Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ιωάννης Καρασούτσας (9 Ιουλίου 1824 – 1873)

Ο Ιωάννης Καρασούτσας (9 Ιουλίου 1824 – 1873) ήταν Έλληνας ποιητής και μεταφραστής. Γεννημένος στην Σμύρνη, έζησε τα μαθητικά του χρόνια στην Ερμούπολη της Σύρου και σπούδασε στην Αθήνα.
Το 1839, μαθητής ακόμα, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Λύρα και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η δεύτερη με τίτλο Μούσα θηλάζουσα, αφιερωμένη στη βασίλισσα Αμαλία. Μέχρι το 1850, οπότε διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Ναύπλιο, δημοσίευε σχεδόν μια ποιητική συλλογή το χρόνο. Από τις συλλογές αυτές ξεχωρίζουν οι Εωθιναί μελωδίαι (1846) και η επιλογή από το προηγούμενο έργο του με τίτλο Απάνθισμα ποιητικόν (1849). Την περίοδο της διδασκαλίας του συνέγραψε μια γραμματική της γαλλικής, ένα λεξικό συνωνύμων της γαλλικής, μια γαλλική χρηστομάθεια και άλλα διδακτικά βιβλία.
Το 1852 μετατέθηκε στην Αθήνα. Η περίοδος της ποιητικής του ακμής ξεκίνησε γύρω στο 1855. Τότε ο Καρασούτσας πήρε μέρος σε ποιητικούς διαγωνισμούς και βραβεύτηκε τρεις φορές με τα έργα Μη ζωη μετ' αμουσίας (1855), Πολιτικαί και πατριωτικαί μελέται (1859) και Κλεονίκη (1867), ενώ το 1860 εξέδωσε τη συλλογή Η Βάρβιτος με κάποια από τα καλύτερα έργα του. Μετέφρασε την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό (1867), την Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου (1854 και β΄ μορφή το 1860), ένα απόσπασμα από τον λ. Βύρωνα, τη Λίμνη του Λαμαρτίνου και άλλα έργα. Ήταν φίλος του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή και του Ηλία Τανταλίδη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε με πολλές στερήσεις (είχε προηγηθεί απόλυσή του από τη θέση του στην εκπαίδευση) και έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Αυτοκτόνησε το Μάρτη του 1873 στην Αθήνα. Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το σύγγραμμά του Σύστημα ετυμολογικόν ή περί φύσεως των ονομάτων. Ο Καρασούτσας έγραψε σχεδόν αποκλειστικά στην καθαρεύουσα, με μοναδική εξαίρεση το ποίημα Φθινόπωρο. ΄Εντονη είναι στα γραπτά του η προσπάθεια υποστήριξης και διάδοσης των δημοκρατικών και ανθρωπιστικών ιδεωδών που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στην Ευρώπη. Το έργο του συνδυάζει τη ρομαντική θεματολογία με την κλασικιστική αρχαϊστική γλωσσική έκφραση, η οποία στην περίπτωσή του Καρασούτσα διακρίνεται για την τρυφερότητα και την πλαστικότητά της.https://el.wikipedia.org/

Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΧΕΙΜΩΝ.

Ὅλοι θαυμάζουν,
Ὅλοι φωνάζουν
Ἆ! τί ὡραῖος, λαμπρός καιρός!
Τα φυτά θάλλουν,
Τα πτηνά ψάλλουν,
Κ’ εἶναι δεκέμβριος ὁ σκληρός.

Αἱ κομψαί νέαι
Και αἱ ὡραῖαι
Ὑπάγουν ὅλαι να τρελλαθοῦν.
Οἱ λευκοί ὦμοι
Γυμνοί ἀκόμη
Δύναντ’ ἐξαίρετα να  σταθοῦν.

Μία μ’ εὑρίσκει
Ποῦ ἀποθνήσκει
Δι’ ἐξοχάς, καί με   θαυμασμόν
Ὡς πρώτιστόν της
Χαιρετισμόν της
Δέτε, με  λέγει, δέτε χειμών!

—Ἐγώ  πιστεύω,
Κἂν ὑποπτεύω,
Τῆς κάμν’, ὁ φίλος σας ὅτι Ζεύς

Κἀμμίαν ἄλλην
Στὸ μάτι πάλιν
Ἔχει τοῦ κόσμου ὁ βασιλεύς.

Για μιαν  ὡραίαν
Ποτέ Θηβαίαν
Τί κάμνει ξεύρετε; ὤ! φρικτόν!
—Τί; τί; —Εἰς μίαν
Νύκτα γλυκεῖα
Δίδει το μῆκος τριῶν νυκτῶν.

—Φρικτόν τῳόντι!
—Λοιπόν τὸ δόντι
Και τώρα πάλιν ἂν τον πονᾷ
Δι’ ἄλλην νέαν
Ποῦ τήν ὡραίαν
Φύσιν γυρεύει καί τά   βουνά,

Ὤ φαντασθῆτε,
Φίλη, νά ζῆτε!
Ἂν τὤχῃ δύσκολον παντελῶς
Πίσω νά φέρῃ
Τό καλοκαῖρι
Γι’ αυτήν ποῦ χάσκει κ’ εἶναι τρελλός!


✧ ✧ ✧ ✧

ΤΟ ΕΞΩΚΚΛΗΣΙΟΝ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.

Εἰς δάσος ἐλαιῶν μονῆρες,
Καί φρίκης καί γαλήνης πλῆρες,
Εἰς Ὑμηττοῦ τάς ὑπωρείας,
Κεῖται ἐρημικὴ, ἁγία,
Μικρά τό σχῆμα Ἐκκλησία
Από τούς χρόνους τῆς δουλείας.

Πλήν τῶν βοσκῶν ὅσοι φυλάττουν
Τάς ποίμνας, τήν σιγήν ταράττουν
Σπανίως διαβάτου πόδες·
Εἰκών τοῦ χρόνου ὅστις φεύγει,
Ῥυάκιόν τι ἐξερεύγει
Ἀφρόν καί χάνεται θρηνῶδες.

Ἐκεῖ ἐνίοτε τό βῆμα
Φέρω, τό ἅρμα εἰς τό κῦμα
Ὅταν ὁ Φοῖβος προσπελάζῃ,
Καί ἦν’ ὁ οὐρανός ῥοδόχρους,
Κ’ ὁ γέρων Ὑμηττός ἰόχρους,
Κ’ ἡ Φιλομήλ’ ἀναστενάζῃ!

Εἰς κιονόκρανον ὡραῖον,
Ἀνῆκον εἰς ναόν ἀρχαῖον
Τῆς Δήμητρος ἢ Ἀφροδίτης,
Σκέψιν ἀμέτρητον κυμαίνων,
Μ’ ἀγκῶνα κάθημ’ ἐρεισμένον
Ἐπὶ γονάτων, ὡς πρεσβύτης.

Ὦ γενεαί ὅσαι τόν βίον
Διήλθετε μετά δακρύων
Εἰς τήν αἰσχίστην τυραννίδα,
Ὡς σάλου κυματοδιώξεις,
Εἰς λήθην τῆς ἀρχαίας δόξης,
Χωρίς τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα·

Πρός σᾶς οἱ διαλογισμοί μου
Στρέφοντ’ ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου,
Ὦ γενεαί  παρῳχημέναι
Πλήν μέ ἡμᾶς διά παντοίων
Παθῶν καί συμφορῶν ὁμοίων
Διά παντός   συνδεδεμέναι!

(Ὦ συγγενεῖς ὁρμαί καί   πόθοι!)
Εἰς τήν ψυχήν μας μετεδόθη
Τοῦ βίου σας ἡ ἀθυμία.
Μέχρις ὀστέων διεισδύει,
Νά τήν   ἐκνίψῃ δέν ἰσχύει
Ἡ ἀτελής ἐλευθερία!

Ἰδού οἱ ταπεινοί σας τάφοι,
Τὰ δακρυπότιστα ἐδάφη,
Καὶ τοῦ ναοῦ ὁ μέλας θόλος,
Μὲ προσευχὰς θερμὰς καὶ γόους,
Καὶ ἀναστεναγμοὺς ἀθρόους
Ἀνάπλεως εἰσέτι ὅλος.

Ἁγιωσύνης πνέει μύρον.
Ἐν μέσῳ προφητῶν, μαρτύρων,
Θεὸς, εἰς καταδίκου σχῆμα,
Χεῖρας αἱμοσταγεῖς ἐκτείνει,
Καὶ κεφαλὴν βαρεῖαν κλίνει,
Ὑπὲρ παντὸς τοῦ κόσμου θῦμα!

Ἀπόστολοι τῆς Γαλιλαίας,
Διδάσκαλοι θρησκείας νέας,
Ἐν δέοντι καὶ καταλλήλως
Τῆς πίστεως τὴν θείαν δᾷδα
Ἐκόμισεν εἰς τὴν Ἑλλάδα
Ὁ εὐαγγελικός σας ζῆλος.

Τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τεθλιμμένους,
Τοὺς δούλους καὶ δεδιωγμένους
Τίς ἤθελε παρηγορήσει;
Ὁ ἐραστὴς θεὸς τῆς Λήδας
Τῶν καρδιῶν τὰς καταιγίδας
Ἠδύνατο ν’ ἀποσοβήσῃ;

Ὁ ἱμερόεις τῶν Χαρίτων
Γέλως πρὸς δυστυχεῖς θὰ ἦτον
Ἡ σκληροτάτη εἰρωνεία.
Τί πρὸς αὐτοὺς τῶν θαλασσίων
Καὶ οὐρανίων καὶ χθονίων
Δαιμόνων ἡ φαιδρὰ χορεία;

Ἢ, ἄν, Ἑλλὰς, ὁ τοῦ Ἀγνώστου
Θεοῦ δὲν ἔστελλε τὸ φῶς του
Ἀστὴρ ὃν ἔκπαλαι ἐζήτεις,
Καὶ εἰς δουλείας καὶ ἀπάτης
Σκότος διπλοῦν περιεπάτεις,
Ἀθλία, ὀρφανή, ἀλῆτις,

Ὡς ἡ ἀρχαία Ἀντιγόνη·
Λατρεία σου νὰ ἦναι μόνη
Ἔπρεπ’ ἐν ταῖς δειναῖς ἀνίαις,
Ἐξ ὅλων τῶν θεῶν τῶν πάλαι,
Ἡ Νέμεσις καὶ αἱ μεγάλαι
Θεαὶ τοῦ ᾍδου Ἐριννύες!

Ἡ Νέμεσις ἡ Ῥαμνουσία,
Θεὸς δεινὴ, θεὸς βαρεῖα
Εἰς ἀσεβεῖς καὶ εἰς τυράννους,
Ἥτις καὶ εἰς τὰ σκότη βλέπει,
Καὶ τὰς ἀνόμους ἀνατρέπει
Βουλάς των καὶ ὑπερηφάνους.

Ἀρχαῖοι τύραννοι καὶ νέοι,
Ποῦ οἱ στρατοί σας οἱ γενναῖοι,
Καὶ ὁ ἀχαλινός σας γέλως;
Καὶ σὺ ἰσχὺς τῆς Ἄγαρ, ἥτις
Ἐφαίνεσο ὡς ὁ γρανίτης
Ἀκράδαντος καὶ δίχως τέλος·

Ἰδοὺ ὡς ἡ χιὼν ἐτάκης,
Ἣν ἡ ψυχρὰ πνοὴ τῆς Θρᾴκης
Ἐπὶ τοῦ Πάρνηθος σωρεύει,
Ἢ καταιγὶς εἰς τὸν αἰθέρα
Ἐν μετοπωρινῇ ἡμέρᾳ
Μυκᾶται ἅμα καὶ διέβη!

Ἀλλ’ ἡ ψυχή μας εἰς τὸ πλῆθος
Τῶν πόνων ὡς πελείας στῆθος
Συνείθισε ν’ ἀναστενάζῃ.
Εὗρε δ’ ἂν ὄχι εὐτυχίαν,
Ἀρκοῦσαν ὅμως ἡσυχίαν
Νὰ μελετᾷ καὶ νὰ ῥεμβάζῃ.
✧ ✧ ✧ ✧

ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΩΝΙΑΝ.

Τίς τὴν ψυχήν μου θὰ ἡμερώσῃ;
Τίς εἰς τὸν πόθον μου θέλει δώσει
Πτερὰ Ζεφύρου;
Τίς εἰς τοὺς τόπους θέλει μὲ φέρει
Ὅπου ὁ Μέλης στιλπνὸς μαρμαίρει
Ὡς πλὰξ ἀργύρου;

Ἐκεῖ γλυκεῖαι πνέουσιν αὖραι,
Καὶ εἰς τὸ κῦμα δονοῦνται μαῦραι
Σκιαὶ πλατάνων.
Ἐκεῖ εὐώδης θάλλει μυρσίνη,
Ἐκεῖ τὰ πάντα τέρψις, γαλήνη,
Πλὴν τῶν τυράννων!

Ἡ τυραννία τὴν φρίκην σπείρει,
Καὶ τῆς ὡραίας φύσεως φθεῖρει
Τὴν ἁρμονίαν.
Αὐτὴ μαραίνει τὰ κάλλιστ’ ἄνθη,
Καὶ ἡ πνοή της κατελυμάνθη
Τὴν Ἰωνίαν.

Ἀλλ’ ἂν τὰ κάλλη της λαίλαψ τύπτῃ,
Ὑπὸ τὸ βάρος της ἀνακύπτει
Πλέον ὡραία,
Κ’ εἰς τὴν γλυκεῖαν μορφήν της ἔτι
Τὸ δουλικόν της πένθος προσθέτει
Θέλγητρα νέα.

Οὕτως εἰς ῥόδον πίπτει βαρεῖα
Ἡ ὁλολύζουσα τρικυμία
Μὲ ὄμβρου σάλον·
Πλὴν εἰς τὴν τόσην ἀνεμοζάλην
Ὑπερηφάνως ἐγείρει πάλιν
Μέτωπον θάλλον!

✧ ✧ ✧ ✧

ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΑΙ
(Ἆσμα διὰ τὴν 25 Μαρτίου.)



Ὅταν τὰ ὄμματα τῶν τυράννων
Ἀλαζὸν πλήξῃ πνεῦμα καὶ πλάνον,
Καὶ εἰς τὸ στρέμμα αὐτῶν ἡ Μοῖρα
Βαρεῖαν ἤδη ἔθηκε χεῖρα,
Τότε ὡς δαίμων νὰ διευθύνῃ
Αὐτὴν, ἡ χείρ των ἄκουσα κτείνει.

Εἰς ζωὴν μίαν καθῃμαγμένη
Μ’ αἷμα τὰ πρόσωπα ὅλων ῥαίνει.
Πᾶσα τοῦ σκήπτρου των νεῦσις θραύει
Τὸν Νόμον· πᾶσα πρᾶξίς των βλάβη.
Εἰς τὰς ἡμέρας αὐτὰς τὰς βίας,
Τὰς τελευταίας τῆς τυραννίας,
Ὁ λαὸς σύννους σιγᾷ καὶ φρίσσει,
Ὡς ὅτ’ ὑπ’ αὔρας πρῶτον ῥιγήσῃ
Θάλασσα. Οὕτω προτοῦ ὀρθία
Πνεύσῃ νεφόθεν ἡ τρικυμία,
φέρουσα νύκτα πολλὴν, ῥαγδαῖον
Ὕδωρ καὶ μέγεθος λιτριαῖον
Χαλάζης, σύμπας αἰθὴρ καὶ πόντος
Σιγᾷ, τὴν γῆν δὲ ὡς ὠχριῶντος
Θανάτου ὄψις ἔβαψε πᾶσαν·
Ἀλλ’ αἰφνιδίως ὑπαιθριάσαν
Τὸ νέφος ῥήγνυται· ἐλευθέρα
Νέμεται πόντον καὶ γῆν κ’ αἰθέρα
Ἡ μακρὰ θύελλα, ὁ δὲ πόλος
Μ’ ἀστραπῶν φλόγα καίεται ὅλος!
Εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ πεπρωμένου
Ἐκείνας οὔτε τοῦ ποθουμένου
Προσώπου θέλγουν τοὺς ἄνδρας κάλλη,
Οὐδὲ τὸ κέρδος, οὐδ’ ὴ κραιπάλη.
Μόνον του ἔρωτα καὶ φροντίδα
Ὁ καθεὶς ἔλαβε τὴν Πατρίδα,
Κ’ εἰς τὸν βωμόν της πρώτην θυσίαν

Φέρει μὲ τ’ ἄνθη της τὴν καρδίαν!
Τὸ τελευταῖον ὁ Χάρων ἤδη
Εἰς τὸν υἱὸν φίλημά του δίδει.
Ὡς αὐλητρίδος ἥτις κωμάζει,
Τοῦ Πελοπίδου κλάδος σκιάζει
Τὸ λάμπον μέτωπον, καὶ ἡ χείρ του
Τὸ ξίφος κρύπτει ἐντὸς τῆς μύρτου.
Μόνος ὁ τύραννος ἐνῷ σπεύδει
Ἡ Μοῖρα, ὕπνον λήθης καθεύδει.
Καθὼς ἐκεῖνος ὅστις δὲν σέβει
Θεὸν, ᾀείποτε δ’ ἐπὶ χλεύῃ
Προφέρει τ’ ἅγιον ὄνομά του,
Ἕως ὁ Ἄγγελος τοῦ θανάτου
Ἐκπλήξῃ πρώτην φορὰν κ’ ἐσχάτην
Τὸν λήθαργόν του, ἀλλὰ εἰς μάτην,
Διότι ἤδη μ’ ὀδόντων κρότους
Τὸν προσκαλεῖ ὁ Πατὴρ τοῦ σκότους·
Καὶ οἱ μωροὶ τύραννοι καὶ δεσπόται
τότ’ ἐξεγείρονται μόλις τότε,
Ὅταν καὶ θρόνον κ’ ἐλπίδα πάσας
Ὁμοῦ ὁ στρόβιλος συναρπάσας,
Ἀφήσῃ ἄγνωστον καὶ τὸν τόπον
Αὐτῶν εἰς ἔρευναν τῶν ἀνθρώπων!

https://el.wikisource.org/











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου