Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Ούγκο Φόσκολο ( 6 Φεβρουαρίου 1778 - 10 Σεπτεμβρίου 1827 )


Ο Ούγκο Φόσκολο (Ugo Foscolo, πραγματικό βαπτιστικό Niccolò, απόδοση στα Ελληνικά και ως Ούγος Φώσκολος, 1778-1827) ήταν Ιταλός ποιητής.
Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο και ήταν γιος του γιατρού Αντρέα Φόσκολο, Ενετού γεννημένου στην Κέρκυρα, και της Ελληνίδας Διαμαντίνας Σπαθή.
Το 1794 εγκαταστάθηκε στην Βενετία, παρακολούθησε μαθήματα κλασσικής παιδείας και άρχισε να συναναστρέφεται μέλη των φιλολογικών κύκλων στους οποίους πρωταγωνιστούσε η κόμισσα Isabella Teotochi Albrizzi (Ιζαμπέλα Αλμπρίτζι-Θεοτόκη). Η κόμισσα επιμελήθηκε της εκπαίδευσης του Φόσκολο σε όλους τους τομείς, του ερωτικού συμπεριλαμβανομένου, παρά το ότι το 1795 είχε τα διπλάσια χρόνια του. 

Το 1797 απέκτησε φήμη όταν παραστάθηκε η τραγωδία του Tieste (Θυέστης). Το 1799 χαιρέτισε την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα σαν μια νίκη της αληθινής δημοκρατίας έναντι της ολιγαρχίας με την ωδή του Στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ελευθερωτή. Πλην όμως ο Ναπολέων παραχώρησε τα ενετικά εδάφη στους Αυστριακούς με την συνθήκη του Κάμπο-Φόρμιο και ο Φόσκολο κατήγγειλε την αισχρή συναλλαγή στο μυθιστόρημά του Τελευταίες επιστολές του Γιάκοπο Όρτις στα 1803. Παρ’ όλα αυτά πολέμησε στο πλευρό των Γάλλων εναντίον Αυστριακών και Ρώσσων και μετά την μάχη του Μαρένγκο (1800) έγινε λοχαγός της ιταλικής μεραρχίας του γαλλικού στρατού.

Dei sepolcri, 1809

Διορίστηκε σε διάφορες θέσεις και φρουρές στην Ιταλία και στην Γαλλία ζώντας μια μάλλον έκλυτη ζωή, και το 1808 έγινε καθηγητής Ρητορικής στο πανεπιστήμιο της Παβίας. Έπεσε όμως στην δυσμένεια των γαλλικών αρχών για κάποιους σατιρικούς του στίχους κατά του Ναπολέοντα και περιπλανήθηκε στην Φλωρεντία, το Μιλάνο και, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, στην Ελβετία, για να καταλήξει στην Αγγλία το 1816. Οι Άγγλοι φιλελεύθεροι του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή, σύντομα όμως αποξενώθηκε λόγω του δύσκολου χαρακτήρα του και της άσωτης ζωής του. Εξοικονομούσε τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα και γράφοντας σε περιοδικά και πέρασε τα τελευταία του χρόνια μέσα στην φτώχεια. Πέθανε το 1827.

Ο Φόσκολο στέκεται στο μεταίχμιο του νεοκλασσικισμού και του πρώιμου ρομαντισμού. Αριστούργημά του θεωρείται το ποίημά του Dei sepolcri (Οι τάφοι): με αφορμή ένα διάταγμα του Ναπολέοντα περί δημοκρατικής ομοιομορφίας των τάφων, ο Φόσκολο ανατρέχει στους μεγάλους νεκρούς της Ελλάδος, της Ιταλίας και της Φλωρεντίας ειδικότερα. Ήταν έργο που επηρέασε το κίνημα του Risorgimento (Ιταλική ενοποίηση) και παραμένει αγαπητό μέχρι σήμερα.

Το 1871 η σορός του μεταφέρθηκε στην Ιταλία και ενταφιάστηκε δίπλα στους μεγάλους νεκρούς που ύμνησε, στην Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας, «σ’ ένα ναό που όλες μάζεψε τις δόξες / της Ιταλίας για να τις διαφυλάξει».

Επιλογή έργων

A Napoleone Bonaparte liberatore (Στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ελευθερωτή, 1799, ωδή)
A Zacinto (σονέττο, 1803) - ελλην. μετάφραση Άρης Δικταίος (Ανθολογία παγκοσμίου ποιήσεως, "ΦΕΞΗΣ")
Ultime lettere di Jacopo Ortis (Τελευταίες επιστολές του Γιάκοπο Όρτις, 1802-1803, επιστολικό μυθιστόρημα)
Dei sepolcri (Οι τάφοι, ποίημα, 1807) - ελλην. μετάφραση Γ.Καλοσγούρος ("Νέα Εστία" 1978 Β΄ και "Φιλολογική Πρωτοχρονιά" 1965) και Άρης Δικταίος (Ανθολογία παγκοσμίου ποιήσεως, "ΦΕΞΗΣ")
Le Grazie (Oι Χάριτες, ποίημα, 1803-1822)

Τάφοι (απόσπασμα)

Σ’ ίσκιο κυπαρισσιών και μες σε υδρίες 
Γλυκαμένες με κλάψα είναι ίσως ο ύπνος 
Του θανάτου αλαφρότερος; Αν ο ήλιος 
Για με της γης πλια δεν πληθαίνη τούτη 
Την ωραία φαμελιά από ζώα και χόρτα, 
Και σαν μπροστά μου πλουμιστές μ’ ελπίδες 
Δε θα χορεύουν οι Ώρες που θε νάρθουν, 
Ούτε, φίλε, από σε θ’ ακούω το στίχο 
Και την πικρή αρμόνια που κυβερνά τον, 
Ούτε η πνοή στην καρδιά πλιο θα μου κρίνει 
Των παρθένων Μουσών και της Αγάπης, 
Μονάχη πνοή στην άστατη ζωή μου, 
Ποιο θάναι παρηγόρημα μια πέτρα 
Για τες χαμένες μέρες να χωρίζη 
Τα κόκκαλα μου απ’ τα άμετρα που σπέρνει 
Στες στεριές και στες θάλασσες ο Χάρος; 
Αλήθεια, Πινδεμόντη, και η ελπίδα, 
Στερνή θεά, τους τάφους φεύγει κι’ όλα 
Η λησμονιά στη νύχτα της τυλίζει 
Κι’ από σάλο σε σάλο τα κουράζει 
Μια δύναμη δουλεύτρα κι όλα, ανθρώπους, 
Τάφους, στερνές θωριές κι απομεινάρια 
Της γης και τ’ ουρανού ο καιρός αλλάζει. 
Μα γιατί πρώτα απ’ τον καιρό του εαυτού του 
Θα φθονέση ο θνητός την πλάση που τον 
Σταματά και νεκρόν στη θύρα τ’ Αδη; 
Δε ζη αυτός τάχα και στο χώμα, τόμου 
Βουβή θα τούναι η αρμονία της μέρας, 
Αν με γλυκές φροντίδες στων δικών του 
Το νου μπορεί να την ξυπνά; Είναι ουράνια 
Η ανταπόκριση τούτη της αγάπης, 
Κι’ από την περικεφαλαία στους ώμους 
Ουράνιο δώρο στους θνητούς. Και ζούμε 
Συχνά γι' αυτήν με το νεκρό μας φίλο 
Κι' αυτός μαζί μας, αν η γη πονώντας, 
Που παιδί τον εδέχτη κι' έθρεψέ τον,
Δώση άσυλο στερνό και σα σε μάνας 
Κόρφο αμίαντο το λείψανο φυλάξη 
Από της μπόρας το δαρμό κι απ΄ τ' όχλου 
Τ' ανίερο πόδι και μια πέτρα γλύση 
Τ' όνομα κ' ένα δέντρο μυρωμένο 
Τη στάχτη μ' ίσκιους απαλούς γλυκάνη 
Μόνο όποιος πίσω αγάπες δεν αφίνει 
Λίγο τους τάφους χαίρεται, κι αν πέρα 
Κοιτάζη απο το ξόδι, την ψυχή του 
Βλέπει να παραδέρνη με το θρήνο 
Των Αχερούσιων τέμπλων, η αποκάτου 
Από του θείου συχώριου τα μεγάλα 
Φτερά να καταφεύγη μα τη σκόνη
Αφίνει σ' έρμου σβώλου τα φλεσκούνια, 
Όπου ούτε να προσεύχεται γυναίκα 
Ερωτευμένη, ούτε ν' ακούη διαβάτης
 Μοναχικός το στέναγμα που στέρνει 
Σ' εμάς η Φύση μέσα απ' τα μνημούρια.

Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης


ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

Από μικρός στους μητρικούς μου λόφους
ελάτρεψα την θείαν Αφροδίτη.
Ζάκυνθος, χαίρε. Στις ακτές του Αδρία,
στη στερνή κατοικία των Εφεστίων
θεών και των προγόνων μου, θ’ αφήσω
τα τραγούδια μου και τα κόκαλά μου,
και σ’ εσέ μοναχά τους στοχασμούς μου,
γιατί όποιος την πατρίδα του ξεχάσει
μήτε στα θεία δεν ομιλεί με σέβας.
Ζάκυνθος, ιερή χώρα. Στους λόφους
ήσαν ναοί, και στα ισκιερά της δάση
η λατρεία της Άρτεμης και οι ύμνοι
στον ένοχο Λαομέδοντα, πριν μάθει
ο Ποσειδώνας στο Ίλιο πώς να στήσει
τους φημισμένους πύργους του πολέμου.
Η Ζάκυνθος είν’ όμορφη. Της δίνουν
θησαυρούς μύριους τ’ αγγλικά καράβια,
κι από ψηλά της στέλνει ο αιώνιος ήλιος
τις ζωογόνες αχτίδες του. Κι ο Δίας
τα διάφανα σύγνεφα της χαρίζει.
Κι έχει τους πυκνοφύτευτους ελαιώνες,
τους αμπελόφυτους του Βάκχου κάμπους,
και την υγεία τη ρόδινη σκορπίζει
αύρα γλυκιά που μυρωμένη πνέει
από κήπους ανθών κι αιώνιων κέδρων.
μτφρ. Μαρίνος Σιγούρος

http://ebooks.edu.gr







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου