρω, συνάδελφε; Αυτά τα καθάρματα οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών όλα τα μυρίζονται». Σύγκαιρα θυμήθηκε τη δουλειά του αντισυνταγματάρχη Βίρζαλ και τα ’χασε: «...δηλαδή, θέλω να πω ότι είναι πολύ έξυπνοι άνθρωποι» διόρθωσε. «Αλλά στο λόγο της στρατιωτικής μου τιμής δεν το είπα σε κανέναν απολύτως».

— Θα ’θελα να δω την αποθήκη, είπε όλος αμφιβολία ο αντισυνταγματάρχης.

— Πάμε! Από δω, από δω..., τον πήρε όλος υπόκλιση ο συνταγματάρχης. Από δω... εκεί, επάνω, ψηλά, είχα βάλει το κουτί.

Ο αντισυνταγματάρχης έβαλε τα γάντια του και σηκώθηκε κατά το παράθυρο που ήταν αρκετά ψηλά: «Με κοπίδι είναι κομμένο» είπε κοιτάζοντάς το.

Έξω, μπροστά από το παράθυρο στέκονταν δυο στρατιώτες.

— Είναι της Στρατιωτικής Αστυνομίας; ρώτησε ο αντισυνταγματάρχης. Θαυμάσια. Θα πάω να δω κι απέξω. Κύριε συνταγματάρχα, οφείλω να σου πω να μη βγεις χωρίς διαταγή.

Ο συνταγματάρχης ξεφύσησε και κατάπιε ξερά: «Καταλαβαίνω. Δεν θα πάρεις κάτι; Να σου ψήσει η γυναίκα ένα καφεδάκι...»

— Δεν έχω καιρό τώρα, είπε ξερά ο αντισυνταγματάρχης. Και για τον κλεμμένο φάκελο τσιμουδιά... Εκτός αν... αν σε καλέσουν. Και κάτι ακόμα: στην υπηρέτρια πέστε ότι ο κλέφτης βούτηξε κάτι κονσέρβες, τίποτε άλλο.

— Για να σου πω, όμως..., είπε ο συνταγματάρχης μ’ απελπισία. Θα βρεις τον φάκελο, ε;

— Θα προσπαθήσω, είπε ο αντισυνταγματάρχης και χτύπησε τα τακούνια του προσοχή.


Όλο φαρμάκι καθόταν το πρωινό εκείνο ο συνταγματάρχης Χαμπλ. Στιγμές στιγμές περνούσε από το μυαλό του πως έρχονται δυο αξιωματικοί να τον συλλάβουν. Άλλοτε πάλι προσπαθούσε να φανταστεί τι κάνει ο αντισυνταγματάρχης Βίρζαλ και πώς βάζει σε κίνηση ολόκληρο εκείνον τον φοβερό μηχανισμό της Υπηρεσίας Αντικατασκοπείας. Αρμένισε ο νους του στο συναγερμό του Γενικού Επιτελείου και αναστέναξε.

— Κάρολε, του ’πε για εικοστή φορά η γυναίκα του (από πολλή ώρα είχε κρύψει γνοιασμένη το ρεβόλβερ του στη βαλίτσα της υπηρέτριας), δε θα φας κάτι;

— Παράτα με, σου είπα, διάβολε, την παράμασε ο συνταγματάρχης.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Ο συνταγματάρχης σηκώθηκε κι απόμεινε σε στάση προσοχής περιμένοντας με αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία τους αξιωματικούς που έρχονταν να τον συλλάβουν. Ποιοι να είναι, άραγε; — σκέφτηκε αφηρημένα. Αντί να μπουν όμως αξιωματικοί, στην πόρτα φάνηκε ένας κοκκινοτρίχης, κοντός ανθρωπάκος, με το πομπέ του καπέλο στο χέρι, που έδειξε στο συνταγματάρχη τα μικρά δοντάκια του.

— Πίστορα, της αστυνομικής Διευθύνσεως, είπε.

— Τι θέλετε; μούγκρισε ο συνταγματάρχης, και με προσπάθεια να μη φανεί, πήγε στην ανάπαυση.

— Σας κλέψανε, λέει, την αποθήκη σας, έκανε ο κ. Πίστορα κάπως εμπιστευτικά — και να ’με!... Ήρθα!...

— Και σας ενδιαφέρει αυτό; — ρώτησε όλος νεύρο ο συνταγματάρχης.

— Βεβαίως!.. — και το πρόσωπο του κ. Πίστορα φωτίσθηκε. Ανήκετε στην περιφέρειά μας. Κάτι είπε το πρωί στο φούρναρη η υπηρέτριά σας, σας κλέψανε, λέει. Και τότε λέω: Κύριε Διευθυντά, θα πεταχτώ ως εκεί...

— Δεν αξίζει τον κόπο. Κλέψανε μόνο... ένα κουτί μακαρόνια. Αφήστε το σας παρακαλώ.

— Πολύ περίεργο — έκανε ο κ. Πίστορα — να μη βουτήξουν πιο πολλά!.. Φαίνεται κάποιος τους χάλασε τη δουλειά.

— Ναι... ναι!., τα σέβη μου, κύριε! έκοψε ο συνταγματάρχης.

— Παρακαλώ — χαμογέλασε δύσπιστα ο κ. Πίστορα— θα ’πρεπε όμως να ρίξω μια ματιά στην αποθήκη προηγουμένως. Θα ’σκαζε ο συνταγματάρχης, αλλά υποτάχτηκε στη μοίρα του.

—Ελάτε!., είπε ανόρεχτα κι οδήγησε τον ανθρωπάκο στην αποθήκη.

Όλος χαρά ο κ. Πίστορα κοίταξε το μικρό καμαράκι.

— Μμμ!... — είπε ησυχασμένος κάπως— με κοπίδι τ’ άνοιξε. Μμμ, ο Πέπικ ή ο Άντρλικ.

— Τι είπατε; ρώτησε απότομα ο συνταγματάρχης.

— Δουλειά του Πέπικ είναι ή του Άντρλικ. Μα, αν δε γελιέμαι ο Πέπικ είναι μέσα. Αν έκοβε μόνο το τζάμι, τότε μπορούσε να ’ναι ο Ντουρ, ο Δουίζος, ο Νόβακ, ο Χότσκα ή ο Κλήμεντ. Εδώ όμως μυρίζει Άντρλικ.

— Μπας και κάνετε λάθος; φώναξε ο συνταγματάρχης.

— Λέτε να ’ναι κανένας νέος αποθηκάς; ξαφνιάστηκε ο κ. Πίστορα. Δεν πιστεύω. Δηλαδή, κι ο Μερτλ κόβει παράθυρα με κοπίδι, αλλά ποτέ δεν πάει σε αποθήκη, ποτέ, κύριε! Θα ρίξω μια ματιά, λοιπόν, για να δω τι γίνεται ο Άντρλικ.

— Χαιρετήστε τον και από μέρους μου! έκανε μουτρωμένος ο συνταγματάρχης.


Φοβερό πράγμα, σκέφτηκε, όταν έμεινε πάλι στις βασανιστικές σκέψεις του, τελείως ανίκανη είναι αυτή η αστυνομία! Αν τουλάχιστο ψάχνανε για δακτυλικά αποτυπώματα ή άλλα ίχνη —καλή είναι αυτή η ειδικευμένη μέθοδος, αλλά και τόσο ανόητα να πάνε πάλι;— Μπα, μπα, πού να τα βγάλει πέρα η αστυνομία με διεθνείς κατασκοπείες! Θα ’θελα, όμως, να ξέρω τι κάνει ο Βίρζαλ.

Δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό. Ζήτησε τον Βίρζαλ στο τηλέφωνο. Ύστερα από μισή ώρα φωνές και κακό τον βρήκε.

—Εμπρός! — φώναξε όλος μέλι — Χαμπλ εδώ. Σε παρακαλώ, προχώρησες καθόλου; — Ξέρω, ξέρω ότι δεν μπορείς να μου πεις τίποτα, αλλά εγώ μόνον... Ξέρω ότι είναι δύσκολη περίπτωση, αλλά... μια στιγμή, Βίρζαλ, μια στιγμή, σε παρακαλώ, ξέρεις, μόνος μου σκέφτηκα να προσφέρω από την ατομική μου περιουσία δέκα χιλιάδες σ’ εκείνον που θα συντελέσει στη σύλληψη του εγκληματίου... Περισσότερα δεν έχω, αλλά ξέρεις, για μια τέτοια εξυπηρέτηση... Το ξέρω, πώς, το ξέρω, ότι απαγορεύεται... αλλά εγώ ολωσδιόλου ατομικά, ιδιωτικά... Και βεβαίως θα είναι καθαρώς ατομική μου υπόθεση, υπηρεσιακώς δεν γίνεται... Ή είναι δυνατό το ποσό να το μοιράσουν αυτοί οι ιδιωτικοί ντετέκτιβς; Δεν συμφωνείς; Σε παρακαλώ, συνάδελφε! Με συγχωρείς... Σ’ ευχαριστώ.

Έπειτα απ’ αυτή την απλόχερη χειρονομία ο συνταγματάρχης Χαμπλ λιγάκι ξαλάφρωσε. Είχε την εντύπωση, ότι τώρα τουλάχιστον έχει κι αυτός το μερίδιο του στην καταδίωξη αυτού του ειδεχθούς κατασκόπου. Ξάπλωσε στον καναπέ, γιατί είχε κουραστεί από τη συνεχή συγκίνηση. Μπροστά απ’ τα μάτια του πέρασε μια εικόνα: εκατό, διακόσοι, τρακόσοι άντρες της καταδίωξης ερευνούν τα τρένα, σταματούν τα αυτοκίνητα, πετούν προς τα σύνορα, περιμένουν στις γωνιές των δρόμων να συλλάβουν τον κατάσκοπο και ξαφνικά: «Εν ονόματι του νόμου: Ακολουθήστε με και τσιμουδιά!» Ανάπνεε δύσκολα. Ξύπνησε ιδρωμένος. Κάποιος χτυπούσε το κουδούνι.

Πετάχτηκε όρθιος και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Στην πόρτα φάνηκαν τα μικρά δοντάκια του κ. Πίστορα.

— Όπως σας είπα: αυτός ήταν.

— Ποιος αυτός; ρώτησε ο συνταγματάρχης κάνοντας προσπάθεια να καταλάβει.

— Μα, σας το ’πα: ο Άντρλικ, απάντησε με έκπληξη ο κ. Πίστορα.

— Μα τι διάβολο έχετε συνέχεια μ’ αυτόν τον Άντρλικ σας; μούγκρισε ανυπόμονα ο συνταγματάρχης.

Ο κ. Πίστορα άνοιξε τα λαμπρά ματάκια του.

— Να, αυτός βούτηξε τα μακαρόνια σας απ’ την αποθήκη — επέμενε. Ήρθα, όμως, να ρωτήσω κάτι άλλο: Ο Άντρλικ λέει πως στο κουτί δεν υπήρχαν μακαρόνια, μόνο κάτι χαρτιά βρήκε. Είναι αλήθεια;

— Χρυσέ μου!.. κραύγασε δίχως ανάσα ο συνταγματάρχης. Πού ’ναι ο φάκελος;

— Εδώ, στην τσέπη μου τον κρατώ — κι έδειξε πάλι τα δόντια του ο κ. Πίστορα — ...πού διάολο, τον... — είπε ψάχνοντας κι ανακατώνοντας τα χαρτιά του φακέλου. ...Α, δικά σας είναι;

Ο συνταγματάρχης του άρπαξε απ’ τα χέρια τον πολύτιμο, τσαλακωμένο φάκελο υπ’ αριθ. 139/ΥΙΙ του ΙΙ Γραφείου. Τα μάτια του λάμψαν από δάκρυα ανακούφισης.

— Χρυσέ μου άνθρωπε!.. ξαλάφρωσε. Τι να σας προσφέρω γι’ αυτό που μου κάνατε...; Γυναίκα! — έβαλε τις φωνές. Έλα! Από δω ο κ. Διευθυντής, ο κ. Επιθεωρητής, εχ...

— Υπαστυνόμος Πίστορα, είπε ο ανθρωπάκος δείχνοντας πάλι τα δόντια του.

— Βρήκε τον κλεμμένο φάκελο, φώναξε ζωηρά ο συνταγματάρχης. Φέρε μας να πιούμε κάτι. Βάλε κονιάκ. Πίστορα, εγώ... μα δεν ξέρετε πόσο... δηλαδή, για να ξέρετε... πιείτε, κ. Πίστορα...

— Στην υγεία σας!... — έκανε ο κ. Πίστορα με σεβασμό. Μα δεν είναι τίποτε... Όταν βρεθούμε μπροστά σε ξεχαρβαλωμένη αποθήκη τραβάμε να βρούμε τον Άντρλικ ή τον Πέπικ. Αλλά ο Πέπικ, εδώ και δυο μήνες βρίσκεται στην ψειρού...

— Μπράβο, μπράβο!... έκανε όλο έκπληξη ο συνταγματάρχης. Για πέστε μου, όμως, τι κάνετε όταν βρεθείτε μπροστά σε περίπτωση κατασκοπείας; Στην υγειά σας, κ. Πίστορα.

— Ευχαριστώ. Κατασκοπεία είπατε; Με κατασκοπείες δεν μπερδευόμαστε εμείς. Για τις μπρούτζινες, όμως, κλειδωνιές είναι μάνα ο Τσένιεκ κι ο Πίνκους, τα χάλκινα αντικλείδια έμαθε τώρα να τα «δουλεύει» ένας μονάχα, κάποιος Πόουσεκ. Εμείς, κύριε, πάμε στα σίγουρα. Όσο για «κασάδες» έχουμε μπόλικους. Έξι τους, όμως, είναι μέσα τώρα...

— Να σου πω, τους αξίζει, δήλωσε αιμοβόρικα ο συνταγματάρχης. Πιείτε, κ. Πίστορα.

— Ευχαριστώ, είπε ο κ. Πίστορα. Δεν πίνω και πολύ. Στην υγεία σας, το λοιπόν. Και νομίζετε πως αυτοί οι εξυπνάκηδες κάνουνε τίποτα το σπουδαίο; Μια δουλειά έμαθε ο καθένας τους, κύριέ μου, κι αυτήνα κάνει ώσπου να τόνε βουτήξουμε. Να, λόγου χάρη, αυτός ο Άντρλικ, «ααά!..», λέει μόλις μ’έκοψε, «έφτασε ο κ. Πίστορα για κείνηνα την παλιοαποθήκη, μήτε και τον κόπο αξίζει κ. Πίστορα, μονάχα κάτι παλιόχαρτα βρήκα σ’ ένα κουτί...» Πριν ακόμα καν κάνω καμιά δουλειά πάνω του μου τα ’πε όλα, του λέω: «Εμπρός, πάμε μέσα, ρε κορόιδο, θα τόνε φας το χρόνο γι’ αυτή τη σαχλαμάρα...»

— Ένα χρόνο φυλακή; τον έκοψε ο συνταγματάρχης Χαμπλ με λύπη. Δεν είναι πολύ;

— Μα είναι ληστεία, είπε κι έδειξε τα δόντια ο κ. Πίστορα. Το λοιπόν, σας ευχαριστώ, κ. συνταγματάρχα. Κι αν με χρειασθείτε ξανά, είναι αρκετό να ζητήσετε τον κ. Πίστορα. Κι έφτασα.

— Σας παρακαλώ, κ. Επιθεωρητά — είπε ο συνταγματάρχης — αν ίσως — μμμ — για την εξυπηρέτηση αυτή... γιατί αυτός ο φάκελος είναι... κάπως ιδιαίτερος. Μα... δεν θα ’θελα να τον χάσω, καταλάβατε... Αν, λοιπόν, μου κάνατε τη χαρά να δεχθείτε γι’ αυτήν την εκδούλευση..., είπε και γρήγορα έχωσε στο χέρι του κ. Πίστορα ένα πενηντάρι.

Ο κ. Πίστορα σοβαρεύτηκε από τη χειρονομία και την έκπληξη.

—Μα δεν ήταν και απαραίτητο.... είπε χώνοντας γρήγορα το πενηντάρι στην τσέπη του. Δεν ήταν τίποτα. Χίλια ευχαριστώ, κύριε, κι αν χρειαστείτε πάλι κάτι...

— Του έδωσα πενήντα κορώνες, είπε ο συνταγματάρχης Χαμπλ στη γυναίκα του καλόβολα. Μα θα του ’φταναν αυτουνού του βλάκα κι είκοσι, αλλά... —κι ο συνταγματάρχης έκανε μια μεγαλόψυχη χειρονομία— καλά που βρέθηκε αυτός ο καταραμένος φάκελος...

μτφρ. Γιώργης Γρίβας


ΔΙΗΓΗΜΑ - ΟΙ ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΕΣ

Κάποιος Προκόπιος, πασίγνωστος ως ικανός τεχνοκριτικός και μανιώδης συλλέκτης βυζαντινών έργων τέχνης, είχε πάει να επισκεφθεί τον Νικηφόρο, ηγού­μενο του μοναστηριού του Αγίου Συμεών. Ο Προκό­πιος ήταν φανερά ταραγμένος καθώς περίμενε να δει τον γέροντα και έκοβε βόλτες στο προαύλιο του μονα­στηριού. Όμορφες κολόνες έχουν εδώ πέρα, σκεφτό­ταν, πρέπει να είναι αναμφισβήτητα του 5ου αιώνα. Ο Νικηφόρος είναι ο μόνος που μπορεί να μάς βοηθήσει. Έχει μεγάλη επιρροή στην Αυλή και ήταν κάποτε αγιογράφος κι ο ίδιος. Και ο γέρος δεν ήταν κακός ως αγιογράφος. Θυμάμαι πως παλιά έφτιαχνε σχέδια για τα κεντήματα της Αυτοκράτειρας κι επίσης τής ζω­γράφιζε εικόνες. Γι’ αυτό και τον κάνανε ηγούμενο όταν τα χέρια του παραμορφώθηκαν απ’ τους ρευματι­σμούς και δεν μπορούσε να κρατήσει το πινέλο. Και λένε πως ο λόγος του εξακολουθεί να έχει βάρος στην Αυλή. Αχ, Θεέ μου, τι όμορφο κιονόκρανο! Ναι, ο Νι­κηφόρος θα μας βοηθήσει. Ευτυχώς που τον σκεφτήκαμε.

«Καλώς ήρθες, Προκόπιε», ακούστηκε μια σιγανή φωνή πίσω του.

Ο Προκόπιος γύρισε απότομα. Πίσω του στεκόταν ένας ρυτιδωμένος ευγενικός γεράκος με τα χέρια του χωμένα στα μανίκια του. «Όμορφο κιονόκρανο, ε;» είπε. «Αρχαίο, απ’ τη Νάξο.»

Ο Προκόπιος φίλησε το μανίκι του ηγούμενου. «Ήρθα να σε δω, Πάτερ», άρχισε να λέει συγκινημένος, αλλά ο ηγούμενος τον διέκοψε. «Έλα να κάτσου­με στη λιακάδα, αγαπητό μου τέκνο. Κάνει καλό στους ρευματισμούς μου. Τι μέρα, Θεέ μου, τι φως! Λοιπόν, τι σε φέρνει εδώ;» ρώτησε αφού κάθισαν σ’ έναν πέ­τρινο πάγκο στη μέση του κήπου του μοναστηριού, ενώ γύρω τους βούιζαν οι μέλισσες και μια ευωδιά από φα­σκόμηλο, θυμάρι και δυόσμο πλημμύριζε την ατμό­σφαιρα.

«Πάτερ», ξέσπασε ο Προκόπιος, «ήρθα σε σένα για­τί σε θεωρώ τον μόνο άνθρωπο που μπορεί να εμποδί­σει αυτή τη θλιβερή και ανεπανόρθωτη καταστροφή που απειλεί τον πολιτισμό μας. Ξέρω πως από σένα θα βρω κατανόηση. Είσαι καλλιτέχνης, Πάτερ. Τι υπέρο­χος ζωγράφος που ήσουν ως τη στιγμή που σε κάλεσαν να σηκώσεις στους ώμους σου το βάρος του πνευματι­κού σου λειτουργήματος! Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά μερικές φορές λυπάμαι που δεν έμεινες σκυμμέ­νος στους ξύλινους πίνακές σου για να συνεχίσεις να φιλοτεχνείς με τρόπο μαγικό μερικές απ’ τις πιο όμορ­φες Βυζαντινές εικόνες.»

Ο Πατήρ Νικηφόρος, αντί να απαντήσει, σήκωσε τα μανίκια του λίγο και έβγαλε στον ήλιο τα γαμψά σαν νύχια παπαγάλου δάχτυλά του που τα είχαν παραμορ­φώσει οι ρευματισμοί. «Α, όχι!» είπε. «Τι είναι αυτά που λες, αγαπητό μου τέκνο;»

«Είναι αλήθεια, Νικηφόρε», είπε ο Προκόπιος. (Αχ, Παναγία μου, τι απαίσια χέρια!) Οι εικόνες σου σήμε­ρα είναι ανεκτίμητες. Μόλις προχτές ένας Εβραίος ζήτησε δύο χιλιάδες δραχμές για μια αγιογραφία σου κι όταν δεν τού τις έδωσαν είπε πως θα περίμενε και σε δέκα χρόνια θα άξιζε τα τριπλά.»

Ο Πατήρ Νικηφόρος ξερόβηξε σεμνά κι αναψοκοκκίνισε απ’ την πολλή ευχαρίστηση. «Μη μού το λες!» μουρμούρισε. «Ποιος μπορεί να μιλάει έτσι για τις τα­πεινές αγιογραφίες μου; Δεν υπάρχει λόγος, είμαι σί­γουρος, σήμερα έχετε ένα σωρό δημοφιλείς καλλιτέ­χνες όπως τον Αργυρόπουλο, τον Μαλβάσια, τον Παπαδάνιο, τον Μεγαλόκαστρο και άλλους, φέρ’ ειπείν αυτόν που φτιάχνει εκείνα τα ψηφιδωτά, πώς τον λέ­νε;»

«Εννοείς τον Παπαναστασίου;» ρώτησε ο Προκό­πιος.

«Ναι, ναι», μούγκρισε ο Νικηφόρος. «Λένε πως έχει μεγάλη φήμη. Εγώ, τι να σου πω, δεν ξέρω, θα έλεγα πως τα ψηφιδωτά είναι περισσότερο τοιχοποιία και λιγότερο ζωγραφική. Αλλά λένε πως αυτός ο άνθρωπός σου – πώς είπαμε πως τον λένε;»

«Παπαναστασίου.»

«Μάλιστα, Παπαναστασίου. Λένε πως είναι Κρητι­κός. Στις μέρες μας εμείς είχαμε διαφορετική γνώμη για την Κρητική σχολή. Δεν την θεωρούσαμε πολύ κα­λή τεχνοτροπία. Οι γραμμές είναι πολύ αδρές – κι αυτά τα φανταχτερά χρώματα! Λες λοιπόν πως τώρα τον θαυμάζουν πολύ αυτόν τον Κρητικό, ε; Χμ, καταπλη­κτικό!»

«Δεν είπα τέτοιο πράγμα», διαμαρτυρήθηκε ο Προ­κόπιος. «Αλλά είδες μήπως τα τελευταία ψηφιδωτά του;»

Ο Πατήρ Νικηφόρος κούνησε το κεφάλι του αποφα­σιστικά. «Όχι, όχι, αγαπητό μου παιδί. Γιατί να τα δω; Γραμμές σαν στραβά σύρματα κι όλος αυτός ο λαμ­περός χρυσός! Παρατήρησες πως στο τελευταίο ψηφι­δωτό του ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στέκει τόσο γερτός που νομίζεις πως θα σωριαστεί; Αυτός ο Κρητικός σου δεν είναι ικανός να σχεδιάσει μια μορφή ώστε να στέ­κεται σωστά στα πόδια της!»

«Κοίτα», παρατήρησε διατακτικά ο Προκόπιος, «ί­σως να το έκανε επίτηδες, για λόγους συνθέσεως -»

«Ποτέ άλλοτε δεν άκουσα τέτοια ανοησία», ξέσπασε ο ηγούμενος και φούσκωσε τα μάγουλά του απ’ το θυ­μό. «Για λόγους συνθέσεως! Έτσι λοιπόν, ε; Όποιος θέλει μπορεί να σχεδιάζει άσχημα για λόγους συνθέ­σεως. Κι ο ίδιος ο Αυτοκράτορας πάει και βλέπει αυ­τές τις αηδίες και λέει: «Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέ­ρον!” Ο Πατήρ Νικηφόρος συγκράτησε το θυμό του. «Το σχέδιο, κύριε, το σχέδιο πριν απ’ όλα, αυτό είναι το άπαν της τέχνης.»

«Αυτά είναι τα λόγια ενός μεγάλου δασκάλου», προσπάθησε να τον κατευνάσει ο Προκόπιος. «Στη συλλογή μου έχω την Ανάληψή σου, Πάτερ, και δεν θα την έδινα ακόμα κι αν μου πρόσφεραν έναν Νικάονα για αντάλλαγμα.»

«Ο Νικάων ήταν καλός αγιογράφος», είπε ο Νικη­φόρος αποφασιστικά. «Αυτή ήταν η κλασική σχολή, κύριε! Τι όμορφες αναλογίες! Αλλά η Ανάληψή μου δεν είναι και τόσο καλή εικόνα, Προκόπιε. Αυτές οι ακίνητες μορφές και ο Χριστός με κάτι φτερούγες σαν πελεκάνου – Μα, άνθρωπέ μου, ο Χριστός πρέπει να στέκει στον αέρα χωρίς να χρειάζεται φτερούγες! Αυτό είναι τέχνη!» Ο Πατήρ Νικηφόρος σκούπισε τη μύτη του στο μανίκι του απ’τη συγκίνηση. «Αλλά τι να γίνει; Τότε δεν ήξερα ακόμα να σχεδιάζω. Η εικόνα δεν έχει βάθος, δεν έχει κίνηση.»

Ο Προκόπιος κοίταξε τα παραμορφωμένα χέρια του ηγούμενου κατάπληκτος. «Πάτερ, θέλεις να πεις πως ζωγραφίζεις ακόμα;»

Ο Πατήρ Νικηφόρος κούνησε το κεφάλι του αρνητι­κά. «Όχι. Αχ, όχι. Μόνο πού και πού δοκιμάζω κάτι, έτσι για δική μου ευχαρίστηση.»

«Μορφές;» είπε ο Προκόπιος ανυπόμονα.

«Μορφές. Παιδί μου, τίποτα δεν είναι πιο όμορφο απ’ τις μορφές. Όρθιες μορφές που μοιάζουν έτοιμες να βγουν απ’ την εικόνα και μ’ ένα φόντο από πίσω τους που σού φαίνεται ότι μπορούν να χαθούν μέσα του. Και είναι δύσκολο, φίλε μου. Ενώ αυτός ο άνθρω­πός σου, πώς τον είπαμε; – αυτός ο οικοδόμος απ’ την Κρήτη – τι καταλαβαίνει από κάτι τέτοια αυτός, με τις θεόστραβες κούκλες του;»

«Θα ήθελα να δω τις καινούριες εικόνες σου, Νικη­φόρε», είπε ο Προκόπιος.

Ο Πατήρ Νικηφόρος κούνησε το χέρι του. «Γιατί, έχεις τον Παπαναστασίου, δεν τον έχεις; Υπέροχος καλλιτέχνης λες. Αυτόν και τους λόγους της συνθέσεως που προβάλλει. Ή λοιπόν, αν οι μορφές στα ψηφιδωτά του είναι τέχνη, εγώ δεν ξέρω τι είναι ζωγραφική. Μα εσύ, Προκόπιε, είσαι τεχνοκρίτης, ίσως και να έχεις δίκιο και ο Παπαναστασίου να είναι όντως μεγαλοφυΐα.»

«Δεν είπα τέτοιο πράγμα», διαμαρτυρήθηκε ο Προ­κόπιος. «Αλλά, Νικηφόρε, δεν ήρθα εδώ για να συζη­τήσω για την τέχνη, αλλά για να με βοηθήσεις να τη σώσουμε πριν είναι πολύ αργά.»

«Απ’ τον Παπαναστασίου;» ρώτησε με ενθουσιασμό ο Νικηφόρος.

«Όχι, απ’ τον Αυτοκράτορα. Πρέπει βέβαια να τα έχεις ακούσει αυτά. Η Μεγαλειότητά Του ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, εξ αιτίας των πιέσεων που δέχεται από ορισμένους εκκλησιαστικούς κύκλους, πρόκειται να απαγορεύσει τις αγιογραφίες. Λένε πως αυτό είναι ειδωλολατρία ή κάτι τέτοιο. Ανοησίες, Νικηφόρε, ανοησίες!»

Ο ηγούμενος έκρυψε τα μάτια του κάτω απ’ τα ξεθω­ριασμένα ματοτσίνορά του. «Τα άκουσα, Προκόπιε», μουρμούρισε. «Αλλά δεν είναι ακόμα βέβαιο. Όχι, δεν έχει αποφασιστεί ακόμα.»

«Γι’ αυτό ήρθα σε σένα, Πάτερ», είπε ο Προκόπιος ανυπόμονα. «Όλοι γνωρίζουν πως για τον Αυτοκρά­τορα το όλο θέμα είναι καθαρά πολιτικό. Για την ειδωλολατρία δεν δίνει πεντάρα, μα θέλει την ησυχία του. Κι όταν ένας όχλος οδηγημένος από τριάντα φανατι­κούς ορμάει καταπάνω του στο δρόμο και τού φωνά­ζει: «Να φύγουν τα είδωλα!” ο ένδοξος ηγεμόνας μας φυσικά σκέφτεται πως το πιο βολικό είναι να ενδώσει σ’ αυτό το πλήθος των αναμαλλιάρηδων. Ξέρεις πως έσβησαν τις τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι της Υπέρ­τατης Αγάπης;»

«Το άκουσα», αναστέναξε ο ηγούμενος χωρίς να ανοίξει τα μάτια. «Τι αμαρτία, Παναγία μου! Τέτοιες υπέροχες νωπογραφίες, και μάλιστα απ’ τα χέρια του ίδιου του Στεφανίδη! Θυμάσαι τη μορφή της Αγίας Σοφίας στα αριστερά του Χριστού, που στέκεται με το χέρι του υψωμένο σαν να ευλογεί, Προκόπιε; Αυτή ήταν η πιο όμορφη όρθια μορφή που είδα ποτέ μου. Ναι, ό,τι και να μού πεις, ο Στεφανίδης ήταν μεγάλος μάστορας.»

Ο Προκόπιος έσκυψε επιτακτικά προς το μέρος του ηγούμενου. «Νικηφόρε, είναι γραμμένο στους νόμους του Μωυσή: Μη κάμεις σεαυτόν είδωλον μηδέ ομοίω­μα τινός, όσα είναι εν τω ουρανώ άνω ή όσα είναι εν τη γη κάτω ή όσα είναι εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης, μη προσκυνήσεις αυτά μηδέ λατρεύσεις αυτά. Νικηφόρε, μήπως έχουν δίκιο όταν λένε πως απαγορεύεται απ’ το Θεό να ζωγραφίζουμε εικονίσματα και να σμιλεύουμε αγάλματα;»

Ο Πατήρ Νικηφόρος κούνησε το κεφάλι του εξακο­λουθώντας να έχει τα μάτια του κλειστά. «Προκόπιε», αναστέναξε ύστερα από λίγο, «η τέχνη είναι εξ ίσου ιε­ρή με τη θρησκεία, γιατί… γιατί δοξάζει τα έργα του Κυρίου… και μάς διδάσκει να τα αγαπάμε.» Έκανε το σημείο του Σταυρού στον αέρα με το σακάτικο χέρι του. «Και μήπως δεν ήταν ο Δημιουργός κι ο ίδιος καλ­λιτέχνης; Δεν έπλασε τον άνθρωπο απ’ τον πηλό της γης; Δεν έδωσε σε όλα τα πράγματα περίγραμμα και χρώμα; Και τι καλλιτέχνης, Προκόπιε! Ποτέ, μα ποτέ δεν θα μάθουμε αρκετά απ’ Αυτόν – Εξ άλλου ο νόμος αυτός θεσπίστηκε σε βάρβαρες εποχές, όταν οι άνθρω­ποι δεν ήξεραν να σχεδιάζουν σωστά.»

Ο Προκόπιος αναστέναξε με ανακούφιση. «Το ’ξερα πως θα μιλούσες έτσι, Πάτερ», είπε με σεβασμό. «Σαν ιερέας – και σαν καλλιτέχνης. Νικηφόρε, δεν είναι δυνατόν να επιτρέψεις να καταστραφούν όλα τα έργα τέ­χνης!»

Ο ηγούμενος άνοιξε τα χέρια του. «Εγώ; Τι μπορώ να κάνω εγώ, Προκόπιε; Οι καιροί είναι χαλεποί, ο πολιτισμένος κόσμος υιοθετεί βάρβαρες συνήθειες, μάς έρχονται άνθρωποι απ’ την Κρήτη, και πού είσαι ακόμα. Είναι τρομερό, φίλε μου, αλλά πώς να το απο­τρέψουμε;»

«Νικηφόρε, αν μιλούσες στον Αυτοκράτορα -»

«Όχι, όχι», είπε ο Πατήρ Νικηφόρος. «Δεν μπορώ να μιλήσω στον Αυτοκράτορα. Ο άνθρωπος αυτός, όπως ξέρεις, δεν καταλαβαίνει από τέχνη, Προκόπιε. Άκουσα μάλιστα πως τώρα τελευταία επαίνεσε τα ψη­φιδωτά αυτού του ανθρώπου σου – πως είπαμε ότι τον λένε;»

«Παπαναστασίου, Πάτερ.»

«Ναι, αυτού του ανθρώπου που οι μορφές του είναι θεόστραβες. Ο Αυτοκράτορας δεν έχει ιδέα τι είναι τέχνη. Κατά τη γνώμη μου, ο Μαλβάσιας είναι εξ ίσου κακός. Της σχολής της Ραβέννα, εννόησες τώρα! Και παρ’ όλα αυτά τού έδωσαν να φτιάξει τα ψηφιδωτά στο παρεκκλήσι της Αυλής! Όχι, στην Αυλή δεν γίνε­ται τίποτα, Προκόπιε. Δεν μπορώ να πάω εκεί να τούς παρακαλέσω να αφήσουν αυτόν τον Αργυρόπουλο ή αυτόν τον Κρητικό – τον Παπαναστασίου, ε; – να συνεχίσουν να μουντζαλώνουν τους τοίχους.»

«Μα δεν πρόκειται περί αυτού, Πάτερ», είπε υπομο­νετικά ο Προκόπιος. «Σκέψου όμως – εάν οι εικονο­κλάστες επιτύχουν θα καταστραφούν όλα τα έργα τέ­χνης. Ακόμα και οι δικές σου εικόνες θα καούν, Νικη­φόρε!»

Ο ηγούμενος κούνησε το χέρι του. «Δεν ήταν και τό­σο σπουδαίες, Προκόπιε», μουρμούρισε. «Δεν ήξερα να σχεδιάζω τότε. Δεν μαθαίνεις να σχεδιάζεις μορφές σε πέντε λεπτά, κύριε.»

Με τρεμάμενο δάχτυλο ο Προκόπιος έδειξε το αρ­χαίο άγαλμα ενός νεαρού Βάκχου, μισοσκεπασμένο από μια ανθισμένη αγριοτριανταφυλλιά. «Θα σπά­σουν αυτό το άγαλμα», είπε.

«Τι αμαρτία, τι αμαρτία», ψιθύρισε ο Νικηφόρος, μισοκλείνοντας τα μάτια του σαν να πονούσε. «Λέμε πως είναι το άγαλμα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, αλλά είναι ένας αληθινός, τέλειος Βάκχος. Μερικές φορές κάθομαι εδώ και τον κοιτάω με τις ώρες κι είναι σαν να προσεύχομαι, Προκόπιε.»

«Βλέπεις λοιπόν, Νικηφόρε; Και θα αφήσεις να καταστραφεί για πάντα αυτή η θεϊκή τελειότητα; Θα επι­τρέψεις σε κάποιον ψειριάρη να το συντρίψει με το σφυρί του ουρλιάζοντας σαν μανιακός;»

Ο ηγούμενος έμεινε σιωπηλός με τα χέρια σταυρω­μένα.

«Μπορείς να σώσεις την ίδια την τέχνη, Νικηφόρε», είπε ο Προκόπιος προσπαθώντας να πείσει τον γέρον­τα. «Η εκκλησία σε σέβεται εξ αιτίας της αγιοσύνης και της σοφίας σου, η αυλή σε έχει σε μεγάλη εκτίμηση, θα είσαι μέλος της Μεγάλης Συνόδου που θα αποφασίσει εάν όλες οι εικόνες και τα αγάλματα είναι όργανα της ειδωλολατρίας. Πάτερ, το μέλλον όλης της τέχνης βρίσκεται στα χέρια σου!»

«Υπερεκτιμάς την επιρροή μου, Προκόπιε», ανα­στέναξε ο ηγούμενος. «Αυτοί οι φανατικοί είναι ισχυ­ροί και έχουν από πίσω τους τον όχλο» Ο Νικηφόρος σώπασε. «Λες πως θα καταστρέψουν όλες τις εικόνες και τα αγάλματα;»

«Ναι.»

«Και θα καταστρέψουν και τα ψηφιδωτά;»

«Ναι, θα τα ξεκολλήσουν απ’ τους τοίχους και τα τα­βάνια και θα πετάξουν τις ψηφίδες στα σκουπίδια.»

«Αλήθεια;» ρώτησε ο Νικηφόρος με ενδιαφέρον. «Τότε θα πρέπει να γκρεμίσουν κι αυτόν τον φοβερό Αρχάγγελο Γαβριήλ που έφτιαξε αυτός ο – πώς τον λέ­νε;»

«Υποθέτω.»

«Καλό θά ’ναι αυτό», χασκογέλασε ο ηγούμενος. «Είναι πολύ κακή εικόνα. Ποτέ μου δεν είδα τόσο θεόστραβη μορφή, και να το δικαιολογείς λέγοντας πως το απαιτεί η σύνθεση! Σού λέω, Προκόπιε, το αδέξιο σχέδιο είναι αμαρτία και βλασφημία, είναι προσβολή για το Θεό. Και θα πρέπει οι άνθρωποι να γονατίζουν μπροστά σ’ αυτό το εξάμβλωμα; Ε όχι, όχι! Η αλήθεια είναι πως όποιος γονατίζει μπροστά σε τέτοιες εικόνες είναι όντως ειδωλολάτρης. Δεν με εκπλήσσει που ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Έχουν απόλυτο δίκιο. Η Κρητική σχολή έχει ξεστρατίσει απ’ την πραγματική τέχνη και οι άνθρωποι σαν τον Παπαναστασίου είναι χειρό­τεροι αιρετικοί από οποιονδήποτε Αρειανό. Λες λοι­πόν πως θέλουν να γκρεμίσουν αυτά τα τιποτένια ορνι­θοσκαλίσματα;» ρώτησε ο ηγούμενος χαρούμενος. «Μού φέρνεις καλά νέα, παιδί μου. Χαίρομαι που ήρ­θες.» Ο Νικηφόρος σηκώθηκε όρθιος με κόπο για να δείξει πως η ακρόαση είχε τελειώσει. «Όμορφο καιρό μάς κάνει, ε;»

Ο Προκόπιος στεκόταν φανερά συντριμμένος. «Μα, Νικηφόρε», ξέσπασε σχεδόν κλαίγοντας, «θα καταστραφούν μαζί κι άλλες εικόνες. Άκου, θα κάψουν ή θα σμπαραλιάσουν όλα τα έργα τέχνης.»

«Έλα τώρα, ηρέμησε», είπε ο ηγούμενος προσπα­θώντας να τον παρηγορήσει. «Είναι κρίμα, βέβαια, με­γάλο κρίμα. Μα αν είναι ο κόσμος να απαλλαγεί απ’ όλα αυτά τα απαίσια σχέδια, τότε δεν πρέπει να δίνου­με και τόση σημασία σε ορισμένες ατυχείς πράξεις που θα συμβούν εδώ κι εκεί. Εφ’ όσον οι άνθρωποι δεν θα είναι αναγκασμένοι να γονατίζουν μπροστά σε θεό­στραβες μορφές όπως αυτές που σχεδιάζει ο – πώς τον είπαμε;»

«Ο Παπαναστασίου.»

«Ναι, αυτός. Η Κρητική σχολή δεν μπορεί να γίνει με κανένα τρόπο ανεκτή, Προκόπιε. Χαίρομαι που μού μίλησες για τη Σύνοδο. Θα πάω, Προκόπιε, ναι, θα πάω, ακόμα κι αν χρειαστεί να με μεταφέρουν ση­κωτό. Δεν θα το συγχωρούσα στον εαυτό μου ως τη μέρα του θανάτου μου αν δεν φρόντιζα να είμαι παρών. Μόνο να γκρεμίσουν αυτόν τον Αρχάγγελο Γαβριήλ», είπε ο Νικηφόρος χαμογελώντας με το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του. «Ο Θεός μαζί σου, τέκνον μου», είπε τέλος και ύψωσε το σακάτικο χέρι του για να ευλογήσει τον Προκόπιο.

«Ο Θεός μαζί σου», είπε ο Προκόπιος αναστενάζον­τας απελπισμένος.

Ο ηγούμενος Νικηφόρος απομακρύνθηκε κουνών­τας το κεφάλι του σκεφτικά. «Η Κρητική σχολή είναι απαίσια», μουρμούρισε. «Καιρός να τη σταματή­σουν… Α, Θεέ μου, τι παραπλανημένοι άνθρωποι… αυτός ο… Παπαναστασίου… και ο Παπαδάνιος… Αυτές δεν είναι πια ιερές εικόνες, αλλά είδωλα, κατα­ραμένα είδωλα», φώναξε δυνατά ο Νικηφόρος κου­νώντας νευρικά τα παραμορφωμένα χέρια του. «Είδω­λα… είδωλα… είδωλα…»
(1936)

Από το βιβλίο του «Απόκρυφες ιστορίες»,
Μετάφραση Κώστας Κουντούρης.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου