Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

ΑΡΣΙΝΟΗ ΒΗΤΑ " Το σελίνι "




Εις την κορυφήν του λοφίσκου ευρίσκετο το σπιτάκι της χήρας Παναγιώταινας η οποία έζει μετά του δεκαετούς υιού της. Μικρά υπανδρεύθη, μικρά εχήρευσεν. Για να εξοικονομεί τα προς το ζην εδούλευεν στα αρχοντικά του μεγαλοχωρίου ως πλύστρα. Ήτο εξόχως καλή εις την δουλειάν της και την αποζήτουν αι κυράδες αι οποίαι διεγκωνίζοντο μάλιστα ποια θα την έχει εις την δούλεψιν της. 
Παραμονή των Θεοφανείων κι η Παναγιώταινα πριν την ανατολήν του ηλίου φέροντας επί του ώμου της ένα ζεμπίλι πήρε τον κατωφερή δρόμο που οδηγούσε εις την αρχοντικήν οικίαν του καπετάν Νικόλα ο οποίος ήτο ο πλέον σημαντικός των καπεταναίων του νησιού.Η σύζυγος του την καλούσε συχνά πυκνά για την καθιερωμένη μπουγάδα. Εις τον παρακείμενον παραπόταμον με τα πεντακάθαρα ύδατα η Παναγιώταινα θα ολοκλήρωνεν την πλύσην με περισσήν επιμέλειαν.
Είχε δώσει αυστηράν εντολήν στο μοναχογιό της να μην ξεμακρύνει από το σπίτι διότι θα κατέφθανεν ο ιερεύς να αγιάσει την πτωχήν πλην όμως αστράπτουσα από πάστραν οικίαν της.

Όταν υψώθηκεν ο ήλιος προς το μεσουράνημα επαρουσιάσθη εποχούμενος ο ιερεύς.Το παιδίον έτρεξεν να τον προϋπαντήσει  πασίχαρης διότι ήξερεν πως μετά τον αγιασμόν θα ήτο ελεύθερον να κατηφορήσει προς την πολίχνην και να παίξει με τους ομηλίκους του έως της επιστροφής της μητρός του από την εργασίαν της.

Αφίππευσεν ο ιερεύς και το παιδίον τον εβoήθησεν να μεταφέρει το μικρόν χάλκινον δοχείον όπου εντός του ευρίσκετο ο αγιασμός.

-Εν Ιορδάνη...πού'ναι η μάνα σου ωρέ Γιάννη; 
-Στο ποτάμι και πλένει πάτερ!
-Μπα την κατηραμένη- ψιθύρισεν μέσα από τους οδόντας του ο ιερεύς-
-Μα εσήμερον τέτοιαν ημέραν πλένει;
Ο Γιάννης αντιλήφθηκεν την αγανάκτησιν του ιερέως και με τρεμάμενη φωνή ενθυμήθηκεν την οδηγίαν της μητρός του.
-Πάτερ μου, κάτω από το γαδίνι σου έχει αφήσει η μάνα ένα σελίνι.
-Α! Την ευλογημένη!
Αναφώνησεν με ανακούφισιν ο ιερεύς και με γλυκύτερον τόνον ερώτησεν χωρίς βεβαίως να επιθυμεί απάντησιν: 
-Μα εσήμερα παιδίον μου να πλένει; 
Με γοργόν βηματισμόν όσον του επέτρεπε η ηλικία του κατευθύνθηκεν εντός της μικράς οικίας. Την εράντισεν με αγιασμόν ψάλλοντας το αναλογούν τροπάριον. Δεν ελησμόνησεν να ραντίσει και τον περιβάλλοντα χώρον τον μικρόν λαχανόκηπον, τον ορνιθώνα και με το ύφος ανθρώπου που επιτέλεσε το ιερόν του καθήκον απεχώρησεν. Στην ευώνυμον τσέπη του καλομανταρισμένου παλιού παντελονιού εκρότησαν τα μικρά κέρματα καθώς ίππευεν πάλιν τον υπομονετικόν του Ντορήν ο οποίος συναισθανόμενος την χαράν του αναβάτη του εχλιμίντρισεν. Ο Ιωάννης άμα τη αποχωρήσει του ιερέως κατηφόρισεν τρέχοντας εις την πολίχνην μειδιών καθώς εσυλλογίσθη τον έπαινον της μητρός του συνοδευόμενον από πενιχρόν φιλοδώρημα το οποίον θα προστεθεί εισέτι στο σιδερένιον κουτίον ούτως ώστε να δυνηθεί στο προσεχές Πάσχα να αγοράσει ένα τόπι που τόσο η ψυχή του λαχταρούσε.
( απόσπασμα)


Η φωτογραφία από :https://gr.pinterest.com/




1 σχόλιο:

  1. θα ορκιζομουν ότι διαβαζω Παπαδιαμαντη.. τοσο πολύ μου θυμιζει την "πενα" του, αυτό το πανεμορφο κειμενο-απόσπασμα..!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή