Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Τζέιν Όστεν - Jane Austen ( 16 Δεκεμβρίου 1775 - 18 Ιουλίου 1817 )

Υπάρχουν άνθρωποι που όσο περισσότερα κάνεις γι’ αυτούς, τόσο λιγότερα κάνουν για τον εαυτό τους.

Η Τζέιν Όστεν (Jane Austen, 16 Δεκεμβρίου 1775 - 18 Ιουλίου 1817) είναι μία από τις πιο δημοφιλείς και πολυδιαβασμένες μυθιστοριογράφους της αγγλικής λογοτεχνίας. Από το 1811 έως το 1815 γράφοντας τα μυθιστορήματα Λογική και ευαισθησία(1811), Περηφάνια και προκατάληψη (1813), Μάνσφιλντ Παρκ (1814) και Έμμα (1815) καθιερώθηκε ως συγγραφέας. Επίσης έγραψε τα Αββαείο του Νορθάνγκερ και την Πειθώ τα οποία δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό της το 1817.
Τα έργα της Όστεν είναι μέρος της μετάβασης προς το ρεαλισμό του δέκατου-ένατου αιώνα. Οι πλοκές των έργων της αν και κατά βάση κωμικές, υπογραμμίζουν την εξάρτηση των γυναικών από το γάμο προς εξασφάλιση κοινωνικού κύρους και οικονομικής ασφάλειας.

Κατά τη διάρκεια της ζωής της, τα έργα της Όστεν της έφεραν λίγη δόξα και λίγες θετικές κριτικές. Οι κριτικές ήταν λιγόλογες και αναφέρονταν κυρίως σε επιφανειακά χαρακτηριστικά του έργου της, όπως τα ηθικά διδάγματα. Κατά τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, τα μυθιστορήματα της έχαιραν το θαυμασμό μόνο μιας λογοτεχνικής ελίτ. Ένας λόγος γι' αυτό ήταν ότι έγραφε ανώνυμα. Εντούτοις, η δημοσίευση ενός απομνημονεύματος για τη ζωή της από τον ανιψιό της το 1870 γνωστοποίησε την ταυτότητά της και εισήγαγε τη ζωή και τα έργα της στο ευρύτερο αγγλικό κοινό. Έως τη δεκαετία του 1940 η Όστεν είχε πλέον καθιερωθεί ως σπουδαία Αγγλίδα συγγραφέα
Τα έργα της και η ζωή της έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών.

Σχέδιο της Τζέιν Όστεν, 
που αποδίδεται στην αδερφή της 
Κασσάνδρα.

Η Τζέιν Όστεν γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1775. Ο πατέρας της ήταν διδάκτωρ της Οξφόρδης και κληρικός. Είχε επτά αδέρφια, εκ των οποίων μόνο μία αδερφή, την Κασσάνδρα. Η Τζέιν και η Κασσάνδρα ήταν πολύ αγαπημένες. Πήγαν στο ιδιωτικό σχολείο μαζί και έζησαν μαζί μέχρι το θάνατο της Τζέιν.
Η οικογένεια έζησε στο Στήβεντον, στο Μπαθ, στο Σαουθάμπτον και στο Τσώτον (Chawton). Εκεί η Τζέιν έδωσε την οριστική τους μορφή στα μυθιστορήματα Περηφάνια και Προκατάληψη και Λογική κι ευαισθησία και έγραψε τα Μάνσφιλντ Παρκ, Έμμα και Πειθώ.
Η Τζέιν Όστεν (όπως και η αδερφή της) δεν παντρεύτηκε ποτέ. Στα 27 της είχε δεχθεί την πρόταση ενός κληρονόμου πλούσιας οικογένειας αλλά την άλλη μέρα άλλαξε γνώμη. Σε επιστολή της προς μια ανηψιά της, που τη ρωτούσε πώς έπρεπε να αντιδράσει σε ανάλογη πρόταση, η Όστεν απάντησε ότι έπρεπε να δεχτεί μόνο αν υπήρχε αγάπη από τη μεριά της.

Η ταινία Becoming Jane παρουσιάζει σφοδρό έρωτα μεταξύ της Τζέιν Όστεν και του Ιρλανδού Τόμας Λεφρόυ. Παρότι η Τζέιν Όστεν αναφέρει φλερτ με τον Λεφρόυ σε κάποιες επιστολές της προς την αδελφή της, Κασσάνδρα, και παρότι ο ίδιος ο Λεφρόυ σε μεγάλη ηλικία παραδέχτηκε σε έναν ανιψιό του ότι στα νιάτα του ήταν ερωτευμένος με την Τζέιν Όστεν, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να στηρίξουν την υπόθεση του εν λόγω κινηματογραφικού έργου.
Η Τζέιν Όστεν πέθανε το 1817 έπειτα από πολύμηνη ταλαιπωρία από επώδυνη ασθένεια. Το σπίτι της στο Τσώτον είναι σήμερα μουσείο.

Εργογραφία

Sense and Sensibility (Λογική και ευαισθησία), 1811 ― ελλην. μετάφρ. Αλ.Καλοφωλιάς, "ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ"
Pride and Prejudice (Περηφάνια και προκατάληψη), 1813 ― ελλην. μετάφρ. Γ.Αλεξίου, "ΔΑΜΙΑΝΟΥ"
Mansfield Park (Μάνσφιλντ Παρκ), 1814 ― ελλην. μετάφρ. Αλ. Παπαθανασοπούλου, "ΣΜΙΛΗ"
Emma (Έμμα), 1815 ― ελλην. μετάφρ. Φώντας Κονδύλης, "ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ"
Northanger Abbey (Το Αββαείο του Νορθάνγκερ), 1817 ― ελλην. μετάφρ. Αλ. Παπαθανασοπούλου, "ΣΜΙΛΗ"
Persuasion (Πειθώ), 1817 ― ελλην. μετάφρ. Δημ.Κίκιζας, "ΣΜΙΛΗ"
Κάθριν, Μετάφραση Αγγελική Σβορώνου, Εκδόσεις Μαΐστρος


Περηφάνια και Προκατάληψη

Περηφάνια και Προκατάληψη (αγγλικά: Pride and Prejudice) είναι ο τίτλος του πιο διάσημου μυθιστορήματος της Τζέιν Όστεν το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 28 Ιανουαρίου 1813. Είναι το δεύτερο βιβλίο της που δημοσιεύτηκε. Το χειρόγραφο του αρχικά γράφτηκε μεταξύ 1796 και 1797 στο Στίβεντον του Χάμπσαϊρ όπου η Όστεν ζούσε στο πρεσβυτέριο. Ονομάστηκε Πρώτες Εντυπώσεις όμως δεν δημοσιεύτηκε ποτέ με αυτό τον τίτλο και μετά από αλλαγές μετονομάστηκε σε Περηφάνια και Προκατάληψη.

Ιστορικό

Το μυθιστόρημα αρχικά γράφτηκε μεταξύ Οκτώβρη του 1796 και Αυγούστου του 1797. Ο πατέρας της Όστεν έγραψε στο Λονδρέζο βιβλιοπώλη Τόμας Κάντελ τον Νοέμβριο του 1797 προτείνοντας το για δημοσίευση όμως απορρίφθηκε χωρίς να διαβαστεί και επεστράφη μέσω ταχυδρομείου. Το αδημοσίευτο χειρόγραφο παρέμεινε με την Όστεν και ήταν το 1811 που το πρώτο της μυθιστόρημα Λογική και Ευαισθησία δημοσιεύτηκε.
Η δημοσίευση του πρώτου της μυθιστορήματος ενθάρρυνε την Όστεν να αναθεωρήσει το χειρόγραφο για τις Πρώτες Εντυπώσειςπιθανώς μεταξύ 1811 και 1812. Μετονόμασε την ιστορία Περηφάνια και Προκατάληψη, μια εμφανώς κλισέ φράση της εποχής. Όταν μετονόμαζε το μυθιστόρημά της η Τζέιν Όστεν πιθανώς είχε κατά νου τα Βάσανα και αντιπαραθέσεις που συνοψίζονται στο τελικό κεφάλαιο της Σεσίλια της Φάνυ Μπάρνεϊ, το οποίο ονομάζεται Περηφάνια και Προκατάληψη και όπου η φράση εμφανίζεται τρεις φορές με κεφαλαία γράμματα. Είναι επίσης πιθανό ότι ο αρχικός τίτλος του μυθιστορήματος άλλαξε για να αποφευχθεί σύγχυση με άλλα έργα. Στα χρόνια μεταξύ της ολοκλήρωσης των Πρώτων Εντυπώσεων και της αναθεώρησης τους σε Περηφάνια και Προκατάληψη, δημοσιεύτηκαν δύο άλλα έργα με τον ίδιο τίτλο: ένα μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Χόλφορντ και μια κωμωδία του Οράτιου Σμιθ.



Η Όστεν πούλησε τα πνευματικά δικαιώματα του μυθιστορήματος στον Τόμας Έγκερτον του Γουάιτχολ για 110 λίρες (η Όστεν είχε αρχικά ζητήσει 150 λίρες). Η απόφαση αυτή αποδείχθηκε ακριβή. Η Όστεν είχε εκδώσει το Λογική και Ευαισθησία βάσει προμήθειας προστατεύοντας τον εκδότη από απώλειες και λαμβάνοντας τα όποια κέρδη μείον το κόστος και την προμήθεια του εκδότη. Μη γνωρίζοντας ότι η Λογική και Ευαισθησία θα εξαντλούσε την εκδοσή της, αποφέροντας της 140 λίρες, μετέφερε τα πνευματικά δικαιώματα στον Έγκερτον έναντι εφάπαξ πληρωμής, το οποίο σήμαινε ότι όλο το ρίσκο (και όλα τα κέρδη) θα ήταν δικά του. Έχει υπολογιστεί ότι ο Έγκερτον στη συνέχεια και μόνο από τις δύο πρώτες εκδόσεις του βιβλίου έβγαλε περίπου 450 λίρες.

Εισαγωγή στην πλοκή

Ο κύριος και η κυρία Μπένετ έχουν πέντε κόρες που είναι όλες ανύπαντρες. Όταν ένας πλούσιος και ευχάριστος νέος μετακομίζει στην γειτονιά η κυρία Μπένετ ελπίζει να τον εξασφαλίσει ως γαμπρό για την όμορφη μεγαλύτερη κόρη της, δίδα Τζέιν Μπένετ. Η εκκολαπτόμενη σχέση όμως σαμποτάρεται από τον υπερόπτη φίλο του νεαρού, κύριο Ντάρσυ, που θεωρεί το προξενιό ακατάλληλο. Όταν ο κύριος Ντάρσυ με τη σειρά του ερωτεύεται την δεύτερη κόρη των Μπένετ, δίδα Ελίζαμπεθ Μπένετ, η συγκαταβατική πρόταση του για γάμο απορρίπτεται από την Ελίζαμπεθ με ειρωνεία και η προσέγγιση φαίνεται να σταματά. Εντούτοις, τα γεγονότα συνωμοτούν για να συνδέσουν τα διάφορα μέλη παρά τα εμπόδια και τις παρεξηγήσεις που τα χωρίζουν. Η περηφάνια της μιας πλευράς και η προκατάληψη της άλλης σιγά σιγά προσπερνιούνται και οι χαρακτήρες αποκομίζουν μεγαλύτερη γνώση του εαυτού τους και των άλλων.



Λογική και Ευαισθησία

Το Λογική και Ευαισθησία είναι μυθιστόρημα της Τζέιν Όστεν και ήταν το πρώτο της δημοσιευμένο έργο, όταν εμφανίστηκε το 1811 υπό το ψευδώνυμο "Μία Κυρία". Ένα έργο ρομαντικού μυθιστορήματος, η Λογική και Ευαισθησία τοποθετείται στη νοτιοδυτική Αγγλία μεταξύ του 1792 και 1797, και απεικονίζει τη ζωή και τους έρωτες των αδερφών Ντάσγουντ, της Έληνορ και της Μάριαν. Το μυθιστόρημα ακολουθεί τις νεαρές κυρίες στο καινούριο τους σπίτι, ένα γλίσχρο αγροτικό στην ιδιοκτησία ενός μακρινού συγγενή, όπου βιώνουν τον έρωτα, το ρομαντισμό και την ερωτική απογοήτευση. Η φιλοσοφική ανάλυση του μυθιστορήματος είναι ασαφής: ο αναγνώστης πρέπει να αποφασίσει αν η λογική και η ευαισθησία έχουν αληθινά συγχωνευθεί.

Η Τζέην Ώστεν έγραψε το πρώτο προσχέδιο του μυθιστορήματος με τη μορφή επιστολών (επιστολική μορφή) γύρω στο 1795, όταν ήταν περίπου 19 χρόνων και του έδωσε τον τίτλο, Έληνορ και Μάριαν. Αργότερα άλλαξε τη μορφή σε αφηγηματική και τον τίτλο σε Λογική και Ευαισθησία.Αλλάζοντας τον τίτλο, η Ώστεν πρόσθεσε "φιλοσοφικό βάθος" στο ότι άρχισε ως σκίτσο των δύο χαρακτήρων. Ο τίτλος του βιβλίου και αυτός του επομένου της δημοσιευμένου μυθιστορήματος, της Περηφάνιας και Προκατάληψης(1813), ίσως είναι υποδηλωτικοί των πολιτικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 1790.

Φιλοσοφική ανάλυση

Η βιογράφος της Ώστεν, η Κλερ Τομάλιν, υποστηρίζει ότι η Λογική και Ευαισθησία έχει μία "ταλάντευση στην προσέγγισή της," η οποία αναπτύχθηκε επειδή η Ώστεν, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του μυθιστορήματος, σταδιακά έγινε λιγότερο σίγουρη για το αν θα έπρεπε να θριαμβεύσει ή λογική ή η ευαισθησία. Η Ώστεν χαρακτηρίζει τη Μάριαν ως μία γλυκιά λαίδη με ελκυστικά χαρακτηριστικά: εξυπνάδα, μουσικό ταλέντο, παρρησία και την ικανότητα να αγαπά βαθέως. Επίσης αναγνωρίζει ότι ο Γουίλλομπυ, με όλα τα σφάλματά του, συνεχίζει να αγαπά και, ως ένα βαθμό, εκτιμά τη Μάριαν. Για αυτούς του λόγους, κάποιοι αναγνώστες βρίσκουν τον τελικό γάμο της Μάριαν με το Συνταγματάρχη Μπράντον μη ικανοποιητικό τέλος


Περίληψη πλοκής

Το στρογγυλό τραπεζάκι όπου
 η Τζέιν Ώστεν έγραψε τα μυθιστορήματα της.

Όταν ο Κος. Ντάσγουντ πεθαίνει, η περιουσία του, το Νόρλαντ Παρκ, περνά κατευθείαν στον μόνο του γιο Τζων, το παιδί τής πρώτης του συζύγου. Η δεύτερή του σύζυγος, η Κα. Ντάσγουντ και οι κόρες τους, η Έληνορ, η Μάριαν και η Μάργκαρετ, αφήνονται μόνο με ένα μικρό εισόδημα. Στην επιθανάτιό του κλίνη, ο Κος. Ντάσγουντ αποσπά μία υπόσχεση από το γιο του, ότι θα φροντίζει τις ετεροθαλείς-αδελφές του· ωστόσο, η εγωίστρια και άπληστη σύζυγος τού Τζων, η Φάννυ, σύντομα τον πείθει να παραβεί την υπόσχεση. Ο Τζων και η Φάννυ αμέσως αναλαμβάνουν τη θέση τους ως οι νέοι ιδιοκτήτες τού Νόρλαντ, ενώ οι γυναίκες Ντάσγουντ μειώνονται στη θέση των ανεπιθύμητων επισκεπτών. Η Κα. Ντάσγουντ αρχίζει να αναζητά κάπου αλλού για να ζήσουν.
Εν τω μεταξύ ο αδελφός τής Φάννυ, ο Έντουαρντ Φέρραρς, ένας ευχάριστος, μετριόφρων, νοήμων αλλά επιφυλακτικός νεαρός άνδρας, επισκέπτεται το Νόρλαντ και σύντομα συνδέεται με την Έληνορ. Η Φάννυ αποδοκιμάζει το ταίριασμα και προσβάλλει την Κα. Ντάσγουντ με τον υπαινιγμό ότι η Έληνορ ωθείται από τα χρήματα αντί της αγάπης. Η Κα. Ντάσγουντ αγανακτισμένα επιταχύνει την έρευνά της για ένα νέο σπίτι.
Η Κα. Ντάσγουντ μετακομίζει με τις κόρες της στο αγροτικό Μπάρτον στο Ντέβονσάιρ, κοντά στο σπίτι τού εξαδέλφου της, του Σερ Τζων Μίντλετον. Το νέο τους σπίτι στερείται πολλές από τις ανέσεις που είχαν συνηθίσει, ωστόσο γίνονται ευνοϊκά δεκτές από τον Σερ Τζων και καλωσορίζονται στην τοπική κοινωνία, συναντώντας τη σύζυγό του Λαίδη Μίντλετον, την πεθερά του την Κα. Τζένιγκς και τον φίλο του, τον σοβαρό, ήσυχο και ευγενή Συνταγματάρχη Μπράντον. Σύντομα γίνεται φανερό ότι ο συνταγματάρχης Μπράντον προσελκύεται από την Μάριαν και η Κα. Τζένιγκς τους πειράζει γι' αυτό. Η Μάριαν δεν είναι ευχαριστημένη, καθώς θεωρεί τον συνταγματάρχη Μπράντον, στα τριάντα-πέντε του, ότι είναι ένας ηλικιωμένος εργένης, ανίκανoς να ερωτευτεί ή να εμπνεύσει αγάπη σε οποιονδήποτε άλλο.

Μία εικόνα του 19ου αιώνα από τον 
Χιού Τόμσον δείχνοντας τον Γουίλλομπυ 
να κόβει μία τούφα
 από τα μαλλιά της Μάριαν Ντάσγουντ

Τη Μάριαν, που είναι έξω για μία βόλτα, την πιάνει βροχή, γλιστρά και στραμπουλίζει τον αστράγαλό της. Ο τολμηρός, όμορφος Τζων Γουίλλομπυ βλέπει το ατύχημα και την βοηθά. Η Μάριαν γρήγορα θαυμάζει το καλό του παρουσιαστικό και τις ειλικρινείς του απόψεις για την ποίηση, τη μουσική, την τέχνη και την αγάπη. Οι φιλοφρονήσεις τού Κου. Γουίλλομπυ είναι τόσο φανερές, που η Έληνορ και η Κα. Ντάσγουντ αρχίζουν να υποψιάζονται ότι το ζευγάρι είναι κρυφά αρραβωνιασμένο. Η Έληνορ προειδοποιεί την Μάριαν κατά της αφύλακτής της συμπεριφοράς, αλλά η Μάριαν αρνείται να ελέγξει τα συναισθήματά της, πιστεύοντας ότι αυτό είναι ψέμα. Απροσδόκητα μία μέρα ο Κος. Γουίλλομπυ πληροφορεί τις Ντάσγουντ, ότι η θεία του τον στέλνει στο Λονδίνο για επαγγελματικούς λόγους, επ' αόριστον. Η Μάριαν απελπίζεται και παραδίνεται στη λύπη της.

Ο Έντουαρντ Φέρραρς τότε προσφέρει μία μικρή επίσκεψη στο αγροτικό Μπάρτον, αλλά φαίνεται δυστυχής και εκτός κλίματος. Η Έληνορ φοβάται ότι δεν έχει πια αισθήματα γι' αυτήν, αλλά αισθάνεται υποχρεωμένη, από μία αίσθηση χρέους, να προστατέψει την οικογένειά της από το να γνωρίζει τη στενοχώρια της. Σύντομα, αφού ο Έντουαρντ φεύγει, η Άννα και η Λούσυ Στηλ, οι χυδαίες και αμόρφωτες εξαδέλφες της Λαίδης Μίντλετον, έρχονται να μείνουν στο Μπάρτον Παρκ. Η Λούση πληροφορεί την Έληνορ για τον μυστικό της, τεσσάρων ετών, αρραβώνα με τον Έντουαρντ Φέρραρς, εκθέτοντας αποδείξεις της φιλαλήθειάς της. Η Έληνορ καταλαβαίνει τις ασυνέπειες της συμπεριφοράς του Έντουαρντ προς την ίδια και τον αθωώνει από την ευθύνη. Είναι φιλάνθρωπη αρκετά για να ευσπλαχνίζεται τον Έντουαρντ, που κρατιέται σε έναν άστοργο αρραβώνα από την ευγενή του τιμή.
Καθώς ο χειμώνας πλησιάζει, η Έληνορ και η Μάριαν συνοδεύουν την Κα. Τζένιγκς στο Λονδίνο. Όταν φθάνουν εκεί, η Μάριαν γράφει μία σειρά από επιστολές στον Κο. Γουίλλομπυ, οι οποίες μένουν αναπάντητες. Όταν τελικά συναντιούνται, ο Κος. Γουίλλομπυ χαιρετά την Μάριαν απρόθυμα και ψυχρά, προς μεγάλη της θλίψη. Σύντομα η Μάριαν λαμβάνει μία απότομη επιστολή του, στην οποία ο Κος Γουίλλομπυ επισυνάπτει την πρώην τους αλληλογραφία και τις ενδείξεις αγάπης, συμπεριλαμβανομένης μίας τούφας μαλλιών της και πληροφορώντας την για τον αρραβώνα του με μία νεαρή λαίδη μεγάλης περιουσίας. Η Μάριαν είναι καταρρακωμένη και παραδέχεται στην Έληνορ ότι αυτή και ο Γουίλλομπυ δεν αρραβωνιάστηκαν ποτέ, αλλά τον αγάπησε και την έκανε να πιστεύει ότι την αγάπησε. Σε συμπάθεια για την Μάριαν, και για να διαφωτίσει τον χαρακτήρα του, ο Συνταγματάρχης Μπράντον αποκαλύπτει στην Έληνορ ότι ο Κος. Γουίλλομπυ είχε αποπλανήσει την δεκαπενταετή κηδεμονευόμενη τού Μπράντον και την εγκατέλειψε όταν έμεινε έγκυος.
Εν τω μεταξύ οι αδερφές Στηλ έχουν έλθει στο Λονδίνο ως επισκέπτες του Τζων και της Φάννυ Ντάσγουντ. Η Λούσυ βλέπει την πρόσκλησή της στους Ντάσγουντ ως προσωπικό κομπλιμέντο, αντί αυτού που είναι, μία παραμέληση προς την Έληνορ. Στην εσφαλμένη εμπιστοσύνη της δημοτικότητάς τους, η Άννα Στηλ αποκαλύπτει το μυστικό τής Λούσυ. Ως εκ τούτου οι δεσποινίδες Στηλ διώχνονται από το σπίτι και ο Έντουαρντ ικετεύεται να σπάσει τον αρραβώνα υπό την απειλή της αποκλήρωσης. Ο Έντουαρντ, τίμια, αρνείται να συμμορφωθεί και αμέσως αποκληρώνεται προς όφελος του αδελφού του, κερδίζοντας για ευγενή του συμπεριφορά μεγάλο σεβασμό και συμπάθεια από την Έληνορ και την Μάριαν, οι οποίες καταλαβαίνουν πόσα έχει θυσιάσει.
Από τη θλίψη της για τον γάμο του Κου. Γουίλλομπυ, η Μάριαν παραμελεί την υγεία της και γίνεται επικίνδυνα άρρωστη. Πληγωμένος από τις φήμες του επικείμενού της θανάτου, ο Κος. Γουίλλομπυ φτάνει για να μετανοήσει και αποκαλύπτει στην Έληνορ ότι η αγάπη του για την Μάριαν ήταν αληθινή. Απειλούμενος με αποκλήρωση λόγω της ανήθικής του συμπεριφοράς, ένιωσε ότι έπρεπε να παντρευτεί για τα χρήματα και όχι για την αγάπη, αλλά αποσπά την ευσπλαχνία της Έληνορ, επειδή η επιλογή του τον έχει κάνει δυστυχή.
Όταν η Μάριαν αναρρώνει, η Έληνορ της λέει για την επίσκεψη του Κου. Γουίλλομπυ. Η Μάριαν εκτιμά πως ό,τι έχει περάσει με τη λογική είναι προτιμότερο από τη συγκίνηση και καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ευτυχισμένη με την ανήθικη και ακριβή φύση του Κου Γουίλλομπυ. Εκτιμά τη συμπεριφορά της Έληνορ σε μία παρόμοια κατάσταση και αποφασίζει να προπλάσει τον εαυτό της μετά το κουράγιο και την καλή λογική της Έληνορ.
Μόλις μαθαίνει ότι η Λούσυ έχει παντρευτεί τον Κο. Φέρραρς, η Έληνορ θλίβεται, μέχρι ο Έντουαρντ να φτάσει ο ίδιος για να αποκαλύψει ότι η Λούσυ τον έχει κυνηγήσει προς όφελος του πλούσιού του αδελφού, του Ρόμπερτ Φέρραρς. Ο Έντουαρντ και η Έληνορ σύντομα παντρεύονται και σε πολύ λίγα χρόνια η Μάριαν παντρεύεται τον Συνταγματάρχη Μπράντον.

Jane Austen's house in Chawton









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου